Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Αναφορικά με τη φούσκα των στεγαστικών δανείων, που οδήγησε στην κατάρρευση του 2008, ο Paul Jorion στο βιβλίο του «Όταν η οικονομική σκέψη δεν αρκεί» είναι καταγγελτικός: «Από τη στιγμή που είχε καταστεί φανερό ότι ο τομέας της τιτλοποίησης των επισφαλών ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων κατέρρεε, η Goldman Sachs, που ήταν ακόμη τότε μια τράπεζα που συναλλασσόταν με επιχειρήσεις, κανόνισε να οργανώσει στοιχήματα ποντάροντας στην κατάρρευση αυτού του τομέα του χρηματοπιστωτικού συστήματος· και ρίχτηκε στην αναζήτηση πελατών της που θα επιδείκνυαν περισσότερη αισιοδοξία από την ίδια, θεωρώντας ότι η κατάσταση δεν ήταν δα και τόσο απελπιστική, και θα ποντάριζαν στη μη κατάρρευσή του». (σελ. 306).
Με άλλα λόγια, ενώ ήταν βέβαιο ότι τα τιτλοποιημένα ομόλογα των στεγαστικών στην Αμερική θα έχαναν κάθε αξία, η Goldman Sachs μυρίστηκε το κέρδος και επιδόθηκε στην ανίχνευση των «αισιόδοξων» προκειμένου να πουλήσει τέτοια ομόλογα και μετά να στοιχηματίσει εναντίον τους. Κι εδώ βέβαια δε μιλάμε για απλούς επενδυτές που είχαν τη διάθεση να ρισκάρουν τις οικονομίες τους, αλλά για διαχειριστές εκατομμυρίων, που πιστεύοντας τα περί σταθερότητας και ανοδικής πορείας των αγορών στο στεγαστικό τομέα, αγόραζαν αυτά τα ομόλογα ρισκάροντας τραπεζικά κεφάλαια και συνταξιοδοτικά ταμεία. Ο Jorion θα γίνει πιο διαφωτιστικός: «Οι υπάλληλοι της Goldman Sachs είχαν […] κατασκευάσει χρηματοπιστωτικά προϊόντα για στοιχήματα, κατά τρόπον που, ποντάροντας στην απώλεια αξίας αυτών των προϊόντων, να βγάλουν κέρδος. Και δεν αρκούνταν στο να το κάνουν αυτό παθητικά: τα κανόνιζαν, με τη συνενοχή ορισμένων hedge funds, ώστε αυτά τα προϊόντα να είναι τα χειρότερα που θα μπορούσαν να υπάρξουν, επιλέγοντας δάνεια που είχαν τις περισσότερες πιθανότητες να μην αποπληρωθούν, και πολλαπλασίαζαν, έτσι, το ρίσκο». (σελ. 306 – 307).
Το ζήτημα ήταν να κερδηθεί χρόνος, ώστε από τη μια η Goldman να ξεφορτωθεί τα τοξικά ομόλογα που κατείχε κι από την άλλη να βγάλει όσο το δυνατό μεγαλύτερο κέρδος από τα στοιχήματα σε βάρος εκείνων που δεν ήξεραν τι γίνεται. Ο Jorion θα σχολιάσει: «Αυτό επιβεβαίωνε, όπως θα έπρεπε να αναμένεται, την εκτίμηση ότι, όταν τα πράγματα πάνε άσχημα, η εγωιστική συμπεριφορά συνίσταται στο να ορμάει ο καθένας προς την έξοδο και, περνώντας, να κλέβει τα πορτοφόλια των ποδοπατούμενων· τούτο, βεβαίως δε συνεπάγεται κανένα όφελος για το γενικό συμφέρον». (σελ. 307).
Το σίγουρο είναι ότι οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης έδιναν υψηλούς βαθμούς σε τέτοιου είδους χρηματιστηριακά σκουπίδια μέχρι την τελευταία στιγμή. Ο Michael Lewis στο βιβλίο του «Το μεγάλο σορτάρισμα» αναφέρει ότι οι βαθμολογίες παρέμεναν υψηλές ακόμα και τη στιγμή που τα δάνεια είχαν αρχίσει πλέον να μην εξυπηρετούνται: «Πολλά από αυτά τα δάνεια έπαυαν πλέον να εξυπηρετούνται, αλλά τα subprime ομόλογα έμεναν αμετάβλητα – επειδή η Moody’s και η S&P, πράγμα ιδιαίτερα ανησυχητικό, δεν είχαν αλλάξει τις επίσημες απόψεις τους γι’ αυτά». (σελ. 229 – 230).
