Ένα στα
δέκα παιδιά ζουν σε οικογένειες που βρίσκονται κάτω από το όριο της
φτώχειας. Η είδηση θα μπορούσε να αποτελεί μια κοινότοπη διαπίστωση για τις
περισσότερες από τις χώρες της ευρωπαίκής περιφέρειας, που πληρώνουν εδώ και
χρόνια την πολιτική λιτότητας του Βερολίνου. Η είδηση όμως αφορά την ίδια τη
Γερμανία, μια από τις ισχυρότερες οικονομίες του πλανήτη.
Η σχετική
πληροφορία περιλαμβάνεται σε έκθεση της Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και
Ανάπτυξης, ο οποίος ορίζει το όριο της φτώχειας στο 50% του μέσου εισοδήματος
των χωρών μελών του. Συγκεκριμένα από τις 29 χώρες του ΟΟΣΑ η Γερμανία
βρίσκεται στην 11η θέση.
Μαζί με τα
παιδιά όμως πλήττονται ταυτόχρονα και μεγάλες ομάδες συνταξιούχων που αδυνατούν
πλέον να επιβιώσουν μετά τις περικοπές στις συντάξεις τους. Σύμφωνα με πρόσφατη
έκθεση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης σχεδόν μισό εκατομμύριο συνταξιούχοι είναι
αναγκασμένοι να καταφεύγουν στα ειδικά επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας
προκειμένου να συμπληρώσουν το εισόδημά τους. Σύμφωνα μάλιστα με εκθέσεις
γερμανικών συνδικάτων ο αριθμός αυτών των συνταξιούχων ενδέχεται να είναι
σημαντικά υψηλότερος δεδομένου ότι οι περισσότεροι αισθάνονται τόση ντροπή να
συμπληρώσουν τις φόρμες των ειδικών επιδομάτων που προτιμούν να αντιμετωπίζουν
σιωπηλά τη φτώχεια τους.
Τα
στοιχεία αυτά επιβεβαιώνουν την αίσθηση αρκετών αναλυτών ότι το Βερολίνο,
χρησιμοποιώντας σαν μηχανισμό την ευρωζώνη, δεν πραγματοποιεί απλώς μια
αναδιανομή εισοδήματος από την ευρωπαϊκή περιφέρεια προς το ευρωπαϊκό κέντρο
αλλά από τα φτωχότερα στρώματα όλων των ευρωπαϊκών χωρών, συμπεριλαμβανομένης
της ίδιας της Γερμανίας, προς τις οικονομικές ελίτ της ηπείρου.
Η
παρατήρηση επιβεβαιώνεται από τη αλματώδη αύξηση που παρατηρείται το τελευταίο
διάστημα στα εισοδήματα των ανώτατων εισοδηματικών στρωμάτων. Συγκεκριμένα οι
100 πλουσιότεροι Γερμανοί είδαν τα εισοδήματά τους να αυξάνονται τον τελευταίο
χρόνο κατά 5.2% αγγίζοντας το επίπεδο ρεκόρ των 336 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Παράλληλα όμως, σύμφωνα με έρευνα του περιοδικού Manager Magazin, αυξήθηκε και
ο αριθμός των δισεκατομμυριούχων. Έτσι σήμερα 135 κάτοικοι της Γερμανικής
οικονομικής αυτοκρατορίας έχουν προσωπική περιουσία με τουλάχιστον… εννέα μηδενικά.
