φάρσα για την απόκοσμη ελαφρότητα του ονείρου - σε δυο εικόνες

ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ :[στο παράθυρο] Βάζουμε στοίχημα ;
      Ε. ΙΟΝΕΣΚΟ, ΑΜΕΔΑΙΟΣ [1]

[ΣΚΗΝΙΚΟ : [....ΟΙ ΉΡΩΈΣ ΤΟΥ ΕΊΜΑΣΤΕ ΕΜΕΊΣ ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΛΑΓΝΑΣ ΧΩΡΙΚΗΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ, - ΚΑΠΟΥ ΣΤΗ ΣΥΝΤΕΛΕΙΑ ΤΩΝ ΠΕΡΙΠΑΤΩΝ.- ΘΕΑΤΕΣ ΚΑΙ ΗΘΟΠΟΙΟΙ : Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΔΕΙΠΝΟΣ] - [Η ΘΑΛΑΣΣΑ]


1.
ΙΟΝΕΣΚΟ : ......κυρίες και κύριοι, - Adieu Madlen, - η φωνή μοιάζει μακρινή αλλά κι εγώ προσποιούμαι, - ένα σαπισμένο μήλο στη ράχη μου - προχωρώ με αξιοθαύμαστη ισορροπία κι αυτό βρίσκεται σκαρφαλωμένο όπως η γάτα που μόλις έχει γλυτώσει την ανιστόρητη αλήθεια της, - εκείνος που συνυπογράφει στο πίσω μέρος μ' ένα δήθεν θεωρησιακό βάθος, λέει απλώς ψέματα - θα είναι σούρουπο όταν γυρίζω, περισσότερο θα μ' ενδιαφέρει η ησυχία, αυτή η ουτοπία της λευκής νύχτας σαν παιδική επιπολαιότητα, - κάτι από τον Αμεδαίο [2] καθώς περισσεύουν σε μια βελούδινη συγκυρία τα άκρα του νεκρού ή ακόμα και αυτού του ίδιου η μετουσίωση -απόμακρη - στην ομίχλη - ή το τοπίο με τα μάτια της Νάστενκα [3] 


[παύση] Οι άδειες τσέπες του Ένοικου [3] - είπαν πως ήταν ο Φιόντορ Μιχαήλοβιτς - προσχηματικά βλάσφημοι, - περίπου αυτός - όταν άχνιζε το φαγητό με την έντονη μυρουδιά έδειχνε έτοιμος για κάποιο επίλογο - ζωή σε αποσύνθεση, φυγές που δεν αφήνουν να επιχειρήσει γυρισμούς ή ο Οδυσσέας,- σε απόπειρες να συντριβεί η μοίρα, ο καταλογισμός μιας τερατώδους μέρας υπολείπεται, - ίσως η πολυπόθητη συναναστροφή με τον Τζόυς θα του έδινε τη διακριτικότητα να παρουσιάζεται στο παράθυρο με το καπέλο υπηρεσίας του πατέρα - υπέφερε από μια γκρίζα νευραλγία ''δεν επιθυμώ κάτι ιδιαίτερο'', έλεγε, ''αλλά ένα βράδυ, λίγο τσάι, από τα χέρια της Μαντλέν ή της Νάστενκα, - σταθμευμένος - η μηχανή αναμμένη - σχεδόν κοντά στη λεωφόρο Νιέφσκι'' - 
ΕΝΑΣ ΣΥΝΔΑΙΤΥΜΟΝΑΣ : ....θα μπορούσε  Θα μπορούσε
ΤΟ ΠΤΩΜΑ : [ύπτια θέση πάνω στο τραπέζι].....εξασθενημένος από καρδιά, ολοζώντανος ωστόσο [μικρή παύση] ειλικρινά δεν έχω λόγια να σάς ευχαριστήσω Φιόντορ Μιχαήλοβιτς, - είμαι ένας περιοδεύων παραγγελιοδόχος και το τσάι, α, ναι, το τσάι - χρειάζομαι ένα χαμένο δωμάτιο - ένα πελώριο εκκρεμές, βασικά, όπου το σύνηθες διάμεσο - ο χρόνος - ερεθίζει περίεργα το οπτικό νεύρο για να πεθαίνουμε ευκολότερα - μη ξεχνάτε τους παλιούς συμβιβασμούς, έχουν ομοιότητες με τα άγρια ζώα, εκείνα τα λυτρωτικά συναισθήματα, οι λεπτές χειρονομίες υποχώρησης 