Αν κάποιος αναρωτιέται ποια μπορεί να είναι σχέση ανάμεσα στις εταιρείες της Γουόλ Στριτ και στους οίκους αξιολόγησης, ο Lewis θα το θέσει ξεκάθαρα: «Οι μεγάλες εταιρείες της Γουόλ Στριτ – η Bear Stearns, η Lehman Brothers, η Goldman Sachs, η Citigroup και άλλες – είχαν τον ίδιο στόχο με κάθε επιχείρηση μεταποίησης: να πληρώνουν όσο το δυνατόν λιγότερα για πρώτη ύλη (στεγαστικά δάνεια) και να χρεώνουν όσο το δυνατό περισσότερα για το τελικό προϊόν τους (ενυπόθηκα ομόλογα). Η τιμή του τελικού προϊόντος καθοριζόταν από τις βαθμολογίες που του έδιναν τα μοντέλα της Moody’s και της S&P». (σελ. 141 – 142).
Κι όταν οι μεγάλες εταιρείες χρειάζονται οπωσδήποτε το μεγάλο βαθμό για να αυξήσουν τα κέρδη τους, τα πράγματα περιπλέκονται, κυρίως, όταν είναι οι ίδιες που χρηματοδοτούν το βαθμολογητή τους: «Επισήμως, ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούσαν τα μοντέλα αποτελούσε μυστικό: η Moody’s και η S&P ισχυρίζονταν ότι ήταν αδύνατο να αποτελέσουν αντικείμενο χειραγώγησης. Αλλά όλοι στη Γουόλ Στριτ ήξεραν ότι οι άνθρωποι που χειρίζονταν τα μοντέλα προσφέρονταν για εκμετάλλευση». (σελ. 142). Αποτέλεσμα αυτής της «ανεξάρτητης» σχέσης ήταν ότι ακόμη και τον Ιούνιο του 2007 – κυριολεκτικά ένα βήμα πριν την τελική κατάρρευση – έγιναν δουλειές δισεκατομμυρίων: «… από το Φεβρουάριο μέχρι τον Ιούνιο του 2007 οι μεγάλες εταιρείες της Γουόλ Στριτ, με πρώτες και καλύτερες τη Merrill Lynch και τη Citigroup, δημιούργησαν και πούλησαν νέα CDO αξίας 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων». (σελ. 224).
Από την πλευρά της Γουόλ Στριτ τα πράγματα είναι απλά: «… η Γουόλ Στριτ στήριζε την τιμή αυτών των CDO, έτσι ώστε να είναι σε θέση να φορτώσει τις ζημιές στους ανυποψίαστους πελάτες ή να βγάλει μερικά ακόμα δισεκατομμύρια δολάρια από μια διεφθαρμένη αγορά». (σελ. 225). Από την πλευρά των οίκων αξιολόγησης τα πράγματα φαίνονται ακόμη απλούστερα – σύμφωνα με τον Στιβ Έισμαν, ο οποίος πόνταρε στην κατάρρευση του συστήματος και κέρδισε εκατομμύρια: «η S&P φοβόταν πως αν απαιτούσε τα στοιχεία από τη Γουόλ Στριτ, η Γουόλ Στριτ απλώς θα πήγαινε στη Moody’s για βαθμολογίες». (σελ. 231).
Ο Lewis, για να καταστήσει σαφές ποια είναι τα «στοιχεία» που δεν απαιτούσε κανένας οίκος προκειμένου να βαθμολογήσει τα ομόλογα που του έφερναν, ξεκινά με τις βαθμολογίες FICO: «Σκοπός των βαθμολογιών FICO – που ονομάζονται έτσι επειδή τις επινόησε μια εταιρεία με την επωνυμία Fair Isaac Corporation τη δεκαετία του 1950 – ήταν να μετρούν τη φερεγγυότητα του κάθε δανειολήπτη. Η υψηλότερη βαθμολογία FICO ήταν 850· η χαμηλότερη 300· η διάμεση τιμή για τις ΗΠΑ διαμορφωνόταν στο 723. Οι βαθμολογίες FICO ήταν υπεραπλουστευμένες. Δε λάμβαναν, λόγου χάρη, υπόψη του εισόδημα του δανειολήπτη. Προσφέρονταν, επίσης, για “μαγείρεμα”. Ο επίδοξος δανειολήπτης μπορούσε να ανεβάσει τη βαθμολογία FICO του σηκώνοντας ένα ποσό μέσω της πιστωτικής του κάρτας και αποπληρώνοντάς το αμέσως». (σελ. 143).