Η
γιγάντωση της ανέχειας στη Γερμανία δεν μετριέται απλώς με τον αριθμό των
παιδιών και των ηλικιωμένων που βρίσκονται κάτω από όριο της φτώχειας αλλά και
από τις επιπτώσεις που προκαλούνται στο σύνολο του πληθυσμού από το λεγόμενο
«στρες της επιβίωσης» την ψυχολογική πίεση δηλαδή που προκαλούν τα μέτρα
λιτότητας. Σύμφωνα με στοιχεία της UNICEF τουλάχιστον 8.6% των παιδιών της
Γερμανίας έχουν βιώσει καταστάσεις μακροχρόνιας φτώχειας η οποία αναμένεται να
επηρεάσει την ψυχολογική τος υγείας για το υπόλοιπο της ζωής τους. Ανάλογες
έρευνας που έγιναν πρόσφατα σε αρκετές ακόμη ευρωπαϊκές χώρες, και οι οποίες
αφορούν και την Ελλάδα, αποδεικνύουν ότι οι επιπτώσεις από το στρες στο οποίο
υπόκεινται οι περισσότεροι ευρωπαϊκοί λαοί δεν θα γίνουν πλήρως αντιληπτές πριν
από το 2016. Συγκεκριμένα οι επιστήμονες αναμένουν τρομακτική αύξηση των
καρδιοαγγειακών παθήσεων αλλά και αλματώδη αύξηση των κρουσμάτων καρκίνου –
ασθένειες δηλαδή που έχουν μεγαλύτερο «κύκλο επώασης» και γι’ αυτό το λόγο
συχνά δεν συνδέονται με τα πραγματικά αίτια που τις προκαλούν.
Η φτώχεια
στη Γερμανία πλήττει ιδιαίτερα τις μονογονικές οικογένειες και κυρίως τα παιδία
που μεγαλώνουν με τις μητέρες τους. Η ανάγκη αυτών των γυναικών να δουλεύουν με
τα ελαστικά ωράρια εργασίας, που πρώτη προώθησε η κυβέρνηση Σρέντερ και
συνεχίζει η Άνγκελα Μέρκελ, επιβαρύνουν περαιτέρω την ψυχολογική υγεία των
παιδιών. Ούτως η άλλως το γεγονός ότι μια ολόκληρη γενιά καλείται να επιβιώσει
με τους μισθούς πείνας των 400 ευρώ, που αναλογούν στις θέσεις μερικής
απασχόλησης, δημιουργεί πρωτόγνωρες συνθήκες που δεν έχουν ξαναπαρουσιαστεί από
την εποχή του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.
Σύμφωνα
πάντα με την UNICEF τα παιδια αυτά δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τις κανονικές
εξωσχολικές ασχολίες των συνομηλίκων τους, όπως οι εκδρομές η εκμάθηση ξένων
γλωσσών η μουσικής, αλλά υστερούν σημαντικά και στα μαθήματά τους.
Ο αριθμός
των παιδιών που μεγαλώνουν με μόνο έναν από τους δυο γονείς τους αυξήθηκε από
ένα στα επτά, που ήταν στα μέσα της δεκαετίας του ’90, στο ένα στα πέντε. Οι
επιστήμονες πάντως επισημαίνουν ότι τα φαινόμενα αυτά δεν οφείλονται στην
απουσία του ενός γονιού αλλά στις οικονομικές δυσκολίες που είναι πιο έντονες
στις μονογονείκές οικογένειες.
Ενώ όμως
μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων βιώνει ήδη τις επιπτώσεις της γερμανικής πολιτικής
λιτότητας πριν ακόμη ενηλικιωθεί μια άλλη γενιά αδυνατεί να τερματίσει τον
εργασιακό της βιο. Ο αριθμός των ηλικιωμένων που αναγκάζονται να αναζητούν
απασχόληση ακόμη και μετά τη συνταξιοδότησή τους διπλασιάστηκε την τελευταία
δεκαετία φτάνοντας το ένα εκατομμύριο άτομα. Η κατάσταση αυτή έρχεται να
συνθλίψει την εικόνα του γερμανικού «success story» και να αποδείξει ότι η
ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας κατά 0.7%, ύστερα από μια μακρά περίοδο
συρρίκνωσης του ΑΕΠ, δεν μεταφράζεται σε βελτίωση για την καθημερινότητα των
χαμηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων της χώρας.
