Πολυάριθμες επιχειρήσεις ανά την Τουρκία παλεύουν να αντιμετωπίσουν τις παρενέργειες από την περσινή κατάρρευση της λίρας και ο πρόεδρος, Ταγίπ Ερντογάν, δίνει μάχη για να μην χάσει αυτό που τόσα χρόνια παρουσίαζε ως το ισχυρό του χαρτί. Από το 2003 όταν ανέλαβε τα ηνία της χώρας ως πρωθυπουργός τότε έως και το 2017 μπορούσε να διαλαλεί τα «θαύματα» της οικονομικής πολιτικής του. Η υπερθέρμανση έδωσε τη θέση της σε μία απότομη αποθέρμανση και η τουρκική οικονομία βρίσκεται πια βυθισμένη στην ύφεση.
Η τουρκική λίρα αν και ανέκαμψε στα τέλη του περασμένου έτους, έχασε περίπου το 30% της αξίας της. Η υποτίμηση όχι μόνο εκτίναξε τον πληθωρισμό σε υψηλά 15 ετών, κατατρώγοντας την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, αλλά και αποδείχθηκε δυσβάσταχτο βάρος για τις επιχειρήσεις που έχουν έκθεση σε χρέους ύψους 285 δισ. δολαρίων σε ξένο νομίσμα. Τα κόκκινα δάνεια με τη σειρά τους εντείνουν τις πιέσεις στις τράπεζες. Οι στρόφιγγες της χρηματοδότησης έχουν ούτως η άλλως κλείσει από τότε που τα επιτόκια ανέβηκαν στο 24%, σε μία προσπάθεια της κεντρικής τράπεζας να θέσει υπό έλεγχο τον πληθωρισμό.
Οι Financial Times σε πρόσφατο ρεπορτάζ τους θύμιζαν ένα περιστατικό ενδεικτικό της κατάστασης που επικρατεί στον επιχειρηματικό κόσμο και της δεινής θέσης, στην οποία έχει περιέλθει ο Ερντογάν. «Έχουμε σοβαρό πρόβλημα με το χρήμα» είπε ο επιχειρηματίας Μεχμέτ Νατσί Τοπτσακάλ στον Τούρκο πρόεδρο σε μία εκδήλωση για την κατασκευή νέου κέντρου Τεχνών στην Κωνσταντινούπολη το Φεβρουάριο. Συνέχισε δε εξαπολύοντας πυρά κατά του κρατικού οργανισμού στέγασης, ο οποίος όπως είπε «μας έχει καταστρέψει». Ο συγκεκριμένος οργανισμός επιβλέπει εκατοντάδες project ανέγερσης ακινήτων ανά τη χώρα και ο επιχειρηματίας ζήτησε από τον Ερντογάν να έχουν κατ' ιδίαν συνάντηση για να λύσουν το πρόβλημα. Δεν είχε καταλάβει βεβαίως πως το μικρόφωνο του προέδρου ήταν ανοιχτό και η όλη συζήτηση έγινε δημόσια.
Την περασμένη εβδομάδα τα στοιχεία τέταρτου τριμήνου για το ΑΕΠ επιβεβαίωσαν αυτό που οι οικονομολόγοι είχαν προβλέψει εδώ και καιρό: στα τέλη του 2018 η χώρα βυθίστηκε σε ύφεση για πρώτη φορά εδώ και μία δεκαετία.Έρχοντα δε λίγο πριν τις τοπικές εκλογές της 31ης Μαρτίου και ο Ερντογάν, όπως και ο γαμπρός του, Μπεράτ Αλμπαϊράκ στη θέση του υπουργού Οικονομικών, θέλουν να καθησυχάσουν επιχειρήσεις και επενδυτές.
