Ο ΕΠΑΙΤΗΣ, διήγημα


.....homages a Otto Dix. Μια ιδέα πάνω στον πίνακά του ''ο πωλητής των σπίρτων"
I

....θυμάμαι εκείνο το ξέφωτο πάνω απ' τη θάλασσα, τώρα πια δεν ανταμώνουν εραστές, - είναι γεμάτο κουνούπια, αράχνες και φίδια, όταν πέφτει το φως κατά τη δύση, είναι σα νάχω πει ένα σωρό ψέμματα στον εαυτό μου, το πρώτο κύμα που βλέπω από ψηλά έχει να διηγηθεί τις μεγάλες ιστορίες της θάλασσας, προέρχεται από ένα ταξίδι τόσο μακρινό σα να παίρνει κάποιος το χέρι μου στο δικό του για να πει κυρίως τις γωνιές του εαυτού του που σκοτείνιασαν- πώς το 'λεγαν το μέρος, εχει πια χαθεί, ανάμεσα στην ανάπηρη λύπη μου κερδίζει κανείς τους μεγάλους λαχνούς - ήλιος ή τα πουλιά σ' εκείνα τα δέντρα που είναι κατατρεγμός, κουβαλάνε μια μετανάστευση όπως ένα μεγαλειώδες τανγκό που ξανακυλάει τη ζωή απ' την αρχή ενώ το σκυλί μου ησυχάζει - όταν γυρίζεις δε υπάρχει κανείς, υπάρχει μόνο μια πόλη σαν πραγματεία λυγμών - κι εγώ, χωρίς νόημα ψάχνω μια βιβλική ησυχία, ό,τι ονόμαζες ανείπωτο, - εκείνο το ρημαγμένο λεωφορείο ερείπιο που δεν θα μιλήσει ξανά ποτέ σαν απο μια περίεργη συνέπεια -,και πεθαίνει αργά με την μαθηματική ακρίβεια του άλγους, -μακρινά αστέρια που τρέμουν σαν παφλασμοί, στενάγματα που γέρασαν σε προιστορικά νοσοκομεία ή φυλακές ή στην τσέπη ενός επαίτη... [1]

....καμιά φορά άμα θες κάτι αυτό υπακούει στους κανόνες των ονείρων ή όταν θες να δείς κάποιον κι αυτός έρχεται απ' την απέναντι γωνιά, την πιο ανέλπιστη του βιβλίου που άφησες λίγο πριν,- τα μάτια της ανοιχτά τα πόδια της ανοιχτά, κοιτούσε τον ουρανό- ικεσία από λάσπη και καθαρό πνεύμα, σα να θέλεις να γράψεις την ιστορία σου σε δυό γλώσσες ταυτόχρονα και το αναβάλλεις, τη μισή για το τρένο την άλλη μισή για την αποβάθρα, ''χρωστάς πολλά'', μου λέει, ''βαρέθηκα τους φτωχούς, με πάνε, μάς πάνε στον πάτο, σ' ένα βυθό που εξερευνούν οι ίδιοι, αλλά δεν μιλάν ποτέ - είμαστε υποχρεωμένοι απέναντι τους, θα μάς λυπήσουν χειρότερα αν πουν και την παραμικρή λέξη'', - είχε παχύνει λίγο τελευταία ταιζόταν στα καλύτερα ριστοράν της πόλης, με το αζημίωτο έψαχνε να βρεί ένα θέατρο, μια θέση σ' ένα θέατρο - φοβάται τον εραστή της γιατί ζει το ίδιο άνομα κι η ίδια -ψάχνει το τσεκούρι που καρατόμησε τον Αγαμέμνονα, τελικά θα παίξει στο θέατρο μέσα στο θέατρο της Ελσινόρης - θα έπαιζε ακόμα και ρόλο αντρικό, ο ευνουχισμός της μοιάζει με το αίμα των γυναικών που στάθμευαν εκεί, επανακαθόρισε στη σιωπή την αποκατάσταση του χαμένου μέλους της ζώντας την επιστροφή της τυχαίας αρσενικότητας, κάποιου απ' τον πόλεμο που τον λέγανε Ορέστη. Κανείς δεν ήταν, το απόλυτο άδειο.  [2]


