Ο
βοναπαρτισμός είναι μία πολιτική ιδεολογία εμπνευσμένη από τη δράση του
αυτοκράτορα Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Με τη στενή έννοια του όρου, ο βοναπαρτισμός
επιδιώκει να τοποθετήσει ένα μέλος της οικογένειας του Ναπολέοντα στον
αυτοκρατορικό θρόνο της Γαλλίας. Υπό την ευρεία έννοια, οι βοναπαρτιστές είναι
υποστηρικτές ενός συγκεντρωτικού, αυταρχικού εθνικού κράτους, το οποίο, όμως,
βασίζεται στην τακτική διαβούλευση με το λαό μέσω δημοψηφισμάτων. Το σύστημα,
εν ολίγοις, εδράζεται στη σύντηξη των ελίτ και του λαού. Αυτές οι δύο όψεις,
όμως, μπορεί να είναι διακεκριμένες ή να είναι συνενωμένες...
Η πολιτική ιδέα του Ναπολέοντα Βοναπάρτη ήταν η
"Εξουσία μέσα στη Δημοκρατία", σε μια προσπάθεια σύνθεσης των
διαφορετικών ρευμάτων κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης. Έτσι, από τον
Γιακωβινισμό, δανείστηκε τον συγκεντρωτισμό ενός αυταρχικού κράτους όπου η
εξουσία αποκτάται με βία. Από τους ρεπουμπλικάνους, δανείστηκε την ιδέα της
άμεσης δημοκρατικής νομιμότητας. Από τους Ορλεανιστές, την ιδέα να στηρίζεται
σε μια ελίτ που μπορεί να συγχωνεύει την αστική τάξη και την παλιά
αριστοκρατία. Από τους legitimistes, τέλος, δανείστηκε την ιδέα της μοναδικής
εξουσίας του μονάρχη.
Υπό την παραπάνω οπτική, ο βοναπαρτισμός –σύμφωνα
με τον Rene Remond- είναι ένα από τα τρία ρεύματα της δεξιάς, καθώς αρνείται
την διαίρεση σε πολιτικά κόμματα προς χάριν της επιβεβαίωσης του μεγαλείου της
εθνικής ενότητας. Αντιτίθεται έτσι στο ταξικό μέτωπο των λογής «σοσιαλισμών»,
στις κομματικές μάχες του κοινοβουλευτισμού, στη λογοκρισία της ελευθεριακής
ορλεανικής ελίτ και στον αντιδραστικό αντιμοντερνισμό των legitimistes. Αυτή η
πολιτική ιδεολογία αξιοποιεί έναν δημοψηφισματικό ηγέτη (εν στολή) στον οποίο
οι περιστάσεις επιτρέπουν, να σώσει τη χώρα από την διάλυση –για την ακρίβεια
από την έλλειψη ενότητας- και να δημιουργήσει μία συγκεντρωτική εκτελεστική
εξουσία στα χέρια του που συνενώνει τις ελίτ σε μια ιεραρχική εξουσία.
Κάνοντας μία αναγωγή, θα λέγαμε ότι και στην
Ελλάδα σήμερα έχουμε έναν ιδιότυπο «ήπιο –αριστερό- βοναπαρτισμό» (bonapartisme
soft), όπου τονίζονται περισσότερο τα στοιχεία του γιακωβινισμού, δηλαδή του
πολιτικού συγκεντρωτισμού στο μέγαρο Μαξίμου και τον ηγέτη του. Δεν είναι
τυχαίο ότι το μέγαρο Μαξίμου δεν στηρίζεται σ’ ένα ισχυρό πολιτικό κόμμα ούτε
το θέλει. Η Κουμουνδούρου απλώς λειτουργεί ως επίφαση δημοκρατικής
νομιμοποίησης, χωρίς κάποιον σημαντικό πολιτικο-κοινωνικό ρόλο. Αντίθετα, η
συγκεντρωτική εξουσία του Μαξίμου επιδιώκει τη δημιουργία δικτύων στελεχών, τα
οποία στρατολογούνται μέσα από τις ελίτ, με βασικό κριτήριο να διάκεινται
φιλικά προς τον ηγέτη. Όχι, δεν έχουμε εν προκειμένω την άρνηση των κομμάτων
όπως στον αυθεντικό βοναπαρτισμό, αλλά μία διακοσμητική, νομιμοποιητική
λειτουργία τους.
