ΕΙΚΟΝΑ ΠΡΩΤΗ : Ο αγώνας του μποξ - Η ύπνωση

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ :
Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΒΌΙΤΣΕΚ
Β' ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Ο ΔΙΑΙΤΗΤΗΣ

7 βουβά πρόσωπα 
ΕΝΑΣ ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ
ΕΝΑΣ ΑΝΩΤΑΤΟΣ ΙΕΡΩΜΕΝΟΣ
ΕΝΑΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ
ΕΝΑΣ ΑΝΩΤΑΤΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΣ
Ο ΓΚΕΟΡΚ ΜΠΙΧΝΕΡ
Α' ΓΥΜΝΑΣΤΗΣ
Β' ΓΥΜΝΑΣΤΗΣ

Ο ΨΥΧΙΑΤΡΟΣ
Η ΕΡΩΜΕΝΗ
Ο ΙΕΡΕΑΣ
Ο ΔΗΜΙΟΣ


[ΣΚΗΝΙΚΟ : Ένα ρινγκ πυγμαχίας. Τέσσερις καρέκλες στις γωνίες - με ψηλές ράχες,- σκαλιστές και περίτεχνες. Κάθονται ένας στρατηγός, ένας υψηλόβαθμος ιερωμένος, ένας πολιτικός κι ένας δικαστικός με ημίψηλα. Ο διαιτητής στη μέση του ρινγκ υποδύεται ότι ερμηνεύει δίκαια τους κανόνες του παιχνιδιού με ρούχα τυπικά διαιτητή της πυγμαχίας, - ο Βόιτσεκ με ρούχα στρατιώτη, σχεδόν γυμνός από τη μέση και πάνω, με μάσκα ή κουκούλα κόκκινη ή μακιγιάζ και ο άλλος στρατιώτης με μάσκα ή κουκούλα μαύρη ή μακιγιαζ. 


Δυο μικρά μετακινούμενα σκαμπό για τους μποξέρ πάνω στο ρινγκ, - όσο διαρκεί ο αγώνας. Φως δυνατό και κατακόρυφο. Ανάμεσα στους θεατές, στις απότομες κερκίδες που έχουν δημιουργηθεί, αμίλητος ο ποιητής και συγγραφέας Γκέοργκ Μπίχνερ [2]. Πρέπει να ξεχωρίζει ως εμφατική παρουσία σε όλη τη διάρκεια της παράστασης. Οι διάλογοι συμβαίνουν όταν ο διαιτητής διακόπτει τον αγώνα, κάθε τόσο, - αλλά και κατά την κρίση της σκηνοθεσίας - όπως προδιαγράφουν οι κανονισμοί για να συνέλθουν από την κόπωση οι πυγμάχοι. Οι παίκτες συνομιλούν μεταξύ τους, ο αγώνας φαίνεται σαν να είναι στημένος]


[......ο αγώνας έχει διακοπεί, οι Γυμναστές φροντίζουν τους δυο πυγμάχους]
ΒΟΙΤΣΕΚ : ......έδινα μάχη να μην αισθάνομαι θύμα, [μικρή παύση] τα δέντρα στην αυλή πολιορκούσαν τη θύμηση - ένα πρωί χάθηκαν όλα μαζί 
Β' ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ : .....το δωμάτιο έχει λίγο φως και μισό μπουκάλι λικέρ [γελάει] - ό,τι πρέπει - οι βροχές που θα πέσουν αποφασίζουν για την τύχη μας
ΒΌΙΤΣΕΚ : .....φαινόταν το σημείο, - η αρχή της πόλης, ακριβώς, πάνω στη στροφή, αργοπορημένο σαν δικαίωμα, περίμενε μια στιγμή να το βρώ
Β' ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ : ....ποιο ;;
ΒΌΙΤΣΕΚ : .....οσφραινόμουν το χώμα που τα 'ξερε όλα, - η απόλυτη μνήμη, θα με διδάξει, - έλεγα
[...ο διαιτητής δίνει το σύνθημα να σηκωθούν κι ο αγώνας ξαναρχίζει] [μετα από μερικά λεπτά δίνεται το τέλος του γύρου]
B' ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ : .....κλειδώνω τις πόρτες, μου βγάζουν τη γλώσσα τα φαντάσματα στη βραδινή καθυστέρηση, κοροϊδεύουν το παλιό φανάρι που έχω
ΒΌΙΤΣΕΚ : ....θα ήθελα να μην εμφανιστεί κανείς, μόνος σε μια ολόκληρη πόλη...
Β' ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ : [ενόσω κάνει πως πυγμαχεί] .....ακούς το μπουκάλι να χτυπάει καθαρά στο ποτήρι, οι ενδιαφερόμενοι είχαν γίνει άφαντοι, ματαιώθηκε η πώληση, τα νομικά ζητήματα ήταν πολλά και περίπλοκα


