''....η Εύα. Η αμαρτία με τη γυμνή σταρένια κοιλιά.Ένα φίδι τη σφίγγει ολόγυρα
και τη δαγκωνοφιλάει'' J. JOYCE, ULISSES/ μτφρ. Σ.Καψάσκης
...ή στην καρδιά μου ή στην καρδιά των θεών
κάνοντας ό,τι μπορούσα, μεγαλώνει στο χώρο της φυλακής γενναιόδωρα το
θριαμβευτικό χαμόγελο μιας σαύρας, μακριά απ' τον έξω κόσμο, με τον θεατρικό
βρυχηθμό των παλιών τροφίμων - οι πόλεις είναι ίδιες -ρακοσυλλέκτες και
πόλεμοι ανίεροι, ο Σκάμαντρος δείχνει τις δερματοστιξίες στους ώμους των
νεκρών, τυπικές προσφωνήσεις αξιωματούχων κι επικήδειοι - έχεις μια πρόφαση και
πρέπει να ζήσεις, αγνοώντας τα καλογυαλισμένα τραπέζια των συμποσίων σε τόπους
σκιερούς, μόλις γλυτώνοντας τη χολέρα της άνοιξης, - το γέλιο και οι σπίθες του
ήλιου, υπήρξαν κι αυτές, - κοιτούσαν στο βάθος του ετερόφωτου φεγγαριού όπως
ένας κατάδικος συνηθίζει να κλαίει φορτωμένος την αγιότητα από παλιές
νεκροψίες, ξεκινούσα τότε να γυρίσω στο κελί μου, μπορεί να κοιμόταν ολόγυμνη
γεμάτη καλαμιές:
η
καλωσύνη θα 'ρθει σ' ανεπιθύμητο δείπνο
ένα
στρόγγυλο χαλίκι στο στόμα η ουσία
ο
μυθικός ενεστώτας σαν επώδυνη εξουσία,
δε
ζητώ απ' την τύχη τίποτα στον ύπνο
μούδιασμα και πυρετός, αποθαρρυντικές απαντήσεις, -
η ιστορία - που αφηγείσαι με τα δάχτυλα, τα σάπια παρθενικά νοήματα - πίσω απ'
την Ιστορία με Ι κεφαλαίο όπως ο εν στύσει φαλλός των νικητών,- άρρωστοι και
σακατεμένοι - είναι μόνο ευάλωτη, κυρίως τραγική, με γνήσιο θάρρος και λεύτερο
πνεύμα του γούστου μου, αυτήν ποθώ, συνήθως απομακρύνεται σκυφτή σαν πρώην
εποχή - τρομακτικό να συνηθίσεις πόσο είσαι εύθραυστος ή ανύπαρχτος ή όταν
μαθαίνεις γεγονότα που ακρωτηριάζουν τους σελιδοδείκτες σου με αδιαφορία, τότε
δεν προσποιείσαι άλλο ό,τι έχεις διανύσει - ολάκερη ζωή σε μαγικό καθρέφτη....
