πρόζα για τα μάτια των χαμένων αλόγων, τις λευκές νύχτες και τη Νάστενκα....


.....μια φωτιά
που δάγκωσε γκρινιάζοντας το σκοτάδι 
PETER HUCHEL [1] 



.......σε σκοτάδι και σε σιωπή χωρίς αποχαιρετισμούς ξεχειλίζει κάτι με αόριστη τη βεβαιότητα που νομίζουμε να μάς ακολουθεί κάποιο αθέατο κοινό - ασπόνδυλα πλάσματα από μυστήριες στοές - μου συνέβαινε να βλέπω τον θάνατο σαν φαινομενική αθώωση πίστευα ότι η ομιλία ήταν μια δυνατή βροχή μες στο δωμάτιο όπως όταν γέρνουν μεσάνυχτα ανάμεσα στους τοίχους κι απλά δεν ακούς τη φωνή τη φωνή σου - απομεσήμερο από όπου κανείς μπορεί καλύτερα ν' αγναντεύει σαν πέτρα που μένει ασάλευτη στη φωτιά - δεν σάς μίλησα παρά για την προσωπική μου πείρα ως τώρα 


φυσικά στο κείμενο της επιστολής δεν άλλαζε τίποτε - ένα από τα επόμενα βράδια θα σωπαίνουμε έτσι όπως και σήμερα ξέρω τα πρόσωπα αντιγράφοντας μια ενόραση τυφλή - κλείδωσε την πόρτα είπε καληνύχτα γυρίζοντας την πλάτη κι έφυγε - ''μια μέρα θα είναι όλα το ίδιο αλλά δίχως εγκαρτέρηση'' η Λίζα και η Μαρία Τιμοφέγιεβνα [2] είχαν πεθάνει από καιρό σαν τους καθυσηχαστικούς σκοπούς της δικαιοσύνης που δεν ίσχυσαν ποτέ - ήθελα να προλάβω ωστόσο το ταχυδρομείο όπως μια εξέγερση που ματαιώνεται κρυφά αλλά δεν έχει μαθευτεί ακόμα στα σίγουρα ήταν τότε που συνάντησα απρόσμενα τον Φιόντορ Μιχαήλοβιτς - στην οδό Βοζνεσέσκαγια - ''από που έρχεστε ;'' μου λέει, ''ας μη σάς κουράζω με λεπτομέρειες'' του είπα ''δεν αρκεί ποτέ ένα φεγγάρι για τους δικούς μας συμβιβασμούς'' ''ναι, αλλά όταν θέλουμε να συνεννοηθούμε επιστρέφουμε σαν ανυπόφορη παραίτηση - οι δραπέτες μένουν στα καφενεία δίχως ταυτότητα και την άλλη μέρα ποιος ξέρει κάθε βήμα μπορεί να είναι λανθασμένο και απροετοίμαστο όπως μια απάντηση που μάς κάνει να σκεφτόμαστε γιατί μάς δίνει ευχαρίστηση η υστεροφημία - σάς χρειάζομαι'' μου λέει ''αλλά μπροστά στο τζάμι σε μια καρέκλα όπως οι άγραφες σελίδες κι ο Θεός βοηθός'' ''θα υπάρχουν κι αυτοί που αφήνουν έρμαια παλιές επιθυμίες από αβέβαιες ή άτολμες αποβάθρες'' του είπα σιγά στο αυτί και πέρασα απέναντι 

.......''περιμένω πολύ καιρό, τα βράδια οι γάτες γκριζάρουν όπως οι συνειδήσεις ή μόλις κάποιος άλλος όταν τελειώσει το ποίημα συνέρχεται κι είναι όλα δικαιοσύνη όμως η εξέγερση περιέχει το στενό δωμάτιο υπηρεσίας που κοιμάται ο Κάφκα θα ψάξει τη συναίνεση κι ένα πρωί θα έχουν σκορπίσει οι οπισθοφυλακές επάνω στις γραμμές τού ανυποψίαστου τρένου, - σύντροφε Φιόντορ Μιχαήλοβιτς - εμείς οι τελευταίοι δεκεμβριστές σκεπάζουμε τις πληγές του Μαγιακόφσκι - αυτήν την κατατρεγμένη πόλη τα χαράματα ή δίπλα στην πιο αθόρυβη ανάσα του ετοιμοθάνατου κλειδούχου 