[ο αγώνας αρχίζει εκ νέου, μετά από λίγο δίνεται το έναυσμα για διάλειμμα πάλι - οι γυμναστές δίπλα στους πυγμάχους - ανεβαίνει στο ρινγκ Η ΕΡΩΜΕΝΗ -φασαρία, ζητωκραυγές, - απευθύνεται στον Βόιτσεκ] :
Η ΕΡΩΜΕΝΗ : .....τα πρώτα μας Χριστούγεννα, φέτος, θα στολίσω 100 έλατα και πλέον...
ΒΌΙΤΣΕΚ : .....ξαφνικά είπες κι εκείνο το ατιμώρητο ακόμα, ''σού χρωστώ κάποιες χιλιάδες δηνάρια της τρέχουσας συγκυρίας [μικρή παύση] δεν ανέπνεα ή μάλλον ανέπνεα δύσκολα, προσπαθούσα να δω το πρόσωπό μου στη λεκάνη με το νερό
Η ΕΡΩΜΕΝΗ : ......συγνώμη, σάς χάλασα την γιορτή, δεν αντέχει άλλους Νάρκισσους.....
[δίνεται το σύνθημα της επανέναρξης. Συνεχίζεται ο αγώνας, ύστερα από λίγο τέλος του και του γύρου αυτού]
ΒΌΙΤΣΕΚ : ......είμαι συμφιλιωμένος που δεν θα γυρίσεις, σα να 'χω το χρόνο για μια καινούρια μεταμόρφωση, - ένας Κύκνος -, πιο ερωτικός από κάθε άλλη φορά
Β' ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ : ......σκεφτόμουν πάντα πώς θα ήταν τ' αχαμνά του στο νερό ή απέναντι στη Λήδα [μικρή παύση]- κάποια υπόρρητη θεολογία ευνουχισμού...                         
ΒΌΙΤΣΕΚ : ......ακίνητος !! [υποκρίνεται πως τον χτυπάει][μικρή παύση]


Η ΕΡΩΜΕΝΗ : .....εκείνη πήγε κοντά του και, βέβαια, τον ταρακούνησε - ούτε καν την κοίταζε - με το άσπρο των ματιών γύρω από τις ίριδες -, έδινε κάθε φορά κάποια λεφτά, μετακόμιζε η φαντασία του στα πιο εγκόσμια, όπως το νυχτερινό κολύμπι κάθετα στο ήσυχο γερασμένο ρεύμα [ο διαιτητής δίνει το σύνθημα της συνέχειας του αγώνα, ενώ εκείνη συνεχίζει να μιλά ή/και να επαναλαμβάνει όσα λέει], ψαχουλεύοντας σα να ήταν μόνο το αιδοίο της, οι σπλαχνικές υγρασίες της, - περίπου ανύπαρκτες τον επόμενο χειμώνα - κι οι καθρέφτες μιλούσαν αδέξια από σεμνοτυφία ή ανικανότητα....[ο Βόιτσεκ σωριάζεται στο καναβάτσο, ο διαιτητής μετράει, ανεβαίνει στο ρινγκ Ο ΨΥΧΙΑΤΡΟΣ]
Ο ΨΥΧΙΑΤΡΟΣ : .....ούτε υποψία ανάκτησης.....οι δρόμοι αλλάζουν όψη αν τους βαδίσεις όταν ερημώνουν;; [απευθυνόμενος στον  Βόιτσεκ] - [παύση]
[...ο γιατρός επιδίδεται σε κάποιες κινήσεις δήθεν ύπνωσης του ''ασθενούς'' Βόιτσεκ]  
ΒΌΙΤΣΕΚ : [υπνωτισμένος]......ζητούν μιαν άλλη σημασία όπως τα πράγματα που χάθηκαν και τώρα πρέπει να βρεις την κλωστή, αόρατα σκαλιά ν' ανέβεις στο περιθώριο της σκιάς 
Ο ΨΥΧΙΑΤΡΟΣ : ή εκείνη η φωνή που παραμέρισε να περάσεις απρόσμενα - θα 'ναι μέρα που θα σβηστεί απ' τη μνήμη;;; τίποτε δε νοιάζεται για την εξήγησή του....
ΒΌΙΤΣΕΚ : ....il mondo e' una bestia, πόρνες παρήκμασαν αιφνίδια σ' ένα ταγκό που δεν ακούστηκε ποτέ - κι ό,τι στην αρχή φαινόταν σκοτεινό είχε μια υπόληψη ή ένα αίνιγμα στην πλάτη, ή το σκυλί που γλείφει την πληγή του κρύβοντας λόγια για να πεθάνει άστεγο με τα πουλιά και τους καθρέφτες στην πιο πολύτιμη θέση - το άλλο πρωί