...η πτυχή μιας μεταξωτής εσάρπας, - κάπου κάπου
συνομιλούσα για τα κοσμήματα που φορούσε κείνη η γυναίκα με την ψεύτικη
οδοντοστοιχία, και το τέλειο μακιγιάζ, - αλλά έκρυβε τα σύννεφα, το πήγαιν'-έλα
στο κλουβί, καθώς το τοπίο εξαφανιζόταν στο ακανόνιστο σύμπλεγμα με τις ροζ
κατοικίες ή τα πεύκα έγερναν απ' τη μια μεριά ενώ ερχόταν ο άνεμος μ' ένα
ακαθόριστο ντροπαλό τελετουργικό, -''πολύ καλή ερώτηση'' για το ιερατείο του
θεού ή τον Αη Βασίλη, ή το περίγραμμα της μορφής που κοιμάται στο κρεβάτι μου,
-έξω απ' το παράθυρο δεν περνούσε κανείς - αναρωτιόμουν αν ήμουν στο ίδιο
μέρος, αν μοιράζομαι το φως και τη σκιά μ' αυτούς που με φθόνησαν χρόνια κι
έτσι κάποιοι άγγελοι μοιάζανε με σερίφηδες σα να 'χε αποσύρει φέτος ειδικά τη
δωρεά του ο Ύψιστος ή ο θεός πέριξ της Κλίμακος των απλοϊκών εγκοσμίων
πραγμάτων, κατηφής κι εναντίον παντός ενδεούς - τα φανάρια των αυτοκινήτων
πλημμύριζαν το αλσύλλιο con luce allogena, - είχαμε και γάμους και πανηγύρια,
-''η συνέχιση της πολιτικής μας με άλλα μέσα'' - ο Μακιαβέλι - άνοιγε δρόμο
στον κόσμο που άφηνε έν' αποτύπωμα ύποπτο για τους άλλους περαστικούς - σ'
εμένα για παράδειγμα -στο λούνα παρκ με τον Κοκτώ, στης γριάς το μαλλί και
στου''πουλιού το γάλα'' - συνεχίζω άπνους,
αναρίθμητα
ρολόγια να μετρούνε το ρυθμό
μεταμόρφωση
του άρρητου σε σκόνη,
οριζόντια
γεύση στη ζωή πριν την αγχόνη
ψευδαίσθηση
πως θα βρεθούμε στο σταθμό
στους
εφιαλτικούς ορθολογισμούς συνεχίζεις ως θύμα μιαν άχρηστη ζωή
...λίγες στιγμές σε μια συγκατάβαση που ο χρόνος
αλλάζει ροή - δεν εμπόδισε ο ιερέας του Ποσειδώνα την αποβίβασή μας,- κι οι
Τρώες τον ξεκάνανε, σύντριψαν το κρανίο του στις μυλόπετρες που είχαν για το
στάρι - ακούστηκαν τα ουρλιαχτά του ως τα σπλάχνα της θάλασσας, μέχρι τ' αυτιά
του θεού - να πάψει να είναι το χειρότερο, όποτε γίνει αυτό, ''όλη νύχτα
τρεμοπαίζει- βλεφαρίζει το μάτι μου - κι εγώ παραληρώ το τέλος της προστυχιάς
που μεθοδεύτηκε - ονειρεύομαι ένα κάταγμα κρανίου,
...ο Λαοκόων Μπλουμ δεν είναι παρά η
πραγματικότητα, όχι απαραίτητα και η αλήθεια, ''ορώμεν δι' εσόπτρω εν
αινίγματι'', ποιος να το 'ξερε, τα παράθυρα αφώτιστα κι η είσοδος άδεια, η
μαντάμ Μπλαντ θα χρειαζόταν άλλον καβαλιέρο -, δεν μπορούσα να πω ψέμματα, να
γείρει λίγο η αθωότητα για μένα -το 'θελα- όπως ένα ταξίδι αναψυχής μετά το
όνειρο, ένας αρραβώνας που μάς γλυτώνει απ' τα χειρότερα-ω-είναι όλοι τους ανυπόμονοι,
λαγοκοιμούνται- επί του παρόντος -αναπαυτικά -, η ιστορία του ανθρώπου είναι η
ιστορία των υετών, κύριοι, πολλές φορές πολλές, αμέτρητες επαναλήψεις η
ασταμάτητη περιέργεια - εκρήξεις αδυναμίας αστήριχτες σκέψεις -μεταξύ φρίκης
και διαπόμπευσης, -προτίμησα το ατμώδες χαμόγελο του σάτυρου, - δεν θα πάω
μακριά, είπα, θα σταθώ εδώ, -περάσαμε το ποτάμι, οργίστηκα γι' αυτό και πέταξα
το ακόντιο στην ξύλινη κοιλιά, ο θρήνος της πόλης η εξαφάνιση του θηλυκού