....ίσως ο πωλητής των σπίρτων, - να ήταν ο επαίτης, το φαντάστηκα, στο κάτω κάτω κανείς δεν αγοράζει σπίρτα- αυτόν που ξέρουμε όλοι εμείς ένα πλήθος νεο-παγανιστές μετά από κάθε δυστυχία,- χωρίς χέρια, χωρίς πόδια, τυφλός και με γυαλιά ηλίου, φασκιωμένος μ' εκείνο το μαύρο κουστούμι σαν ετοιμοθάνατο βρέφος, θα μου πείτε low life, ψάχνουμε μάλλον τα πρόσωπα που αποκτούν ένα περίεργο φως στην κηροζίνη, εγώ δεν είμαι παρά αρκετά μακριά, ονειρεύομαι εκείνα τα θέρετρα που διαψεύδουν τον ρεαλισμό, ξερό ύφος κι αποτριχωμένα μουνιά στην εντέλεια, - ο γνήσιος τρόμος βρίσκεται στη χειραψία, στα υπερτονισμένα χαμόγελα- αυτή η πόλη σαπίζει μέρα με τη μέρα δίπλα στη θάλασσα, μάς δείχνει πώς είναι ο κώλος μιας μαιμούς, τα σκυλιά αποστρέφονται τους ζητιάνους, να, κάτι που έμαθα προχτές, ακόμα κι αν πουλάνε σπίρτα ή προφυλακτικά και δεν φτύνουν ''όποια στιγμή θελήσω θα με πιστέψουν, σαγαπώ, θα με πιστέψουν'' [υποκοριστικό]- τού το είπε όπως όταν γαμιότανε με μια προτίμηση στα παραθαλάσσια ξενοδοχεία, ήταν σίγουρη γι' αυτό που εξέπεμπε- με είχαν προειδοποιήσει ''δεν είσαι τίποτα χωρίς τα λάφυρα του πολέμου, δε νοικιάζεις ούτε γκαρσονιέρα σε γειτονιά του κώλου'',-'' και μη μιλάς: ΑΜΛΕΤ:Καταστρέφεις τη νύχτα/ βάζεις σε κίνδυνο το θάνατο''./ ''Κοιμήσου, φάε όπου βρεις''. [3]
II
....μεγάλωσα με τον Αρραμπάλ στο νεκροταφείο αυτοκινήτων - αυτό,  που έστησε ένα ''μοντέρνο'' απόγεμα, πουλούσαμε αυτοκίνητα, μεταχειρισμένα φυσικά, όπως ένας ταχυδακτυλουργός στη Νέα Υόρκη ξέρει δέκα διαφορετικούς τρόπους για να πεθαίνεις, είναι σίγουρο- παρά τις πιο επιτυχημένες προσευχές, όταν τελειώνει ένας πόλεμος, ετοιμάζεται ένας άλλος, μεθοδικά αργά με άλλη αυτοκυριαρχία, οι τυφλοί συνήθως προβλέπουν το μέλλον δυσοίωνα κι όταν πουλούν σπίρτα μάς θυμίζουν τα χαρακώματα, την πυρίτιδα τα πρησμένα ούλα των νεκρών που την προηγούμενη νύχτα ήταν από μπουρδέλο σε μπουρδέλο, φιλώντας γυναίκες πίνοντας μπίρα μασουλώντας λουκάνικα - τώρα που τον έβλεπα αναρωτιόμουν πώς έκανε τη δουλειά, ποια γυναίκα θα στεκόταν κοντά του και πώς εκσπερμάτωνε, γιατί βλέπετε υπάρχουν κάποιες στιγμές που στον υγιή βίο μας κανείς δεν μάς προσεγγίζει μπορεί και να επινοεί χίλιες συγνώμες να σταθμεύει μακριά - μουντά και ψυχρά πρωινά- περιστρεφόταν και προχωρούσε έρποντας πάνω στο σώμα μιας γυναίκας [φανταζόμουν] ή πάνω στα βρώμικα πεζοδρόμια, τις νύχτες κάτι άγνωστοι που δεν έβλεπαν μπροστά τους απ' το μεθύσι τον πήγαιναν λίγο πιο κάτω στο υπόγειο-προσπαθούσα να φανταστώ να του κάνουν ντους, μπορεί και να εκλιπαρούσε ένα μπράντυ, στο τέλος. [4]