Αυτό άραγε, έγινε κατόπιν σχεδίου; Ασφαλώς όχι. Το
καλοκαίρι του 2015, ο «αριστερός Δρόμος» με την πολιτική και επικοινωνιακή
έννοια του όρου, συνέτριψε τον μεταμοντέρνο «βοναπαρτισμό» της δεξιάς, που
βασιζόταν στην παντοκρατορία των μέσων μαζικής ενημέρωσης και του
χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, της αποκαλούμενης και «διαπλοκής»(δες και το
φαινόμενο Σαρκοζί στη Γαλλία). Το ΟΧΙ επικράτησε του ΝΑΙ. Όμως η αριστερά των
κινημάτων βγήκε ακρωτηριασμένη από αυτή τη νίκη που απεδείχθη πύρρειος. Όλες οι
εξουσίες συγκεντρώθηκαν πλέον στο Μαξίμου και στον ηγέτη που νίκησε στο δημοψήφισμα
–αν και δεν το ήθελε-, που επέβαλε τον επώδυνο συμβιβασμό του νέου μνημονίου
και ο οποίος νίκησε στις εθνικές εκλογές. Τώρα έπρεπε να κυβερνήσει, χωρίς
ουσιαστικά κόμμα, με μία νωπή εκλογική λαϊκή νομιμοποίηση και με μερικά έμπιστα
στελέχη.
Ο συγκεντρωτισμός ήταν πια μονόδρομος. Πολύ
περισσότερο όταν υποχρεώθηκε να περιχαρακωθεί εξ αιτίας της απίστευτης επίθεσης
που δέχθηκε από όλα σχεδόν τα μέσα ενημέρωσης που παραμένουν εξαρτημένα
ποικιλοτρόπως από την προηγούμενη εξουσία του λεγόμενου μεταμοντέρνου δεξιού
βοναπαρτισμού, του οποίου επιδιώκουν την παλινόρθωση. Τελικά, στο Μαξίμου
συγκεντρώνεται όλη η εξουσία, χωρίς κομματική στήριξη(εκούσια), χωρίς
επικοινωνιακή στήριξη (με εναγώνια προσπάθεια να διαμορφωθούν ερείσματα στον
Τύπο και την τηλεόραση, ενώ στα social media τα πράγματα είναι πιο καλά). Με
μόνη στήριξη την χαρισματική προσωπικότητα του ηγέτη, που ξεδιπλώνεται στις
αντιπαραθέσεις στο κοινοβούλιο (καρικατούρα των αντιπαραθέσεων
Κ.Καραμανλή-Α.Παπανδρέου), που ανανεώνει σε ρητορικό και συμβολικό επίπεδο το
σχίσμα αριστεράς-δεξιάς. Και ασφαλώς με την στήριξη -μέσω της ιδιότυπης σχέσης
εμπιστοσύνης που αναπτύχθηκε- από την Άγκελα Μέρκελ.
Τώρα, όμως, που φαίνεται ότι όλα βαίνουν καλώς, θα
ανέμενε κάποιος ότι θα επιχειρούνταν μία προσπάθεια ενίσχυσης του κόμματος και
αποκέντρωσης κάποιων έστω εξουσιών από το Μαξίμου. Αντ’ αυτού, επιχειρείται η
σύντηξη των ελίτ (νέων τεχνοκρατών) με το λαϊκό στοιχείο μέσα στους κοινωνικούς
θεσμούς. Πάντα με κέντρο αναφοράς το Μαξίμου. Διαμορφώνοντας έτσι τις συνθήκες ενός
ιδιότυπου «αριστερού» βοναπαρτισμού.
Τι διακρίνει τον δεξιό από τον αριστερό
βοναπαρτισμό; Ενώ κοινά στοιχεία τους είναι η συγκέντρωση της εξουσίας και η
απαξίωση των πολιτικών σχηματισμών καθώς και η σύντηξη των ελίτ και του λαϊκού
στοιχείου, ο δεξιός βοναπαρτισμός υιοθετεί ισχυρά τον αποκαλούμενο «δημοκρατικό
ελιτισμό», που δεν θεωρεί σπουδαίο το ζήτημα της συμμετοχής των πολιτών στις
επιλογές που αφορούν τη ζωή τους. Και τούτο γιατί θεωρείται ότι ο λαός ως
πολιτικό σώμα είναι «ανώριμος». Γι’ αυτό, αδήλως εκτιμάται πως η αποχή του
πληθυσμού, ή η εμπλοκή και αδρανοποίησή του μέσω εκβιαστικών διλημμάτων (π.χ.
μνημόνιο ή χρεοκοπία) είναι ένας ουσιώδης παράγοντας για την ορθή και σταθερή
λειτουργία του συστήματος.
Με δύο λόγια οι ελιτίστικες θεωρίες στηρίζονται σε
δύο βασικές υποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες κάθε πληθυσμός-μάζα είναι στην
πραγματικότητα ανίκανος και κατά δεύτερον εξημμένος και χωρίς συνοχή και
κανόνες, τείνοντας να καταστρέψει είτε το πολιτικό σύστημα είτε την κοινωνία!
