Το έργο του Νίκου Καζαντζάκη αν έχει σημειώσει τόσο ευρεία διάδοση, αν έχει βρει τόσο βαθιά απήχηση στις ψυχές ανθρώπων διαφόρων εθνικοτήτων και ανόμοιων πολιτικών και θρησκευτικών πεποιθήσεων, αν επιβλήθηκε και καταξιώθηκε στα χρόνια μας, αν απέκτησε παγκόσμια φήμη και κέρδισε μεγάλες πιθανότητες να παραμείνει κλασικό στη ροή των αιώνων, ένα έργο δηλαδή πάντα επίκαιρο, αυτό ίσως οφείλεται περισσότερο στο στέρεο φιλοσοφικό του υπόβαθρο και λιγότερο στην απλή και περίτεχνη λογοτεχνική του μορφή και πλοκή που κρατά πάντα σταθερά ζωηρό το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Το πρόβλημα της ελευθερίας του ανθρώπου, της αθανασίας της ψυχής και της ύπαρξης του Θεού απετέλεσαν αναμφίβολα τα βασικότερα μεταφυσικά εντρυφήματα της σκέψης του Καζαντζάκη. Αυτά αποτελούν τα τρία μεγάλα θέματα της μεταφυσικής κατά τον Kant. Ο πόθος της ελευθερίας, είναι το κυρίαρχο πάθος του ήρωα της Οδύσσειας, που είναι μια αναζήτηση και μια «εξερεύνηση του νοήματος της ελευθερίας». Ο ίδιος ο Καζαντζάκης σ’ ένα σημείο της Αναφοράς του, που κατά τον Πρεβελάκη περιέχει τη σύνοψη της κοσμοθεωρίας του, θέτει σε πρώτη γραμμή τον αγώνα για τη λευτεριά. Λέγει:
«Ένας αγωνιζόμενος ανηφορίζει από την ύλη στα φυτά, από τα φυτά στα ζώα, από τα ζώα στους ανθρώπους και μάχεται για λευτεριά. Σε κάθε κρίσιμη εποχή ο Αγωνιζόμενος παίρνει νέα όψη_ σήμερα η όψη του είναι ετούτη: είναι ο αρχηγός της προλετάρικης τάξης που ανεβαίνει. Φωνάζει, δίνει συνθήματα. Δικαιοσύνη, ευτυχία, λευτεριά».
Ελευθερία και άνθρωπος ταυτίζονται στον Καζαντζάκη όπως και στο Γάλλο υπαρξιστή φιλόσοφο Σαρτρ, κατά τον οποίο η ανθρώπινη ελευθερία προηγείται από την ουσία του ανθρώπου, την οποία και καθιστά δυνατή. Η ελευθερία είναι αδύνατο να διακριθεί από το είναι της ανθρώπινης πραγματικότητας. Ο άνθρωπος δεν υπάρχει πρώτα και μετά γίνεται ελεύθερος, αλλά τόσο στο Σαρτρ όσο και στον Καζαντζάκη δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο είναι του ανθρώπου και στο να είναι ελεύθερος.
Η ελευθερία στον Καζαντζάκη παίρνει διαφορές μορφές: ελευθερία είναι η απουσία φόβου και ελπίδας, είναι η αυτάρκεια, είναι η αναγωγή της ανάγκης σε βούληση και τέλος ελευθερία είναι η λύτρωση από τη λευτεριά όλες αυτές οι μορφές ελευθερίας εκφράζουν κατά βάθος το ίδιο νόημα. Απαραίτητη δηλαδή προϋπόθεση της ελευθερίας για όλες τις μορφές είναι η απουσία φόβου και ελπίδας, και κυρίως της ελπίδας, αφού αυτή είναι προϋπόθεση και αιτία του φόβου.
Αυτές οι μορφές αφορούν τη μεταφυσική και όχι την πολιτική έννοια της ελευθερίας που τον απασχόλησε εξίσου ζωηρά. Επειδή μάλιστα η πατρίδα του η Κρήτη ήταν Τουρκοκρατούμενη και ο ίδιος έζησε τις πίκρες και τις στενοχώριες της σκλαβιάς, ετοποθέτησε την ελευθερία στην πρώτη γραμμή των αξιών και της έδωσε τόση βαρύτητα, ώστε τη θεώρησε ανώτερη ακόμη και από την ευτυχία.
Ελευθερία με την πολιτική έννοια εννοεί ο Καζαντζάκης την ελευθερία που έχει κάθε πολίτης να ζει σε μια ευνομούμενη πολιτεία, δηλαδή να κάνει ό,τι θέλει και μπορεί πάντα μέσα στα νομικά και ηθικά πλαίσια, δηλαδή σ’ αυτά που υπαγορεύει ο ορθός λόγος. Πιστεύει στη διακυβέρνηση της χώρας με δημοκρατικές διαδικασίες και με βάση τη λαϊκή κυριαρχία που εκφράζεται με τη «γενική θέληση» κατά το πρότυπο του Ρουσώ. Ελεύθερος είναι αυτός που είναι αφέντης του εαυτού του «α το νεκα κα μ λλου ν» κατά την έκφραση του Αριστοτέλη (Μ.τ.φ. 982 b 26).