....λοιπόν, ήμουν σαφής, μεγάλωσα σ' ένα νεκροταφείο αυτοκινήτων, στην μεγάλη αυτή πόλη, -άκουγα τον ανάπηρο που της φώναζε, γύριζε και τον κοίταζε προχωρούσε τρέχοντας στο δρόμο, ''άλλη μια φορά θυμήσου το'', ούρλιαξε, δεν στράφηκε να τον κοιτάξει, τι δουλειά να είχε μ' αυτόν, βέβαια κάτω από μια άποψη οι πάντες ειναι με ειδικές ανάγκες, όπως κι ο ζωγράφος που ξεφύλλιζε το βιβλίο στον ανώνυμο διάδρομο, μπορεί εκείνος και με ειδικότερες, - έτσι όταν έβρεχε έβγαινα με μια ανοιχτή ομπρέλλα σα να 'θελα να προστατευτώ απ' τις κακές προγνώσεις, - είχαμε μια σόμπα αερίου για να σκεφτόμαστε περισσότερο, η τηλεόραση τέλειωνε με τον εθνικό ύμνο και το φεγγάρι παρέμενε ανεξήγητο, κάποια στιγμή οι δρόμοι και οι πλατείες γέμιζαν ρινόκερους, ο Ιονέσκο άναβε τσιγάρο- τσαλακωμένο,- σαν την αιωνιότητα που προσπερνάει τις σκιές, εμείς πάντως μεγαλώναμε- αυνανιζόμασταν ομαδικά πίσω από κάτι μάρμαρα, οι σαύρες γαργαλούσαν τα πόδια μας, ''βέβαια, έχω δικιο'', του λέω, ''το αμάξι δεν πάει ούτε ως τα δεύτερα φανάρια'', αλλά ήταν μοναδικά σχεδιασμένο για ανάπηρους,- τυφλούς, κουλούς και χωρίς πόδια,- θα οδηγούσε όπως γίνεται συνήθως ένας άλλος, τρυφερά ως τον γκρεμό, ''τι δουλειά κάνεις;;'', με ρώτησε, ''ζωγραφίζω, άμα δε ζητιανεύω'', του είπα και καταχάρηκε. [5]
III
....το γιατί μάς επηρεάζουν τα άστρα μπορεί να είναι ένα αναπάντητο ερώτημα, ο Πεσσόα αναφερόταν λέγοντας πώς η αστρολογία δεν είναι επιστήμη, αλλα και γιατί να μην είναι- όταν μέσα στην τυχαιότητα στιβάζονται αναξιχνίαστες εμπειρίες, εικασίες, υποθέσεις- χωρίς κανένα έλεος ή ερμηνεία, - αυτόν, λοιπόν, τον πίνακα με τον πωλητή των σπίρτων- τον έβλεπα τακτικά, πιστεύοντας ότι ο Μίλτον θα έγραφε ένα αθάνατο σονέτο, ένας στιβαρός άνθρωπος που οργώνει τη γη να πάρει απ'τα σημάδια της που θα καρπίσει παλιές μνήμες,- ο ανάπηρος τακτικά μονολογούσε μια φράση του Ντόριαν Γκρέυ - ''ώστε δολοφόνησα τη Σύμπιλ Βέην - γι' αυτό είμαι σ' αυτή την κατάσταση'',- ζητιάνευε μπροστά στο πολυτελέστερο ξενοδοχείο της πόλης, - ψέλλισε με πνιχτή φωνή, ''τι θα γίνει αν γίνουν ανακρίσεις;;'', - γιατί να ρωτήσουν κάποιον σαν αυτόν,- ''σαν εμένα'', ''έχω χάσει τη μνήμη μου, κύριοι,'' ή πάλι ''σου είμαι ο πιο αφοσιωμένος και πιστός φίλος'', του έλεγα, ''αυτή είναι η βλασφημία'', απαντούσε, - εκείνες οι στιγμές που μπορούμε να συγχωρέσουμε τα πάντα από αδεξιότητα, κυρίως στην ευμάρεια ενός πολυτελούς ξενοδοχείου, που ο τυφλός το λοιδωρούσε το ίδιο, με το λούσσο και το θάνατο, δυο λυτρωτικές εξηγήσεις για την ανυπαρξία του. Τα πουλιά επιστρέφαν στη μάντρα των μεταχεισρισμένων, μες στη σκόνη. [6]