Όμως, η αφερεγγυότητα στην αξιολόγηση του δανειολήπτη για την αποπληρωμή του δανείου ήταν μόνο η αρχή: «Το πρόβλημα με τις βαθμολογίες FICO το επισκίαζε η κακή χρήση τους από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης. Η Moody’s και η S&P δε ζητούσαν από όσους τιτλοποιούσαν τα δάνεια να τους δώσουν μια λίστα με τις βαθμολογίες FICO όλων των δανειοληπτών, αλλά τη μέση βαθμολογία FICO του πακέτου. Για να πληρούνται οι προδιαγραφές των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης – για να μεγιστοποιείται το ποσοστό ομολόγων βαθμολογίας 3Α που δημιουργούνταν από κάθε δεδομένο πακέτο δανείων – η μέση βαθμολογία FICO των δανειοληπτών που απάρτιζαν το πακέτο έπρεπε να κυμαίνεται γύρω στο 615». (σελ. 143).
Από κει και πέρα, το «μαγείρεμα» είναι μάλλον διαδικαστική υπόθεση: «Υπήρχαν αρκετοί τρόποι για να επιτευχθεί ο συγκεκριμένος μέσος όρος. Κι εκεί κρυβόταν μια τεράστια ευκαιρία. Ένα πακέτο δανείων αποτελούμενο από δανειολήπτες που όλοι είχαν βαθμολογία FICO 615 είχε πολύ μικρότερη πιθανότητα να υποστεί τεράστιες ζημιές απ’ ό,τι ένα πακέτο αποτελούμενο από δανειολήπτες που οι μισοί είχαν βαθμολογίες FICO 550 και οι άλλοι μισοί βαθμολογίες FICO 680. Ένα άτομο με βαθμολογία FICO 550 ήταν σχεδόν σίγουρο ότι θα βαρούσε κανόνι, και δε θα έπρεπε ποτέ να του έχει δανείσει κανείς χρήματα. Όμως η τρύπα στα μοντέλα των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης καθιστούσε δυνατή τη χορήγηση του δανείου, αρκεί να βρισκόταν ένας δανειολήπτης με βαθμολογία FICO 680, ο οποίος θα αντιστάθμιζε την ύπαρξη του μπαταχτσή και θα διατηρούσε το μέσο όρο στο 615». (σελ. 143 – 144).
Το ζητούμενο δηλαδή για τις εταιρείες της Γουόλ Στριτ ήταν να μπορέσουν να βρουν δανειολήπτες με υψηλή βαθμολογία FICO. Και υπάρχει και συνέχεια: «… τα γραφεία διαπραγμάτευσης ομολόγων της Γουόλ Στριτ εκμεταλλεύτηκαν ένα ακόμη “νεκρό σημείο” στα μοντέλα των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης. Προφανώς, οι οίκοι αυτοί δεν αντιλαμβάνονταν τη διαφορά ανάμεσα σε μια βαθμολογία FICO με “λεπτό φάκελο” και μια βαθμολογία FICO με “χοντρό φάκελο”. Μια βαθμολογία FICO με “λεπτό φάκελο” υπονοούσε, όπως δείχνει και το όνομα, ένα βραχύ πιστωτικό ιστορικό. Ο φάκελος ήταν λεπτός επειδή ο δανειολήπτης δεν είχε δανειστεί πολλά. Οι μετανάστες που ποτέ δεν είχαν αθετήσει την εξόφληση ενός χρέους τους, επειδή ποτέ δεν τους είχε δοθεί δάνειο, συχνά είχαν εκπληκτικά υψηλές βαθμολογίες FICO με “λεπτό φάκελο”». (σελ. 144).
Τα αποτελέσματα αυτής της τακτικής είναι μάλλον αναμενόμενα: «Έτσι, όταν μια Τζαμαϊκανή νταντά ή ένας Μεξικανός εργάτης στη συγκομιδή φράουλας, που είχε εισόδημα 14.000 δολαρίων και επιδίωκε να δανειστεί εφτακόσια πενήντα χιλιάρικα, φιλτραριζόταν από τα μοντέλα της Moody’s και της S&P, αποκτούσε αίφνης μεγαλύτερη χρησιμότητα σε ό,τι αφορούσε το μαγείρεμα των πιστοληπτικών αξιολογήσεων. Μπορεί, μάλιστα, και να βελτίωνε τη φαινομενική ποιότητα του πακέτου των δανείων και να αύξανε το ποσοστό που μπορούσε να αξιολογηθεί με 3Α. Ο Μεξικανός μάζευε φράουλες· η Γουόλ Στριτ μάζευε της βαθμολογία FICO του». (σελ. 144).