Για να επιτύχει η συνταγή του δεξιού «ήπιου βοναπαρτισμού» ενισχύεται η
δοσολογία του «ελιτισμού», ο έλεγχος των μέσων μαζικής ενημέρωσης καθώς και η
κυριαρχία επί της πνευματικής παραγωγής, που επιτρέπουν τον αποπροσανατολισμό
και εντέλει την πολιτική χειραγώγηση. Γι’ αυτό ο έλεγχος στη λειτουργία των ΜΜΕ
είναι καίριας σημασίας.
Όμως, τι δουλειά έχει η αριστερά και δη η αριστερά
των κινημάτων στο στρατόπεδο του Ναπολέοντα Βοναπάρτη (κατ’ άλλους του ανιψιού
του, Λουδοβίκου Βοναπάρτη); Αλλιώς, τι δουλειά έχει η αλεπού στο παζάρι; Από
την πίεση της ιστορικής ανάγκης μπορεί να ισχυριστεί κάποιος. Τώρα, όμως, που η
πίεση έχει αρχίσει να εκλείπει γιατί δεν εγκαταλείπεται η αυταρχική –και εν
πολλοίς δεξιά- βοναπαρτίστικη (προσωποπαγής) αντίληψη υπέρ της ενίσχυσης της
δημοκρατίας και της ενεργού λαϊκής συμμετοχής; Ποια σχέση έχει η «αριστερά» του
«ήπιου βοναπαρτισμού» με την αριστερά των κινημάτων και του δρόμου;
Απολύτως, καμία. Η αριστερά δεν μπορεί γίνει μία
«αριστερά των ΜΚΟ» ούτε να παίζει στο γήπεδο της δεξιάς, δηλαδή στο πεδίο των
ΜΜΕ όπου κυριαρχεί ο δεξιός λόγος των οργανικών διανοουμένων της συντήρησης.
Ούτε η αριστερά θα μπορέσει να επιβληθεί για πολύ σε μία μόνο χώρα. Το έχει πει
εδώ και καιρό ο βολιβιανός πολιτικός και διανοούμενος Αλβάρο Γκαρσία Μοράλες.
Ήδη η περίφημη «χρυσή και ενάρετη δεκαετία στη Λατινική Αμερική» τείνει να
χαθεί και όχι μόνο από την επίθεση της αυτοκρατορίας αλλά και από τα σημαντικά
λάθη της ίδιας της αριστεράς.
Ο Λινέρα έλεγε ότι η πολιτική ανατροπή
επισυμβαίνει όχι μόνο όταν αλλάζει η εκτελεστική εξουσία, αλλά και όταν
διαφοροποιείται η κοινωνική προέλευση και το κοινωνικό περιεχόμενό της. Το θέμα
δηλαδή δεν είναι αν έχεις την κυβέρνηση και όχι την εξουσία, αλλά να ξέρεις τι
να κάνεις την εξουσία. «Έχουμε επανάσταση, όταν μεταβάλλεται η ταξική σύσταση
των Κοινοβουλίων, όταν τροποποιείται ο δημοκρατικός τρόπος λήψης αποφάσεων...
Έχουμε επανάσταση όταν η πειθαρχία, η συμβολική τάξη, η διδασκαλία στα
εκπαιδευτικά κέντρα τροποποιούνται και μετασχηματίζονται», γράφει ο Λινέρα.
Δεν έχουμε, λοιπόν, αλλαγή όταν έχουμε και πάλι
τις ελίτ στην εξουσία. Δεν έχουμε, προπάντων αλλαγή, όταν δεν αλλάζει η
συμβολική τάξη, δηλαδή ο πρακτικός, καθημερινός πολιτισμός που διέπει τις
σχέσεις, τη συμπεριφορά μας, τη ζωή μας, τον τρόπο που ενσωματώνουμε τους
περιορισμούς και τους επιβεβλημένους κανόνες. Δεν έχουμε αλλαγή όταν δεν
αλλάζει ο τρόπος σκέψης μας, όταν δεν επαναξιώνονται οι αρχές και οι χαρές της
συλλογικότητας, του κοινοτισμού, της αυτοδιαχείρισης. Για να συμβεί, λοιπόν, η
αλλαγή απαιτούνται λαϊκά κινήματα, που δεν θα λειτουργούν σαν αποστειρωμένες Μη
Κυβερνητικές Οργανώσεις, αλλά οι οποίες μέσα στην πολιτική δράση θα αναπτύσσουν
την «ποίησή» τους, τη δημιουργία δηλαδή νέων σχέσεων και τρόπων, την αλλαγή
ολόκληρου του τρόπου ζωής μας, αλλαγή του συσχετισμού των αξιών μας, επιστροφή
στο Εμείς και την συν-πάθεια αλλά και την απομείωση των ναρκισσισμών και της
Εγω-πάθειάς μας.
Αυτά σημαίνουν τη δημιουργία ενός νέου πολιτισμού,
στον οποίο θα εντάσσεται και η πολιτική και αντιστρόφως.
Πηγή: artinews.gr
Δημοσίευση σχολίου