Η πρόθεση
των γερμανικών κομμάτων εξουσίας να συνεχίσουν και να επιτείνουν την πολιτική
λιτότητας και στο εσωτερικό της χώρας αναμένεται σύντομα να προκαλέσει ισχυρές
αντιδράσεις. Έτσι δικαιολογούνται άλλωστε και οι ισχυρές πιέσεις που ασκούσαν
τμήματα της οικονομικής ελίτ, πριν ακόμη από τις εκλογές, για το σχηματισμό
μιας ακόμη κυβέρνησης «μεγάλου συνασπισμού» η οποία θα διέθετε την πολιτική
πυγμή για να επιβάλλει σκληρότερη δημοσιονομική πολιτική. Όσο αυξάνονται όμως
τα επίπεδα φτώχειας τόσο αυξάνεται και η ανάγκη της γερμανικής κυβέρνησης και
των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης να αναζητούν αποδιοπομπαίους τράγους στις χώρες
της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Η εικόνα του «τεμπέλικου» ευρωπαϊκού νότου που
τρώει τους μισθούς και τις συντάξεις των Γερμανών φορολογούμενων λειτούργησε
αποτελεσματικά επιτρέποντας στην κυβέρνηση να κλιμακώσει την αντιλαϊκή της
πολιτική. Και αυτό συνέβαινε ενώ οι ροές κεφαλαίων που έφταναν στη Γερμανία από
τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας αυξάνονταν.
Οι
ιστορικοί του μέλλοντος θα καταγράφουν σίγουρα με ενδιαφέρον τον τρόπο με τον
οποίο οι οικονομικές ελίτ της Γερμανίας κατάφεραν να μετατρέψουν χώρες σαν την
Ελλάδα σε ένα τεράστιο «πληντυριο» αναδιανομής εισοδήματος, στέλνοντας χρήματα
των Γερμανών φορολογούμενων τα οποία κατέληγαν στα ανώτερα στρώματα της Γερμανίας.
Άρης Χατζηστεφάνου
ΕΠΙΚΑΙΡΑ Νοέμβριος 2013
Ένα στα
δέκα παιδιά ζουν σε οικογένειες που βρίσκονται κάτω από το όριο της
φτώχειας. Η είδηση θα μπορούσε να αποτελεί μια κοινότοπη διαπίστωση για τις
περισσότερες από τις χώρες της ευρωπαίκής περιφέρειας, που πληρώνουν εδώ και
χρόνια την πολιτική λιτότητας του Βερολίνου. Η είδηση όμως αφορά την ίδια τη
Γερμανία, μια από τις ισχυρότερες οικονομίες του πλανήτη.
Η σχετική
πληροφορία περιλαμβάνεται σε έκθεση της Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και
Ανάπτυξης, ο οποίος ορίζει το όριο της φτώχειας στο 50% του μέσου εισοδήματος
των χωρών μελών του. Συγκεκριμένα από τις 29 χώρες του ΟΟΣΑ η Γερμανία
βρίσκεται στην 11η θέση.
Μαζί με τα
παιδιά όμως πλήττονται ταυτόχρονα και μεγάλες ομάδες συνταξιούχων που αδυνατούν
πλέον να επιβιώσουν μετά τις περικοπές στις συντάξεις τους. Σύμφωνα με πρόσφατη
έκθεση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης σχεδόν μισό εκατομμύριο συνταξιούχοι είναι
αναγκασμένοι να καταφεύγουν στα ειδικά επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας
προκειμένου να συμπληρώσουν το εισόδημά τους. Σύμφωνα μάλιστα με εκθέσεις
γερμανικών συνδικάτων ο αριθμός αυτών των συνταξιούχων ενδέχεται να είναι
σημαντικά υψηλότερος δεδομένου ότι οι περισσότεροι αισθάνονται τόση ντροπή να
συμπληρώσουν τις φόρμες των ειδικών επιδομάτων που προτιμούν να αντιμετωπίζουν
σιωπηλά τη φτώχεια τους.
