Η Ανατολική Μεσόγειος, τα σχέδια της Αθήνας για επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης της το ερχόμενο χρονικό διάστημα και η ενίσχυση της τριμερούς συνεργασίας ανάμεσα σε Ελλάδα, Ισραήλ και Κυπριακή Δημοκρατία, με τη νομιμοποιητική παρουσία των ΗΠΑ, αποτελούν εν συντομία τους βασικούς λόγους του ασυνήθιστα έντονου μπαράζ παραβιάσεων και τουρκικών παρενοχλήσεων στο Αιγαίο όλη την προηγούμενη εβδομάδα. Η τουρκική «νευρικότητα» ήταν υπολογισμένη και στοχευμένη. Ξεκίνησε τη Δευτέρα, αμέσως μετά τη συνέντευξη του βοηθού υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Γουές Μίτσελ στην «Κ», όπου πρακτικά περιέγραψε την Τουρκία ως μειοψηφία του ενός ως προς τις θέσεις της για την κυπριακή αποκλειστική οικονομική ζώνη (ΑΟΖ), και ολοκληρώθηκε την Πέμπτη, μία ημέρα μετά τις δηλώσεις του αρχηγού ΓΕΕΘΑ Ευάγγελου Αποστολάκη για την απαραβίαστη κόκκινη γραμμή της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας.
Επιπλέον, δεν θα πρέπει να υποβαθμίζεται η αξία των αναφορών που έγιναν από τον εκτελεστικό αντιπρόεδρο της Exxon/Mobil για τη δυναμική των οικοπέδων που βρίσκονται στα δυτικά και στα νοτιοδυτικά της Κρήτης. Ενας από τους βασικούς λόγους που η Τουρκία έχει μεταβάλει τη θέση της ως προς το εύρος του «casus belli», περιλαμβάνοντας την Κρήτη, είναι ακριβώς η αποτροπή μετατροπής ακόμη μιας χώρας στην Ανατολική Μεσόγειο σε εξαγωγέα ενέργειας.
Η παραίτηση Μάτις
Για την Αθήνα οι αμέσως προηγούμενες ημέρες έκρυβαν μια έκπληξη και μια ψυχρολουσία. Την αρχική αισιοδοξία για τις δηλώσεις του κ. Μίτσελ για την Κύπρο διαδέχθηκε ο σκεπτικισμός για την απόφαση του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ να ανακοινώσει την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από τη βορειοανατολική Συρία. Η προαναγγελία της παραίτησης του υπουργού Αμυνας Τζέιμς Μάτις έχει εν πολλοίς παράπλευρη απώλεια τη διετή προσπάθεια που είχε γίνει από την Αθήνα ώστε να καταστούν κατανοητές ορισμένες σημαντικές ελληνικές θέσεις. Ευλόγως, η Αθήνα αναμένει με ενδιαφέρον την ανακοίνωση του αντικαταστάτη του κ. Μάτις από τον πρόεδρο των ΗΠΑ τις επόμενες ημέρες.
Σε αυτό το ρευστό περιβάλλον, στην Αθήνα υπάρχει έντονη ανησυχία καθώς ορισμένα στοιχεία δείχνουν ότι οι Τούρκοι χρησιμοποιούν δίχως φειδώ ορισμένα κλασικά εργαλεία αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας. Στους πρώτους 11 μήνες του 2018 καταγράφηκαν συνολικά 29 υπερπτήσεις, ενώ μόνο στις δύο ημέρες του μπαράζ παραβιάσεων (17/12 και 20/12) έγιναν 14, μάλιστα πάνω από κατοικημένα νησιά (Καστελλόριζο και Οινούσσες).
Ωστόσο, εκείνο που ανησυχεί ακόμα περισσότερο όσους αντιλαμβάνονται τη γενικότερη ατμόσφαιρα στη γειτονική χώρα είναι το έντονο κλίμα εσωτερικού διχασμού σε πολλά επίπεδα. Ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν προφανώς και παραμένει ένας αδιαμφισβήτητος ηγέτης, ενώ τα κόμματα της αντιπολίτευσης εξακολουθούν να μην μπορούν να βρουν ένα αφήγημα εναντίον του. Ελλείψει άλλων επιχειρημάτων χρησιμοποιούν μια παλιά κεμαλική συνταγή περί έλλειψης αρκετής «εθνικής» ορμής, η οποία και αυτή δεν στέκει για πολύ, όπως φαίνεται από τις εξαιρετικά επιθετικές δηλώσεις των υπουργών Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου και Αμυνας Χουλουσί Ακάρ.
