ο keynes δεν ήταν καινοτόμος και πρωτοπόρος νέων μεθόδων διαχείρισης οικονομικών υποθέσεων. η συμβολή του συνίστατο στην παροχή μιας προφανούς δικαιολογίας για τις πολιτικές που ήταν δημοφιλείς μεταξύ των κυβερνήσεων, παρά το γεγονός ότι όλοι οι οικονομολόγοι τις θεωρούσαν καταστροφικές.
Το άρθρο αρχικά
δημοσιεύθηκε στο «The Freeman», 30 Οκτωβρίου 1950, και ανατυπώνεται στο Planning
for Freedom σελ 64. Κάθε ομοιότητα με σημερινά γεγονότα δεν είναι
τυχαία. Είναι απλά οι νόμοι της οικονομίας.
Η κύρια συμβολή του Keynes δεν έγκειται στην ανάπτυξη νέων ιδεών αλλά στην
«φυγή από τις παλιές», όπως δήλωσε ο ίδιος στον πρόλογο του βιβλίου του «Γενική
Θεωρία». Οι Κεϋνσιανοί, λένε ότι το αθάνατο επίτευγμά του, συνίσταται στην
αντιπαράθεση του με το θεώρημα που είναι γνωστό ως «ο νόμος των αγορών του
Say». Η απόρριψη αυτού του νόμου, δηλώνουν, είναι η ουσία όλων των διδαχών του
Keynes. Όλες οι άλλες προτάσεις του, ακολουθούν την λογική αναγκαιότητα αυτού
του θεμελιώδους νοήματος. Θα καταρρεύσουν εάν μπορεί να αποδειχθεί εσφαλμένη η
επίθεση του στο νόμο του Say.
Τώρα, είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι ο
λεγόμενος νόμος του Say σχεδιάστηκε καταρχήν για να αντικρούσει τα δημοφιλή
δόγματα που διαρκούσαν αιώνες πριν την ανάπτυξη των οικονομικών ως κλάδου της
ανθρώπινης γνώσης. Δεν ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της νέας επιστήμης των
οικονομικών, όπως τα δίδαξαν οι κλασικοί οικονομολόγοι. Ήταν μάλλον μια
προκαταρκτική σκέψη – μια επίδειξη και συνεπακόλουθη απομάκρυνση, αλλοιωμένων
και αβάσιμων ιδεών, οι οποίες κρατούσαν στο σκοτάδι τον ανθρώπινο νου και
αποτελούσαν σοβαρό εμπόδιο σε μια εύλογη ανάλυση των οικονομικών συνθηκών.
Ο
νόμος του Say
Όποτε οι επιχειρήσεις πήγαιναν στραβά, ο μέσος έμπορος
είχε δύο εξηγήσεις: το κακό προκλήθηκε από έλλειψη χρημάτων και από γενική
υπερπαραγωγή. Ο Αdam Smith, σε ένα διάσημο απόσπασμα στο βιβλίο «Πλούτος των
Εθνών», αποκάλυψε τον πρώτο από αυτούς τους μύθους. Ο Say, αφιερώθηκε κυρίως σε
μια διεξοδική απόρριψη του δεύτερου.
Όσο ένα ορισμένο πράγμα εξακολουθεί να είναι ένα
οικονομικό αγαθό και όχι ένα «ελεύθερο αγαθό», η προσφορά του δεν είναι,
φυσικά, απολύτως άφθονη. Εξακολουθούν να υπάρχουν ακάλυπτες ανάγκες/επιθυμίες
που θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν με μεγαλύτερη προσφορά του σχετικού αγαθού
για αυτές τις ανάγκες/επιθυμίες. Υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που θα ικανοποιηθούν
να πάρουν περισσότερο από αυτό το αγαθό από ό, τι πραγματικά παίρνουν. Όσον
αφορά τα οικονομικά αγαθά, δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει απόλυτη υπερπαραγωγή.
(Και τα οικονομικά ασχολούνται μόνο με οικονομικά αγαθά, όχι με ελεύθερα αγαθά,
όπως ο αέρας που δεν αποτελεί αντικείμενο σκόπιμης ανθρώπινης δράσης. Ως εκ
τούτου δεν παράγονται και όποια χρήση όρων όπως υποπαραγωγή η
υπερπαραγωγή, είναι κενή νοήματος).