χρόνου στην πηγή του, η απόσυρση στα καράβια ήταν η απώλεια της Γυναίκας κι η
θυσία του ταύρου σκέπαζε την αρχαιολογία της επίγνωσης -κάποτε εδώ υπήρχαν
εραστές - οι γιοι είχαν ονόματα, Αντιφάντης -Θυμβραίος, όπως και τα φίδια,
Όρκις και Χαρίβοια, κι οι άλλοι εξιστόρησαν πώς διασώθηκα
-τα ερπετά που είχε
στείλει ο Απόλλωνας κουλουριάστηκαν στα πόδια της Αθηνάς- και μακριά μες σε
βαριά ασήκωτα κοσμήματα η Ελένη, -πάνω της ο ήλιος άναβε σαν σπίρτο, τώρα είναι
νύχτα, με κάποιον υπηρέτη λέγαμε ιστορίες στα χαρακώματα, αργότερα του κόψανε
το πόδι, μετά την ήττα προσλήθφηκε φοροεισπράχτορας -από ταπείνωση σε ταπείνωση
- ''περιμένω να δω πώς πεθαίνεις'' και γέλασε, κουβέντες που ιδρύουν τα
σύμπαντα, χρειάστηκε να σάς αναζητήσω ως θεατές, θεμελιώνω μιαν αναπαράσταση
per il teatro mundi γεμάτη κρίματα ανεξιχνίαστες ηδονές κι απύθμενες ηλικίες
-κάθε μέρα σέρνω ξοπίσω μου ιδρωμένα βράδια, νομίσματα που έχουν χαθεί κι
επιστρέφουν απ' την άβυσσο παλιές μαντείες και πορθμεία που με κυνήγησαν γιατί
είπα αυτά τα πολύ απλά λόγια και με έθαψαν, -''η ομιλία σας ήταν πολύ ζωντανή'',
- μου λέγαν -ήταν συνήθως περασμένες τέσσερις -δεν θα πάω μακριά, είπα, θα
σταθώ εδώ, περάσαμε το ποτάμι - το θαύμα ήμασταν εμείς -/.....Λαοκόων
Μπλουμ, επιτρέψτε μου να γνωριστούμε καλύτερα, - ούτως ή άλλως η συντομία είναι
ο εχτρός μου - βρήκα τη βενζίνη για να ξορκίσω τ' ανέκδοτα ποιήματα από το
βάθος των στοών καθώς επιστρέφουν, - πόσο καλά κάνατε που ήρθατε, ορίστε το
μολύβι και το χαρτί - πού να κρυφτεί κανείς, ακούγεται το τελευταίο γκρίζο τα
χαντάκια δε λένε να χαθούν από τις άδειες κάμαρες, δεν ωφελεί να το ξέρεις, μάς
τιμωρούν οι ίδιοι φόβοι στα καταστρώματα, το ρολόι άρχισε τους χτύπους δεν
είναι ώρα για φαγητό ακόμα, κλεισμένοι στα καράβια οιωνοσκοπίες νεκροί που
στάθηκαν απρόβλεπτα στις κουπαστές με τη χάρη του νεοφερμένου παραθεριστή, -
λειψές τράπουλες μήπως συντομεύσουμε τους έρωτες που αστόχησαν προδιαθέτοντας
τα μελλούμενα - εδώ θα 'ναι τ' ακρογιάλι που θα μαζεύουμε τα ναυάγια, ο
Οδυσσέας θα συναντηθεί με τον Τζόυς και τον Λεοπόλδο Μπλουμ, και φυσικά τον
Λαοκόοντα Μπλουμ, - τα φίδια αποτελούν τους χρόνιους συνδαιτυμόνες - έρχονται
μαζί μας στις εκστρατείες, συνυπάρχουν στα ερωτικά παιχνίδια καταστρέφουν τ'
αυτοκίνητα των φτωχών, ενώ τελειώνοντας αίσια οι προγενέστεροι αιώνες τα
χρώματα δένουν στη θέση που έπρεπε το τεφρό γρασίδι, ο πόλεμος παραμερίζει
τόσες πέτρες, κάπου θα είναι ή θα είσαι, η άμορφη ασάφεια η εξαπάτηση -/ η
Ελένη δεν στέριωσε το πόδι της ποτέ στην Τροία τρελέ θεότρελε χρόνε μου μια
χαρά θα ειμαι φεύγω φεύγω,
σπαρμένη ερείπια γη
εν' άθλιο, γέρικο σκυλί
μπερδεύει το δρόμο σαν βγει
κάθε τόπο με την ίδια αυλή
ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] JAMES JOYCE, ULISSES
Δημοσίευση σχολίου