....είναι μέρες που κανείς δε θαυμάζει τίποτα, δεν απορεί πάνω σε καμιά αιτία, δεν μπορεί να κρατήσει ένα μυστικό ανάμεσα σε δυο φεγγάρια - τότε έχει ηττηθεί, έχει απολέσει κατά κράτος και την πιο βαθιά μυχιότητα,- έγραφα γιατί σε κάποιον πρέπει να εξομολογηθώ, κάποιος πρέπει να κρατάει τους χαλινούς του χρόνου, σαν απολογία, έτσι βαδίζω χωρίς την εποπτεία της σκιάς ή την αδημονία του φεγγαριού - έλεγα,- κι ο Βάργκας μετά τη δολοφονία του Μολέρο μιλούσε και ξαναμιλούσε για έναν άγνωστο ποιητή - εγώ νόμιζα πώς ήταν ο ίδιος, ένα ετερώνυμο που τον βασάνιζε για πολύ καιρό, - σα να σ' εγκαταλείπουν οι λέξεις, σα να γίνεσαι άλγεβρα στο σκοτάδι της μνήμης που σ' αγνοεί, όπως κάποτε απομακρυνόμαστε από μιαν όχθη και συμβαίνει το αναπόφευκτο, ή πάλι αναμνήσεις που αγκυροβολούν σε περασμένες εποχές χωρίς αντίκρυσμα, μέρη που μοιάζουν άλλα μέρη, έρωτες που έμοιασαν άλλους έρωτες, οράματα μ' ένα μόχθο βουβό κα χαρά σαν αιώνια απόδραση, μόνο και μόνο γιατί φεύγεις καμιά φορά και με βλέπεις να χαμογελώ κρατώντας τα έλυτρα ενός πολέμου που στοιχειώνει, εκεί, στην πλατεία Δε Άρμας - εγώ τους θυμόμουν να μετρούν με τον πήχυ τα φτερά, τα πανιά και τις ασπίδες τους, ήταν έτσι που μου τον έδειξε ένα πρωί ο Βάργκας σαν απόμαχο και βετεράνο ενός πολέμου που δεν υπήρξε ποτέ, - αγάπησε αυτό το μονογυάλι που φορούσε σαν τη συντέλεια, όταν όλα είναι πια λυμένα κι έχουν αποκτήσει το φως τους, η καταδίωξη έχει ένα χρώμα που ζυγίζει τα λόγια μας, κάθε πρόσωπο που βλέπω είναι μια λέξη που ορμά σαν παρελθόν [1].


....ο Βάργκας είχε μια αδυναμία να μιλάει για τον Ερμή,- για τον ψυχοπομπό Ερμή, -έλεγε πως ήταν και βαρκάρης και οι βαρκάρηδες δε γίνονται φίλοι μας ποτέ, ''ούτε οι καλόγεροι και οι χωροφύλακες'', ''ειδικά'', ''μου λέει οι βαρκάρηδες είναι ''κερδώοι'', στη μέση της διαδρομής αλλάζουνε τα κόμιστρα και μένεις ενεός και έκπληκτος -
ποιος θα μάθει τι πορθμεία πλήρωσε κείνος ο έρμος ο Παλομίνο Μολέρο, συν το ότι σφαγμένος κι ακρωτηριασμένος εγκατέλειψε τον κόσμο τούτο,- αν εισηγήθηκε σαν έλεος καμιά έκπτωση, ένα σκόντο, κανένας με αξίωμα συνοδός των ισχυρών θεών, ή για κάθε μέλος χωριστά που μετανάστευε στη χώρα των Νεκρών του ζητήθηκε κι ένας ακόμα επιπλέον οβολός - για την επιμελή συναρμολόγησή του,- ποιος ξέρει τι μιλήθηκε στ' αφιλόξενα εκείνα διαπύλια, - τέτοιες σκέψεις ζοφερές περνούσανε πολλές φορές κι απ' το μυαλό του Ράμος - γιατί ο Ράμος ήταν ποιητής, ο Χόακιμ Ράμος, περνούσε το χρόνο του εκεί στην πλατεία Δε Άρμας ανάμεσα στο πλήθος, λέγοντας ''τόσοι πεθαμένοι από παλιούς πολέμους, ενσαρκωμένοι ξανά και ξανά κι η γης δεν χόρτασε νεκρούς, αλλά πού να βρει κανείς το δίκιο του, πού να πει ένα παράπονο'', κι έπιανε την άκρη απ' το σκοινί έδενε την κατσίκα του και καμάρωνε ειρωνικά και μ' αφοσίωση ''η γαζέλλα μου'' - μονάχα μια φορά έγραψε γι' αυτόν ο Μάριο Βάργκας Λλιόσα, μονάχα μια φορά στο έργο του κι αναρωτιόμουν κάθε τόσο πώς γίνεται τόσος πόνος, τόση εκδίκηση, τόσος χαμός - και μόνο μια φορά να λέει γι' αυτόν και τη ''γαζέλλα'' του [2].


