Του Κώστα Σβόλη
«Kάθε κοινό συμφέρον χωρίστηκε αμέσως από την κοινωνία και στάθηκε απέναντι σ’ αυτή σαν ανώτερο, σαν γενικό συμφέρον, αποσπάστηκε από την αυτενέργεια των κοινωνικών μελών και έγινε αντικείμενο της κυβερνητικής δραστηριότητας»
Καρλ Μαρξ, 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη
Ο Μαρξ δεν ασχολήθηκε με το Κράτος με το συστηματικό τρόπο που ασχολήθηκε με τονΚαπιταλιστικό Τρόπο Παραγωγής. Δεν ήταν, όμως, ένα ζήτημα που τον άφηνε αδιάφορο, το εξετάζει έστω και «παράπλευρα» σε διάφορα από τα έργα του, και κυρίως σε αυτά που αποκαλούμε «ιστορικο-πολιτικά». Θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε τις βάσεις της κριτικής του Μαρξ μέσα από τέσσερα διαφορετικά έργα του, τα οποία γράφει σε μια περίοδο 30 χρόνων (1843-1875). Πράγμα που νομίζω πως μας δείχνει ότι τα στοιχεία της κριτικής του Μαρξ απέναντι στο Κράτος μπορεί να μη συγκροτούν μια ολοκληρωμένη θεώρηση, όμως δεν είναι συγκυριακά και κατέχουν μια σοβαρή θέση στον σκληρό πυρήνα της θεωρητικής σκέψης του. Δε θα ισχυριστώ ότι πρόκειται για μια «αντικειμενική» ανάγνωση του Μαρξ, αλλά για μια προσπάθεια ν’ αναδειχθούν εκείνα τα στοιχεία της μαρξικής θεωρίας, αλλά και πολιτικών θέσεων, που στέκονται κριτικά απέναντι στο Κράτος. Κάποιος άλλος θα μπορούσε να προτείνει μια τελείως διαφορετική ανάγνωση, όπως έκανε σε μεγάλο βαθμό η μαρξιστική Αριστερά. Όχι όμως χωρίς τον κίνδυνο να υποσκάψει τις θεμελιώδης θεωρητικές & φιλοσοφικές παραδοχές του ίδιου Μαρξ.
Στο Για το Εβραϊκό Ζήτημα, ο Μαρξ ασκεί κριτική στις θέσεις που Μπρούνο Μπάουερ για το ζήτημα του Πολιτικού Κράτους και της πολιτικής χειραφέτησης. Αν το αίτημα του Μπάουερ είναι το ανεξίθρησκο κράτος, ελπίζοντας ότι μέσα από αυτό θα χειραφετηθεί ο άνθρωπος από την θρησκεία, ο Μαρξ λέει αντίθετα ότι μια θρησκεία απαλλαγμένη από τα βαρίδια των πολιτικών της λειτουργιών γίνεται ακόμα πιο «θρησκευτική». Όταν η θρησκεία αποσύρεται, αποσύρεται στην κοινωνία των ιδιωτών, εκεί παίρνει την πιο καθαρή της μορφή. Αν ο Μπάουερ κάνει κριτική στο θρησκευτικό Κράτος, ο Μαρξ μετατοπίζει την κριτική του στο Κράτος καθ’ αυτό. Η πολιτική κατάργηση της θρησκείας δεν οδηγεί, όπως πιστεύει ο Μπάουερ, στην κατάργηση της θρησκείας. Ως παράδειγμα, ο Μαρξ φέρνει το κράτος των ΗΠΑ που, ενώ είναι ένα Κράτος ανεξιθρησκίας, στην πραγματικότητα οι υπήκοοί του είναι βαθιά θρησκευόμενοι. Η ύπαρξη της θρησκείας δεν αντιτίθεται στην ύπαρξη και στην ανάπτυξη του κράτους. Ο Μαρξ επιχειρεί μια μετατόπιση- αντί να μετατρέπει τα κοσμικά ζητήματα σε θεολογικά, προσπαθεί να μετατρέψει τα θεολογικά σε κοσμικά. Έτσι, προσπαθεί να μετατοπίσει τη συζήτηση από τις σχέσεις της πολιτικής χειραφέτησης με τη θρησκεία στις σχέσεις της πολιτικής χειραφέτησης με την ανθρώπινη χειραφέτησή, άρα την σχέση της πολιτικής επανάστασης με την κοινωνική επανάσταση. Αν το κράτος χειραφετείται πολιτικά από την θρησκεία καταργώντας την κρατική θρησκεία, αυτό δε σημαίνει ότι οι άνθρωποι έχουν χειραφετηθεί και από την ίδια την θρησκεία. 
Το Κράτος μπορεί να είναι ελεύθερο, χωρίς όμως ο άνθρωπος να είναι πραγματικά ελεύθερος, γιατί ακριβώς ο ρόλος του Κράτους είναι ο ρόλος του ενδιάμεσου μεταξύ του ανθρώπου και της ελευθερίας του ανθρώπου. Ο άνθρωπος εκχωρεί την ελευθερία του στο κράτος.