Φυσικά, τα πράγματα έγιναν ανεξέλεγκτα: «Η ξαφνική δυνατότητα της νταντάς […] να λαμβάνει δάνεια δεν ήταν τυχαία: όπως και σχεδόν κάθε άλλη δοσοληψία μεταξύ δανειοληπτών και δανειστών στο χώρο του ενυπόθηκου δανεισμού μειωμένης εξασφάλισης, προέκυπτε από τα μειονεκτήματα των μοντέλων που χρησιμοποιούσαν οι δύο μεγαλύτεροι οίκοι πιστοληπτικής ικανότητας, η Moody’s και η Standard & Poor’s, για να αξιολογούν τα subprime ενυπόθηκα ομόλογα». (σελ. 141).
Το σκηνικό όμως αποθεώνεται από την εμφάνιση του CDO: «Στη σκηνή μπαίνει το CDO. Μπορεί να μην ήξεραν τι ήταν, αλλά τα μυαλά τους είχαν προετοιμαστεί γι’ αυτό, επειδή μια μικρή αλλαγή στην κατάσταση του κόσμου επέφερε μια τεράστια αλλαγή στην αξία ενός CDO. Κατά την άποψή τους, το CDO ήταν ουσιαστικά μια στοίβα από ενυπόθηκα ομόλογα βαθμολογίας 3Β. Οι εταιρείες της Γουόλ Στριτ είχαν συνωμοτήσει με τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης για να παρουσιάσουν τη στοίβα ως ένα διαφοροποιημένο πακέτο στοιχείων ενεργητικού, αλλά όποιος είχε μάτια μπορούσε να δει ότι αν σταματούσε να εξυπηρετείται ένα subprime ενυπόθηκο δάνειο βαθμολογίας 3Β, τότε θα σταματούσαν να εξυπηρετούνται και τα περισσότερα άλλα δάνεια, μιας και ήταν ευάλωτα στις ίδιες οικονομικές δυνάμεις». (σελ. 180).
Τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό; «Τα subprime ενυπόθηκα δάνεια που είχαν χορηγηθεί στη Φλόριντα θα έπαυαν να εξυπηρετούνται για τους ίδιους λόγους και την ίδια στιγμή με τα subprime δάνεια που είχαν χορηγηθεί στην Καλιφόρνια. Κι όμως, το 80% του CDO που δεν περιελάμβανε τίποτε άλλο εκτός από ομόλογα 3Β έπαιρνε βαθμολογία μεγαλύτερη από 3Β: 3Α, 2Α ή Α. Για να εκμηδενιστεί η αξία οποιουδήποτε ομολόγου με βαθμολογία 3Β – του ισογείου του κτιρίου – αρκούσε μια ζημιά της τάξης του 7% στο υποκείμενο σύνολο στεγαστικών δανείων. Άρα η ίδια ζημία του 7% θα εκμηδένιζε εντελώς την αξία οποιουδήποτε CDO απαρτιζόταν από ομόλογα 3Β, ό,τι βαθμολογία κι αν είχε λάβει». (σελ. 180 – 181).
Η μετατροπή των έτσι κι αλλιώς αδιαφανών δανείων (αφού και η βαθμολογία FICO περισσότερο συσκότιζε παρά διαφώτιζε την κατάσταση του δανειολήπτη) σε χρηματιστηριακά προϊόντα μέσω της τιτλοποίησής τους σε «στοίβες» ήταν η βόμβα που θα τα τίναζε όλα στον αέρα. Όμως, τα πράγματα δε σταματάν εδώ: «Ιδού ένα ακόμη αλλόκοτο στοιχείο για τα χρεόγραφα αυτά: πολλές φορές αποτελούσαν απλές τιτλοποιήσεις τμημάτων άλλων CDO, ενδεχομένως εκείνων που οι εκδότες τους στη Γουόλ Στριτ είχαν δυσκολευτεί να πουλήσουν. Ακόμη πιο εντυπωσιακή ήταν η κυκλικότητά τους: το Α CDO περιελάμβανε ένα κομμάτι του Β CDO· το Β CDO περιελάμβανε ένα κομμάτι του Γ CDO· και το Γ CDO περιελάμβανε ένα κομμάτι του Α CDO!». (σελ. 183). Ο Lewis έχει διάθεση να γίνει πολύ παραστατικός: «Το να ψάχνει κανείς για επισφαλή ομόλογα μέσα σε ένα CDO ήταν σαν να ψαρεύει σκατά σε μια φορητή τουαλέτα: το ζήτημα δεν ήταν αν θα ‘πιανε κάτι, αλλά πόσο γρήγορα θα θεωρούσε ότι είχε πιάσει αρκετά. Τα ίδια τα ονόματά τους ήταν ανειλικρινή και δεν έλεγαν τίποτε για τα περιεχόμενα, τους δημιουργούς ή τους διαχειριστές τους: Carina, Gemstone, Octans III, Glacier Funding». (σελ. 183 – 184).