Τα μέτρα που έχουν μέχρι στιγμής λάβει είναι όμως μάλλον ανορθόδοξα- από την υπερβολική στήριξη στις κρατικές τράπεζες έως τις πιέσεις στους ομίλους λιανικής να κρατήσουν σε χαμηλά επίπεδα τις τιμές. Δεν έχουν αποδώσει ιδιαίτερα, αλλά εκείνοι επιμένουν πως τα χειρότερα πέρασαν. Ο Ερντογάν δε εμφανίζεται αποφασισμένος να δαπανήσει δεκάδες δισεκατομμύρια όχι σε μέτρα τόνωσης της ανάπτυξης, αλλά σε mega- project, που δημιουργούν μία ψευδαίσθηση αίγλης.
Πρόσφατα εγκαινίσε το Ankara City Hospital, το μεγαλύτερο νοσοκομείο της Ευρώπης. Στοίχισε περί τα 1 δισ. ευρώ για να χτιστεί και έχει τη δυνατότητα να υποδεχθεί έως και 30.000 ασθενείς ημερησίως, όταν θα βρίσκεται σε εφημερία. Έχει 3.810 κλίνες και καλύπτει μία έκταση ίση με 100 ποδοσφαιρικά γήπεδα. Οι επικριτές του σχεδίου υποστηρίζουν ότι το μέγεθος του νοσοκομείο θα καταστήσει δυσκολότερο τον έλεγχο για την εξάπλωση ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων και οι αποστάσεις που θα καλείται να διανύσει ο ασθενής θα είναι επιζήμιες για τον ίδιο αλλά και την εργασία του ιατρικού προσωπικού. Η κριτική δεν ήταν ικανή να σταματήσει τον σουλτάνο.
Τα μεγάλα έργα δεν περιορίζονται στον τομέα της υγείας. Από τον επόμενο μήνα θα είναι σε πλήρη λειτουργία και το νέο αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης, που στοίχισε 12 δισ. δολάρια. Εδώ οι αντιδράσεις είναι λιγότερες.Το αεροδρόμιο εκτιμάται ότι θα προσφέρει 225.000 θέσεις εργασίας και έως το 2025 η συμβολή του στο ΑΕΠ της Τουρκίας υπολογίζεται ότι θα ανέλθει σε 5%. Οι δύο πρώτοι από τους έξι συνολικά διαδρόμους προσγείωσης-απογείωσης είναι έτοιμοιπρος χρήση, ενώ έτοιμος είναι και ο πύργος ελέγχου σε σχήμα τουλίπας. Στα σκαριά βρίσκεται διώρυγα αξίας 16 δισ. δολαρίων, η οποία θα μετατρέψει το δυτικό τμήμα της Κωνσταντινούπολης σε νησί.
Οι χρυσές εποχές
Είναι ξεκάθαρο ότι ο Τούρκος πρόεδρος κινείται έχοντας στο νου του τις χρυσές εποχές.Από το 2003, όταν ανήλθε ο Ταγίπ Ερντογάν στην εξουσία, έως και το 2013 το ΑΕΠ της τουρκικής οικονομία μεγεθύνθηκε κατά 383 δισ. δολάρια, οι εξαγωγές απογειώθηκαν από τα 63 δισ. στα 135 δισ. δολάρια και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σχεδόν τριπλασιάστηκε. Το δημόσιο χρέος, περιορίστηκε κοντά στο 40% του ΑΕΠ.
Ύστερα από τη χαμένη δεκαετία του ‘90, κατά την οποία το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν κατά μέσο όρο 3.400 δολάρια, η παραγωγικότητα δραματικά χαμηλή σε όλους τους κλάδους της οικονομίας και ο πληθωρισμός είχε εκτιναχθεί έως και το 70%, η χρυσή δεκαετία του Ερντογάν χαρακτηρίστηκε από ταχεία και ουσιαστική ανάπτυξη.
Από το 2003 έως και το 2007 η τουρκική οικονομία αναπτυσσόταν με ρυθμούς 6,7%. Δεν έμεινε αλώβητη από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, αλλά βγήκε γρήγορα από αυτήν.Μετά τη συρρίκνωση κατά 4,8% το 2009, το ΑΕΠ της ανέκαμψε 9% την αμέσως επόμενη χρονιά.
naftemporiki.gr
Δημοσίευση σχολίου