Η κατάργηση των πολιτικών προνομίων και διακρίσεων (πχ αποσύνδεση του δικαιώματος ψήφου από το δικαίωμα του εκλέγειν & εκλέγεσθαι, διακρίσεις με βάση την κοινωνική θέση, την μόρφωση κλπ ), δεν καταργεί τα προνόμια και τις διακρίσεις, αλλά μόνο τον πολιτικό τους χαρακτήρα. Και μ’ αυτό τον τρόπο, παρόλο δεν τα αναγνωρίζει ως προνόμια, αυτά συνεχίζουν να επιδρούν στις ζωές των ανθρώπων, δημιουργώντας σχέσεις ανισότητας και εκμετάλλευσης, μόνο που αυτές δεν αναγνωρίζονται ως τέτοιες. Το Κράτος όχι μόνο δεν καταργεί τα προνόμια και τις διακρίσεις, αλλά τα προϋποθέτει. Όλοι αυτοί οι παράγοντες των ιδιωτικών συμφερόντων συνεχίζουν να υπάρχουν ως ιδιότητες της αστικής- ιδιωτικής- κοινωνίας και αποτελούν ταυτόχρονα προϋποθέσεις του ίδιου του κράτους. Για το Μαρξ, το Κράτος υπάρχει λόγω της αντίφασης, που στον καπιταλιστικό κόσμο εκδηλώνεται μεταξύ του ατομικού συμφέροντος και του γενικού συμφέροντος. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Μαρξ δε βλέπει εδώ ως σχέσεις ανισότητας και διακρίσεων μονάχα τα υλικά στοιχεία, όπως η ατομική ιδιοκτησία, αλλά και τα πνευματικά, όπως η κουλτούρα, η μόρφωση κλπ.
Ο Μαρξ εντοπίζει εδώ μια βασική αντίφαση, την αντίφαση του πολιτικού Κράτους με τις προϋποθέσεις του, δηλαδή  την κοινωνία των ιδιωτών, σε μια αντιστοιχία της αντίφασης του κεφαλαίου με τις προϋποθέσεις του, την ύπαρξη και την διεύρυνση του προλεταριάτου. Η πολιτική χειραφέτηση είναι το όριο της χειραφέτησης μέσα στον καπιταλισμό, ακριβώς γιατί ο καπιταλισμός προϋποθέτει τόσο το Κράτος, όσο και την κοινωνία των ιδιωτών. Όμως η αντίφαση στη μαρξική σκέψη συνίσταται στο ότι τα μέρη της αντίφασης είναι ταυτόχρονα η άρνηση, αλλά και η προϋπόθεση το ένα του άλλου. Η μεταφορά της θρησκείας,- όπως όλων των προνομιών & διακρίσεων που αναφέραμε παραπάνω- από το δημόσιο δίκαιο στο ιδιωτικό δίκαιο- τη μετατρέπει από βαθύτερη ουσία της κοινότητας σε βαθύτερη ουσία του χωρισμού. Ο ατελείωτος τεμαχισμός της θρησκείας στις ΗΠΑ της δίνει την εξωτερική μορφή στενά ιδιωτικής υπόθεσης. Έτσι έχουμε τον δια-χωρισμό μεταξύ του θρησκευόμενου ανθρώπου και του πολίτη στο ένα και αυτό άτομο, όπως άλλωστε έχουμε το δια-χωρισμό του ιδιώτη και του πολίτη.
Αν στις περιόδους όπου το πολικό κράτος εγκαθιδρύεται βίαια, όπως στην Γαλλική Επανάσταση, κινείται προς την κατάργηση της θρησκείας όπως και της ατομικής ιδιοκτησίας, αυτό όμως το οδηγεί σε μια βίαιη αντίφαση με τις ίδιους τους όρους της ύπαρξης του, οπότε έχουμε την αντίρροπη κίνηση της επαναφοράς της θρησκείας και της ατομικής ιδιοκτησίας και όλων των στοιχείων της αστικής κοινωνίας. 
Μια επανάσταση που διατηρεί ή εγκαθιδρύει το κράτος είναι μια «επανάσταση» που είναι αναγκασμένη να αναχαιτίσει τον εαυτό της, επαναφέροντας τις προϋποθέσεις ύπαρξης του κράτους.
Τα μέλη του πολιτικού κράτους θρησκεύονται χάρις στον δυισμό που υπάρχει ανάμεσα στην κοινωνία των ιδιωτών και την σφαίρα της πολιτικής ζωής. Για τον Μαρξ, το θρησκευτικό ζήτημα δεν είναι κάτι ιδιαίτερο, αλλά εντάσσεται στην αντίφαση του κράτους με την κοινωνία των ιδιωτών. Λόγω αυτού του διαχωρισμού, ο κάθε άνθρωπος γίνεται υπέρτατο Ον (βασιλιάς), αλλά μέσα στην ιδιωτικότητα και την αποξένωση του πάνω από όλα βάζει τα ιδιαίτερα ατομικά του συμφέροντα και επιθυμίες. Αυτά τον διαχωρίζουν από τους άλλους ανθρώπους, αντί να τον ενώνουν.