Ανταλλαγή
αγαθών με κοινόχρηστο ανταλλακτικό μέσο
Όσον αφορά τα οικονομικά αγαθά, μπορεί να υπάρξει μόνο
σχετική υπερπαραγωγή. Ενώ οι καταναλωτές ζητούν καθορισμένες ποσότητες
πουκάμισων και παπουτσιών, οι επιχειρήσεις έχουν παραγάγει, για παράδειγμα,
μεγαλύτερη ποσότητα υποδημάτων και μικρότερη ποσότητα πουκάμισων. Δεν πρόκειται
για γενική υπερπαραγωγή όλων των προϊόντων. Για την υπερπαραγωγή των παπουτσιών
αντιστοιχεί υποπαραγωγή των πουκάμισων. Συνεπώς, το αποτέλεσμα δεν μπορεί να
είναι γενική ύφεση όλων των κλάδων των επιχειρήσεων. Το αποτέλεσμα είναι μια
αλλαγή στη σχέση ανταλλαγής μεταξύ παπουτσιών και πουκάμισων. Εάν, για
παράδειγμα, προηγουμένως ένα ζευγάρι παπούτσια μπορούσε να αγοράσει τέσσερα
πουκάμισα, τώρα αγοράζει μόνο τρία πουκάμισα. Ενώ οι δουλειές πάνε άσχημα για
τους υποδηματοποιούς, είναι καλές για τους κατασκευαστές πουκαμίσων. Οι
προσπάθειες να επεξηγηθεί μια γενική ύφεση του εμπορίου με αναφορά σε μια
φερόμενη γενική υπερπαραγωγή, είναι επομένως εσφαλμένες.
Τα εμπορεύματα, λέει ο Say, τελικά πληρώνονται όχι για
χρήματα, αλλά για άλλα αγαθά. Το χρήμα είναι απλώς το κοινόχρηστο μέσο
ανταλλαγής. παίζει μόνο ενδιάμεσο ρόλο. Αυτό που ο πωλητής θέλει τελικά να
λάβει σε αντάλλαγμα για τα εμπορεύματα που πωλούνται είναι άλλα εμπορεύματα.
Η
παραγωγή ενός εκάστου, αποτελεί και την ζήτηση του για την παραγωγή άλλων
ανθρώπων
Κάθε παραγόμενο εμπόρευμα είναι επομένως μια τιμή, για
άλλα παραγόμενα εμπορεύματα. Η κατάσταση του παραγωγού οποιουδήποτε
εμπορεύματος βελτιώνεται από οποιαδήποτε αύξηση της παραγωγής άλλων
εμπορευμάτων. Αυτό που μπορεί να βλάψει τα συμφέροντα του παραγωγού ενός
ορισμένου εμπορεύματος είναι η αποτυχία του να προβλέψει σωστά την κατάσταση
της αγοράς. Έχει υπερεκτιμήσει τη ζήτηση του καταναλωτικού κοινού για το αγαθό
του και υποτίμησε τη ζήτηση για άλλα προϊόντα. Οι καταναλωτές δεν χρειάζονται
έναν τέτοιο επιχειρηματία, αγοράζουν τα προϊόντα του μόνο σε τιμές που τον
κάνουν να υποστεί ζημίες και τον αναγκάζουν, αν δεν διορθώσει εγκαίρως τα λάθη
του, να βγει από την αγορά.
Από την άλλη πλευρά, εκείνοι οι επιχειρηματίες που
κατάφεραν καλύτερα να προβλέψουν τη δημόσια καταναλωτική ζήτηση, αποκομίζουν
κέρδη και είναι σε θέση να επεκτείνουν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες.
Αυτό, μας λέει ο Say, είναι η αλήθεια πίσω από τις συγκεχυμένες υποθέσεις των
επιχειρηματιών, πως η κύρια δυσκολία δεν είναι η παραγωγή αλλά η πώληση. Θα
ήταν πιο ενδεδειγμένο να πούμε ότι το πρώτο και κύριο πρόβλημα των
επιχειρήσεων, είναι το εξής: να παράγουν με τον καλύτερο και φθηνότερο τρόπο,
εκείνα τα εμπορεύματα που θα ικανοποιήσουν τις πιο επείγουσες από τις μη
ικανοποιημένες ανάγκες του καταναλωτικού κοινού.