Ο ΨΥΧΙΑΤΡΟΣ : .....όμως αυτό είναι και το σημάδι;; ή ένα μέρος που θυμίζει την επιστροφή;; [μικρή παύση] - γιατί τα περισσότερα έμειναν πίσω από την πόρτα- σαν την αιωνιότητα όταν δεν απαντά;; - ή η μετανάστευση μέσα στο αφηρημένο παλτό....
ΒΌΙΤΣΕΚ : .....αυτός ήταν κι ο λόγος που δεν ενδιαφέρθηκε κανείς κι ο νεκρός στην γωνία υπήρξε καχύποπτος - ο τυφλός έλειπε σ' αποστολή για να μαζέψει τ' απαιτούμενα που τον κοίμιζαν ευτυχισμένο στα κρύα, άλλωστε οι γωνίες ανήκουν στους επαίτες από παράδοση, - όπως οι έρωτες σε όσους έχασαν τη θάλασσα και πρέπει να βρούνε τώρα κι ένα μύθο για τους επόμενους, γιατί οι ποιητές καραδοκούν....
Ο ΨΥΧΙΑΤΡΟΣ : .... ''οι ποιητές καραδοκούν ;;'' - γιατί;;
ΒΌΙΤΣΕΚ : .....μάλιστα - σύντροφε - ώρα να ενθουσιαστούν με την αμηχανία μας, να κρεμάσουμε την παλιά λάμπα στον τοίχο, όπως ο κρεμασμένος αφήνει τα ίχνη του στον επόμενο αιώνα γι' αυτούς που αργοπορούν....
Ο ΨΥΧΙΑΤΡΟΣ : ......κι οι μιαρές σκέψεις;;
ΒΌΙΤΣΕΚ : .....χρειάζονται βαριές κουρτίνες για να κρυφτούν
Ο ΨΥΧΙΑΤΡΟΣ : ....όλα έχουν τον προορισμό τους 
ΒΌΙΤΣΕΚ : ....αλλοιώς και η ζωή θα ήταν μάταιη, κι αυτά τ' ανύμφευτα πουλιά περνούν σα νεκρώσιμα εμβατήρια μόλις τελειώνει η βάρδια, όχλος μελλοντικός που τον διαπερνά η απώλεια, - εμείς όμως είμαστε μνηστευμένοι [προσπαθει να βρει με τα μάτια ενώ ανορθώνεται λίγο, την Ερωμένη], γοητευμένοι από το αίσθημα εκδίκησης και φρίκης στις απόμερες γειτονιές των προαστίων - υπάρχει κάτι που μάς κυβερνάει με ακρίβεια σαν θολή συγχορδία σαν αβεβαιότητα που εγκαταλείφθηκε αζήτητη [σκοτάδι]


ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΙΚΟΝΑ : Η ερωμένη - Η αγχόνη