Η πολιτική χειραφέτηση οδηγεί σε δυο ειδών δικαιώματα:
Στα πολιτικά δικαιώματα: τα δικαιώματα που διασφαλίζουν τη συμμετοχή στην πολιτική ζωή, δηλαδή στα δικαιώματα που έχει ως προς το κράτος και τις υποθέσεις του. Στα ατομικά (ανθρώπινα δικαιώματα), τα δικαιώματα που διασφαλίζουν την ύπαρξη του ως ανεξάρτητο μέλος της αστικής (ιδιωτικής) κοινωνίας. Δηλαδή τα όρια της ελευθερίας του. Εδώ όμως, επισημαίνει ο Μαρξ, έχουμε έναν αρνητικό ορισμό της ελευθερίας, το όριο της ελευθερίας του ενός είναι η ελευθερία του άλλου, η ελευθερία λειτουργεί ως περίφραξη της απομονωμένης μονάδας και χρειάζεται ο νόμος του Κράτους να καθορίσει τους φράκτες ανάμεσα στις ελευθερίες. Πρόκειται για δικαιώματα και ελευθερίες που δεν στηρίζονται πάνω στις σχέσεις των ανθρώπων, αλλά πάνω στον χωρισμό τους. Η ελευθερία του ενός δεν είναι προϋπόθεση για την ελευθερία του, ούτε λειτουργεί πολλαπλασιαστικά για την ελευθερία της κοινωνίας, αλλά περιορίζεται όπως ακριβώς και η ιδιοκτησία. Η βάση της αστικής κοινωνίας είναι ο ιδιώτης και η πρακτική της εφαρμογή η ατομική ιδιοκτησία.
Η καπιταλιστική κοινωνία αντιμετωπίζει τον εαυτό της σαν «αναγκαίο κακό», ως μια αναγκαστική συγκατοίκηση ξένων με μόνο πραγματικό κίνητρο την ασφάλεια, και όχι γιατί μέσα σ’ αυτή κάθε άτομο πραγματώνει την ανθρωπινότητά του και την ελευθερία του. Η κοινωνία φαίνεται σαν περιορισμός της ανεξαρτησίας του κάθε ατόμου και όχι σαν προϋπόθεσή της. Ο μόνος δεσμός ανάμεσα στα άτομα είναι το ιδιωτικό συμφέρον για τη διατήρηση της ιδιοκτησίας και της εγωιστικής προσωπικότητάς του. Στον καπιταλισμό, η δημόσια σφαίρα, η σφαίρα των κοινών υποθέσεων, στην οποία ο άνθρωπος συμμετέχει ως μέλος της κοινωνίας, υποτάσσεται στην ιδιωτική σφαίρα, στην σφαίρα, όπου ο άνθρωπος συμπεριφέρεται ως φορέας των ατομικών του συμφερόντων.
Πριν τον καπιταλισμό, αντίθετα, η αστική κοινωνία είχε άμεσα πολιτικό χαρακτήρα. Οι ιδιωτικές υποθέσεις, όπως η ιδιοκτησία, η οικογένεια, ο τρόπος εργασίας, ήταν μέσα από διάφορους θεσμούς, όπως η κάστα και η συντεχνία στοιχεία της ζωής του κράτους. Όμως εδώ το κράτος ήταν ταυτισμένο με τον μονάρχη και δεν ήταν το πολιτικό κράτος, δηλαδή δεν ήταν γενική υπόθεση του λαού. Στην μοναρχία, τα ιδιωτικά ζητήματα ήταν αντικείμενο της πολιτικής, όμως η πολιτική δεν ήταν αντικείμενο της κοινωνίας. Μέσα από την πολιτική επανάσταση είχαμε την αντίστροφή κίνηση, το κράτος έγινε υπόθεση της κοινωνίας, αλλά οι υποθέσεις της κοινωνίας μετατέθηκαν στην ιδιωτική σφαίρα. Με την πολιτική επανάσταση και την εγκαθίδρυση του πολιτικού κράτους, ο άνθρωπος, όπως δε χειραφετήθηκε από την θρησκεία αλλά απέκτησε την ελευθερία της θρησκείας, έτσι δε χειραφετήθηκε από την ιδιοκτησία, αλλά απέκτησε την ελευθερία της ιδιοκτησίας. 
Για τον Μαρξ, η ανθρώπινη χειραφέτηση πραγματοποιείται μονάχα όταν ο πραγματικός ατομικός άνθρωπος επανα-απορροφήσει μέσα του τον αφηρημένο πολίτη και αναγνωρίσει και οργανώσει τις ατομικές του δυνάμεις ως δυνάμεις κοινωνικές. Όταν ξεπεραστεί τόσο η πολιτική ως διαχωρισμένη σφαίρα του κράτους και της κοινωνίας των ιδιωτών, ως έκφραση των ξεχωριστών ατομικών συμφερόντων. Όταν αποκατασταθεί η ουσιαστική ενότητα του ανθρώπου με την κοινωνία.
Προϋπόθεση για μια τέτοια κίνηση υπέρβασης και χειραφέτησης από την σημερινή εποχή για τον Μαρξ είναι το ξεπέρασμα του γενικευμένου εμπορευματικού τρόπου παραγωγής, του τρόπου που μετατρέπει σε εμπόρευμα όχι μόνο τα αγαθά, αλλά την ίδια την ανθρώπινη δραστηριότητα. Στο συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής το χρήμα δε μετατρέπεται απλά σε γενικό ισοδύναμο, αλλά ταυτόχρονα απογυμνώνει από κάθε αξία ολόκληρο τον κόσμο των ανθρώπων και τον κόσμο της φύσης. Μεταβάλλει τα πάντα σε εμπορεύματα. Το χρήμα-εμπόρευμα είναι η ανθρώπινη δραστηριότητα αποξενωμένη από τον ίδιο τον άνθρωπο, το οποίο κυριαρχεί πάνω του και λατρεύεται από αυτόν. Τα πάντα μετατρέπονται σε εμπόρευμα.