Η δημιουργία του CDO ήταν η χρηματιστηριακή καινοτομία που κατόρθωσε να εκτινάξει τις βαθμολογίες των οίκων στα ύψη: «Οι λεπτομέρειες ήταν περίπλοκες, όχι όμως και η ουσία της λειτουργίας της καινούργιας χρηματομηχανής: μετέτρεπε μεγάλους αριθμούς από δάνεια υψηλού κινδύνου σε ομόλογα τα οποία στην πλειονότητά τους βαθμολογούνταν με 3Α, και στη συνέχεια έπαιρνε όσα ομόλογα απέμεναν, διάλεγε εκείνα με τις χαμηλότερες βαθμολογίες και μετέτρεπε την πλειονότητά τους σε CDO με βαθμολογία 3Α». (σελ. 115).
Κι αν κάποιος θέλει περισσότερες εξηγήσεις ο Lewis είναι διατεθειμένος: «Με κάποιον τρόπο, σχεδόν το 80% των ομολόγων που μέχρι πρότινος θεωρούνταν υψηλού κινδύνου και βαθμολογούνταν με 3Β, παρουσιάζονταν, πλέον, σαν ομόλογα αρίστης πιστοληπτικής αξιολόγησης (3Α). Τα ομόλογα του υπόλοιπου 20%, που έφεραν χαμηλότερες βαθμολογίες, ήταν κατά κανόνα πιο δύσκολο να πουληθούν, όμως, είτε το πιστεύετε είτε όχι, μπορούσαν απλώς να γίνουν μία ακόμη στοίβα, να περάσουν νέα επεξεργασία και να μεταβληθούν επίσης σε ομόλογα 3Α. Η μηχανή που μετέτρεπε 100% μολύβι σε ένα κράμα αποτελούμενο κατά 80% από χρυσάφι και κατά 20% από μολύβι, δεχόταν όσο μολύβι απέμενε και μετέτρεπε το 80% και αυτού σε χρυσάφι». (σελ. 115).
Οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης βαθμολογούσαν ακριβώς όπως θα ήθελαν οι άνθρωποι της Γουόλ Στριτ. Στην ουσία λειτουργούσαν περισσότερο σαν μηχανισμός προώθησης των νέων «προϊόντων». Τα τσακάλια των εταιρειών δεν άργησαν να καταλάβουν τον τρόπο που «αξιολογούσαν» οι οίκοι: «Σύντομα συμπέραναν […] ότι στην πράξη οι άνθρωποι της Moody’s και της S&P δεν αξιολογούσαν τα επιμέρους στεγαστικά δάνεια ή, μάλλον, δεν τους έριχναν ούτε μία ματιά. Το μόνο που έβλεπαν, αλλά και αξιολογούσαν, τόσο εκείνοι, όσο και τα μοντέλα τους, ήταν τα γενικά χαρακτηριστικά του κάθε πακέτου δανείων». (σελ. 143). Η λογική της «στοίβας» είχε επιβληθεί κι όλα είχαν να κάνουν με το μέσο όρο που μαγειρευόταν σωστά. Το ότι μόνο το 7% αρκούσε να καταστρέψει τα πάντα δε φαίνεται να απασχόλησε τους οίκους. Εξάλλου, παίζονταν εκατομμύρια, ενώ το λογαριασμό θα τον πλήρωνε άλλος.
Όμως, για τον Lewis το ζήτημα πηγαίνει ακόμη πιο μακριά. Δεν είναι μόνο η διαπλοκή της σχέσης με τον πελάτη που μπορεί να κίνησε τα νήματα στους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης, αλλά και η ίδια η ανικανότητα των υπαλλήλων τους. Και μόνο η μισθολογική διαφορά των ανθρώπων που δουλεύουν στις εταιρείες της Γουόλ Στριτ από εκείνους των οίκων αξιολόγησης λέει πολλά. Οι πρώτοι είναι οι άνθρωποι των εφταψήφιων αμοιβών ενώ οι δεύτεροι των πενταψήφιων. Στη συνάντηση που έγινε στο Λας Βέγκας  οι υπάλληλοι των οίκων περιγράφονται σαν φτωχοί συγγενείς: «Ολόκληρος ο κλάδος είχε στηριχτεί στις πλάτες των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης, αλλά οι άνθρωποι που εργάζονταν στους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης μετά βίας ανήκαν στον κλάδο. Αν περιφέρονταν στις αίθουσες μπορεί να τους έπαιρναν για χαμηλόβαθμα στελέχη εμπορικής τραπεζικής από τη Wells Fargo ή τσιράκια των εταιρειών χορήγησης ενυπόθηκων δανείων, όπως η Option One. [… … …] Οι τύποι από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης φορούσαν μπλε κοστούμια από το J. C. Penney, με υπερβολικά ασορτί γραβάτες και πουκάμισα κολλαρισμένα λίγο παραπάνω. Δεν ήταν μπασμένοι στα κόλπα, ούτε ήξεραν εκείνους που ήταν. Πληρώνονταν για να αξιολογούν τα ομόλογα της Lehman και της Bear Stearns και της Goldman Sachs που ‘βγάζαν περιουσίες εκμεταλλευόμενοι τις τρύπες στα μοντέλα των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης». (σελ. 214).
