διήγημα ή ιδέα για μια φάρσα σε τρείς εικόνες
οι συγγραφείς είναι Νεκροί και τα γραπτά τους Μεταθανάτια// Ουίλιαμ Μπάροουζ

ΑΔΜΗΤΟΣ


....υπάρχουν μέρες που τους συναντώ όλους μαζί, συνήθως Δευτέρες κι απογεύματα,- είναι απαρτία - εκτός από όσους στο μεταξύ πεθάναν απροειδοποίητα,- ή κάποιοι άλλοι που βράζουν στο ζουμί τους με βεβαιότητα αριστοτελική για τις στερήσεις που υφίστανται,- ή γκόμενες κυκλοθυμικές, νοσηρές, παραμελημένες, - υπάρξεις από ματαιωμένα σαββατόβραδα,- μπορχεσιανά σενάρια σε καθρέφτες, - μετά ''επανέρχεται'' μια ''τελευταία'' στιγμή ή η ''τελευταία'' συνομιλία, ο Β. Μπ. με την Τζ. Α., ''ένα παιχνιδάκι έκανα, ρε , δε 'α το ξανακάνω'', ''ποιός μιλάει, ρε πούστη, δες'' - είναι αλήθεια, μού αρέσουν οι μηχανές μεγάλου κυβισμού, τα τσιγάρα με μέντα και τα ψιλοπράματα, - ακόμα κι οι διαφημίσειςφτηνού γούστου, το λατρεμένο μου κιτς, η θνησιγενής αμοραλιτέ σε φτηνά εσώρρουχα για αργοπορημένους νυχτοφύλακες και φυλακισμένους,- σ' αυτά τα μέρη βραδιάζει με βιασύνη, ''έχω μερικές φωτογραφίες από παλιά, έμοιαζες με το μουνί της μάνας σου, γι' αυτό σ' αγάπησα,- χέσε μας'', οι τυφλοί ξέρουν τους δρόμους απ' έξω κι ανακατωτά, οι πιο πολλοί με το μπαστούνι τους εξελίχτηκαν σε ραβδοσκόπους, μαντεύουν τη μοίρα των άλλων, όσων απόμειναν χωρίς εισητήρια για τ' αστικά- έλεγα για τις γαμημένες Δευτέρες, θυμάμαι εκείνη με το σκυλί της σα λόγια εβραία της διασποράς - λυσίκομη ma non troppo, - πάχυνε κι αδυνάτιζε διαδοχικά- έκαμνε έρωτα με ξεπεσμένους ιθαγενείς, θύματα αρχαίων διαζυγίων που δεν τελεσιδικούν εις τον αιώνα, τ' όνειρό της να γυρίσει καμιά ταινία ή να παντρευτεί για να εντείνει το θυμό της αδάπανα-, τα καλοκαίρια γαμιότανε βιαστικά στις ξαπλώστρες υπό το φίλιον φως της σελήνης, όχι μόνο αυτή, κι άλλες- πρέπει να παίρνεις σειρά σ' αυτά τα κωλομέρη,- οι ναυαγοσώστες κάναν μπανιστήρι σα μεγάλες ασύμμετρες δρασκελιές,- σκιές που ξεφεύγουν απ' τον Άδη-, επειδή τη νύχτα τούς παιδεύει το παρελθόν και τρέμουνε την απόρριψη, - έρχόταν ο Α., η Μινέτα, ο Στ. Γκ., ο Φ., ''χρήματα δεν έχω αλλά γι' αυτό που συνέβη δε φταίω 'γώ - σείς μου βάλατε ένα τσουβάλι μάρκες μπροστά μου, χωρίς να δείτε αν έχω αντίκρυσμα'', δε μιλούσε κανένας, ο Δίας τους κοίταξε στα μάτια έναν-έναν και ψιθύρισε ''γαμημένοι'', έτσι την πάτησε κοτζάμ Απόλλωνας κι έγινε, για τιμωρία, κοινός θνητός σαν εμάς, μπήκε τεφαρίκι στην υπηρεσία του Άδμητου, συν το χρέος στο κεφάλι- καμία σχέση με τον Α. που σάς έλεγα πριν - ο Άδμητος ήταν