Το κράτος είναι ταυτόχρονα ο νόμος διαχωρισμένος από την ηθική, στην αστική κοινωνία οι άνθρωποι υπακούν στους νόμους όχι γιατί  είναι οι νόμοι της δίκης τους θελήσεως, αλλά γιατί κάθε παραβάτης τιμωρείται. Ο νόμος ως όπλο του κράτους είναι κάτι εξωτερικό ως προς τον άνθρωπο. Η κοινωνία εκχωρεί το νόμο σε μια εξωτερική δύναμη, το κράτος, ακριβώς γιατί η ίδια έχει μετατραπεί σε μια κοινωνία ιδιωτών.
Στη 18η Μπρυμαίρ ο Μαρξ, εξετάζοντας το καθεστώς που εγκαθίδρυσε ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης στην Γαλλία το 1851, φέρνει στο πεδίο της  συγκεκριμένης  πραγματικότητας τις θέσεις που  έχει καταγράψει στο «εβραϊκό  ζήτημα».  Οι Ελευθερίες που δίνει,  το αστικό Κράτος, υπόκεινται σε δυο βασικούς περιορισμούς. Ο ένας περιορισμός είναι ο περιορισμός της ελευθερίας των άλλων, ο άλλος, και ίσως ο πιο σημαντικός, είναι η ασφάλεια του ίδιου του Κράτους, δηλαδή η ασφάλεια της κυρίαρχης τάξης. Κάθε άρθρο του συντάγματος περιλαμβάνει και την αντίθεσή του. Στη γενική διατύπωση,  την ελευθερία  και στην περιθωριακή σημείωση  την κατάργηση της  ελευθερίας. Για τον Μαρξ, η ουσία στα Συντάγματα, όπως και στα συμβόλαια, κρύβεται στα ψιλά γράμματα, στις εξαιρέσεις. Στην πραγματικότητα, ενώ η νομοθετική εξουσία ελέγχει την εκτελεστική δεν κατέχει τα μέσα για να ασκήσει αυτόν τον έλεγχο, ενώ,  αντίθετα, η εκτελεστική, ενώ υπόκειται στην νομοθετική, έχει τα μέσα να την καταργήσει. Κάθε Κράτος κρατάει για τον εαυτό του το δικαίωμα να αυτοεξαιρεθεί από τους νόμους που το ίδιο θεσπίζει, αυτή την κατάσταση στην εποχή του Μαρξ την ονόμαζαν «κατάσταση πολιορκίας» και στις μέρες μας «κατάσταση εξαίρεσης». Όμως αυτές οι καταστάσεις εξαίρεσης, στις οποίες το  πολιτικό κράτος  καταφεύγει σε περιόδους κοινωνικού αναβρασμού και ταξικής πόλωσης, προετοιμάζουν και τη μετατροπή του σε Απολυταρχικό Κράτος: ένα κράτος που στηρίζεται στις ξιφολόγχες κάποια στιγμή θα αντικατασταθεί από αυτές.
Πότε όμως εμφανίζεται το Απολυταρχικό κράτος; Kατά τον Μαρξ, η βασική αιτία της εμφάνισης του απολυταρχικού κράτους βασίζεται  στην αναγκαιότητα της καπιταλιστικής τάξης να ξεπεράσει τις πολιτικές και οικονομικές της αντιθέσεις και να συσπειρωθεί απέναντι στον ταξικό αγώνα της εργατικής τάξης και των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων. Στην περίπτωση της 18ης Μπρυμαίρ, να αποτρέψει τον κίνδυνο που εμφανίστηκε στο προσκήνιο με την εργατική εξέγερση του Ιούνη του 1848. Πίσω από τις πολικές δυνάμεις και το κοινοβουλευτικό θέατρο, ο Μαρξ προσπαθεί να δει τις πραγματικές ταξικές αντιθέσεις, Αν η μεγαλοαστική τάξη της εποχής είναι χωρισμένη σε δυο στρατόπεδα, αυτό δεν έχει να κάνει με «αξίες» και τους βασιλικούς οίκους, αλλά με τα διαφορετικά είδη ιδιοκτησίας και σχέσεις ισχύος που δημιουργούνται γύρω από αυτές. Στο κόμμα των Βουρβώνων, συσπειρώνονταν η μεγάλη κτηματική περιουσία, η εκκλησία και οι λακέδες τους, κάτω από το κόμμα της Ορλεάνης η μεγάλη βιομηχανία, το μεγάλο εμπόριο, το χρηματιστηριακό κεφάλαιο και μια ακολουθία από δικηγόρους, καθηγητές, ρήτορες.
