Κατάφερε να δημιουργήσει jazz χωρίς την βοήθεια του ήχου – τους τόπους της, την ατμόσφαιρα της, τις στιγμές της, τους δημιουργούς της». Louis Armstrong, Miles Davis, Bill Crow, Igor Stravinsky, John Coltrane. Και ινδάλματα χωρίς την βοήθεια της επίκλησης θα προσθέσω εγώ. Marlon Brando, Audrey Hepburn, Merilyn Monroe, Arthur Miller, James Dean. Ένας φωτογραφικός φακός, λίγο φιλμ και η ανεξίτηλη εικόνα της μεταπολεμικής Αμερικής. Πίσω από τον φακό, ένας άνθρωπος, ένας δημιουργός. Dennis Stock.
Στα ίδια τα χνάρια, αν όχι στο ίδιο στερέωμα, με τον Robert Frank, τον Garry Winogrand και τον Bruce Davidson, μέλος της δημιουργικής γενιάς του 50’, ο Stock ήταν ένας παρατηρητής της κίνησης της ζωής, βάζοντας και αυτός με την σειρά του τον λίθο ώστε η αμερικάνικη τέχνη να πάρει τους δρόμους, κάνοντας την παγκόσμιο αισθητικό και συναισθηματικό κτήμα. «Εμείς οι φωτογράφοι, είτε το ονομάζουμε τέχνη είτε όχι, θα πρέπει να περάσουμε [σ.σ. στο κοινό] τις παρατηρήσεις μας, με απόλυτη σαφήνεια, με ταπεινότητα και παιδιάστικο θαυμασμό» λέει πετυχαίνοντας τούτη την αποστολή, με μια σειρά φωτογραφιών, όπου το ντοκουμέντο, η ειδησεογραφία, τα πορτρέτα, συνηγορούν «στην άρτια διαρθρωμένη εκδήλωση μιας πτυχής της ζωής», όπως ο ίδιος τόνιζε. 
Γι’ αυτό στο έργο του, θα δούμε σπουδαίες συνθέσεις της ουσίας της καθημερινότητας, την απλότητα, την ενέργεια και την χαρά της ζωής, ακόμη και εκεί που μοιάζει να λείπει. Μετανάστες, περιφερόμενοι μουσικοί, διαδηλωτές, παιδιά. Η ιστορία μιας όψης του κόσμου πίσω από τον φακό. Ως εκ τούτου θα ήταν μονόχορδη αντίληψη να του χρεώνουμε όπως συνέβη, πως δουλειά του ήταν η στεγνή και επιφανειακή απεικόνιση της στιγμιαίας λάμψης αστεριών του Hollywood και της δόξας. Κάτι μεγαλύτερο από αυτό, με την κάμερα στο χέρι, οδοιπορούσε, μην αφήνοντας ποτέ την δική του «χώρα», της αντικουλτούρας, των αντιθέσεων, της μη συμβατικότητας, των «ανθρώπινων συμπεριφορών και της ομορφιάς στην φύση».

Στην ηλικία των 19 τον δέχτηκαν στο περιοδικό «Life», αφού είχε κερδίσει το βραβείο νέου φωτογράφου και 15000 δολάρια σε διαγωνισμό. Ήταν το 1949, λίγα χρόνια μετά το τέλος του πολέμου. Οι ΗΠΑ, δίχως μεγάλες απώλειες και καθόλου καταστροφές – μα με απτά κέρδη -, μπαίνουν σε τροχιά μιας καλπάζουσας καπιταλιστικής ανάπτυξης. Όμως πέραν των απατηλών φαινομένων, η κοινωνία συνεχίζει τον αδιάκοπο αγώνα της. Μαύροι μουσικοί της τζαζ ταράζουν τα μουσικά στεγανά, αλλά ακόμη η μαύρη κοινότητα είναι βαθιά γκετοποιημένη. Το ψυχροπολεμικό σύστημα δικαιοσύνης των ΗΠΑ δικάζει και εκτελεί το ζεύγος Rosenberg ως πράκτορες των Σοβιετικών. Πρόσφυγες από την Ευρώπη ψάχνανε την υλοποίηση του ονείρου στην Αμερική. Μια νέα γενιά ανθρώπων είτε σπάνε τα στουντιακά χολιγουντιανά πρότυπα, όπως ο James Dean είτε τα κοινωνικά όπως οι hippies. Σε αυτές τις συνθήκες, ωρίμασε ο Stock. Κυνήγησε τα θέματα του, ως να ήταν θηράματα. Μα τα αγκάλιασε ως να ήταν παιδιά του. Δούλεψε ως φωτορεπόρτερ για να βγάζει το ψωμί του, δίνοντας όμως το στίγμα της αξιοπρέπειας σε κάθε του εικόνα, επικυρώνοντας το καλλιτεχνικά. Τα εξύψωσε προς το φως. Αυτό μας μαθαίνει και η φωτογραφία ως χημική διεργασία. Και με τις αισθητικές του βαλίτσες γεμάτες, από το 1951 μόλις, γίνεται μέλος του σπουδαιότερου φωτογραφικού πρακτορείου στον κόσμο, του «Magnum», που είχε ιδρύσει ο δάσκαλος Henri Cartier Bresson.