''άσχημα νέα αγαπητή κυρία, οι έρωτες διακυβεύουν την απώλεια του Παραδείσου, αλλά αξίζουν ακόμα και για τους υψηλότερους ιεροφάντες'' ''σύντροφε, τα δειλινά είναι όπως τα σταυροδρόμια που στραγγαλίστηκαν από τις πέτρες'' ύστερα βρέθηκα γυμνός ανάμεσα σε μεθυσμένους ενώ ο τόπος στο βάθος της τυπικής ελεγείας ήταν ασήμαντος και άδειος σαν κενοτάφιο και ώρα να φεύγω όπως όταν βλασταίνουν τα δέντρα στις όψιμες νύχτες όπως μια άτιτλη σιωπή όπως ο κενός ποιητής ολομόναχος στην κακόφημη λέσχη κοιτάζει την προσωπογραφία με τα τοπία που διαλύονται στα περιεχόμενα των βιβλίων απ' το βάρος της άγνωστης κρυψώνας για τους ψευδομάρτυρες που θα σταθούν συνεσταλμένα στο βάθος της αίθουσας κι εκείνα τ' αποδημητικά πουλιά που έμοιαζαν με τις ωραιότερες λέξεις κάποια στιγμή θα κοιμηθούν από φόβο σαν ακομμάτιαστη ελπίδα ή ο υπόκωφος ήχος ενώ θα πέφτουν οι πρώτοι πυροβολισμοί κι έπειτα έβρεχε γι' αυτόν τον λόγο το τελευταίο έγκλημα ήταν από πνιγμό - αθεμελίωτες κατηγορίες σε βάρος μας, βέβαια, τόσες δίκες μα όλα παίρναν το δρόμο τους θέλω να ησυχάσω στο έλεος του αθρυμμάτιστου έρωτα ενώ θα με κοιτάζουν ερευνητικά οι αληθινοί ένοχοι - ακούστε, θα γυρίζω στο σπίτι σαν μια μεγάλη τόλμη σαν μια προηγούμενη μέρα που δεν μάς συνήθισε τόση απουσία, κάποιοι άλλοι με καθυστέρησαν - καλοσύνη τους 


 ....προσπαθώ να περάσω έναν ωκεανό πάνω στη σκόνη που θολώνει την υστεροφημία και το τοπίο, τους φθόγγους των κυμάτων με τη γνωστή έπαρση είμαι το αλεύρι στ' άσπρα σου πόδια ήθελα να μιλήσω όπως την τελευταία χρονιά, να σε συστήσω στο φάντασμα από την μακρινή ύπαιθρο - τη λιγοστή επαιτεία του - θα στερέψει η μεγάλη παράταση γύρω από τους μήνες που βαδίζουν κρύοι πριν την εξέγερση - χρειάζομαι την εξαπάτηση θα μιλώ με το δικό σου όνομα μ' ένα άλλο επίθετο δεν έχω πρόθεση ν' αντικρούσω τα λόγια σας καθώς πεθαίνω ή έχω πεθάνει αλλοτινοί και αδιάφοροι οι μετέωροι σύντροφοι στη μοναξιά στη μοναξιά τους



ήταν κι εκείνος ο άλλος που δεν ξαναμίλησε - πολυπρόσωπες τραγωδίες χωρίς διαλόγους ''εδώ είσαι ακόμα ;'' μου λέει ''έχασα το δρόμο, αλλά η υπόθεση προχωρούσε πολύ αργά κι έτσι δεν έχει νόημα τίποτα'', είπα, ''γι' αυτό τον λόγο ψάχνω να μιλήσω με τον αρμόδιο'' έκανα,  όμως της έπιανα το χέρι καμιά φορά σαν να ξεκλείδωνα ένα δωμάτιο με προπολεμικούς διθυράμβουςς ήταν όλα σταματημένα όπως οι νοσοκόμοι όταν αναμένουν τον άρρωστο πίνοντας κρυφά ένα κονιάκ δευτέρας ποιότητας, ίσως τον γνωστό ένοικο γιατί περνώντας τα χρόνια γινόταν όλο και πιο μυστηριώδης, ξέρετε, κι οι λευκές νύχτες αποκτούσαν μια επιτήδευση δίπλα στη Φοντάνκα κι η Νάστενκα, η  Νάστενκα με τα σταχτιά μάτια των αλόγων - έφτανε πάντα αργοπορημένη μ' ένα φόρεμα λευκό σκεπάζοντας τη μνήμη τη μνήμη όλων - σάς εξηγούσα, λοιπόν, πώς σταμάτησα να καπνίζω ανάμεσα σε σε δυο λευκές νύχτες, το λίγο φως γινόταν μεθοδικό ακαταμάχητο εξασκημένο ν' ανακαλύπτει τις χαμένες σκιές το μουσκεμένο καπέλο του άλλου τα νοίκια που χρωστούσε ανερυθρίαστα κι εγώ, μη φανταστείτε, σάς περιμένω πολύ καιρό - σύντροφοι - καθώς σάς έλεγα - όλα απηχούν την αλήθεια, σκούπιζα τις κόγχες των ματιών μου για να δω όσο πιο βαθιά μπορούσα σαν ''μια φωτιά / που δάγκωσε γκρινιάζοντας το σκοτάδι'' - λίγο μετά την εξέγερση 

  

ΤΕΛΟΣ


ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Η λέξη τ.40, 12/84 - Η σύγχρονη λογοτεχνία της Δυτικής Γερμανίας [αφιέρωμα]
[2] πρόσωπα από τους ''Δαιμονισμένους'' του Ντοστογιέφσκι [βλ. την μτφρ. του Δημήτρη Παπαδόπουλου, Μαλλιάρης, 2014]
[σημ. : υπαινιγμός στις Λευκές Νύχτες του Φ.Μ.Ντοστογιέφσκι]

Δημοσίευση σχολίου