Η αστική τάξη είχε ανάγκη την κοινοβουλευτική δημοκρατία, γιατί μόνο κάτω από αυτή τη μορφή μπορούσαν να ενωθούν πολιτικά οι δυο μεγάλες μερίδες της αστικής τάξης. Η κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι η πολιτική μορφή της αστικής κυριαρχίας, ταυτόχρονα όμως υπονομεύει την κοινωνική τους βάση, μιας και τώρα θα πρέπει να αντιμετωπίζουν τις υποδουλωμένες μάζες και ν’ αγωνίζονται ενάντια σ’ αυτές δίχως την κάλυψη του στέμματος. Ο ταξικός ανταγωνισμός έρχεται ξεκάθαρα στο προσκήνιο. Απέναντι σε αυτόν το ταξικό ανταγωνισμό, το κόμμα της τάξης δεν μπορεί παρά να υπονομεύσει το ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμα, ανασύροντας το καθεστώς πολιορκίας και δίνοντας το προβάδισμα στην εκτελεστική εξουσία, στο γυμνό από κάθε αντιπροσώπευση κρατικό μηχανισμό. Το κόμμα της τάξης, συντρίβοντας τους αντιπάλους του, άνοιξε την πόρτα στο απολυταρχικό κράτος.. Το πολιτικό κόμμα της μεγαλοαστικής τάξης παραλύει από έναν διπλό φόβο: μήπως προκαλέσει επαναστατικές ταραχές, αλλά και μήπως φανεί το ίδιο ως ταραχοποιός στα μάτια της δικιάς του τάξης. Το κόμμα της τάξης δεν απειλείται μόνο από την διάσπασή στις δυο μορφές σχέσεων ιδιοκτησίας που εκπροσωπεί αλλά και λόγω της διάστασης των συμφερόντων της τάξης με τους πολιτικούς της εκπροσώπους και τα συμφέροντα που έχουν ως πολιτικό προσωπικό, Η μεγαλοαστική τάξη δείχνει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο απολυταρχικό κράτος από ό,τι στο δικό της πολιτικό προσωπικό και απαιτεί την αποδοχή του ηγεμόνα. Η μεγαλοαστική τάξη παραιτείται από την πολιτική της αντιπροσώπευση, από τα γενικά της συμφέροντα στο όνομα των ιδιωτικών της υποθέσεων, των επιμέρους οικονομικών της συμφερόντων. Ζητάει η ίδια να απαλλαγεί από την πολιτική διακυβέρνηση, για να αφιερωθεί στις κερδοφόρες επιχειρήσεις της, αισθανόμενη ασφάλεια στην αγκαλιά μιας ισχυρής απολυταρχικής κυβέρνησης. Για να καταργήσει την ταξική πάλη, δε διστάζει να συνομολογήσει στην κατάργηση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Η εκτελεστική εξουσία, «το βαθύ κράτος», δεν είναι απλά ένας μηχανισμός με πολλαπλούς ρόλους, μέσα από τους οποίους περιβάλλει, ελέγχει, ρυθμίζει, επιτηρεί, και κηδεμονεύει την κοινωνία των ιδιωτών. Tαυτόχρονα, μέσα από τον πολυπληθή στρατό των υπαλλήλων, συγκροτεί και έναν πόλο μέρους της κοινωνίας που τα υλικά του συμφέροντα ταυτίζονται με την ύπαρξη του, δημιουργώντας σχέσεις εξάρτησης από αυτό. Για αυτή την κάστα η διατήρηση του καθεστώτος είναι βασικός όρος της ύπαρξής της. Η ανάδυση του απολυταρχικού κράτους, δηλαδή της αυτονόμησης της εκτελεστικής εξουσίας από την νομοθετική εξουσία, του Κράτους από κάθε μορφή πολιτικής αντιπροσώπευσης, δεν είναι δυνατή εάν το απολυταρχικό κράτος δε συγκροτήσει τη δικιά του κοινωνική βάση: το παρακράτος. Το παρακράτος δεν έχει αλλάξει και πολύ από την εποχή του Μαρξ, συγκροτείται με την μορφή  των  ημιπαράνομων  μαζικών οργανώσεων, που διαπλέκουν τις ρητορείες με τα ατομικά μικροσυμφέροντα και τις σχέσεις εξάρτησης . Ο βασικός του ρόλος είναι να κάνει την βρόμικη δουλειά που δεν μπορεί να κάνει ακόμα το κράτος, φυσικά με την κάλυψη του κράτους, αλλά και να παριστάνει το λαό που στηρίζει το απολυταρχικό κράτος, Το ενθουσιώδες κοινό του ηγέτη. Όμως ο ρόλος του είναι περιορισμένος και το πραγματικό απολυταρχικό κράτος εκδηλώνεται, όταν πάρει υπό τον έλεγχο του τον στρατό. Ο πατριωτισμός είναι η εξιδανικευμένη μορφή της ιδιοκτησίας, μόνο που τώρα η μικρή ιδιοκτησία της αγροτικής βάσης του στρατού είναι σκλαβωμένη στα υποθηκοφυλάκια της χώρας. Μόνο που τώρα τα ηρωικά κατορθώματα έχουν αντικατασταθεί από το ρόλο του χωροφύλακα ενάντια στον εσωτερικό εχθρό
Όμως, το απολυταρχικό κράτος παραμένει το όργανο της κυρίαρχης τάξης, όσο και να ζητάει να γίνει ανεξάρτητη δύναμη. 
Το απολυταρχικό κράτος είναι  η μόνη δυνατή μορφή διακυβέρνησης, όταν η αστική τάξη έχει χάσει τη ικανότητα να κυβερνά άμεσα το κράτος και η εργατική τάξη δεν έχει αποκτήσει ακόμα την ικανότητα να προχωρήσει προς την κοινωνική επανάσταση. 
Το απολυταρχικό κράτος είναι η αποθέωση του Ιδιώτη, η αστική κοινωνία απαλλαγμένη από τις πολιτικές της δραστηριότητες μπορεί να αφοσιωθεί στην ανάπτυξη των ιδιωτικών της υποθέσεων, στην ανάπτυξη της οικονομίας. Οι φόροι που εισπράττει συντηρούν ένα τεράστιο γραφειοκρατικό μηχανισμό, και ταυτόχρονα υποκαθιστά το ιδιωτικό κεφάλαιο μέσω των δημόσιων επενδύσεων και της κατασκευής των απαραίτητων υποδομών. Με αυτόν το διπλό ρόλο, του επενδυτή και του εργοδότη, λειτουργεί σαν εκκινητής της καπιταλιστικής παραγωγής.