Οι άνθρωποι που αξιολογούσαν τις εταιρείες τρέφονταν με το όνειρο να μεταπηδήσουν σ’ αυτές. Ο Lewis καταφεύγει και πάλι στον Έισμαν: «Οι πιο έξυπνοι φεύγουν για τις εταιρείες της Γουόλ Στριτ, έτσι ώστε να συμβάλουν στη χειραγώγηση των εταιρειών στις οποίες κάποτε εργάζονταν. Για κανέναν αναλυτή δεν έπρεπε να υπάρχει μεγαλύτερη επιτυχία από το να ‘ναι αναλυτής στη Moody’s. Έπρεπε να πιστεύει ότι “Δεν μπορώ να φτάσω ψηλότερα ως αναλυτής”. Κι όμως είναι ο πάτος! Χέστηκαν όλοι αν η Goldman γουστάρει χρεόγραφα της General Electric. Αν όμως η Moody’s υποβαθμίσει τα χρεόγραφα της GE, τότε το πράγμα είναι σοβαρό. Γιατί λοιπόν ο τύπος από τη Moody’s να θέλει να δουλέψει στη Goldman Sachs; Ο τραπεζικός αναλυτής της Goldman Sachs θα ‘πρεπε να θέλει να πάει στη Moody’s. Τέτοια ελίτ έπρεπε να ‘ναι». (σελ. 213).
Αν όμως ήταν τέτοια ελίτ, θα μάζευε τους καλύτερους και τους πιο ακριβοπληρωμένους. Με δυο λόγια, θα επιβαλλόταν ως θεσμός, πράγμα που σημαίνει ότι  θα έκανε και σοβαρούς ελέγχους. Αλλά οι σοβαροί έλεγχοι δεν προάγουν τα νέα χρηματιστηριακά «προϊόντα». Ούτε εξυπηρετούν τα μπόνους των εκατομμυρίων, που γεννιούνται μέσα από την απορρυθμισμένη ελεύθερη αγορά. Οι ελεγκτές καλό είναι να νιώθουν εξάρτηση. Να είναι πελάτες και να πρέπει να πράξουν το σωστό, αν θέλουν να μη χάσουν το μισθό τους. Να θέλουν να μεταπηδήσουν στις μεγάλες εταιρείες. Αυτό τους κάνει περισσότερο συνεργάσιμους. Είναι ζήτημα πολιτικής βούλησης. Και η πολιτική βούληση της Αμερικής είναι με το πλευρό των αγορών, που δε χρειάζονται και πολύ έλεγχο.
Ακόμη και ο πολύ «μετριοπαθής» στην κριτική απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό Robert Gilpin στο βιβλίο του «Η Πρόκληση του Παγκόσμιου Καπιταλισμού» παραδέχεται: «Η προτεραιότητα που δίνεται στο να κρατηθούν οι οικονομίες ανοιχτές στα διεθνή χρηματοοικονομικά αντανακλά την αμερικανική προσήλωση σε μια ιδεολογία σταθερά ταγμένη υπέρ της ελεύθερης αγοράς, τα αμερικανικά χρηματοοικονομικά συμφέροντα, για τα οποία του υπουργείο Οικονομικών δείχνει ιδιαίτερη ευαισθησία, και την πεποίθηση ότι η Αμερική διαθέτει ισχυρό συγκριτικό πλεονέκτημα στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες». (σελ. 398).
Από αυτή την άποψη, οι άνθρωποι των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης κάνουν τη δουλειά τους. Αξιολογούν με 3Α τα σκουπίδια της Γουόλ Στριτ και στηρίζουν τις πωλήσεις των τοξικών ομολόγων μέχρι την τελευταία στιγμή. Όταν όμως πρόκειται για την αξιολόγηση κρατών, δεν είναι το ίδιο ελαστικοί. Στο βιβλίο του Johan Van Overtveldt «Το Τέλος του Ευρώ» υπάρχουν αρκετά χαρακτηριστικά παραδείγματα: «Παρόλο που η ιρλανδική κυβέρνηση ψήφισε έναν γενναίο προϋπολογισμό που περιλάμβανε περικοπές δαπανών 4 δισεκατομμυρίων ευρώ, η Moody’s υποβάθμισε σημαντικά τη χώρα επειδή τα τραπεζικά της προβλήματα ήταν πολύ σοβαρά». (σελ. 173).