[παύση]  
Ο ΑΜΕΔΑΙΟΣ : .....το γράμμα σας είναι μια τερατολογία, έχει θέση μόνο σ' ένα σπίτι απορημένο - η μητέρα όμως διακριτική όπως πάντα θα ισορροπήσει τους δεσμούς που ήξερε - θα ξεκινήσει η μουσική θα φορέσουν όλοι τ' αδιάβροχά τους - κάθε μα κάθε νύχτα - με κάνει να πιστέψω μια εκλογίκευση που αποδεικνύεται ταυτόσημη με το πεπρωμένο, ενώ ευχαριστούσα διαχυτικά τον καθένα - κατά την γνώμη μου όλοι ανεξαιρέτως επιζητούσαν να βρεθούν λίγο μακρύτερα, - ήταν η τελειωτική μεταμόρφωση
Η ΜΑΝΤΛΕΝ : ......αγόρασα μια κομψή βαλίτσα για να μην υπάρξει καμιά αναβολή ευδαιμονίας, από χτες έχω μια προαίσθηση ότι θα συνοδεύετε κάθε νεκρό εναίσθημα, θα είστε κάτι από τον Τζόυς, ένα κομμάτι του -ένα χέρι ή το καπέλο του, - αυτοπροσώπως ο Τζόυς στην κηδεία του Πίνγκραμ, ενδεχόμενα [5]- [μικρή παύση] κάθονται μόνοι στις καρέκλες και κοιτάζουν μ' εκείνη την εμμονή που ένα πτώμα μεγαλώνει σ' ένα αστικό διαμέρισμα, ένα είδος διαμελισμένης δυστυχίας που γίνεται μολυσματική - μια επιδημία που θα κυριεύσει τον αστικό ιστό
Ο ΙΟΝΕΣΚΟ : ......θα τρέξει κάποιος προς το σταχτί σκοτάδι, η βροχή εγκαταλείπει τα θυρόφυλλα απότομα, - οι άνεμοι σκουπίζουν την υγρασία που εξασφαλίζει τις ευτυχισμένες παιδικές ηλικίες- τελικά, βαδίζουμε προς κάπου αλλού - 



ΤΟ ΠΤΩΜΑ : .......η μοίρα της σάρκας, - κάθε τόσο ξεμακραίνουν ξεμακραίνει τα είδωλά μας το είδωλό μας στο νερό με μια φειδωλή αμαρτία - δεν θέλεις να γυρίσεις το πρόσωπο Χρειάζονται σπουδαιότερα αντίμετρα νακαταπραΰνουν το τίποτα Απαξιώνεις τις καλοκαιρινές νύχτες παρόλο που κανείς δεν έχει κοιμηθεί στα εγκαταλειμμένα ναυάγια Έπειτα ο,τι άλλο, όπως τα δόντια που σφίγγουν -, τα ύδατα στον θεό-Ποτάμι φλέγονται - γίνομαι πρόσωπο - ληστεμένος σφυγμός - Ο ήλιος σε στηρίζει ως την απελπισία ή την παραίτηση [παύση]
ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ : .........μη ξεχνάς είναι παιδί ακόμα υπολογίζει το μεγάλο κόπο να φτάσει στο περβάζι του παράθυρου - φαίνεται σαν οιωνός παραφροσύνης, ρυμοτομίες χθόνιες που δεν οδηγούν πουθενά, - ίσως σε κάποιους φαύνους δικαιωματικά, που θα κατακτήσουν την παράσταση στο φουαγιέ - μόνο σ' αυτούς 
ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ : ......ο άνθρωπος έχει τόση ανάγκη να ζει μέσα του,-/ για ν' αντικρίζει το μύθο, σε τι ωφελεί ; - διακριτικά διεφθαρμένες, έπειτα κλείνουν θέση οι ωραιότερες σταρ της Cinecitta' σε λαμπερούς νυμφότοπους - με μαγικούς αριθμούς που είναι αστείρευτοι ''θα επιστρέψω'', ξέρετε, ''με προφίλ μπαρόκ και όψη αναγεννησιακών αγγέλων όπως οι φτερωτοί έρωτες στους ροδώνες'' - [μικρή παύση] Τα περασμένα βράδια έπρεπε να συγχωρήσω ο,τι είχε πεθάνει στο ονειρόπληκτο χάος που το συνόδευε -  θα εμφανίζομαι συχνά μ' έναν ακούραστο κυνισμό, - ανανεωμένο απ' το επίπεδο του ερπετού ή του βατράχου - που έχασε το πόδι του σε αψιμαχίες τρισάθλιες [γελάει]



