Η
λέξη οίδημα σημαίνει πρήξιμο και τυπικά συμβαίνει στο σώμα όταν διαφεύγει υγρό
από το εσωτερικό των αγγείων (αίμα) προς τους ιστούς που περιβάλλουν τα αγγεία,
δημιουργώντας έτσι μια τοπική διόγκωση. Το οίδημα μπορεί να συμβεί είτε γιατί
υπάρχει αυξημένη πίεση στα αγγεία είτε γιατί δεν υπάρχουν αρκετές πρωτεΐνες στο
αίμα για να συγκρατήσουν το πλάσμα.
Πνευμονικό οίδημα (pulmonary edema) ονομάζεται η
κατάσταση κατά την οποία το οίδημα εμφανίζεται στους πνεύμονες, δηλαδή γεμίζουν
με υγρό οι πνεύμονες.
Στους πνεύμονες, δίπλα από τα μικρά αιμοφόρα
αγγεία (τα τριχοειδή), υπάρχουν μικροσκοπικοί σάκοι, οι κυψελίδες, οι οποίες
περιέχουν αέρα. Στις κυψελίδες, το οξυγόνο που εισπνέουμε παραλαμβάνεται από το
αίμα ενώ το διοξείδιο του άνθρακα αποβάλλεται μέσω της εκπνοής. Οι κυψελίδες,
φυσιολογικά, έχουν λεπτό τοίχωμα, το οποίο επιτρέπει αυτή την ανταλλαγή των
αερίων. Αν οι κυψελίδες γεμίσουν με υγρό που έχει διαρρεύσει από τα αιμοφόρα
αγγεία δεν μπορούν να κάνουν εύκολα την ανταλλαγή των αερίων. Το αποτέλεσμα είναι
δυσκολία στην αναπνοή και κακή οξυγόνωση του αίματος.
Αιτία του πνευμονικού οιδήματος μπορεί να είναι
η αυξημένη πίεση στα αιμοφόρα αγγεία των πνευμόνων (κάτι τέτοιο συμβαίνει στην
καρδιακή ανεπάρκεια, όπου αυξάνεται η πίεση στις πνευμονικές φλέβες) ή κάποια
λοίμωξη (π.χ. πνευμονία) ή η έκθεση σε ορισμένες τοξίνες του αέρα ή ορισμένα
φάρμακα.
Εκτός από το χρόνιο πνευμονικό οίδημα υπάρχει
και το οξύ πνευμονικό οίδημα (acute edema of lung) το οποίο εμφανίζεται ξαφνικά
και είναι μια επείγουσα ιατρική κατάσταση που απαιτεί άμεση αντιμετώπιση. Το
οξύ πνευμονικό οίδημα μπορεί να προκαλέσει μόνιμη πνευμονική βλάβη ή να αποβεί
μοιραίο. Ωστόσο, η έκβαση του είναι συνήθως ευνοϊκή αν χορηγηθεί θεραπεία
αμέσως. Η θεραπεία ποικίλλει ανάλογα με την αιτία, αλλά σε γενικές γραμμές
περιλαμβάνει χορήγηση οξυγόνου και φάρμακα.
Συμπτώματα
Το συχνότερο σύμπτωμα του πνευμονικού οιδήματος
είναι η δύσπνοια που μπορεί να είναι σταδιακή ή απότομη, ανάλογα με το πως
εξελίσσεται το πνευμονικό οίδημα. Άλλα συμπτώματα περιλαμβάνουν την εύκολη
κόπωση, την γενικευμένη αδυναμία και τη ζάλη.
Κατά την ακρόαση με το στηθοσκόπιο, ο γιατρός
ακούει χαρακτηριστικούς ήχους που αντιστοιχούν με τον παφλασμό των υγρών μέσα
στους πνεύμονες από το αέρα της αναπνοής. Επίσης, κατά την εξέταση του αίματος,
διαπιστώνεται υποξία, δηλαδή χαμηλή στάθμη οξυγόνου στο αίμα.