[Στο ρινγκ εκτός των τεσσάρων μεγάλων αξιωματούχων παραμένουν μόνο ο Βόιτσεκ και η Ερωμένη του. Λίγο φως]
ΒΌΙΤΣΕΚ : ......τα πράγματα που σε υποδέχονται - ίσως και με εκατό χρόνια καθυστέρηση, δεν θέλεις να βουλιάζει στον κόλπο της ο κόσμος που δεν ήταν δικός σου ή τα κλαδιά που επιπλέουν στην πυκνή σκιά -
ΕΡΩΜΕΝΗ : .....ιδανικό μέρος να έρθει μαζί σου μια γυναίκα, - τα μάτια μιάς νύχτας που δεν έχει να πει τίποτα, πυκνώνουν οι φλέβες.....
ΒΌΙΤΣΕΚ :....''ωραία θα είναι, σαν επωδός''
ΕΡΩΜΕΝΗ : ......μπορείς να κοιτάξεις ακόμα λίγο τον ήλιο σαν άλυτη απορία [παύση]
ΒΌΙΤΣΕΚ : ......από κείνη τη μέρα ξεπροβάλλει κάθε τόσο η γραμμή όταν χάνεσαι, - θαρρείς υφασμένη με άγριο μαλλί όπως η ράχη του χειμωνιάτικου βουνού δεξιά μας
ΕΡΩΜΕΝΗ : .....μπορώ να το δω στα πρόσωπα, ο άνεμος και η άμμος φτιάχνουν σαν κάποιος ν' ανασηκώνεταιγιατί έχει κάτι ν' αφήσει -
ΒΌΙΤΣΕΚ : .....πρόχειροι αδέσποτοι αποχαιρετισμοί, ''εσείς'', μου λέει, ''ήρθατε πολύ νωρίς, η αίθουσα αναμονής είναι έρημη, θα έχουμε καθυστερήσεις'', η πόλη έμοιαζε με καταυλισμό περισσότερο - ''θα προσευχηθούμε'', έκανε, ''μπορεί κάτι να έχει συμβεί και δεν το μάθαμε'' - 


ΕΡΩΜΕΝΗ : .....ένα πρωί είναι η γαλήνη που τα θεωρείς όλα αθώα'', εμφανίζονται τακτικά τα γκρίζα παράθυρα που άγγιζε τελευταίες φορές ο Φόκνερ, γραφή που ενδιέφερε η ταφή μιας άλλης προηγούμενης, λιγότερο εκλεπτυσμένης
ΒΌΙΤΣΕΚ : .....καταφθάνει η αψεγάδιαστη καταιγίδα 
ΕΡΩΜΕΝΗ : .....ξέρω ότι ζητάω πολλά, αλλά ό,τι αντήχησε έμεινε πίσω στο βάθος του αόρατου προσκυνήματος
ΒΌΙΤΣΕΚ : ......πρέπει να συνεισφέρετε κι εσείς αλλοιώς θα αιωρείται το ανεκπλήρωτο - μπορείτε να μ' εμπιστευθείτε
ΕΡΩΜΕΝΗ : ......υπάρχει η ζωγραφισμένη έκφραση που μένει ανεξίτηλη σαν ερωτική πανουργία 
Β' ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ : .....όταν βλέπουμε κατά την θάλασσα αδειάζουμε απ' το βλέμμα που ακολούθησε μέχρι την συνομιλία των δέντρων [παύση]
Ο ΙΕΡΕΑΣ : .....αν χρειαστείτε ο,τιδήποτε χτυπήστε την πόρτα μου ελεύθερα, είμαι κι εγώ τυφλός που έχασε το σκυλί του, - τα βράδια αποκτούν ένα θόρυβο εκκωφαντικό από όσους σαρκώθηκαν πρόσφατα και δεν το μάθανε ακόμα[Σκοτάδι. Φως] 
[Ο Βόιτσεκ ανεβαίνει την αγχόνη]     
ΒΌΙΤΣΕΚ : .....δεν ήμουν πια εκείνος ή ακόμα ο σωσίας ενός άλλου με δάχτυλα αραχνιασμένα - τα τρένα έχουν δικές τους τροχιές απελπισίας - καθώς τελειώνουν οι πόλεις [μικρή παύση] έγκαιρη παράκαμψη ταχυδρομώντας ένα φάκελλο με το άρωμα που ήξερα - μιλώ μια γλώσσα φτωχή και άχαρη, συνήθως εσύ ανακαλύπτεις τα βήματά μου και τις σάρκες μου [πολύ φως]
Ο ΙΕΡΕΑΣ : ......αμήν! ....αποκρίθηκε - ο αναπόφευκτος θάνατος - το είδωλο που έχει τη φωνή του στοιχειωμένου - ευτυχισμένες μέρες για ωρισμένους