Το είδος του διχασμού που ανησυχεί την Αθήνα είναι λιγότερο ορατό αλλά πολύ πιο επικίνδυνο. Η παρέλευση σχεδόν δυόμισι ετών από την απόπειρα πραξικοπήματος κατά του κ. Ερντογάν και η επικράτησή του σε δημοψήφισμα και εθνικές εκλογές δεν έχουν μειώσει τις απηνείς διώξεις εναντίον των αντιφρονούντων. Εντός των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων (ΤΕΔ) οι αξιωματικοί καλούνται να ανταποκριθούν σε εντολές οι οποίες ορισμένες φορές είναι έγκυρες, κάποιες άλλες είναι απλά «δολώματα» για να ξεσκεπάσουν πιθανές ομάδες που ενδεχομένως εξακολουθούν να κρύβονται στο στράτευμα. Για όσους παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς την κατάσταση στην Τουρκία, αυτά τα σημάδια είναι σοβαρά.
Ωστόσο δεν πρέπει να αποπροσανατολίζουν από τη γενικότερη εικόνα. Ο κ. Ερντογάν εμφανίζεται να κερδίζει νίκες, όπως η πρόσφατη αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από τη Συρία.
Στην Αθήνα, πάντως, υπάρχει ικανοποίηση για τη σταδιακή καρποφόρηση ορισμένων υπερκομματικών στρατηγικών που έχουν ακολουθηθεί τα τελευταία 8 έως 10 χρόνια και, κυρίως, την ενδυνάμωση των σχέσεων με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ. Παράλληλα, γίνονται προσπάθειες για δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών εμβάθυνσης των σχέσεων με χώρες της Ε.Ε. και, κυρίως, με τη Γαλλία, η οποία διατηρεί συμφέροντα στην περιοχή.
Τροχοπέδη σε αυτή την κατεύθυνση αποτελεί η πολιτική περιδίνηση στην οποία έχει εγκλωβιστεί στο εσωτερικό ο πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Εμανουέλ Μακρόν, αλλά και οι επερχόμενες ευρωεκλογές οι οποίες έχουν παραλύσει τις κυβερνήσεις των σημαντικότερων κρατών της Ε.Ε., ειδικά για ζητήματα που αφορούν την Ελλάδα, μια χώρα που, λόγω της οικονομικής κρίσης, βρισκόταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος για οκτώ συναπτά έτη. Το γαλλικό ενδιαφέρον περιλαμβάνει την κυπριακή ΑΟΖ, όπου η Total δραστηριοποιείται έντονα, αλλά και την Αίγυπτο. Μια σεκάνς, συνεργασίας της Γαλλίας με την τριμερή Ελλάδας, Κύπρου και Αιγύπτου, ανάλογη με αυτή της συμμετοχής των ΗΠΑ σε εκείνη με το Ισραήλ, δεν πρέπει να αποκλείεται εν ευθέτω χρόνω.
Η τουρκική οικονομία
Ο ρόλος που θα πρέπει να διαδραματίσει η Αθήνα στην περιοχή εκ των πραγμάτων δημιουργεί ορισμένες πρακτικές ανάγκες που δεν είναι πάντα σαφές πότε και αν μπορούν να ικανοποιηθούν. Πέρα από τον νέο ρόλο της Αθήνας, η ανάγκη ανανέωσης του οπλοστασίου προκύπτει και από τη διαρκώς διευρυνόμενη «ψαλίδα» στην ισορροπία δυνάμεων με την Τουρκία. Ακόμη και αν σκάσει η «φούσκα» της τουρκικής οικονομίας, υπολογίζεται ότι τα αμυντικά προγράμματα που βρίσκονται σε εξέλιξη θα εξακολουθήσουν να υλοποιούνται για τα επόμενα τρία έως πέντε χρόνια.
Για την Ελλάδα τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Πριν από λίγες ημέρες ανακοινώθηκε η έναρξη του προγράμματος αναβάθμισης των 84 F-16 της Πολεμικής Αεροπορίας στην έκδοση «Viper». Το πρόγραμμα θα κοστίσει 996 εκατ. δολάρια στην Αθήνα, ενώ 448 παραχωρούνται διακρατικά ως FMS. Το πρώτο αναβαθμισμένο F-16 αναμένεται πριν από το τέλος του 2019 και το πρόγραμμα θα πρέπει να ολοκληρωθεί έως τις 30 Ιουνίου 2027. Η Αθήνα αναζητεί και άλλες αποδεσμεύσεις από τις ΗΠΑ, τύπου FMS, κατά κύριο λόγο για το Πολεμικό Ναυτικό (Π.Ν.). Κυρίως για το σύστημα αντιαεροπορικών πυραύλων επιφανείας αέρος, που φέρουν δύο μεταχειρισμένες φρεγάτες τύπου Oliver Hazard Perry του αυστραλιανού βασιλικού ναυτικού, για τις οποίες, όπως αποκάλυψε πριν από δύο εβδομάδες η «Κ», ενδιαφέρεται ενεργά η Αθήνα. Είναι σαφές ότι μια τέτοια επιλογή θα συνιστούσε λύση ανάγκης, καθώς έχει χαμηλό κόστος (180 εκατ. ευρώ για τα δύο πλοία «Newcastle» και «Melbourne»).