βασιληάς των Φερών, και τόπαιξε σωστά, φιλόξενα κι ευγενικά, - σού λέει, άμα γυρίσει ο άλλος ξανά θεός, όλο και κα 'να ρουσφέτι θα ζητήσουμε- ''υπολογιστής'' και μάγκας, στο πνεύμα του είναι της  εποχής, άφηνε τις μέρες να περνάνε ήσυχες με θεική πολυχρωμία,- τα καλοκαίρια μαζευόμασταν δίπλα στο ρέμα κι ακούγαμε ιστορίες σκληρές κι απόμακρες σαν τον ήχο του νομίσματος στη στέρνα που καθορίζει τις τύχες των ανθρώπων, -τον χειμώνα, πάλι, δίπλα στο τζάκι μιλούσε τ' αποτύπωμα του θεικού μονόκερου- ποτέ ο ίδιος ο θεός, κοιμόταν μέσα σε μια ανείπωτη ομορφάδα, αυξάνοντας το μυστήριο και τη σκοτεινιά- για καράβια που βρέθηκαν καταμεσίς στην 42η Οδό - ''μουνί θα τάχε σύρει'' λέγαμε από μέσα μας με κάθε σέβας στα πρόσωπα και τις στιγμές, ώσπου ο καιρός πέρασε, η ποινή έληξε ή μετριάστηκε το μένος του Διός κι ο Απόλλωνας μάς αγκάλιασε καθένα ξεχωριστά και με τον βασιληά τα είπανε για ώρα, γιατί πάντα θα συναντάς κάποιον που μεταναστεύει στη μέση του απόβραδου ή τα συνεσταλμένα φώτα ενός τρένου που κοιτάζουν προς την απάθεια, έτσι άρχισαν ν' ακούγονται διάφορα, ότι δήθεν ο Άδμητος θα ήταν προφυλαγμένος απ' τη λήθη των θεών σε όλη του τη ζωή, ότι θα ξανακέρδιζε απερίγραπτη αρσενική ομορφιά, ότι θ' αποχτούσε τη δύναμη και τη φήμη του Θησέα ή του Ηρακλή που τους πιθανολόγησαν ντοπέ σε πρόσφατους Ολυμπιακούς αγώνες- σε Λαβύρινθους και Άθλους, - ότι μόνο γι' αυτόν θα κατασκεύαζαν οι Ολύμπιοι με πρωτεργάτιδα την Αφροδίτη, ένα ιδιαίτερο ερωτικό ελιξήριο και άλλα πολλά - και μια μέρα ένας υπηρέτης που κρυφάκουσε το διάλογο του βασιληά και του Απόλλωνα, και δεν άντεχε άλλο, ξεφούρνησε το μυστικό- ο Άδμητος ήθελε να ξεφύγει από οποιοδήποτε ανεπιθύμητο ή/και πρόωρο θάνατο, αρκεί να εύρισκε κάποιον άλλο να δεχτεί, να πεθάνει στη θέση του, κι ο Απόλλωνας ήταν έτοιμος για τέτοια συναλλαγή, ενθουσιασμένος από την αβρότητα της εξορίας, που είχε ξεγλιστρήσει στο να γίνει ευχάριστη κι υποφερτή πέρα από κάθε πρόθεση συγκυρίας και πραγματικότητας, - ενώ εξέτιε την ποινή του στην αυλή του βασιλιά, / οι γονείς του - πάντως- αν και ηλικιωμένοι, αρνήθηκαν να προσφερθούν ως υποκατάστατα στον Άδη, στάθηκαν και τον κοιτούσαν και σχεδόν του χάλασαν τη γιορτή και τις βεγγέρες που ετοίμαζε, και στον ορίζοντα;; - συνήθως δεν αγνάντευε τίποτα στον ορίζοντα, ούτε φτερό από γλάρο, ονειρεύτηκε πάλι τη νεανική ζεστασιά ενός σώματος ή σαν ηθοποιός που κάποιος του λέει ξαφνικά ''θα συνεργαστούμε'', και το άθλιο καμαρίνι του γίνεται Σύμπαν.

