Ολο και πιο συχνά το τελευταίο διάστημα έρχονται στο φως της δημοσιότητας εκθέσεις και μελέτες από ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, ερευνητικά ινστιτούτα, αστικούς φορείς κ.λπ. σχετικές με τα μεγέθη της φτώχειας που αφορούν τόσο στη χώρα μας, όσο και παγκοσμίως. Αναφέρουμε ενδεικτικά ορισμένα πρόσφατα δημοσιευμένα στοιχεία:

·        
Το 9,6% του παγκόσμιου πληθυσμού ζει σε συνθήκες ακραίας φτώχειας.1
·         Στην Ελλάδα 2,5 εκατ. άνθρωποι ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας και 3,8 εκατ. το προσεγγίζουν.2
·         Σε δείγμα περίπου 50.000 οικογενειών σε όλη την Ελλάδα, το 54% αυτών αντιμετωπίζει επισιτιστική ανασφάλεια και το 21% πείνα την περίοδο 2014 - 2015. Σε δείγμα 64 σχολείων της Αθήνας, 6 στους 10 μαθητές αντιμετωπίζουν επισιτιστική ανασφάλεια στο ίδιο χρονικό διάστημα.3
Το προφανές και αναντίρρητο συμπέρασμα στο οποίο συνηγορούν τα παραπάνω είναι ότι η φτώχεια, τόσο η απόλυτη όσο και η σχετική, βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο.
Φυσικά, το ενδιαφέρον - αλλά και η ανησυχία - των αστών για τις διαστάσεις αυτών των φαινομένων δεν είναι πλασματικό. Είναι υπαρκτό και βαθιά ταξικό, γιατί η καπιταλιστική ανάπτυξη μπορεί να πραγματοποιείται μόνο με την εντεινόμενη εκμετάλλευση ικανής εργατικής δύναμης.
Γι' αυτό οι καπιταλιστές, αλλά και τα κόμματά τους, εκφράζουν προβληματισμό και ανησυχία για τις διαστάσεις αυτών των φαινομένων, ιδιαίτερα σε περίοδο οικονομικής καπιταλιστικής κρίσης, και προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τις πιο ακραίες συνέπειες της φτώχειας με διττή στόχευση:
·         Τη διατήρηση της ικανότητας στοιχειώδους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, προκειμένου να εξασφαλίζονται διαθέσιμα εργατικά χέρια.
·         Τη διασφάλιση της ονομαζόμενης «κοινωνικής συνοχής», την απορρόφηση γενικευμένων λαϊκών αντιδράσεων, οικοδομώντας φιλολαϊκό προφίλ, καλλιεργώντας προσδοκίες για βελτίωση της κατάστασης στο μέλλον.
Εξοικείωση με τη φτώχεια και τη μιζέρια
Δεν είναι τυχαίο, βέβαια, ότι αστικά κόμματα, ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί (ΕΕ, Παγκόσμια Τράπεζα) κ.λπ. αναφέρονται και μιλούν κυρίως για την «ακραία φτώχεια», την απόλυτη εξαθλίωση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο δείκτης φτώχειας υπολογίζεται παγκοσμίως στα 1,9 δολάρια ημερησίως.4 Στην Ελλάδα, το ημερήσιο όριο φτώχειας είναι 7,6 ευρώ.5 Δηλαδή, οι καπιταλιστές και το κράτος τους θεωρούν και μετράνε για φτωχούς αυτούς που ζουν στην κυριολεξία σε συνθήκες απόλυτης εξαθλίωσης.
Συμβάλλουν και με αυτόν τον τρόπο στη διαμόρφωση συνείδησης μειωμένων απαιτήσεων στους εργαζόμενους, στη λογική «το μη χείρον βέλτιστον», εφαρμόζοντας απρόσκοπτα τις πολιτικές τσακίσματος εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων.