Κατά τα λοιπά, τα δύο βασικά προγράμματα του Π.Ν. αφορούν ένα γαλλικό και ένα αμερικανικό. Το πρώτο αφορά την προμήθεια δύο γαλλικών Belh@rra, ενώ το δεύτερο τη συμπαραγωγή φρεγατών με τους Αμερικανούς και την ανάπτυξη ενός ναυπηγικού ερευνητικού κέντρου. Και στις δύο περιπτώσεις αποτελεί προϋπόθεση η επίλυση των προβλημάτων που έχει η Ελλάδα και με τα δύο μεγάλα ναυπηγεία της (Ελευσίνας και Σκαραμαγκά).
«Πακέτο» απειλών από τον Ακάρ
Επανήλθε χθες δριμύτερος ο υπουργός Αμυνας της Τουρκίας Χουλουσί Ακάρ κάνοντας λόγο για «προκλήσεις» που δέχεται η χώρα του συνολικά σε Αιγαίο, Μεσόγειο και Κύπρο. Ο ίδιος έσπευσε να απευθύνει και νουθεσίες με αποδέκτη την Ελλάδα, απαντώντας κατ΄ουσίαν στην πρόσφατη δήλωση του αρχηγού ΓΕΕΘΑ Ευάγγελου Αποστολάκη «εαν οι Τούρκοι ανέβουν σε βραχονησίδα θα την ισοπεδώσουμε». Για βαρύ τίμημα προειδοποίησε ο κ. Ακάρ που θα υποστούν «όσοι δεν μείνουν μακριά από προκλήσεις» αφιερώνοντας αυτή τη φράση του «ως συμβουλή στους γείτονές μας».
Για την (ενδιαφέρουσα) ιστορία σημειώνεται ότι ο Χουλουσί Ακάρ άρχισε τη θητεία στο προηγούμενο πόστο του, της ηγεσίας των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων (ΤΕΔ) τον Αύγουστο του 2015, σχεδόν παράλληλα με την ανάληψη της αντίστοιχης θέσης στην Ελλάδα από τον κ. Αποστολάκη. Οι επαφές των δύο ανδρών πριν από την ανάληψη αυτών των καθηκόντων ήταν μάλλον περιορισμένες, παρότι αμφότεροι είχαν υπηρετήσει σε κρίσιμα πόστα μέσα και έξω από τις χώρες τους. Παρ’ όλα αυτά έκτοτε δημιούργησαν μια πολύ άμεση σχέση, με κύριο χαρακτηριστικό την ευκολία της μεταξύ τους επικοινωνίας, ακόμα και στις πολύ κρίσιμες στιγμές. Στη διάρκεια τριών ετών από τον Αύγουστο του 2015 έως και τον περασμένο Ιούλιο, όταν ο κ. Ακάρ μετακινήθηκε μόνον για να αναλάβει τη θέση του πρώτου υπουργού Αμυνας της σύγχρονης Τουρκίας με ουσιαστικές αρμοδιότητες, οι δύο στρατιωτικοί καλλιέργησαν μια γραμμή επικοινωνίας πολύ αμεσότερη από την πάλαι ποτέ «κόκκινη γραμμή». Αυτό δεν σημαίνει ότι η αμεσότητα της επικοινωνίας αντιστοιχούσε και στην ανάλογη μείωση της τουρκικής επιθετικότητας.
Τον κ. Ακάρ έχει διαδεχθεί τους τελευταίους μήνες στην ηγεσία των ΤΕΔ ο στρατηγός Γιασάρ Γκιουλέρ, ένας αξιωματικός με πολύ μικρότερο επικοινωνιακό χάρισμα από τον προκάτοχό του. Ο δίαυλος επικοινωνίας ανάμεσα στους κ. Αποστολάκη και Γκιουλέρ είναι μεν ανοικτός, ωστόσο παρότι δεν είθισται ο κ. Ακάρ και ο Ελληνας ΓΕΕΘΑ διατηρούν τη δυνατότητα επικοινωνίας.
Βασίλης Νέδος από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ.
Δημοσίευση σχολίου