....άλλο όμως ήταν αυτό, που ήθελα να σάς πω - μερικές φορές νομίζω ότι ο πλανήτης μας εινα πολύ αξιόλογος, αλλά ανυπόφορος - τα βότσαλα που πατούσαν τα πόδια μου έκαιγαν αφόρητα, ''καλύτερα ναυαγός'', σκέφτηκα, στη δροσιά του βυθού σε άλλη διάσταση εκεί που καταποντίζονται οι απροσάρμοστοι λογιώ λογιώ και οι ανήμποροι, και μεταξύ τους μπορείς να υποθέσεις ο χρόνος, αυτό το αγεφύρωτο ναρκοπέδιο σταματά - δεν ξερω αν θυμόταν να μου πεί το όνομα μιας ένδοξης ερωμένης, με ποιο χρώμα ζωγραφίζει κανείς μιαν αγκαλιά, τη χροιά της φωνής αν την παίρνει μαζί του στην περιπλάνηση ή σ' έναν αφανισμό που γνωρίζει μόνο εκείνος - αλλά όσο κι αν κρυβόμαστε ο καθένας έχει τα δικά του ναυάγια και τους δικούς του γάμους σαν την μπόχα που αναδύουν τα παλια λάστιχα ή οι μπαταρίες όταν τις χτυπάει ανελέητα ο ήλιος και το νερό - σάς εξαπάτησα, φίλοι μου, είναι νωρίς ακόμα,- στην μάντρα ανακάλυψα ένα χαλασμένο αναπηρικό αμαξίδιο, μα τώρα που το επισκεύασα θα γωνιάσω πολλά όνειρα στους δρόμους, ίσως σταματήσουν να με ρωτήσουν πώς λέγεται αυτός που μεταφέρω δωρεάν, γιατί ακόμα κι ένας dog walker πληρώνεται αδρά και χωρίς καμιά αθωότητα - αλλοιώς η ζωή μας θα ήταν μάταιη. [7]

....΄το πλήθος τον ξάφνιαζε, το περιβάλλον του πολέμου με την αθεράπευτη πολυκοσμία, ''μοιάζεις με θεατή'', μου είπε, ''που χρειάζεται να λύσει ένα αίνιγμα'', ''υπάρχουν κι αυτοί, κρυμμένοι σε παραπετάσματα λέξεων, θα παίξω έναν ρόλο ακρωτηριασμένου για σένα'', απάντησα, ''ξύσε μου λίγο το κεφάλι'', είπε ο ανάπηρος,'' και κράτα μου ένα τσιγάρο αναμμένο, ξέρεις, δεν υπάρχει λόγος να μένεις άλλο, τα παιχνίδια έχουν τελειώσει. Ακινηαία. Κάποτε θα μιλήσουμε αλλοιώς -από μια σταγόνα ή ένα κομμάτι ξύλου που θ' αγαπήσει το χάος θα γεννηθώ ξανά-, τώρα είναι αργά, πίσω από κάθε κεφάλι καιροφυλαχτεί μια άγνωστη νύχτα'', ''καλο βράδυ'' - τα βήματα ακούγονται σαν όταν μάς σκεπάζει έν' αγιόκλημα ή μια μηχανή μακριά που τη ''στραγγίζουν'', έχω γίνει μούσκεμα, οι ίδιες σκιές, - γύρισε, πήγε κοντά του, αυτός έμεινε ακίνητος, ''θα μπορούσες να φύγεις'', το πλήθος πηγαιονοέρχονταν ,''στον έρωτα και στον θάνατο είσαι αθέατος - άμα το θέλει, ρε , πούστη η μπάλλα γίνεσαι αόρατος ή το πιο βασικό κομμάτι του πίνακα που σε τυφλώνει στ' αλήθεια'', εκείνη έσκυψε σα να είχαμε φτάσει στον φράχτη, θα περνούσα κάτω από τα πιο ηλεκτροφόρα σύρματα, τους άφηνα σιγά σιγά πίσω, ''δεν είσαι υποχρεωμένη άμα δεν θέλεις'' - τον άκουγα να λέει- κι όταν ανοίγει η αυλαία είναι μια μέρα σαν τις άλλες. [8]