Το ότι όλες οι μορφές ελευθερίας με τη μεταφυσική έννοια του όρου ανάγονται σε μια, δηλαδή στην απουσία φόβου και ελπίδας και ότι η ελευθερία ήταν το κεντρικό φιλοσοφικό πρόβλημα και το υψηλότερο αγώνισμα της ψυχής του προκύπτει και από το ότι οι φράσεις: «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λεύτερος», έχουν σφραγίσει κατά τρόπο επιγραμματικό τον απλό και απέριττο τάφο του. Οι φράσεις αυτές υπάρχουν βέβαια στην Ασκητική του. Είναι οι φράσεις που ο ίδιος είχε παραγγείλει να γραφούν πάνω στον τάφο του.
Το να κοιτάζει κανείς την Άβυσσο χωρίς ελπίδα και χωρίς φόβο όρθιος στην άκρα του γκρεμού το αποκαλεί ο Καζαντζάκης Κρητική ματιά. Η παρομοίωση αυτή είναι εμπνευσμένη από τη «στορισμένη στους τοίχους προαιώνια πάλη του ανθρώπου και του ταύρου που σήμερα τον λέμε θεό». Η ζωή φαίνεται στον Καζαντζάκη, όπως στον Πλάτωνα και τον Πλωτίνο, να είναι μια διαρκής ανάβαση.
Όσον αφορά την πρώτη μορφή ελευθερίας: «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα, είμαι λεύτερος», τη βρίσκουμε σχεδόν αυτολεξεί στον Κύπριο κυνικό φιλόσοφο Δημώνακτα, που ζούσε στην Αθήνα το δεύτερο αιώνα μ.Χ. Γνωστή είναι η προσπάθειά του για μια εσωτερική ανεξαρτησία. Κατά το Δημώνακτα ελεύθερος είναι αυτός που δεν ελπίζει τίποτε και δεν φοβάται τίποτε.
To ίδιο πράγμα επαναλαμβάνεται επίσης σχεδόν αυτολεξεί τον αιώνα του νεοελληνικού διαφωτισμού από τον ανώνυμο συγγραφέα της Ελληνικής Νομαρχίας. Ο ανώνυμος λέγει: «Ο μεν ελεύθερος λοιπόν ούτε ελπίζει ούτε φοβάται εις ό,τι μέλει να πράξη». Ο ίδιος ορισμός υπάρχει παράλληλα και στις Ινδίες που διατυπώνεται μ’ ένα μύθο. Ο Βιργίλιος λέει ότι η μόνη ελπίδα που απομένει στον άνθρωπο είναι να μην έχει καμιά. Η έννοια αυτή της ελευθερίας δεσπόζει στη λατινική λογοτεχνία. Υπάρχει συγκεκριμένα στη Φαίδρα του Σενέκα, στη Συνωμοσία του Κατιλίνα του Σαλλούστιου και στα Χρονικά του Τάκιτου.
Η δεύτερη μορφή ελευθερίας, δηλαδή η αναγωγή της ανάγκης σε βούληση απαντά στον Έγελο, Μαρξ κ. ά. Στους δυο αυτούς φιλοσόφους ελευθερία είναι «η κατανόηση της αναγκαιότητας». Παράλληλη άποψη συναντάμε στον Πίνδαρο: «Ω ψυχή μου, μην ποθείς αθάνατη ζωή μονάχα επιδίωκε ό,τι μπορείς να κατορθώσεις».
Όμοια άποψη είναι αυτή που υποστηρίζει πως ελευθερία δεν είναι δύναμη, όπως ο Ντεκάρτ: «Ελευθερία δεν είναι να μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, αλλά να θέλεις ότι μπορείς». Αυτό έχει ως συνέπεια να περιορίζει κανείς τις επιθυμίες του σε ό,τι μπορεί, όπως δέχονται ο Σαρτρ και ο Γιάσπερς.
Την τρίτη μορφή ελευθερίας, δηλαδή την ελευθερία ως αυτάρκεια τη συναντούμε στον Αριστοτέλη και γενικότερα στην αρχαία ελληνική διανόηση, όπως και στον Επίκουρο που λέγει: «Της αυταρκείας καρπούς μέγιστος ελευθερία». Η αυτάρκεια, όσο και να το κάνει κανείς βούληση του την ανάγκη, απαντά επίσης στην Ινδική φιλοσοφία.Η τέταρτη τέλος μορφή, δηλαδή η λύτρωση από την ελευθερία, απαντά στο Βούδα, όπως μαρτυρεί ο ίδιος ο Καζαντζάκης, που μυήθηκε στο Βουδισμό από το Νίτσε. Η Βουδική σκέψη επηρέασε Γερμανούς, φιλοσόφους και προπάντων τον Σοπενχάουερ και το Νίτσε.
