Η παράταση των διαπραγματεύσεων είναι ένα ζήτημα, το οποίο πλέον αποκτά μία αυτοτελή αξία. Εκ πρώτης όψεως, η παράταση συνδυάζεται με τη βελτίωση των όρων της διαπραγμάτευσης. Το έργο έχει επίσης παιχτεί το α΄ εξάμηνο του 2015, αλλά και τουλάχιστον δύο φορές στο παρελθόν. Ας θυμηθούμε την εξάμηνη παράταση του 2011 και όταν το 2014 ξεκίνησαν παρατεταμένες διαπραγματεύσεις με την Τρόικα, που όμως δεν οδήγησαν πουθενά, διότι τον Ιανουάριο του 2015 έγιναν εθνικές εκλογές.

Είναι βέβαιο, όμως, ότι η παράταση των διαπραγματεύσεων έχει καθαρή προστιθέμενη αξία για τη χώρα;
Και στις τρεις παραπάνω περιπτώσεις, που αναφέραμε, το αποτέλεσμα είναι αρνητικό: Τον Σεπτέμβριο του 2011 καταλήξαμε στο «χαράτσι» της ΔΕΗ. Στη δεύτερη περίπτωση, κλωτσήσαμε την προσδοκώμενη ανάπτυξη στο τέλος του 2014. Στην τρίτη περίπτωση, φορτωθήκαμε το Γ΄ Μνημόνιο.
Η παράταση της 1ης αξιολόγησης του Γ΄ Μνημονίου, που διήρκεσε και αυτή αρκετούς μήνες, είχε θετικά αποτελέσματα; Το ίδιο ερώτημα θα ισχύσει και για τη 2η αξιολόγηση, εφόσον κλείσει, και είναι πολύ δύσκολο να απαντηθεί. Η απλούστατη σκέψη είναι ότι οποιοδήποτε και εάν ήταν ή εάν είναι το οικονομικό αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης, αυτό θα μπορούσε να έχει επιτευχθεί σε πολύ λιγότερο χρόνο. Άρα, η αξία της διαπραγμάτευσης δεν είναι θετική συνάρτηση του χρόνου που δαπανάται.
Θα μπορούσαμε να απαριθμήσουμε τρεις λόγους για τον λόγο της καθυστέρησης στις διαπραγματεύσεις:
α) Όσοι λιγότεροι είναι οι γύροι της διαπραγμάτευσης, τόσα λιγότερα μέτρα λαμβάνονται και συνεπώς υπάρχει πολιτικό και κοινωνικό βραχυχρόνιο όφελος, ανεξαρτήτων των μακροπρόθεσμων αναπτυξιακών ελλειμμάτων που δημιουργούνται.
β) Όσο περισσότερο διαρκεί η διαπραγμάτευση, τόσο εκπέμπονται σήματα ότι καταβάλλεται προσπάθεια για ένα καλύτερο αποτέλεσμα. Αυτό έχει πολιτική σημασία.
γ) Η λήψη νέων μέτρων, ιδίως για την παρούσα κυβέρνηση, έχει σοβαρό πολιτικό κόστος. Εδώ δημιουργούνται δύο καταστάσεις: από τη μία μεριά μπορεί να προτιμούμε να μεταφέρουμε τις αποφάσεις στο μέλλον. Έτσι, χωρίς πρόγραμμα. Από την άλλη, η συζήτηση που προκαλείται γύρω από τη λήψη ή όχι των μέτρων, βοηθά στην πολιτική χώνεψή τους από τους αποδέκτες και τους βουλευτές, που είναι επιφορτισμένοι να τα ψηφίσουν.
Υπάρχει περίπτωση να υπάρχει κάποια θετική σκοπιμότητα στην καθυστέρηση; Ναι, εάν πιστεύουμε ότι με την πάροδο του χρόνο θα διαμορφωθούν καλύτερες συνθήκες για τις ελληνικές θέσεις. Με άλλα λόγια, εάν παίζουμε μία μορφή chicken game, έτσι ώστε ο ένας από τους δύο διαπραγματευτές να βρεθεί σε δυσκολότερη. Έτσι, περίπου, το πάθαμε τον Ιούλιο του 2015.
Υπάρχει τώρα περίπτωση να κερδίσουμε κάτι από τις μεταβολές στο εξωτερικό περιβάλλον (βλέπε το ευρωπαϊκό περιβάλλον) της διαπραγμάτευσης; Δεν αποκλείεται κάποιοι να σκέφτονται με τον τρόπο αυτό. Αρνητικές πολιτικές εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση (νίκη Λεπεν κ.τ.λ.) θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να οδηγήσουν σε αποδυνάμωση της διαπραγματευτικής θέσης των πιστωτών. Από την άλλη μεριά, θα μπορούσαν να υπάρχουν αντίστροφες σκέψεις. Δηλαδή, να περιμένει κάποιος τον Σουλτς και τον Μακρόν για μία καλύτερη μεταχείριση της διαπραγμάτευσης και ιδίως στο πολυπόθητο ζήτημα του χρέους.
Όμως, η παράταση και αυτή τη φορά έχει κόστος. Σύμφωνα με τα στοιχεία, το τελευταίο τρίμηνο του προηγούμενου χρόνου ήταν αρκετά έντονα υφεσιακό, κυρίως λόγω συρρίκνωσης των επενδύσεων. Αυτό δημιούργησε ένα αρνητικό υπόβαθρο για τους πρώτους δύο μήνες του 2017, οι οποίοι εμφανίζουν έντονα υφεσιακά συμπτώματα (καταθέσεις, ανεργία, εισπράξεις ΦΠΑ, κλείσιμο μικρών επιχειρήσεων, απόδοση ομολόγων, μη εξυπηρετούμενα δάνεια, προσδοκίες για το επόμενος έτος κ.τ.λ.).
Παράλληλα, η ευρωπαϊκή πολιτική αναταραχή δημιουργεί ένα δυσμενές κλίμα φυγής κεφαλαίου από την Ευρώπη, που οι επιρροές του φθάνουν ως εμάς, έστω και σε μικρή ένταση λόγω των capital controls.
Βλέπει, λοιπόν, κανείς ότι ο στόχος της παράτασης, εάν υπήρξε βέβαια τέτοια στόχευση και δεν παρακολουθούμε απλώς μία αδυναμία κατάληξης των συζητήσεων, δεν εξυπηρέτησε μέχρι σήμερα την ελληνική θέση.
Εάν μάλιστα διαρρηχθεί ο πυρήνας της εμπιστοσύνης προς το τραπεζικό σύστημα, που είχε δημιουργηθεί τον τελευταίο καιρό, τότε το πρόβλημα του τραπεζικού συστήματος θα έρθει για να μείνει, με αρνητικές συνέπειες για τη ρευστότητα και την ανάπτυξη της οικονομίας.


1η δημοσίευση: Εφημερίδα Αληθινές Ειδήσεις (9 Μαρτίου 2017).

Δημοσίευση σχολίου