....ζω την παύση, κυριευμένος από αμνησία, - δεν θυμάμαι την ύπαρξη του τυφλού, ούτε αν είδα τίποτε, υπήρχαν κουίντες, υπήρχε φως, εκτυφλωτικό φως σαν τρόμος όπως ένα απρόσιτο δέντρο, la dea ex macchina, που κάνει διακρίσεις, που στέλνει τη σκιά εκεί που όλα είναι σε απολύμανση, μάς υποσχέθηκαν κάτι κι εμάς, έτσι είπε -κάποιος- ένας- μόνο έρημος όμως, εδώ στ' αδόμητα οικόπεδα των πεθαμένων ερώτων, πόδια εκατομμύρια εκατομμυρίων κομμένα μέλη χέρια ή πάλι πόδια ή κεφάλια στην αγκαλιά όπου ανασηκώνεσαι καθημαγμένος - ,στην αγκαλιά σ' εκείνο το χώμα τόσα κορμιά στο χώμα ξανά ριζωμένα -''πάψε, πάψε''-, ποιος φώναξε κι ακολουθεί να φωνάζει πίσω από την πλάτη του καθένα, τίνος είναι η αγκαλιά ή το πεδίο μιας μάχης, ''πες μου ακουμπισμένος στη βιτρίνα τι σκέφτεσαι'', - ''δεν έχω μπει ποτέ σε βάρκα, εζησα μόνος ανάμεσα σε μια κραυγή και σε μια άλλη, κι οι νεκροί είναι πολλοί, περισσότεροι, αγριότεροι - φανταζόμουν να υπόσχονται τη γαλήνη, αλλά κι εγώ είμαι σαν εσένα στα τελευταία μου, φορώ συνεχώς μαύρα γυαλιά και διακορεύω το μέλλον στην απεραντοσύνη του ελάχιστου αυτού σπιτιού, όπου όλοι μπορούν να ξεχάσουν τα παράθυρα, ξέρω πως ήρθε η στιγμή να περπατήσεις όπως πρώτα, ίσως να μη χρειαστεί να περιμένω, ένα κρασί απ' τα σταφύλια της οργής που ξέχασαν όσοι κλαδεύουν τις νύχτες σε άπειρες μικρές σελίδες για να λένε οι ζωντανοί τις ιστορίες τους. [9]

...ένα βράδυ δε θα είσαι εκεί, θα 'χεις βγει απ' τη ζωγραφιά όπως το σφύριγμα του τρένου, σαν το νεκρό φορτίο που ξεχνάμε σκόπιμα σ' ανεπιθύμητους σταθμούς, αν και τυφλός θ' αρχίσεις να βλέπεις τα πάντα, τα χέρια σου θα φυτρώσουν ξανά για να ξύνεις το κεφάλι σου, τα πόδια σου θα μεγαλώσουν αόρατα, - θα ξαναγίνεις δυνατός σαν αρχαίος δρομέας, θα επιστρέψουμε το αμαξίδιο στον Αρραμπάλ από ευγένεια κι εντιμότητα, οι κομψές κυρίες θα σού στέλνουν ματιές σαν θυελλώδες χειροκρότημα, θα δηλώνεις δημόσια πόσο είμαι ένα αληθινό πρόσωπο στίς μνήμες που έμειναν σε αποβάθρες ή δεν ξεκίνησαν καν- και τα πινέλλα, τα χρώματα στα νωπά σωληνάρια θα τα χώσω στην τσέπη σου, - αυτό θα είναι το τέλος του παιχνιδιού, μια πράξη χωρίς λόγια, θα βάλεις κάθε κίνηση που σου χρωστούσα στα βλέμματα όσων θ' αφήνουν ένα πακέτο τσιγάρα στα πόδια σου- θα έρθει κι εκείνη από ένα μέρος μακρινό να σου δώσει έναν ασήμαντο οβολό , αλλά δεν θάναι ανάγκη- είπαμε δεν αλλάζουν και όλα, θα ξαναστήσεις το σκύλο στα πόδια του, θα βάλεις την πλάμη στο κεφάλι του, κι εγώ θα σέρνω το χέρι στο παράθυρο ζωγραφίζοντας κάτι μεγάλο, όσο ο κόσμος ολόκληρος - καιρός να πάρω τη θέση σου, κάποτε είναι σίγουρο θα ζήσουμε και για τους άλλους, όσους δεν πρόλαβαν - κι ό,τι τραβάει το δρόμο του, εκείνο το άδειο που κανείς σπλαχνίζεται ξαφνικά πριν την αναχώρηση, είναι η μεγάλη πνοή. [10]

φώτης μισόπουλος
                                     



































Δημοσίευση σχολίου