Από την άλλη μεριά, η κοινοβουλευτική έκφραση της συμμαχίας της εργατικής τάξης με τους μικροαστούς, όπως εκφράστηκε από τους Ορεινούς, έκοψε από τις κοινωνικές διεκδικήσεις του προλεταριάτου την επαναστατική τους αιχμή και τους έδωσε κοινοβουλευτική μορφή, ενώ ταυτόχρονα έδωσε στο πολιτικό πρόγραμμα των μικροαστών κοινωνικό περιεχόμενο. Το βασικό, όμως, χαρακτηριστικό της (ρεφορμισμός) είναι ότι διεκδικούσαν λαϊκό-δημοκρατικούς θεσμούς όχι ως μέσο για την κατάργηση του καπιταλισμού και των δυο πόλων της αντίφασης του, δηλαδή του κεφαλαίου και της μισθωτής εργασίας, αλλά για να μετριάσουν την αντίθεσή τους. Όμως, αντί αυτή η σχέση των μικροαστών με το προλεταριάτο να ριζοσπαστικοποιήσει τους μικροαστούς, έκανε διστακτικό το προλεταριάτο. Όσο για τους αγρότες, η αποστασιοποίησή τους απέναντι στη δημοκρατία έχει να κάνει με το ότι η ίδια η δημοκρατία αντιπαράθεσε απέναντι στους αγρότες το δικό της κράτος: απέναντι στην αυτοκυβέρνηση που έκφραζαν οι δήμαρχοι αντέταξε τους νομάρχες ως εκπροσώπους του κράτους, απέναντι στους δασκάλους που έκφραζαν τον πόθο για χειραφέτηση αντέταξε τους παπάδες και τη θρησκευτική χειραγώγηση, απέναντι στις εξεγέρσεις τον στρατό. Απέναντι στον ελεύθερο μικροκαλλιεργητή αντέταξε τα χρέη, την υποθήκη, τον τοκογλύφο. Η μικρή ιδιοκτησία μέσα σε συνθήκες καπιταλισμού γίνεται ο τάφος του αγρότη, το απολυταρχικό κράτος, απαλλάσσει το κράτος από τις δημοκρατικές του ψευδαισθήσεις και κάνει καθαρή την αντίθεση ανάμεσα στην κρατική δύναμη και την κοινωνία. Η συντριβή της κρατικής μηχανής δεν αμφισβητεί την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, αλλά μονάχα το γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό τους.
Αν στη 18η Μπρυμαίρ βλέπουμε μια μεγαλοαστική τάξη, η οποία μπροστά στον κίνδυνο της κοινωνικής επανάστασης δε διστάζει να παραιτηθεί από την πολιτική της κυριαρχία, στο βιβλίο του  Μαρξ Ο  Εμφύλιος πόλεμος στην Γαλλία βλέπουμε να  κάνει μια κίνηση παραπέρα. Η αστική τάξη δε διστάζει να αποποιηθεί την ίδια της την εθνική κυριαρχία, μπροστά στον κίνδυνο του ένοπλου προλεταριάτου της Παρισινής Κομμούνας. Ήξερε καλά πως η υπεράσπιση του Παρισιού θα μπορούσε να στηριχτεί στο ένοπλο λαό, και αυτός ο ένοπλος λαός ήταν μεγαλύτερος εχθρός από τους Πρώσους. Όμως το οπλισμένο προλεταριάτο & τα άλλα λαϊκά στρώματα του Παρισιού, βρίσκονται μπροστά σ’ ένα δίλημμα: ή θα ανέτρεπαν τις κοινωνικές & πολιτικές συνθήκες που οδήγησαν στην δημιουργία του απολυταρχικού κράτους της δεύτερης αυτοκρατορίας, ή θα συνθηκολογούσαν και θα παραδίνονταν στο προηγούμενο καθεστώς και τους νέους προστάτες τους, τους Πρώσους. Με άλλα λόγια, για να υπερασπιστούν την Γαλλία έπρεπε να κάνουν μια επανάσταση, η οποία, πέρα από το πολιτικό, θα είχε και κοινωνικό περιεχόμενο. Η εργατική τάξη δεν μπορεί απλά να πάρει την έτοιμη κρατική μηχανή και να τη βάλει σε κίνηση για τους δικούς τους σκοπούς. 
Αν θέλουν να γίνουν κύριοι του εαυτού τους και να αυτοκυβερνηθούν, πρέπει να πάνε πέρα από το κράτος ως διαχωρισμένη εξουσία. Η εργατική επανάσταση δεν μπορεί να μεταφέρει το γραφειοκρατικό-μιλιταριστικό μηχανισμό  από το ένα χέρι στο άλλο, αλλά να τον τσακίσει, κι αυτό είναι προϋπόθεση για κάθε πραγματική λαϊκή επανάσταση.  
Ο κοινοβουλευτισμός είναι πολιτική μορφή του κράτους κάτω από τον άμεσο έλεγχο της καπιταλιστικής τάξης: όσο ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής αναπτύσσεται, όσο πλαταίνει και βαθαίνει η ταξική αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, τόσο η κρατική εξουσία παίρνει το χαρακτήρα μιας μηχανής ταξικής κυριαρχίας. Μετά από κάθε ένταση του ταξικού ανταγωνισμού, προβάλλει όλο και πιο πολύ ο ταξικός χαρακτήρας του κράτους.