ΑΛΚΗΣΤΗ


[Λίγο φως. Ο ΑΔΜΗΤΟΣ, αμίλητος, έχει γυρισμένη την πλάτη στους θεατές κι ακούει τα λόγια της Άλκηστης. Κοιτάζει τη θάλασσα. Α'ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Β' ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Η θάλασσα]

ΑΛΚΗΣΤΗ : Ανήκω στους έρωτες που δεν κατανοούν οι Σαδδουκαίοι- γι' αυτό ψάχνω εκδοχές του μύθου, έξω απ' το μύθο, - για την αθώωσή μου- στις ''σκευωρίες'' του Κέρουακ, ή του Μπάροουζ ή και του Τζόυς, μετά ξεχνάς,- απώλεια-, μνήμες σ' ένα σπίτι που είχες για σπιτικό, οι έρωτες απαντούν στο βάθος- βαλσαμωμένα πουλιά, επαναλαμβανόμενες ενέδρες, αυτή η νιότη είναι απαίσια, - έπρεπε να μιλήσω με ονόματα, συγκεκριμένα πρόσωπα - μέσα στην κάθε τελετουργία συγκαλύπτουν το έγκλημα, ταυτίζονται μ' αυτό εκτός κι αν η ερωτική πράξη αναδείξει το ξέφωτο, -αδύνατο πια, δεν τους δόξασε,- το έπραξαν μόνον άξιοι συνομώτες φορώντας τα ράκη των οδοφραγμάτων- οι φωνές ήταν βελούδινες έρχονταν απο ναυάγια που μιλάνε κι άλλες γλώσσες, από αυτούς που χάθηκαν - ''θα επιστρέψω μ' ένα μαύρο πέπλο ολοζώντανη απ' τον Κάτω Κόσμο, θα είμαι με τον Ηρακλή μεθυσμένο και ντρογκέ, θ' απαιτήσω να φοράς πέπλο κι εσύ, με κεντημένους όρκους- για να περάσεις την έρημο, κάποιος θα πεί δε με νοιάζει τι κάνεις δε σε θέλω εδώ'', μπορεί να υπάρχεις οπουδήποτε ή και παντού - κάθε βασίλειο ανατρέφει μια άλλη δυναστεία, κάθε βασιληάς πεθαίνει στην αγκαλιά μιας γυναίκας που δεν τον πόθησε- εκτός κι αν αυτή γυρίζει από τον Άδη- αμόλυντη, - μια μύηση που παίρνει στο σκοτάδι, θάχω ένα θάνατο εξιλαστήριο ανάμεσα στον  Απόλλωνα και το Διόνυσο, που εξαργύρωσες χωρίς να καταλάβεις το τίμημα - θα λιμοκτονούμε από σημασίες, για μένα ο ουρανός ήταν ελάχιστος ή και καθόλου, υπάρχει πίσω από αυτό το μαύρο πέπλο, 
κι εσύ θα φύγεις- θα κάνεις ένα άλλο υπούργημα, γυρίζοντας δεν θ' αντιληφθείς ποιά είμαι ή δεν είμαι- και μην πεις ότι δεν σε προειδοποίησα [μένει ακίνητη]
                                                                           [μικρή παύση]
Α' ΥΠΗΡΕΤΗΣ : Γιατί δεν πάτε κάπου αλλού, τόσα μέρη έχει η Νέα Υόρκη
Β' ΥΠΗΡΕΤΗΣ : Ο Ηρακλής θα περιμένει, οι σπονδές- ας καθυστερήσουν λίγο, οι θεοί είναι πάντα στη θέση τους- τι πάει να πεί, ''δε μπορώ να βρώ το πλοίο''
Α' ΥΠΗΡΕΤΗΣ : Θα προτιμήσει τελικά ένα ποτήρι νερό. Θα τον συνεφέρουμε. Έρχεται απ' τον Άδη. Σχεδόν πτώμα.
Β' ΥΠΗΡΕΤΗΣ : Θα τον παρηγορήσουμε εν ανάγκη. Σε κανέναν δεν ήταν γνωστό το πένθος μας, άλλωστε - θα ζητήσουμε να διευκρινίσουν οι θεοί, η Θέτιδα, η Εστία, αν μια γυναίκα - αόρατη πίσω από τα πέπλα της που δεν μιλάει, εξακολουθεί να είναι η ίδια ή...κάποια άλλη,- θα μάς το 'μολογήσουν οι θεοί
                                                                            [παύση. Σιωπή]
Α' ΥΠΗΡΕΤΗΣ : Σα να μην έχει ζήσει κανένας φανερά. ''Είναι η καλύτερη ταινία που έχω δει ποτέ''
                                                                            [παύση]
Β' ΥΠΗΡΕΤΗΣ : Μάλλον προσεύχονται.
Α' ΥΠΗΡΕΤΗΣ : Έτσι;;; Ακινητοποιημένοι;;; Εγώ λέω να τους πούμε να πάμε σε κείνο το μπαρ στην Όγδοη λεωφόρο
Β' ΥΠΗΡΕΤΗΣ : !!!???!! Μα τι λες;;
Α' ΥΠΗΡΕΤΗΣ : Αρκεί να βγάλει ο άλλος εκείνη την πολύχρωμη γραβάτα του τζογαδόρου, εκεί μέσα δεν θα καταλάβει κανείς τίποτα- πουτάνες, λούγκρες, κλεφτρόνια.....
Β' ΥΠΗΡΕΤΗΣ : Έχω μια ιδέα να φορέσει ο καθένας κι από ένα πέπλο και ν' αρχίσουμε τα στοιχήματα [γελάει], -ο Ηρακλής σουρωμένος-, σε μια τέτοια πανδαισία θάχουμε και τον Διόνυσο με το μέρος μας, πολύ δυνατό χαρτί στις διαπραγματεύσεις μας με τον Απόλλωνα, κανείς δεν θα παρεξηγήσει κανένα - μόνο αυτή που θα κλάψει πραγματικά θα ξέρει ότι προδόθηκε, μόνο αυτή θάχει κυρτώσει σ' όλες τις ισημερίες, θάχει τα χέρια σταυρωμένα, έναν άνεμο ανάμεσα σε ό,τι δεν καρτερούσε την προσκύνηση, το τάμα - μ' ένα σοκολατούχο γάλα σαν έλεος σε χείλια στυφά [γελάει]                                                           
                                                                                              [Σκοτάδι. ΑΥΛΑΙΑ]