Η Ιρλανδία, η οποία ζημιώθηκε κυρίως από τα τοξικά ομόλογα που οι οίκοι αξιολόγησης εγγυούνταν πλήρη αξιοπιστία, είχε τώρα να αντιμετωπίσει την επιθετικότητα των ίδιων οίκων που την υποβίβαζαν κάνοντας την ανάκαμψη ακόμα δυσκολότερη. Οι αποτυχημένοι στην αξιολόγηση των τοξικών ομολόγων, οι παρακατιανοί της χρηματιστηριακής αγοράς που ονειρεύονται να μεταγραφούν σε μια μεγάλη εταιρεία της Γουόλ Στριτ εμφανίζονται ως βαρόμετρο για τις οικονομίες ολόκληρων χωρών. Φαίνεται ότι  ξέρουν καλά με ποιους πρέπει να είναι αρνάκια και με ποιους κέρβεροι: «… η Moody’s υποβάθμισε την Ελλάδα τοποθετώντας τη “βαθιά στην περιοχή των ‘’σκουπιδιών’’ … με τη χρεοκοπία της Αθήνας να θεωρείται τώρα πιο πιθανή από εκείνη της Βενεζουέλας και της Αργεντινής, των δύο απόβλητων χωρών της Νότιας Αμερικής”, και την Ισπανία σε Aa2, δύο επίπεδα κάτω από ΑΑΑ. Υπήρχαν φόβοι ότι το κόστος της πρόσθετης ανακεφαλαιοποίησης των ισπανικών τραπεζών μπορεί να έφτανε μέχρι τα 120 δισεκατομμύρια ευρώ. Ο οίκος αξιολόγησης της Κίνας Νταγκόνγκ υποβάθμισε το πορτογαλικό χρέος και η Fitch και η Moody’s ακολούθησαν». (σελ. 187).
Οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης υπηρετώντας απροσχημάτιστα το νεοφιλελεύθερο πνεύμα έπαιξαν στο απόλυτο το παιχνίδι των χρηματιστηριακών κύκλων και στη συνέχεια κατακεραύνωσαν τα κράτη ενισχύοντας τις απαιτήσεις για περικοπές σε παιδεία και υγεία, ώστε να συρρικνωθεί όσο το δυνατό περισσότερο κάθε έννοια κοινωνικού κράτους. Τα παιχνίδια με τη βαθμολόγηση έχουν να κάνουν μόνο με τους μισθούς και τις συντάξεις των εργαζομένων κι όχι με τα μπόνους των ανθρώπων της Γουόλ Στριτ: «Οι αγορές, κεντρισμένες από την υποβάθμιση της Πορτογαλίας από τη Moody’s στην κατηγορία των “σκουπιδιών” και από μια νέα αύξηση του επιτοκίου της ΕΚΤ, στράφηκαν κατά της Ιταλίας στις αρχές Ιουλίου, όταν ο πρωθυπουργός της Σίλβιο Μπερλουσκόνι συγκρούστηκε με τον ίδιο τον υπουργό Οικονομικών της κυβέρνησής του Τζούλιο Τρεμόντι επειδή αυτός επέμενε ότι πρέπει να γίνουν μεγαλύτερες περικοπές στον ιταλικό προϋπολογισμό. Τα επιτόκια του ιταλικού δημοσίου χρέους και τα spread σε σχέση με τα γερμανικά ομόλογα αυξήθηκαν σημαντικά». (σελ. 207).
Το να δέχεται την επίθεση των αγορών όποια χώρα δηλώνει την αντίθεσή της στις περικοπές είναι σχεδόν κανόνας. Οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης αποτελούν συνήθως τον προάγγελο αυτής της επίθεσης. Θα έλεγε κανείς ότι τα κράτη βρίσκονται υπό την ομηρία των οίκων. Είναι η νέα τάξη της παγκοσμιοποιημένης εποχής. Ο Robert Gilpin στο βιβλίο του «Παγκόσμια Πολιτική Οικονομία» δε θέλει να κατηγορείται ο σύγχρονος παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός: «Η τάση να κατηγορείται η παγκοσμιοποίηση για πολλά δυσάρεστα προβλήματα της σύγχρονης ζωής οφείλεται εν μέρει στις εθνικιστικές και ξενοφοβικές στάσεις της πολιτικής Δεξιάς και σε μια αντικαπιταλιστική νοοτροπία της πολιτικής Αριστεράς». (σελ. 450).