To έργο του Καζαντζάκη είναι γεμάτο αντιθέσεις, όχι όμως οπωσδήποτε και αντιφάσεις. Κάθε φορά που νόμιζα ότι εντόπισα μια αντίφαση, μια βαθύτερη κατανόηση του νοήματος μ’ έπειθε ότι δεν επρόκειτο για γνήσιες αντιφάσεις, αλλ’ απλώς για φαινομενικές που λύνονται. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει με κανένα τρόπο ότι δεν υπάρχουν γνήσιες αντιφάσεις στο έργο του. Είναι πιθανό και εύλογο να υπάρχουν, όπως υπάρχουν και σε άλλους στοχαστές.
Εξ άλλου ο ίδιος ο Καζαντζάκης –όσο τουλάχιστο εγώ μπόρεσα να διαπιστώσω δεν μιλάει ρητά για αντιφάσεις, αλλά για αντιθέσεις και για εναρμόνιση αντικρουόμενων κοσμοθεωριών:
«Μια δύναμη κατηφορίζει και θέλει να σκορπίσει, ν’ ακινητήσει, να πεθάνει. Μια δύναμη ανηφορίζει και ζητάει ελευτερία κι αθανασία. Αιώνια τα δυο τούτα στρατέματα, τα σκοτεινά και φωτερά, τα στρατέματα της ζωής και του θανάτου συγκρούονται. Τα ορατά για μας χνάρια της σύγκρουσης τούτης είναι τα πράματα, τα φυτά, τα ζώα, οι άνθρωποι. Αιώνια οι αντίθετες δυνάμεις συγκρούονται, σμίγουν, παλεύουν, νικούν και νικούνται, συμβιβάζουνται και ξαναρχίζουν πάλι να πολεμούν σε όλο το Σύμπαντο από τον αόρατο στρόβιλο σε μια στάλα νερό ως τον απέραντο αστροκατακλυσμό του Γαλαξία».
Το ίδιο περίπου νόημα εκφράζουν και τα παρακάτω λόγια του: «στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα, τα δυο τούτα ρέματα παλεύουν: α) ο ανήφορος προς τη σύνθεση, προς τη ζωή. προς την αθανασία β) ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς το θάνατο .... Και τα δυο αντίδρομα ρέματα είναι άγια. Χρέος μας λοιπόν να συλλάβουμε τ’ όραμα που χωράει και εναρμονίζει τις δυο τεράστιες τούτες άναρχες, ακατάλυτες ορμές με τ’ όραμα τούτο να ρυθμίσουμε το στοχασμό και την πράξη». «Δυο σφοδροί αντίθετοι άνεμοι...συναντήθηκαν και συγκρούονται σ’ ένα σταυροδρόμι. Σοζυγιάστηκαν μια στιγμή, πύκνωσαν, γεννήκαν ορατοί».
Ευτυχία θα πει «να ζεις όλες τις δυστυχίες» και φως θα πει «να κοιτάς μ’ αθόλωτο μάτι όλα τα σκοτάδια». Ο Καζαντζάκης πιστεύει στην ενότητα των αντιθέτων. «Εγώ και συ είμαστε ένα», και το ένα αυτό τελικά δεν υπάρχει.
Η ευτυχία φέρεται πολλές φορές να έχει άμεση σχέση με τη γαλήνη και την ηρεμία της ψυχής, την ευζωΐα και την ασφάλεια. Αυτή η αταραξία ήταν το ιδεώδες της ζωής κατά την επικούρεια και στωϊκή φιλοσοφία. Ο πρώτος όμως, που ανήγαγε την αταραξία σε ευτυχία, είναι ο Δημόκριτος.
Αυτό σημαίνει ότι εκείνο που αξίζει περισσότερο δεν είναι η ποσότητα αλλά η ποιότητα της ζωής, το ευ ζην. Αυτό καταφαίνεται από το εξής: «Ο άρτιος άνθρωπος δε νιώθει χαρά ζώντας πολύ μήτε λυπάται πεθαίνοντας πρόωρα». Δεν μπορεί όμως να υπάρξει ευτυχία σ’ έναν κόσμο άδικο. Γι’ αυτό λέγει:
«Ο άνθρωπος κι αυτό είναι το οικόσημο της οικογένειας του θα μάχεται αιώνια ν’ αντικαταστήσει τους απάνθρωπους φυσικούς νόμους με τους νόμους της καρδιάς του. Έπλασε ιδανικά καθαρά ανθρώπινα, πλάσματα κατ’ εικόνα και ομοίωση του τη δικαιοσύνη, την ισότητα, την ευτυχία».
Ευτυχία είναι να σμίγει η επιθυμία του ανθρώπου με την επιθυμία του Θεού, δηλαδή η θέωσή του.
Δημοσίευση σχολίου