Να σημειωθεί ότι τα προβλήματα της αναπνοής
επιδεινώνονται όταν ο ασθενής ξαπλώνει και βρίσκεται σε οριζόντια θέση. Όταν
κάθεται στο κρεβάτι ή όταν το κεφάλι είναι πιο ψηλά, αναπνέει καλύτερα.
Τα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν:
Μεγάλη δυσκολία στην αναπνοή (δύσπνοια)
Αίσθημα πνιγμού ή ασφυξίας
Συριγμός (σφύριγμα) από τους πνεύμονες
Άγχος, ανησυχία
Βήχας που παράγει αφρώδη πτύελα που μπορεί να
περιέχουν αίμα
Υπερβολική εφίδρωση και κρύα άκρα
Ωχρό και κρύο δέρμα
Πόνος στο στήθος (όταν το πνευμονικό οίδημα
οφείλεται σε στεφανιαία νόσο)
Σε προχωρημένη κατάσταση, ο ασθενής είναι
φοβισμένος και έχει το αίσθημα της έλλειψης αέρα. Το υγρό μέσα στις κυψελίδες
συχνά συνδυάζεται με ρήξεις μικρών αγγείων και αυτό εκδηλώνεται με βήχα και
αφρώδη πτύελα. Έτσι, ο ασθενής μπορεί να φαίνεται σαν να πνίγεται με αφρούς στο
στόμα. Το αίμα, καθώς υπολείπεται σε οξυγόνο, εμφανίζει ελαφρά κυάνωση στα
χείλη και τα δάκτυλα. Η σωματική κόπωση είναι έκδηλη, ο ασθενής δεν μπορεί να
σταθεί όρθιος, ακόμη και να καθίσει. Συχνά υπάρχει πνευματική σύγχυση.
Αιτίες
Οι αιτίες που προκαλούν το πνευμονικό οίδημα,
μπορούν να διαιρεθούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες: Σ’ αυτές που οφείλονται στην
καρδιά και σ’ αυτές που οφείλονται σε άλλες αιτίες.
Όταν υπάρχει καρδιολογική αιτία, το πνευμονικό
οίδημα είναι ουσιαστικά η λίμναση του αίματος στους πνεύμονες λόγω αδυναμίας
της καρδιάς (κυρίως σε αριστερή καρδιακή ανεπάρκεια) να το επαναφέρει από τις
πνευμονικές φλέβες. Έτσι αυξάνεται η πίεση στα τριχοειδή αγγεία των πνευμόνων
και προκαλείται το οίδημα.
Πιο αναλυτικά, το πνευμονικό οίδημα μπορεί να
οφείλεται σε:
Στεφανιαία νόσο (έμφραγμα, ισχαιμία καρδίας,
καρδιακή ανεπάρκεια)
Σοβαρές καρδιακές αρρυθμίες
Μυοκαρδιοπάθειες
Παθήσεις των βαλβίδων της καρδιάς
Υψηλή αρτηριακή πίεση (υπέρταση)
Λοιμώξεις των πνευμόνων (πνευμονία)
Έκθεση σε ορισμένες τοξίνες όπως το χλώριο, η
αμμωνία και το διοξείδιο του αζώτου
Νεφρική ανεπάρκεια (αδυναμία του οργανισμού να
αποβάλλει υγρά)
Βλάβες στους πνεύμονες από εξωτερικούς
παράγοντες όπως για παράδειγμα από δηλητηριώδη αέρια, χλώριο, αμμωνία, διοξείδιο
του αζώτου, εισπνοή καπνών και αναθυμιάσεις
Αλλεργικές αντιδράσεις
Σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας (ARDS)
Παρενέργειες φαρμάκων (χημειοθεραπεία, διαβητικά
φάρμακα) και ναρκωτικών ουσιών όπως η ηρωίνη.