Η Παρισινή Κομμούνα είναι το μη-κράτος, είναι η μορφή της αυτοθεσμισμένης εξουσίας της προλεταριακής επανάστασης, είναι η δικτατορία του προλεταριάτου, όπως λέει και ο Ένγκελς στην εισαγωγή του Εμφυλίου Πολέμου ή η σοσιαλιστική δημοκρατία, όπως την ονόμασε το ίδιο το παρισινό προλεταριάτο. Στόχος της δεν είναι μόνο η κατάργηση του απολυταρχικού κράτους, αλλά της ταξικής κυριαρχίας. Η επαναστατική προοπτική εμφανίζεται στα διάκενα της εξουσίας. Αυτό που επέτρεψε στην κομμούνα να εμφανιστεί ήταν η απουσία του στρατού από το Παρίσι και η αντικατάστασή του με τον ένοπλο λαό, την εθνοφρουρά.  Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της Παρισινής Κομμούνας που την διαφοροποιούν από τις αστικές επαναστάσεις:
Το πρώτο διάταγμα της κομμούνας είναι η κατάργηση του μόνιμου στρατού.  Η Κομμούνα δεν έκανε χρήση της τρομοκρατίας, όπως κάνουν συνήθως οι αστικές επαναστάσεις, αλλά και αντεπαναστάσεις. Το πρώτο διάταγμα της κομμούνας είναι η κατάργηση του μόνιμου στρατού. Οι δημοτικοί σύμβουλοι των διαμερισμάτων του Παρισιού εκλέχτηκαν με γενική ψηφοφορία και πέρα από αιρετοί ήταν και άμεσα ανακλητοί. 
Ο χαρακτήρας της κομμούνας είναι Συμβουλιακός και όχι Κοινοβουλευτικός. Είναι ένα εργαζόμενο σώμα, εκτελεστικό και νομοθετικό ταυτόχρονα. Το κράτος, αυτή τη στιγμή της δυαδικής εξουσίας, βρίσκεται υπό αίρεση: η αστυνομία απογυμνώνεται από όλες τις πολιτικές της ιδιότητες, μετατρέπεται σε όργανο που λογοδοτεί στην Κομμούνα, όπως κάθε κρατικός υπάλληλος. Ο μισθός των δημόσιων υπαλλήλων της κομμούνας γίνεται ίσος με τον μέσο εργατικό μισθό. Η δικαιοσύνη  αποκτάει λαϊκό χαρακτήρα, αφού οι λειτουργοί τους εκλέγονται και λογοδοτούν στον λαό.
Ο Μαρξ βλέπει στη γενίκευση της κομμούνας όχι τη δημιουργία ενός συγκεντρωτικού κράτους, αλλά  μια φεντεραλιστική ομοσπονδιακή αυτοκυβέρνηση των παραγωγικών τάξεων.  
Οι αιρετοί και άμεσα ανακλητοί εκπρόσωποι των επί μέρους κοινοτήτων, οι οποίοι δεσμεύονται από τις κατηγορηματικές εντολές των εκλογέων τους, αντικαταθιστούν τους αντιπροσώπους της αστικής δημοκρατίας. Η ενότητα του λαού ως σώματος συντακτικού και αυτό-κυρίαρχου, γίνεται πράξη ακριβώς γιατί καταργεί την κρατική εξουσία που επαγγελλόταν αυτή την ενότητα, αλλά λειτουργούσε ως διαχωρισμένη εξουσία, η οποία αξιώνει να στέκεται πάνω  από την κοινωνία. Ο χαρακτήρας της κομμούνας δεν είναι απλά αντι-συγκεντρωτικός, αλλά αντι-κρατικός: επαναφέρει στο κοινωνικό σώμα όλες εκείνες τις δυνάμεις που σπαταλούσε ως τώρα η  παρασιτική απόφυση του κράτος, που τρέφεται σε βάρος της κοινωνίας και εμποδίζει την ελεύθερη κίνηση της. Το μη-κράτος της κομμούνας ήταν η πολιτική μορφή, κάτω από την οποία  θα συντελούνταν όχι απλά η οικονομική απελευθέρωση της εργατικής τάξης, αλλά η κοινωνική χειραφέτηση του ανθρώπου. Η κομμούνα δεν μπορούσε να σταθεί στην πολιτική χειραφέτηση των εργατών χωρίς να στραφεί ενάντια στην κοινωνική τους σκλαβιά. Η κομμούνα προχωράει σε μια σειρά από μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση: κατάργηση της νυχτερινής εργασίας, κατάργηση των προστίμων στους εργαζομένους.