Ο ΑΜΕΔΑΙΟΣ : ......όλα διαδραματίζονται σ' ένα αργό σκοτάδι ή το πρωί στους αφηρημένους καθρέφτες με τα πολύχρωμα νεύματα - εκείνη η ελευθερία που με στοιχειώνει από τότε, - ασήμαντα χαμόσπιτα όταν γέρνει το φως και λαμπυρίζουν σαν κτερίσματα στη βροχή - ο καθένας κυκλοφορεί στο δρόμο με την εντάφια προσωπίδα του, λιγομίλητος σεμνός όπως οι αρουραίοι και με χειρονομίες περιφρόνησης [χαμογελάει] [υποκλίνεται κρατώντας ένα ημίψηλο [παύση]
Ο ΙΟΝΕΣΚΟ : .......εδώ κι 100 χρόνια νίκησα τα ξόρκια της θεάς, ήμουν σε μια άλλη ενσάρκωση, οι απόγονοί μου συμβαίνει να ψάλλουν νικηφόρα απολυτίκια, πολύ πριν γεννηθούν - να το λάβετε υπόψη - κι όσο για μένα θα σουρουπώνει, ανάμεσα στη βροχή και το κινητό μου τηλέφωνο, απότομοι θόρυβοι από κοντινούς θάμνους, δεν θάναι μάταιοι - θα κρύβονται λογής λογής χαμαιλέοντες - ή ο Ελπήνορας σε στάση προσευχής, - έμενε κάτι να με στοιχειώνει όπως η μνήμη από δέρμα όταν ακούγεται μια φωνή ανύπαρχτη αλλά σπαραχτική κι όλα τραβούν το δρόμο τους
ΤΟ ΠΤΩΜΑ : ........άγρυπνος με συντριμμένο ύφος, θέλω να βρεθώ στο γραφικό ταβερνείο που πήγαινε ο Ναμπόκοφ, στην οδό Μποναπάρτ, πραγματικότητα νωθρή κατακρεουργημένη
ΜΑΝΤΛΕΝ : ..........πεθαίνει κανείς αργά μες στους μαιάνδρους της πελώριας λήθης του, μεταβάλλω την φανέρωση απ' την άλλη μεριά της ζωής, - ήταν εκείνη η μουσική - τα σύννεφα που προλέγουν τις διαφάνειες της σάρκας 
ΤΟ ΠΤΩΜΑ : ........γι' αυτό τις νύχτες πετάγομαι απ' τον ύπνο καθώς μια γυναίκα σέρνει το βαρύ της φόρεμα βαθιά μέχρι τα έγκατα της γης, - σύντροφοι -, μ' ένα φτωχό λεξιλόγιο θα προλάβουμε την καταστροφή μας, - καθώς θ' ακουμπάμε στο στέρνο του νεκροθάφτη  άλλη μια φορά [γελάει δυνατά] [Σκοτάδι]