Τα
στοιχεία αυτά επιβεβαιώνουν την αίσθηση αρκετών αναλυτών ότι το Βερολίνο,
χρησιμοποιώντας σαν μηχανισμό την ευρωζώνη, δεν πραγματοποιεί απλώς μια
αναδιανομή εισοδήματος από την ευρωπαϊκή περιφέρεια προς το ευρωπαϊκό κέντρο
αλλά από τα φτωχότερα στρώματα όλων των ευρωπαϊκών χωρών, συμπεριλαμβανομένης
της ίδιας της Γερμανίας, προς τις οικονομικές ελίτ της ηπείρου.
Η
παρατήρηση επιβεβαιώνεται από τη αλματώδη αύξηση που παρατηρείται το τελευταίο
διάστημα στα εισοδήματα των ανώτατων εισοδηματικών στρωμάτων. Συγκεκριμένα οι
100 πλουσιότεροι Γερμανοί είδαν τα εισοδήματά τους να αυξάνονται τον τελευταίο
χρόνο κατά 5.2% αγγίζοντας το επίπεδο ρεκόρ των 336 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Παράλληλα όμως, σύμφωνα με έρευνα του περιοδικού Manager Magazin, αυξήθηκε και
ο αριθμός των δισεκατομμυριούχων. Έτσι σήμερα 135 κάτοικοι της Γερμανικής
οικονομικής αυτοκρατορίας έχουν προσωπική περιουσία με τουλάχιστον… εννέα μηδενικά.
Η
γιγάντωση της ανέχειας στη Γερμανία δεν μετριέται απλώς με τον αριθμό των
παιδιών και των ηλικιωμένων που βρίσκονται κάτω από όριο της φτώχειας αλλά και
από τις επιπτώσεις που προκαλούνται στο σύνολο του πληθυσμού από το λεγόμενο
«στρες της επιβίωσης» την ψυχολογική πίεση δηλαδή που προκαλούν τα μέτρα
λιτότητας. Σύμφωνα με στοιχεία της UNICEF τουλάχιστον 8.6% των παιδιών της
Γερμανίας έχουν βιώσει καταστάσεις μακροχρόνιας φτώχειας η οποία αναμένεται να
επηρεάσει την ψυχολογική τος υγείας για το υπόλοιπο της ζωής τους. Ανάλογες
έρευνας που έγιναν πρόσφατα σε αρκετές ακόμη ευρωπαϊκές χώρες, και οι οποίες
αφορούν και την Ελλάδα, αποδεικνύουν ότι οι επιπτώσεις από το στρες στο οποίο
υπόκεινται οι περισσότεροι ευρωπαϊκοί λαοί δεν θα γίνουν πλήρως αντιληπτές πριν
από το 2016. Συγκεκριμένα οι επιστήμονες αναμένουν τρομακτική αύξηση των
καρδιοαγγειακών παθήσεων αλλά και αλματώδη αύξηση των κρουσμάτων καρκίνου –
ασθένειες δηλαδή που έχουν μεγαλύτερο «κύκλο επώασης» και γι’ αυτό το λόγο
συχνά δεν συνδέονται με τα πραγματικά αίτια που τις προκαλούν.
Η φτώχεια
στη Γερμανία πλήττει ιδιαίτερα τις μονογονικές οικογένειες και κυρίως τα παιδία
που μεγαλώνουν με τις μητέρες τους. Η ανάγκη αυτών των γυναικών να δουλεύουν με
τα ελαστικά ωράρια εργασίας, που πρώτη προώθησε η κυβέρνηση Σρέντερ και
συνεχίζει η Άνγκελα Μέρκελ, επιβαρύνουν περαιτέρω την ψυχολογική υγεία των
παιδιών. Ούτως η άλλως το γεγονός ότι μια ολόκληρη γενιά καλείται να επιβιώσει
με τους μισθούς πείνας των 400 ευρώ, που αναλογούν στις θέσεις μερικής
απασχόλησης, δημιουργεί πρωτόγνωρες συνθήκες που δεν έχουν ξαναπαρουσιαστεί από
την εποχή του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.
