Είναι απολύτως φυσιολογικό τον καιρό των Μνημονίων οι άνθρωποι των μεσαίων και των κατώτερων τάξεων να διαμαρτύρονται, αφού υποφέρουν όλα όσα υποφέρουν. Και ακόμα πιο φυσιολογικό είναι να αναρωτιούνται πότε επιτέλους θα τερματιστεί το μαρτύριό τους.
Σε αυτήν την έκδηλη αγωνία τους δίνονται πολλές και συχνά
αντιφατικές απαντήσεις. Η λαϊκή εξέγερση επίκειται, είναι μια από αυτές ή, πολύ
πιο συχνά και σε τελείως αντίθετη κατεύθυνση, αργεί υπερβολικά ή δεν θα υπάρξει
ποτέ.
Αυτές οι τελευταίες απαντήσεις συνοδεύονται από κατήφεια, από αυτο-οικτιρμό και από τον συνάδοντα σε τέτοιες περιπτώσεις θαυμασμό σε άλλους λαούς, οι οποίοι, τάχα μου, αντιστέκονται μαζικά ενώ οι Έλληνες έχουν σκύψει το κεφάλι και υπομένουν καρτερικά.
Τέτοιου είδους γενικευμένη απαισιοδοξία μοιάζει, όμως, να ξεχνά
όλα όσα μας έχει πει σε μια συνέντευξή του ο μεγάλος ιστορικός μας Νίκος
Σβορώνος για το αντιστασιακό πνεύμα του ελληνικού λαού, το οποίο βέβαια δεν
κατοικοεδρεύει σε κάποιο εθνικό DNA, αλλά στις ιστορικές περιπέτειες του λαού
μας.
Μοιάζει να ξεχνά, και αυτό είναι ακόμα πιο περίεργο, τις πλατείες, την
περσινή 28η Οκτωβρίου -μια λαϊκή διαμαρτυρία που τη σημασία της ούτε την έχουμε
τονίσει αρκετά ούτε την έχουμε αναλύσει- ή, τέλος, την εκτόξευση ενός μικρού
κόμματος της Αριστεράς από ένα περιθωριακό ποσοστό σε αυτό του πρώτου κόμματος,
αν πιστέψουμε τουλάχιστον τις δημοσκοπήσεις της εβδομάδας που μας πέρασε.
Δεν τα γράφω όλα τούτα για να ισχυριστώ ότι η εξέγερση είναι προ
των πυλών. Τα γράφω γιατί πιστεύω ότι το μέγεθος των δοκιμασιών μας γεννάει
ανάλογες προσδοκίες αντίστασης και, όταν αυτές οι προσδοκίες δεν ευοδώνονται
άμεσα, όπως πολύ συχνά συμβαίνει στην ιστορία, τότε μαζί με όλες τις άλλες
κακοδαιμονίες καιροφυλακτεί μία, από πολλές πλευρές χειρότερη από τις άλλες, η
παραίτηση.
Για να προφυλαχθούμε από αυτήν την τελευταία πρέπει να κάνουμε
δικό μας το μάθημα όλων των κλασικών κοινωνικών στοχαστών, ότι, δηλαδή, η
Ιστορία είναι απρόβλεπτη. Ο Μαρξ στα γραπτά του δεν κουράστηκε να επαναλαμβάνει
πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει εκ των προτέρων το μέλλον. Και ότι μόνον
η συνειδητή και κοπιώδης προσήλωση στους στόχους του και όχι οι μεγάλες
αναμονές μπορούν να φέρουν αυτό το μέλλον πιο κοντά του.
Υπήρξαν περίοδοι στην ιστορία που το μέγεθος των δοκιμασιών των
λαών μάς κάνει εκ των υστέρων να απορούμε πώς οι λαοί αυτοί δεν εξεγέρθηκαν,
όπως υπάρχουν και άλλες στη διάρκεια των οποίων τίποτα δεν προείκαζε την
εξέγερση, και όμως εκείνη ήλθε. Εξ αιτίας αυτού του παραδόξου αναπτύχθηκε
μάλιστα μια ολόκληρη φιλολογία, σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι δεν
εξεγείρονται όταν βυθίζονται στον πάτο του πηγαδιού, αλλά μόνον όταν, έχοντας
ήδη φθάσει στον πάτο, αρχίζουν δειλά - δειλά να ανεβαίνουν. Σε μια τέτοια
πορεία ανόδου, και αφού έχουν κατακτήσει κάτι, αναλογίζονται πόσα πολλά ακόμα
μπορούν να κατακτήσουν και τότε ξεσηκώνονται.
Οι κοινωνιολόγοι και οι πολιτικοί επιστήμονες ονόμασαν αυτό το
παράδοξο «νόμο Τοκβίλ», προς τιμήν του στοχαστή που πρώτος περιέγραψε το εν
λόγω φαινόμενο. Ακόμα πιο γλαφυρή είναι, όμως, εκείνη η κουβέντα του
μυθιστοριογράφου Γκράχαμ Γκρην, όταν θέλοντας να περιγράψει την αδράνεια των
ανθρώπων σε περιόδους πείνας γράφει -αναφέρω από μνήμης: «Εκείνο τον καιρό το
στομάχι τους γουργούριζε τόσο δυνατά, που δεν τους ήταν μπορετό να ακούσουν
οτιδήποτε άλλο».
Όλα τα παραπάνω για να τονίσω δύο πράγματα. Το πρώτο είναι ότι το
μέγεθος των δοκιμασιών ενός λαού δεν σημαίνει αυτόματα συμμετρικά ανάλογη
αντίδραση. Το δεύτερο, και πιο σημαντικό, είναι ότι η Ιστορία δεν προβλέπεται
και εφόσον δεν προβλέπεται είναι τελείως άστοχο να τη «φορτώνουμε» με τις
αναμονές μας. Γιατί η διάψευση αυτών των αναμονών γεννάει απογοήτευση και
παραίτηση. Εκείνο που έχει σημασία να κάνουμε είναι να καθορίζουμε ορθολογικά
τους στόχους μας και να τους ακολουθούμε με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη
προσήλωση. Μόνον τότε έχουμε ελπίδες να βγούμε στην αντίπερα όχθη.
Tου Σταύρου Κωνσταντακόπουλου – Καθηγητής Πολιτικής Θεωρίας στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου
Δημοσιεύτηκε στην Αυγή της Κυριακής το 2012.
Δημοσίευση σχολίου