2.
Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΘΕΑΤΗΣ Ή Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΓΚΡΈΓΚΟΡ ΣΑΜΣΑ [6]: ......''έχω τον κατάλογο με τα ονόματα'', του λέω - αλλά ξαφνικά ακουγόταν τα βήματα όπως αναχωρεί η αιωνιότητα για το δωμάτιο του νεκρού ή ένα τρένο που έρχεται με καθυστέρηση λίγων αιώνων μόνο και μόνο γιατί συχνά οι κλειδούχοι αλλάζουν το πεπρωμένο μας ή κάποιος μάς ακούει σιωπηλός στο αντικρινό τραπέζι και πρέπει να κλείσουμε την πόρτα για ν' αποτρέψουμε την αμφιβολία που εισβάλλει τελευταία στιγμή 


Αλλά εκείνη τη νύχτα ήμουν βουβός μάρτυρας ενός ανίερου παρελθόντος κι όφειλα να κρυφτώ γιατί κάποτε όλα ξαναρχίζουν και γίνεσαι όπως τα παλιά ξύλινα παιχνίδια στην τραπεζαρία με τον τυφλό συγγενή που οραματίζεται το αίσιο τέλος της διαπόμπευσης ή οι σκέψεις της γριάς μητριάς που κάνουν θόρυβο και το βράδυ οι τρεις νοικάρηδες είχαν σταθεί στην είσοδο του σπιτιού, σαν τους μουσικούς που χρειάζεται να παίξουν μια μελωδία για να κατανοήσουμε τη λησμοσύνη, ή ''το μήλο στα χέρια φάνταζε σαν τιμωρία στη συνουσία που παραδείσου'' κι όταν γύριζε στο σπίτι γινόταν φτωχότερος και ήθελε πολύ κουράγιο να μιλήσει στους γείτονες- ώσπου μια μέρα στάθηκα στο διάδρομο βλέποντας τη γυναίκα του ορόφου που ντυνόταν γρήγορα μέσα στον οίκτο της επιστροφής κι όσο κοίταζα απολογήθηκε για όλους - αφού δεν ήξερα κι ο ίδιος τι έπρεπε να κάνω, κι έτσι δεν υπήρχαν καλεσμένοι πια, - το σπίτι θα σάς φανεί ερημωμένο, σαν εκείνη τη διήγηση που άρχιζε και τέλειωνε με τον ίδιο σκοπό, απλά αφήναμε το παράθυρο ανοιχτό να περνάνε τα μεσάνυχτα ανενόχλητα και με κάθε επισημότητα, κι ό άλλος με το καπέλο ζητούσε διαρκώς συγνώμη ήταν γιατί ζούσε στη ρωγμή του επίπλου ακίνητος χιλιετίες παρατηρώντας τη ζωή να περνάει αδιαμαρτύρητα - φωνάζοντας στεγνά, ανυπόφορα ''βάζουμε στοίχημα ;- οι νεκροί είναι απέναντι κι οι φανοστάτες θα φέγγουν έως της συντελείας του αιώνος τούτου'', αλλά κανείς δεν μαρτυρούσε - ποιος καλούσε κι από πού τη ματαιότητα αυτή. Αμήν. 



 ΤΕΛΟΣ



ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ :  
[1] Ε. ΙΟΝΕΣΚΟ, ΑΜΕΔΑΙΟΣ ή ΠΏΣ ΝΑ ΤΟΝ ΞΕΦΟΡΤΩΘΟΎΜΕ, μτφρ. Μαρία Πορτολομίου, Δωδώνη, αχρονολόγητο 
[2] Αμεδαίος και Μαντλέν, ζευγάρι [βλ. σημ. [1]
[3] Ο Ένοικος και η Νάστενκα, πρόσωπα στις ''Λευκές  Νύχτες'' του Ντοστογιέφσκι
[5] Κυρίως ο Μπλουμ στον ΟΔΥΣΣΈΑ του Τζόυς
[6] ήρωας στην Μεταμόρφωση του Φραντς Κάφκα, που ένα πρωί ξυπνάει και είναι ένα τεράστιο έντομο

Δημοσίευση σχολίου