Φωτογράφιζε σε κόκκινα χαλιά μαζί με άλλους φωτορεπόρτερ, σε γυρίσματα ταινιών ως φωτογράφος πλατό, έκανε εικόνες τοπίου, μα εκεί στο δρόμο και σε ότι αυτός γεννάει, μεγαλούργησε. Η Times Square της Νέας Υόρκης δεν θα ήταν αυτή χωρίς την μυθολογική βαρύτητα που της χάρισε η φωτογραφία με τον James Dean, να περπατά σκυφτός υπό βροχή και ένα τσιγάρο στο στόμα. Το Παρίσι, θα είχε χάσει λίγο από την ρομαντική του λάμψη και την μποέμικη ξεγνοιασιά αν δεν είχε φωτογραφίσει το θρυλικό Café De Flore, όπου ο ιδιοκτήτης με την σκούπα καθαρίζει το μαγαζί ενώ ένα ζευγάρι φιλιέται στην γωνία. Θα ήμασταν αμόρφωτοι για τους hippies, τη rock μουσική, τον jazz αυτοσχεδιασμό, το βόμβο της «εξεγερμένης» beat γενιάς, αν δεν βρίσκαμε την αισθητική τους πληρότητα, στην απεικόνιση των φωτογραφικών συνθέσεων του Dennis Stock.
Η μεταπολεμική μοντέρνα παλέτα χρωστά και στο έργο του Stock, είδωλα, αισθήσεις, νοσταλγίες, μύθους. Και αν οι φωτογραφίες κινηματογραφικών αστέρων μας φαίνεται μια φιλόδοξη ανάγκη υστεροφημίας από πλευράς τους, τότε απλά ας το αποδεχτούμε. Η φωτογραφία έγινε όχημα στην δημιουργία και στην συντήρηση μύθων, στη δημιουργία και στη συντήρηση ιδεατών εικόνων, που κινούνται πάνω από την καθημερινή σκοτούρα. Μας κάνει πρωταγωνιστές σε ένα κόσμο που δεν έχουμε ζήσει. Εμβαθύνοντας σε μια φωτογραφία, δημιουργούμε όλες τις ασπρόμαυρες γεωμετρίες χωρικά και χρονικά για να γίνουμε, αν και απόντες, δομικό μέρος του παρελθόντος, όταν ο κόσμος ήταν cool.

Το ίδιο το πρακτορείο Magnum, στο οποίο θήτευσε, θα μιλήσει για το έργο του: «Είτε ο Stock τραβούσε διασημότητες, είτε απλά εξερευνούσε τον κόσμο πίσω από τον φακό, δημιούργησε εικόνες που αξιοποιούν πλήρως την βασική λειτουργία της φωτογραφίας: Συλλάμβανε στιγμές στον χρόνο. Μια εικόνα του, προσφέρει μια εξαιρετικά πολύπλοκη και λεπτή έκφραση όλων των μικρών πραγμάτων μιας κατάστασης, εντός της, σε ένα μοναδικό καρέ.»
Γιατί όμως να θυμηθούμε έναν φωτογράφο; Η απάντηση αν και προβλέψιμη, σίγουρα δεν είναι δεδομένη. Κάποτε η φωτογραφία σήμαινε εργασία και όχι διάλειμμα με ένα smartphone ανάμεσα σε sms και viber. Σήμαινε βαθιά ενασχόληση, δημιουργία, λάμψη σαν αυτή στα μάτια του ποιητή που παράγει τον πρώτο του στίχο και όχι duckfaces. Έβγαινε στο δρόμο, είχε σχέδιο, είχε οξεία όραση, είχε έτοιμο το δάκτυλο, είχε ανθρωπιά και δεν ήταν πλασιέ ψευδής ευτυχίας. Οι δρόμοι και οι άνθρωποι τους ήταν σαν του ζωγράφου οι καμβάδες. Ο φωτογράφος ήταν ένας καλλιτέχνης όπου ζωγράφιζε την ζωή μας όπως εμείς αμελούσαμε να δούμε. Με το κλικ, μια πραγματικότητα έλαμπε στην αιωνιότητα σε όλη της την γεωμετρία, σε όλη της την ουσία.


Ξεφυλλίζεις το «Life» ακόμη και σήμερα και βλέπεις την ζωή την ίδια, σε σκοτεινές σκιές και τόνους υπέρλαμπρης διαφάνειας, και ο νους μας γίνεται παράθυρο στον χρόνο. Κάποτε, λοιπόν και το όνομα Dennis Stock, σήμαινε κάτι. Σήμερα; Το instagram έχει γίνει ο τετράγωνος καθρέπτης των ποδιών μας, το facebook η άγονη απεικόνιση της αισθητικής φτώχιας και οι selfie ένα κάδρο της απομόνωσης και της μιζέριας μας, όπως έγραφε εύγλωττα ένα σύνθημα σε τοίχο Όλα αυτά αποτελούν τεχνικώς, φωτογραφία. Από την άλλη, επίσης, ψάχνουμε φωτογράφο για έναν γάμο, για μια βάπτιση, για τα μυστήρια τέλος πάντων μα το πιο μυστηριακό, το πιο εκπληκτικό, πιο επιβλητικό και πιο μεγάλο χάνεται μέσα στη ψηφιακή λήθη και τους σκληρούς δίσκους των υπολογιστών μας. Για να μην επιστρέψουμε στην φτήνια, πρέπει να υπερασπιστούμε, λοιπόν, την Φωτογραφία.

Οι φωτογραφίες και τα δικαιώματα ανήκουν στο πρακτορείο Magnum και τον δημιουργό. Εδώ απεικονίζονται για ειδησεογραφικούς και φωτογραφικούς αποκλειστικά λόγους.
* Μια μορφή αυτού του άρθρου δημοσιεύθηκε στον «Monopoli.gr» στις 9 Οκτώβρη 2015
http://www.toperiodiko.gr

Δημοσίευση σχολίου