Σύμφωνα
πάντα με την UNICEF τα παιδια αυτά δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τις κανονικές
εξωσχολικές ασχολίες των συνομηλίκων τους, όπως οι εκδρομές η εκμάθηση ξένων
γλωσσών η μουσικής, αλλά υστερούν σημαντικά και στα μαθήματά τους.
Ο αριθμός
των παιδιών που μεγαλώνουν με μόνο έναν από τους δυο γονείς τους αυξήθηκε από
ένα στα επτά, που ήταν στα μέσα της δεκαετίας του ’90, στο ένα στα πέντε. Οι
επιστήμονες πάντως επισημαίνουν ότι τα φαινόμενα αυτά δεν οφείλονται στην
απουσία του ενός γονιού αλλά στις οικονομικές δυσκολίες που είναι πιο έντονες
στις μονογονείκές οικογένειες.
Ενώ όμως
μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων βιώνει ήδη τις επιπτώσεις της γερμανικής πολιτικής
λιτότητας πριν ακόμη ενηλικιωθεί μια άλλη γενιά αδυνατεί να τερματίσει τον
εργασιακό της βιο. Ο αριθμός των ηλικιωμένων που αναγκάζονται να αναζητούν
απασχόληση ακόμη και μετά τη συνταξιοδότησή τους διπλασιάστηκε την τελευταία
δεκαετία φτάνοντας το ένα εκατομμύριο άτομα. Η κατάσταση αυτή έρχεται να
συνθλίψει την εικόνα του γερμανικού «success story» και να αποδείξει ότι η
ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας κατά 0.7%, ύστερα από μια μακρά περίοδο
συρρίκνωσης του ΑΕΠ, δεν μεταφράζεται σε βελτίωση για την καθημερινότητα των
χαμηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων της χώρας.
Η πρόθεση
των γερμανικών κομμάτων εξουσίας να συνεχίσουν και να επιτείνουν την πολιτική
λιτότητας και στο εσωτερικό της χώρας αναμένεται σύντομα να προκαλέσει ισχυρές
αντιδράσεις. Έτσι δικαιολογούνται άλλωστε και οι ισχυρές πιέσεις που ασκούσαν
τμήματα της οικονομικής ελίτ, πριν ακόμη από τις εκλογές, για το σχηματισμό
μιας ακόμη κυβέρνησης «μεγάλου συνασπισμού» η οποία θα διέθετε την πολιτική
πυγμή για να επιβάλλει σκληρότερη δημοσιονομική πολιτική. Όσο αυξάνονται όμως
τα επίπεδα φτώχειας τόσο αυξάνεται και η ανάγκη της γερμανικής κυβέρνησης και
των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης να αναζητούν αποδιοπομπαίους τράγους στις χώρες
της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Η εικόνα του «τεμπέλικου» ευρωπαϊκού νότου που
τρώει τους μισθούς και τις συντάξεις των Γερμανών φορολογούμενων λειτούργησε
αποτελεσματικά επιτρέποντας στην κυβέρνηση να κλιμακώσει την αντιλαϊκή της
πολιτική. Και αυτό συνέβαινε ενώ οι ροές κεφαλαίων που έφταναν στη Γερμανία από
τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας αυξάνονταν.
Οι
ιστορικοί του μέλλοντος θα καταγράφουν σίγουρα με ενδιαφέρον τον τρόπο με τον
οποίο οι οικονομικές ελίτ της Γερμανίας κατάφεραν να μετατρέψουν χώρες σαν την
Ελλάδα σε ένα τεράστιο «πληντυριο» αναδιανομής εισοδήματος, στέλνοντας χρήματα
των Γερμανών φορολογούμενων τα οποία κατέληγαν στα ανώτερα στρώματα της Γερμανίας.
ΕΠΙΚΑΙΡΑ Νοέμβριος 2013
Δημοσίευση σχολίου