Η κομμούνα ήθελε να καταργήσει την ατομική ιδιοκτησία στο βαθμό που αυτή μετατρέπεται σε ταξική ιδιοκτησία, σε κεφάλαιο, και επιτρέπει την εκμετάλλευση της εργασίας των άλλων, μετατρέποντας τα μέσα παραγωγής από μέσα υποδούλωσης και εκμετάλλευσης που είναι σήμερα σε απλά όργανα ελεύθερης και συνεταιριστικής παραγωγής. Αυτό είναι κομμουνισμός! Παίρνει πρακτικά μέτρα αποδίδοντας τα κλειστά εργοστάσια & εργαστήρια  στις εργατικές ενώσεις. Προωθεί μια συνεργατική παραγωγή που όμως δεν πρέπει να μείνει στα πλαίσια  της Αγοράς, ούτε να απομονωθεί ανά συνεταιρισμό. Αλλά να προσπαθήσει να εκτοπίσει το καπιταλιστικό σύστημα και αυτό γίνεται μονάχα μέσα από τη γενίκευση και το συντονισμό του συνεταιριστικού τρόπου παραγωγής, δηλαδή το πέρασμα στην κοινωνικοποιημένη παραγωγή. Η κομμούνα είναι, για τον Μαρξ, η πρώτη επανάσταση όπου μπαίνει το αίτημα της ανθρώπινης χειραφέτησης. Το προλεταριάτο συμπυκνώνει αυτό το αίτημα ακριβώς γιατί ο μόνος τρόπος να χειραφετηθεί είναι να αυτοκαταργηθεί καταργώντας και όλο το ταξικό σύστημα. Μετατρέπεται σε ιστορική τάξη ακριβώς γιατί και άλλες τάξεις βλέπουν και τα δικά τους συμφέροντα, τη δικιά τους χειραφέτηση, ως ανθρώπινη πλέον χειραφέτηση και ταυτίζονται με την χειραφέτηση του προλεταριάτου, από τμήματα της μεσαίας τάξης (ρεπουμπλικανικό κόμμα) των μικροαστών (Γιακοβίνοι) μέχρι και των χωρικών. «Η νίκη μας είναι η ελπίδα σας», αυτό το σύνθημα της κομμούνας προς τους χωρικούς αντανακλούσε τους υλικούς όρους μέσα από τους οποίους γινότανε η καπιταλιστικοποίηση της αγροτικής παραγωγής: συγκεντροποίηση της ιδιοκτησίας της γης, κατασχέσεις και μετατροπή των αγροτών σε ακτήμονες.
«Κάθε βήμα του πραγματικού κινήματος είναι πιο σπουδαίο από μια ντουζίνα προγράμματα»
 Καρλ Μαρξ, Κριτική στο πρόγραμμα της Γκότα
Στο πρόγραμμα της Γκότα, το γερμανικό Σ/Δ κόμμα βάζει ως στόχο του τη δημιουργία του «ελεύθερου» κράτους, και μάλιστα με τα νόμιμα μέσα… Έτσι, στην αντίληψη του SPD  η σοσιαλιστική οργάνωση της συνολικής εργασίας ξεπηδά όχι από την επαναστατική διαδικασία του  κοινωνικού μετασχηματισμού, αλλά από την κρατική βοήθεια, που δίνει το κράτος σε συνεταιρισμούς που φτιάχνει το ίδιο και όχι οι εργάτες. Η αξία των συνεταιριστικών οργανώσεων μέσα στον καπιταλισμό για τον ταξικό αγώνα υπάρχει στο βαθμό που συγκροτούνται από την αυτενέργεια των εργατών και ανεξάρτητα από το κράτος και τα αφεντικά. Το SPD θεωρεί το κράτος ανεξάρτητη οντότητα, που έχει τις δικές του «πνευματικές, ηθικές, ελεύθερες βάσεις», αντί να θεωρεί την υπάρχουσα κοινωνία ως βάση του υπάρχοντος κράτος. Για τον Μαρξ, δεν μπορεί να είναι στόχος τον εργατών ένα «ελεύθερο κράτος», αλλά η ελευθερία να μεταβάλουν το κράτος, από όργανο που στέκεται πάνω από την κοινωνία, σε όργανο πέρα για πέρα υποταγμένο στην κοινωνία, δηλαδή σε μη-κράτος. Αντίθετα, το «ελεύθερο κράτος» του SPD αποτελεί έναν ιδιαίτερο μηχανισμό, που ξεχώρισε από την κοινωνία με τον καταμερισμό εργασίας.
Στη μεταβατική επαναστατική περίοδο από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, το κράτος δεν μπορεί παρά να είναι η επαναστατική  δικτατορία του προλεταριάτου, δηλαδή το μοντέλο του μη-κράτους της κομμούνας. Ο Μαρξ στην Κριτική του προγράμματος της Γκότα επιτίθεται σε αυτό που ονομάζει χυδαίο σοσιαλισμό, δηλαδή στο σοσιαλισμό που έχει μετατοπίσει το ζητούμενο όχι στην αλλαγή του τρόπου παραγωγής, αλλά στην αλλαγή του τρόπου διανομής, που δε θίγει το θέμα της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, καθώς και του ίδιου του τρόπου παραγωγής.
Ο Μαρξ θεωρεί ότι η απελευθέρωση πρέπει να είναι έργο των ίδιων των εργατών. Ο Ένγκελς στο γράμμα του στον Μπέμπελ, απολογούμενος στις κατηγορίες των αναρχικών για  τη χρησιμοποίηση του όρου «λαϊκό κράτος», θα υποστηρίξει ότι τόσο στην Αθλιότητα της φιλοσοφίας, όσο και στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ότι θα πρέπει να διευκρινίσουν πως, μετά την εγκαθίδρυση του σοσιαλιστικού καθεστώτος, το κράτος αυτό διαλύεται από μόνο του και εξαφανίζεται. Μάλιστα, για να λύσει το ζήτημα, προτείνει να αντικατασταθεί παντού η λέξη κράτος με τη γερμανική λέξη «κοινότητα» , η οποία αντιστοιχεί στη γαλλική «κομμούνα».
*Το παραπάνω κείμενο αποτέλεσε εισήγηση στην εκδήλωση με τίτλο:
«Με αφορμή τα βιβλία του Karl Marx: “Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη” “Για το εβραϊκό ζήτημα”, “Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία”», η οποία έγινε στις 11/12/2015 στο Αυτόνομο Στέκι στα πλαίσια του κύκλου συζητήσεων στην Αυτοδιαχειριζόμενη Δανειστική Βιβλιοθήκη.
 hitandrun.gr

Δημοσίευση σχολίου