Άνοδος ή διαβίωση σε μεγάλο υψόμετρο (μεγαλύτερο
από 3.000 μέτρα )
Η υπερβολική λήψη ασπιρίνης ή η χρόνια υψηλή
δόση ασπιρίνης, μπορεί να οδηγήσει σε τοξικά επακόλουθα και στην πρόκληση
πνευμονικού οιδήματος
Σπανιότερες καταστάσεις μη καρδιογενούς
πνευμονικού οιδήματος μπορεί να είναι η πνευμονική εμβολή, η βλάβη του πνεύμονα
μετά από μετάγγιση, μερικές ιογενείς λοιμώξεις και τέλος, η εκλαμψία στην
εγκυμοσύνη
Ιδιαίτερη πρόληψη για το πνευμονικό οίδημα δεν
υπάρχει, ωστόσο συστήνεται ο περιορισμός λήψης αλατιού. Το αλάτι αυξάνει την
αρτηριακή πίεση και δυσχεραίνει τον οργανισμό στην αντιμετώπιση ενός οιδήματος.
Διάγνωση
Η διάγνωση γίνεται με απλή ακτινογραφία θώρακα
στην οποία απεικονίζονται τα χαρακτηριστικά σημεία του πνευμονικού οιδήματος.
Άλλα διαγνωστικά εργαλεία, που χρησιμοποιούνται
για να διευκρινισθεί η ακριβής αιτία του πνευμονικού οιδήματος, είναι η μέτρηση
του ΒNP (Plasma B-type natriuretic peptide), ενός πρωτεϊνικού δείκτη που
αυξάνεται στο αίμα λόγω της διάτασης των διαμερισμάτων της καρδιάς.
Θεραπεία
Ανάλογα με την κατάστασή του ασθενούς και την
αιτία του πνευμονικού οιδήματος, χορηγούνται ένα ή περισσότερα φάρμακα όπως
διουρητικά και βρογχοδιασταλτικά.
Τα διουρητικά είναι φάρμακα εκλογής για όλα
σχεδόν τα οιδήματα. Αυξάνουν την ούρηση και έτσι μειώνουν τα υγρά του σώματος.
Με αυτό τον τρόπο το σώμα απαλλάσσεται από ένα μεγάλο φορτίο και κυκλοφορεί
καλύτερα το αίμα.
Η χορήγηση οξυγόνου είναι άλλο βήμα για τη
θεραπεία του πνευμονικού οιδήματος μέσω ειδικής μάσκας ή ρινικής κάνουλας (ένα
εύκαμπτο πλαστικό σωλήνα με δύο ανοίγματα που χορηγούν οξυγόνο σε κάθε
ρουθούνι).
Στο οξύ πνευμονικό οίδημα υπάρχει άμεσος
κίνδυνος, όμως ο ασθενής μπορεί να σωθεί αν δοθεί γρήγορα η ακόλουθη θεραπεία:
Σχεδόν καθιστή θέση του ασθενούς με μαξιλάρια
στην πλάτη.
Χορήγηση οξυγόνου με ρινικό σωλήνα, 6-8
λίτρα/ανά λεπτό.
Ενδοφλέβια χορήγηση φουροσεμίδης 40-80 mg,
διγοξίνης 0,5 mg (ιδιαίτερα αν υπάρχει ταχυαρυθμία) και μορφίνη 10-20 mg αν δεν
υπάρχουν σοβαρές διαταραχές των αερίων αίματος.
Με τη φουροσεμίδη επιδιώκεται η διούρηση και η
αποσυμφόρηση των πνευμόνων και με τη διγοξίνη επιδιώκεται η τόνωση της καρδιάς
και η καταστολή του αναπνευστικού κέντρου, ώστε οι αναπνοές να γίνουν
αραιότερες και βαθύτερες. Η μορφίνη περιορίζει τη φλεβική επιστροφή στου
αίματος στους πνεύμονες και ηρεμεί τον ασθενή.
Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί το πνευμονικό
οίδημα να αποβεί μοιραίο, ακόμη και αν έχει χορηγηθεί ταχύτατα η θεραπεία. Η
έκβαση εξαρτάται από την κατάσταση της καρδιάς και των πνευμόνων καθώς και από
την ποσότητα του υγρού στους πνεύμονες.
healthyliving.gr
Δημοσίευση σχολίου