Με λίγα λόγια, όποιος δεν τάσσεται με την παγκοσμιοποίηση – με όλα της τα προβλήματα – είτε είναι Δεξιός εθνικιστής είτε αντικαπιταλιστής Αριστερός. Κι αμέσως μετά η δήθεν μετριοπάθεια και τα τσιτάτα της νεοφιλελεύθερης προπαγάνδας στην πιο χυδαία τους μορφή: «Παρά τις σοβαρές ατέλειες του καπιταλισμού, τα κακώς κείμενα του σημερινού κόσμου δε θα διορθωθούν με επιθέσεις κατά της παγκοσμιοποίησης. Θα μπορούσε να πει κανείς για τον καπιταλισμό αυτό που λέγεται ότι είπε ο Winston Churchill για τη δημοκρατία, ότι είναι το χειρότερο από όλα τα κοινωνικά συστήματα, αν εξαιρέσουμε όλα τα άλλα». (σελ. 450).
Για τον «μετριοπαθή» Gilpin, που αναγνωρίζει τις «ατέλειες», ο καπιταλισμός ταυτίζεται με την παγκοσμιοποίηση, δηλαδή το νεοφιλελευθερισμό. Όποιος αρνείται τις καινούργιες παγκοσμιοποιημένες καπιταλιστικές αρχές σημαίνει ότι αρνείται τον καπιταλισμό στο σύνολό του. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχουν επιλογές: ή είσαι μαζί μας ή όχι. Η προπαγάνδα ξέρει πότε πρέπει να συνδυάζεται με τον εκβιασμό. (Ακριβώς έτσι έθεσε το ζήτημα και ο Φρίντμαν).  Από την πλευρά του καπιταλιστή, ο Χα – Τζουν Τσανγκ στο βιβλίο του «Αλήθειες που δεν μας λένε για τον καπιταλισμό» θα του δώσει μια απάντηση: «… παραφράζοντας μιαν αλλοτινή δήλωση του Ουίνστον Τσόρτσιλ περί δημοκρατίας, επιτρέψτε μου να επαναδιατυπώσω μια παλιά θέση μου – ότι ο καπιταλισμός είναι το χειρότερο οικονομικό σύστημα εξαιρουμένων όλων των υπολοίπων. Η αρνητική κριτική μου εστιάζει στον καπιταλισμό της ελεύθερης αγοράς και όχι σε κάθε είδος καπιταλισμού». (σελ. 320).
Για να εξηγήσει: «Υπάρχουν διάφοροι τρόποι για την οργάνωση του καπιταλισμού. Ο καπιταλισμός της ελεύθερης αγοράς είναι μόνον ένας εξ αυτών – και μάλιστα όχι απ’ τους καλύτερους. Οι τρεις τελευταίες δεκαετίες έχουν καταδείξει ότι, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς των θιασωτών της, η ελεύθερη αγορά επιβραδύνει την οικονομία, αυξάνει τις ανισότητες και την ανασφάλεια, και οδηγεί σε συχνότερα (κι ορισμένες φορές κολοσσιαία) οικονομικά κραχ». (σελ. 321).
Όπως εκείνο του 2008. Με τα τοξικά ομόλογα. Και την αξιολόγηση ΑΑΑ. Και την καταστροφή των χωρών. Που για τον Gilpin είναι η μόνη καπιταλιστική εκδοχή. Που αν την αρνηθούμε θα είμαστε εθνικιστές…
Χα – Τζουν Τσανγκ: «Αλήθειες που δεν μας λένε για τον καπιταλισμό», εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, Αθήνα 2011.
Paul Jorion: «Όταν η οικονομική σκέψη δεν αρκεί», εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, Αθήνα 2012.
Johan Van Overtveldt: «Το Τέλος του Ευρώ, το αβέβαιο μέλλον της ευρωπαϊκής ένωσης», εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, Αθήνα 2011.
Michael Lewis: «Το Μεγάλο Σορτάρισμα, ποντάροντας στην οικονομική καταστροφή», εκδόσεις ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Αθήνα 2010.
Robert Gilpin: «Παγκόσμια Πολιτική Οικονομία, η διεθνής οικονομική τάξη», εκδόσεις ΠΟΙΟΤΗΤΑ, Βιβλιοθήκη Πολιτικής Οικονομίας των Διεθνών Σχέσεων, Β΄ έκδοση, Αθήνα 2003.
Robert Gilpin: «Η Πρόκληση του Παγκόσμιου Καπιταλισμού, η παγκόσμια οικονομία τον 21ο αιώνα», εκδόσεις ΠΟΙΟΤΗΤΑ, Βιβλιοθήκη Πολιτικής Οικονομίας των Διεθνών Σχέσεων, ΣΤ΄ έκδοση, Αθήνα 2007.
 

Δημοσίευση σχολίου