Ετσι ώστε: Αυτός που έχει ένα πιάτο φαΐ, να θεωρείται ευχαριστημένος, αφού δεν πεινάει. Αυτός που πληρώνει όλο και περισσότερο για την υγεία του, να θεωρείται ευχαριστημένος που μπορεί να το κάνει ακόμα. Ο εργαζόμενος των ελαστικών εργασιακών σχέσεων και του μισθού πείνας, να θεωρείται ευχαριστημένος αφού δεν είναι άνεργος. Ο συνταξιούχος με την πετσοκομμένη σύνταξη, να θεωρείται ευχαριστημένος, αφού παίρνει έστω κι αυτήν. Ολα αυτά στοχεύουν στη συμφιλίωση του λαού με τη μιζέρια.
Προτάσσουν την απόλυτη φτώχεια και εξαθλίωση για να συγκαλύψουν την εκτεταμένη σχετική φτώχεια, στην οποία ζουν εκατομμύρια άνθρωποι, που αδυνατούν να καλύψουν βασικές ανάγκες για την επιβίωσή τους και μάλιστα σε συνθήκες παραγωγής τεράστιου κοινωνικού πλούτου, επιστημονικών και τεχνολογικών δυνατοτήτων, αλλά και ανόδου της παραγωγικότητας της εργασίας - που υπάρχει και αναπτύσσεται ακόμα και μέσα στις συνθήκες της κρίσης. Δεν είναι τυχαίο ότι οι αστοί μιλάνε μόνο για την ανταγωνιστικότητα και δε λένε κουβέντα για την αυξημένη παραγωγικότητα της εργασίας.
Ολα αυτά αποτελούν στρατηγική της ΕΕ που εφαρμόζεται ενιαία και παντού από όλες τις αστικές κυβερνήσεις των κρατών - μελών της. Δηλαδή, μέτρα που έχουν τη μορφή των ελάχιστων κοινωνικών παροχών και κατευθύνονται στοχευμένα σε περιορισμένο αριθμό και κατηγορίες του πληθυσμού που ζουν σε συνθήκες εξαθλίωσης και, την ίδια ώρα, εφαρμογή πολιτικών που φτωχοποιούν το σύνολο των εργαζομένων.
Στοχευμένες παροχές σε ελάχιστους
Αυτήν την πολιτική υλοποιεί και η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, με τη συνδρομή και του κλιμακίου της Παγκόσμιας Τράπεζας (που θεωρεί φτωχό αυτόν που ζει με 1,7 ευρώ τη μέρα...), το οποίο ήρθε το προηγούμενο διάστημα στη χώρα μας για να αξιολογήσει και να στηρίξει το έργο της κυβέρνησης και σε αυτόν τον τομέα.
Τέτοιας φύσης μέτρα ήταν, για παράδειγμα, αυτά που περιλάμβανε ο νόμος για την «αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης» της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, ή και αυτά των προηγούμενων κυβερνήσεων. Αντίστοιχα μέτρα σχεδιάζονται και για το επόμενο διάστημα, σύμφωνα με τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης.
Αντικαθίσταται το «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα» με το «Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης», που θα παρέχει μέσω της κάρτας κοινωνικού εισοδήματος οικονομική στήριξη και υπηρεσίες σε είδος (σίτιση, στέγη, υπηρεσίες Υγείας, ένδυση, μετακίνηση) στο κομμάτι εκείνο του πληθυσμού «που έχει πληγεί περισσότερο από τις συνέπειες της κρίσης».
Διευκρινίζεται, μάλιστα, ότι οι παραπάνω παροχές θα δοθούν για το 2016 «με βάση τη στοχευμένη εκτίμηση των προσωπικών αναγκών» του 1 εκατ. περίπου των δικαιούχων παλιότερων παρόμοιων προγραμμάτων και από το 2017 στοχεύουν να το εφαρμόσουν σε όσους ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας.