ΒΌΙΤΣΕΚ : ......για ωρισμένους - με σίδερο χάλυβα ψωμί από βρώμη χωρίς την προφητεία που ήξερα
Ο ΙΕΡΕΑΣ : .......χωρίς την προφητεία που ήξερες;;; - κι Αρμαγεδόνες, Γωγ και Μαγώγ λεπτή ειρωνεία της παράνοιας - οι Αργοναύτες μετουσιώθηκαν σε συνοδείες ξωτικών...
ΒΌΙΤΣΕΚ : .....είναι που ο ποιητής θα έρθει έφιππος με την θλιμμένη ομορφιά της λίμνης - ο πνιγμός είναι δικαίωμα στα χέρια του χορού [παύση]
Ο ΙΕΡΕΑΣ : .....πώς θα περάσουν την Νεκρά Θάλασσα τόσες νεκρολογίες - επιπλέουν ανάστατοι τυμπανισμένοι πεζοναύτες - ανύπαρχτος οίκτος 
ΒΌΙΤΣΕΚ : .....γιατί ;;;
Ο ΙΕΡΕΑΣ : .......εκεί στο μεταίχμιο ουρανού και γης ερωτοτρόπησε το απέραντο πλήθος των αγαλμάτων, οι πόρνες της Αποκάλυψης 
ΒΌΙΤΣΕΚ : ......δοξάζονται τώρα οι θρίαμβοι της κάθε ανυπαρξίας μυτεροί σαν βελόνες - σβήνουν τα πάντα, - θα σε θυμάμαι, Σώμά μου - το νήμα σου και το σχοινί με οδηγεί - η Μεγάλη Συνέχεια, πώς γεννιέται ο θρήνος και ο κοπετός 
Ο ΔΗΜΙΟΣ : .....δοξάζονται τώρα οι θρίαμβοι της κάθε ανυπαρξίας μυτεροί σαν βελόνες - σβήνουν τα πάντα, - θα σε θυμάμαι Σώμά μου - το νήμα σου και το σχοινί με οδηγεί - η Μεγάλη Συνέχεια - πώς γεννιέται ο θρήνος και ο κοπετός


ΒΌΙΤΣΕΚ : .....- οι Άγγελοι της Μεσημβρίας θα νικήσουν την Κοιλάδα των Σκιάχτρων τις Λέξεις που θάφτηκαν στη Λεωφόρο με τις Σημαίες 
Ο ΔΗΜΙΟΣ : ......-οι Άγγελοι της Μεσημβρίας θα νικήσουν την Κοιλάδα των Σκιάχτρων τις Λέξεις που θάφτηκαν στη Λεωφόρο με τις Σημαίες
ΒΌΙΤΣΕΚ : .....ποιοι χάσανε τα χέρια τους στο απέραντο πλήθος των Αγαλμάτων - η τελευταία φορά
Ο ΔΗΜΙΟΣ : ......ο αγγελιοφόρος θα μαρτυρήσει συνετά ποιος διέπραξε το φόνο στην Άγια Αναίρεση στην Αναίρεσή του στο Μηδέν, στο Μη Φως
[ο δήμιος περνάει τη θηλιά στο λαιμό του Βόιτσεκ. Σκοτάδι. Αυλαία]


ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


[Α]
.........................................................................................
Ο «Βόιτσεκ», αρχετυπικός ήρωας του 20ού αιώνα, γράφτηκε το 1836 από τον νεαρό Γερμανό ποιητή Μπίχνερ και βασίζεται στην πραγματική ιστορία ενός στρατιώτη στη Λιψία του 1821, που οδηγείται στην τρέλα λόγω περίεργων ιατρικών πειραμάτων στον στρατό και με αφορμή την απιστία της ερωμένης του Μαρίας. Καταλήγει να την δολοφονήσει, ακολουθεί μια πολύκροτη και πολυετής δίκη –πρώτη φορά εξετάζεται κατηγορούμενος από ψυχίατρο– κι ένας δημόσιος απαγχονισμός.
...................................................................................................
[από το πιο πάνω άρθρο]

Δημοσίευση σχολίου