....είχα το θάρρος και του μίλησα μια μέρα, ''ένας ποιητής'', του λέω ''Δάσκαλε, μεγαλοαστός, - αλλά δεν ενόχλησε κανένα, αθόρυβος, σχεδόν απαρατήρητος με το λευκό του κουστούμι, τα δίχρωμα μαυρόασπρα σκαρπίνια του - τι κι αν κουβαλάει μια κατσίκα απ' το χέρι, - ίσα ίσα μπορεί να ήταν και πιο λογικό να είχαμε ο καθένας την κατσίκα του,- δεν έγραψες πολλά για δαύτον, σχεδόν τίποτα, μονάχα μια φορά ανάφερες το όνομά του - τώρα που σκέφτομαι και πάλι μπορεί και να 'ξερε ποιος σκότωσε τον Παλομίνο Μολέρο - τα μυστικά φωλιάζουνε σ' αυτούς που ξέρουν να στέκουν στο ημίφως και στη σιωπή, - όπως ο Ράμος-, για παράδειγμα'', αλλά ο Βάργκας δεν έδωσε σημασία, δεν απαντούσε - έπειτα ένα πρωί μόνος του υπαινίχτηκε  ''για τα σπουδαία πράγματα μιλάει κανείς μόνο μια φορά, σα να συναντάει τον οριστικότερο χρησμό της ζωής του'', κατάλαβα, και για μέρες δεν μιλούσαμε,- κοιτούσα τη θάλασσα μπροστά κι έστελνα στο βυθό κάθε λύπη, ''η βροχή'' μου λέει ''και η βία δεν τελειώνουν ποτέ, όλα μοιάζουν με τις εντάφιες προσωπίδες, αυτές που βρέθηκαν ή θα βρεθούν ή αυτές που χάθηκαν για πάντα στο ασυνείδητο της γης, παίρνοντας μαζί τους ό,τι ξέραμε - όπως εκείνος ο βασιληάς, που κι ο ΄Όμηρος ακόμα μίλησε μονάχα μια φορά- ο βασιληάς της Ασίνης - Ασίνην τε Ασίνην τε'', έπειτα ένα πλοίο σφύριξε σα στεναγμός ή σα καημός που όλοι θα ήθελαν να μην ακούγεται, - τα μεγάλα ναυάγια συνήθως σώζουν τους υπόλοιπους, εμάς που κάποτε μπορεί και ν' αντικρύσαμε το βασίλειο της Ασίνης, στην Τίρυνθα, εκεί στα μέρη της Αργολίδας, πολλά έτη π. Χ. βαστάζοντας την εντάφια χρυσή προσωπίδα του Άρχοντά της [3].