Αν αυτά τα ψίχουλα δεν προορίζονται σήμερα ούτε γι' αυτούς που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας (που υπολογίζονται στα 2,5 εκατ.)6, πολύ περισσότερο δε θα πρέπει να ελπίζουν για κάποια προνοιακή στήριξη τα υπόλοιπα 4 περίπου εκατομμύρια ανθρώπων που ζουν λίγο πάνω από το όριο της ακραίας φτώχειας.7
Αυτό το σχέδιο η κυβέρνηση το παρουσιάζει ως «ισοδύναμο» της κατάργησης της κατώτερης σύνταξης και μιας σειράς προνοιακών επιδομάτων. Το «Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης» είναι πανομοιότυπο με άλλα παλιότερα προγράμματα της ΕΕ, με ημερομηνία λήξης, που τα διαχειρίζονται κυρίως ΜΚΟ και δήμοι.
Επίσης, στο 3ο μνημόνιο προβλέπεται ότι «οι πόροι για την κοινωνική προστασία πρέπει να περιοριστούν στο 0,5% του ΑΕΠ», και σύμφωνα με τον κρατικό προϋπολογισμό του 2016 η περικοπή αυτή θα γίνει «από τη συνολική επανεξέταση του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας». Δηλαδή, με την άγρια περικοπή των προνοιακών, οικογενειακών και άλλων επιδομάτων, του ΕΚΑΣ και των συντάξεων, με την κατάργηση φορολογικών ελαφρύνσεων και τη μείωση της χρηματοδότησης για τα λειτουργικά έξοδα των προνοιακών ιδρυμάτων.
Η κυβέρνηση, παρά την εξάπλωση της σχετικής και απόλυτης εξαθλίωσης, χρησιμοποιεί τα όρια και τους δείκτες της ως κριτήριο για περιορισμένες, επιλεκτικές παροχές ή διευκολύνσεις σε όλους τους τομείς (Υγεία, Πρόνοια, Φάρμακο, συντάξεις, φορολογία κ.ά.), τις οποίες μάλιστα παρουσιάζει ότι καλύπτουν «πραγματικές ανάγκες» του λαού, λες και όλοι οι υπόλοιποι φτωχοί είχαν και έχουν κρατικές παροχές επιπλέον των πραγματικών τους αναγκών!
Επίσης, τις χρησιμοποιεί ώστε με το «διαίρει και βασίλευε» να κρατηθεί διαιρεμένη η εργατική τάξη, να παρεμποδίζεται ο ενιαίος αγώνας με τους συμμάχους της, προκειμένου να μην κινδυνεύσει προοπτικά ο κοινός τους αντίπαλος, τα μονοπώλια και η εξουσία τους.
Η βαρβαρότητα του καπιταλισμού
Αυτή είναι η σκληρή καπιταλιστική πραγματικότητα, στην οποία εκφράζονται οι εγγενείς αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν συνολικά τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, που από τη μία χρειάζεται την εργατική δύναμη, και από την άλλη δεν μπορεί παρά να παίρνει μέτρα υποτίμησής της, που επιδεινώνουν τους όρους της αναπαραγωγής της.
Για παράδειγμα, από τη μία απαιτούνται μέτρα και παροχές μέσω του ασφαλιστικού συστήματος, αλλά αυτό αντιφάσκει με την ανταγωνιστικότητα των επιχειρηματικών ομίλων και την επιδίωξή τους να συγκρατήσουν το ποσοστό κέρδους το οποίο βρίσκεται σε πτωτική πορεία. Πρόκειται για αντιφάσεις της καπιταλιστικής οικονομίας οι οποίες δεν μπορούν να λυθούν, αφού ο σκοπός της παραγωγής υπακούει στο νόμο του κέρδους. Αυτές ακριβώς τις αντιφάσεις, οι οπορτουνιστές και οι ρεφορμιστές τις χρησιμοποιούν και τις παρουσιάζουν ως πρόβλημα διαχείρισης και αναδιανομής του πλούτου.
Ομως, στο πλαίσιο αυτού του συστήματος η φτώχεια ανακυκλώνεται, αλλά δεν καταργείται. Γιατί είναι ο ίδιος ο χαρακτήρας του καπιταλισμού, που ακριβώς επειδή βασίζεται στην εκμετάλλευση των εργαζομένων, αναπαράγει συνεχώς όλους τους όρους και παράγοντες που οδηγούν στην εκτεταμένη φτώχεια, απόλυτη και σχετική.