Η ΘΑΛΑΣΣΑ


....ποιος δεν θάμπαινε στον πειρασμό να σηκώσει το πέπλο, - έμεινε θνητός ο βασιλιάς, αθέτησε την υπόσχεση, εκείνη πήγε στο θάνατο κατεβαίνοντας τα σκαλοπάτια στη μέση της θάλασσας και γύρισε αναστάσιμη - όπως οι παλιές γυναίκες που έκλαιγαν κάποτε παρακαλώντας να μην ανοίξει η πόρτα της κάμαρας και χαλάσουν τις νηστείες, -το βράδυ στο γιαλό δήθεν λύναν τα αινίγματα οι άντρες, από φθινόπωρο σε φθινόπωρο, την πρώιμη άνοιξη θα μετρούσαν λίγες μέρες, ''όταν γυρίσεις θα βρούμε έν' άλλο σπίτι δέκα βήματα μεγαλύτερο κατά το νοτιά, θ' απλώνουμε τις εφημερίδες στο μισοσκόταδο, θα φτάνουμε ως τη θάλασσα που μάς γνωρίζει, ένας δρόμος έτσι κι αλλιώς, οι δρόμοι μοιάζουν με τους τυφλούς που αγκάλιασαν την τύχη τους, θα ξυπνάμε απ' το κουδούνι που κάποιο ράμφος πουλιού θα ταξιδεύει, ένας άγγελος θα κόβει ξύλα στην αυλή γιατί οι χειμώνες κλείνονται χρόνια σε δυσανάγνωστα συρτάρια, θα λέμε για τις μυλόπετρες πώς τρίβουν την απεραντοσύνη της νύχτας, το γάβγισμα του σκύλου όταν είναι ανήμπορος, ή τα παλιά παπούτσια που κρύβονται μη τα φορέσει ο νεκρός και πάει σε μέρη που τάχουνε ληστές, κι η Άλκηστη θα γίνει θάλασσα, σαν εκείνη την αφιλοκέρδεια που μάς κάνει πλουσιότερους μέσα στο κρύο, κι όλοι οι ήρωες αυτών των λίγων βιβλίων που μου έμειναν θ' απλώσουνε το χέρι για τσιγάρο, λίγο ψωμί, ένα στεγνό πουκάμισο από  αρραβώνες που διαλύθηκαν, έρωτες που μαγεύτηκαν, -καληνύχτα, καληνύχτα, - κι εγώ έγινα πειθαρχικός ασθενής για να βρίσκω τα κλειδιά στη θέση τους, το φράχτη στη περισυλλογή του, τα όνειρα κρεμασμένα δίπλα απ' το καπέλο του πατέρα, - θα περπατήσουμε μέχρι το σύνορο, σ' όλα έχει κάποια γραμμή κι οι ύποπτες γνωριμίες στη ζωή έρχεται καιρός που τις μαθαίνεις, ένας αέρας σηκώνει και το τελευταίο πέπλο, - μια θάλασσα, μια Άλκηστη, ένα όνομα εφεδρικό για να κρυβόμαστε τα βράδια όταν τελειώνει το λιγοστό χαρτί.  

Δημοσίευση σχολίου