....τώρα περπατούσα σ' ένα δρόμο, ανάμεσα σε άγνωστα σπίτια και παράθυρα- και σε πόρτες σφαλιστές που υποκρύπτουν άλλες εποχές, τα σκυλιά γαυγίζουν με χαμηλή φωνή, - με ακατάληπτη κατανόηση,- ο χρόνος έχει δικές του κρυψώνες, τι νόημα θα είχε μια ερώτηση άρρητη που υποβάλλεις - ας πούμε σε μια νυχτερίδα - ποιος είναι κεί ν' απαντήσει, κι ο Οδυσσέας φεύγοντας μετά το φόνο των μνηστήρων δεν έμαθε τι ακολούθησε, δεν τον ενδιέφερε, - είχαν ειπωθεί πολλά για κείνους τους καιρούς, άρχισα να γυρίζω στο σπίτι αργά, η μυρωδιά του χώματος με συνεπαίρνει, όλα συμβαίνουν νύχτα - όχι την ίδια νύχτα- ωστόσο η διάρκεια μιας νύχτας είναι απροσδιόριστη, πότε τελειώνει πότε ξεκινάει μια άλλη, κι εμείς ακούσαμε έφτασε ίσα μ' εδώ το νέο πως οι ψυχές των μνηστήρων που σκοτώθηκαν ακολουθούνε τον Ερμή τσιρίζοντας στοιχειωμένες,- σε κατάρες βαριές τις έμπλεξε ο πολύτροπος Δυσσέας, τις μάγεψε, - σα νυχτερίδες τα βράδια τρομάζουνε τους μεθυσμένους ή εκείνους που τους τρελαίνει ο έρωτας πριν την ώρα τους- λένε και τις γυναίκες, ακόμα κι αυτές, λένε, πως τις τρομάζουν, - εκείνες που χάθηκε η ζωή τους σε κάποιο ανεξερεύνητο πρόσημο, σ' ένα βαθύ έρωτα γεμάτο άρνηση ή αποδοχή, κατά τη θάλασσα κοιτώντας, που λικνίζει κομμάτια φως δελφίνια και γοργόνες κι αυτό το πλήθος στην πλάζα Δε Άρμας μόλις που γύρισε από την Τροία, μόλις- κι οι πιο ηρωικοί κουβάλησαν λάφυρα και παλλακίδες απ' τα μέρη της - κι είναι στιγμές που κάτι αμίλητο κι αλλόκοτο αφήνει να σέρνεται ο Ράμος ανάμεσα στα πόδια μας [4]



....αποτρόπαιε ποιητή, εσύ που γεννιέσαι εκστομίζοντας ό,τι μάς εγκατέλειψε στην έκσταση, εσύ που κερώνεις τα πράγματα για να θαυμάσουμε ένα πρωί τα ψέμματα της ζωής μας, ακινητώντας τους πόθους μας - χωρίς αυτά καμιά αθωότητα δεν κερδίζεται, περιπλανιέσαι ανάμεσα στα είδωλα και στους χρησμούς- τις μοναδικές σου αλήθειες, με την ''γαζέλλα σου'', την ξεχασμένη κατσίκα σου, το ''αφρόντιστο σκυλί'' σου, οι παλιές παραμάνες κοιτώντας κατά την έξοδο σου άφησαν ιστορίες να διηγείσαι στους επερχόμενους, στους άταφους, σ' αυτούς που ξέχασαν - άδειος ο ποιητής και ξέπλεκη η ψυχή του, σ' αόμματους μιλάς Χόακιμ Ραμος - κι είναι καλύτερα έτσι, οι προφητείες σου με βυθίζουν σε λήθη χρωματιστή, και μόνο μια φορά για σένα μίλησε ο Βάργκας, μόνο μια φορά, 


και η εντάφια προσωπίδα στα χέρια μας - άραγε είπε την αλήθεια;;- και μόνο μια φορά ακούστηκε εκείνο το θολό όνομα του βασιλιά σα παραμυθία στην άκρη της θάλασσας για όσους έρχονταν για όσους έφευγαν μετά τις τρομερές σπονδές,- ο Βάργκας μου μίλησε για σένα από αυτά που δεν ήξερε, που δεν έμαθε, από το βάθος αυτού του ειδωλολατρικού πλήθους που δε γνώρισες, ανάμεσα στο πόθο των παλιών ποιητών που έμειναν άφωνοι από χρέος θαρρείς,- ένα μεσημέρι τότε που ο ήλιος πέφτει κάθετα εξαφανίζοντας τις σκιές, περνώντας δίπλα μου, μονολογώντας τα πάθη σου, με την ιερή σου γαζέλλα σ'ακουσα που έλεγες πολλές φορές ξανά και ξανά, και ξανά, σιγά σιγά για τον φόβο των νυχτερίδων, ''Ασίνην τε...Ασίνην τε''.
 φώτης μισόπουλος
αναφορες
1, Μαριο Βάργκας Λλιόσα, Ποιος σκότωσε τον Παλομίνο Μολέρο
2. Γιωργος Σεφέρης, Ο Βασιληάς της Ασίνης, Ημερολόγιο καταστρώματος Α'
                                                                                                  

Δημοσίευση σχολίου