Αναδεικνύονται η σαπίλα, τα ιστορικά ξεπερασμένα όριά του. Αποτυπώνεται η έκφραση της βασικής και άλυτης αντίθεσής του, που οξύνεται συνεχώς, επιδεινώνοντας ραγδαία το σύνολο των όρων διαβίωσης των λαϊκών στρωμάτων. Είναι η αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας, το ότι από τη μία οι εργαζόμενοι παράγουν με την εργασία τους το σύνολο του τεράστιου κοινωνικού πλούτου, και από την άλλη τα αποτελέσματα αυτής της εργασίας, αυτός ο πλούτος ιδιοποιείται, καρπώνεται από μια χούφτα καπιταλιστές.
Η ρίζα αυτής της αντίθεσης βρίσκεται στον πυρήνα των υπαρχουσών σχέσεων παραγωγής, που είναι ηκαπιταλιστική ιδιοκτησία στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής. Από εδώ πηγάζουν ο σκοπός και το κριτήριο αυτής της ανάπτυξης, το κέρδος, που στέκεται εμπόδιο στη λαϊκή ευημερία.
Υπάρχει άλλος δρόμος
Αυτή η βαρβαρότητα δεν είναι μονόδρομος για τους λαούς. Σήμερα, υπάρχουν όλες οι υλικές προϋποθέσεις (επιστημονικές και τεχνολογικές δυνατότητες, παραγωγικότητα της εργασίας, συσσωρευμένος κοινωνικός πλούτος κ.ά.) που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν τη λαϊκή ευημερία, να ικανοποιήσουν πλήρως τις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες. Για να γίνει όμως αυτό πρέπει να λυθεί η παραπάνω βασική αντίθεση, να φύγουν από τη μέση η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και το κριτήριο του κέρδους.
Γι' αυτό οι εργαζόμενοι, τα λαϊκά στρώματα έχουν συμφέρον από την οργάνωση του αγώνα και της πάλης για μία άλλη, ριζικά διαφορετική οργάνωση της οικονομίας και της κοινωνίας, όπου κουμάντο θα κάνει ο ίδιος λαός και όχι τα μονοπώλια. Για την εργατική - λαϊκή εξουσία, η οποία θα κοινωνικοποιήσει τα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής, θα τα κάνει λαϊκή περιουσία και θα σχεδιάζει την ανάπτυξη με κριτήριο την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών.
Σε μία τέτοια κοινωνία, ο πλούτος που δημιουργούν οι εργαζόμενοι θα επιστρέφεται σε αυτούς, απαλλάσσοντάς τους από ένα μεγάλο μέρος των σημερινών οξυμένων προβλημάτων.
Υπάρχει άλλωστε και η εμπειρία αυτού του άλλου δρόμου ανάπτυξης από τις σοσιαλιστικές χώρες. Ετσι, όταν το 2015 οι καπιταλιστές μετράνε πόσοι δεν έχουν ένα πιάτο φαΐ, πόσα παιδιά υποσιτίζονται στα σχολεία ή πεθαίνουν από την πείνα, από την έλλειψη εμβολίων, πόσοι στερούνται μόρφωση και υγεία, στη Σοβιετική Ενωση του 1930 (κοντά έναν αιώνα πριν) είχε λυθεί μεγάλο μέρος αυτών των προβλημάτων.
Κυρίως είχε τεθεί η βάση εξάλειψης του συνόλου των παραγόντων που προκαλούν φτώχεια, κάτι που δεν πρόκειται να λύσει ο καπιταλισμός.
Παραπομπές
1. Μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας/2015
2. Μελέτη του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής/2015
3. Μελέτη του Ινστιτούτου Prolepsis/2014 - 2015
4. Ο.π.
5. Μελέτη του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής/2015
6. Μελέτη του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής/2015
7. Μελέτη του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής/2015

Χριστίνα  ΜΑΤΣΙΑΚΑ
Μέλος του Τμήματος Υγείας - Πρόνοιας της ΚΕ του ΚΚΕ


Δημοσίευση σχολίου