Ανεπαρκείς
επιχειρηματίες
Έτσι, ο Adam Smith και ο Say, κατεδάφισαν την παλαιότερη
και πιο αφελή ερμηνεία του επιχειρηματικού κύκλου, όπως αυτή προέκυπτε από τις
δημοφιλείς συναισθηματικές εκρήξεις των αναποτελεσματικών εμπόρων. Είναι
αλήθεια ότι το επίτευγμά τους ήταν απλώς αρνητικό. Εξέθρεψαν την πεποίθηση ότι
η επανεμφάνιση περιόδων αναδουλειάς προκαλούταν από έλλειψη χρημάτων και από
γενική υπερπαραγωγή. Αλλά οι Smith και Say δεν μας έδωσαν μια επεξηγηματική
θεωρία του επιχειρηματικού κύκλου. Η πρώτη εξήγηση αυτού του φαινομένου δόθηκε
πολύ αργότερα από τους οικονομολόγους του British Currency School.
Οι σημαντικές συνεισφορές των Smith και Say δεν ήταν
εντελώς νέες και πρωτότυπες. Η ιστορία της οικονομικής σκέψης μπορεί να
εντοπίσει ορισμένα βασικά σημεία της συλλογιστικής τους σε παλαιότερους
συγγραφείς. Αυτό με κανέναν τρόπο δεν μειώνει την αξία των Smith και Say. Ήταν
οι πρώτοι που αντιμετώπισαν με συστηματικό τρόπο το θέμα και εφάρμοζαν τα
συμπεράσματά τους στο πρόβλημα των οικονομικών υφέσεων. Ήταν επομένως και ο
πρώτοι εναντίον των οποίων οι υποστηρικτές του αναληθούς λαϊκού δόγματος,
έστρεψαν τις βίαιες επιθέσεις τους. Ο Sismondi και ο Malthus επέλεξαν τον Say
ως στόχο των εμπαθών βελών τους, όταν προσπάθησαν – μάταια – να διασώσουν τις
αναξιόπιστες διαδεδομένες προκαταλήψεις.
Οικονομολόγοι
και αντι-οικονομολόγοι
Ο Say αναδείχτηκε νικητής στην αντιπαράθεση με τους
Malthus και Sismondi. Απέδειξε την θεωρία του, ενώ οι αντίπαλοί του δεν
μπορούσαν να αποδείξουν τη δική τους. Από εκεί και πέρα, κατά τη διάρκεια
ολόκληρου του υπόλοιπου δέκατου ένατου αιώνα, η αναγνώριση της αλήθειας που
περιέχεται στο νόμο του Say ήταν το διακριτικό σήμα ενός οικονομολόγου. Οι
συγγραφείς και οι πολιτικοί που ανέφεραν την υποτιθέμενη έλλειψη χρημάτων ως
υπεύθυνη για όλα τα δεινά και υποστήριζαν τον νομισματικό πληθωρισμό, ως
πανάκεια, δεν θεωρούνταν πλέον οικονομολόγοι, αλλά παλαβοί.
Ο αγώνας μεταξύ των υποστηρικτών του υγιούς χρήματος και
των υποστηρικτών της νομισματικής επέκτασης συνεχίστηκε για πολλές δεκαετίες. Αλλά
δεν θεωρούταν πλέον ως διαμάχη μεταξύ διάφορων σχολών οικονομολόγων. Θεωρούταν
ως σύγκρουση μεταξύ οικονομολόγων και αντι-οικονομολόγων, μεταξύ λογικών
ανθρώπων και φανατικών ζηλωτών. Όταν όλες οι πολιτισμένες χώρες υιοθέτησαν τον
χρυσό κανόνα ή τον κανόνα του χρυσού συναλλάγματος, το δόγμα των πληθωριστών
φάνηκε να χάθηκε για πάντα.
Ο κλάδος των οικονομικών, δεν αρκέστηκε σε αυτά που
είχαν διδάξει οι Smith και Say σχετικά με τα εν λόγω προβλήματα. Ανέπτυξαν ένα
ολοκληρωμένο σύστημα θεωρημάτων που κατέδειξε με ακρίβεια τον παραλογισμό των
σοφισμών των υποστηρικτών της νομισματικής επέκτασης. Παρουσίαζαν λεπτομερώς
τις αναπόφευκτες συνέπειες της αύξησης της ποσότητας χρήματος και της
πιστωτικής επέκτασης. Επεξεργάστηκαν τη νομισματική και πιστωτική θεωρία του
επιχειρηματικού κύκλου, η οποία κατέδειξε με σαφήνεια πώς η επανάληψη των
υφέσεων στις οικονομίες, προκαλείται από τις επανειλημμένες προσπάθειες
«τόνωσης» των επιχειρήσεων μέσω της πιστωτικής επέκτασης.
Επίπλαστη
ευμάρεια και πολιτικοί τυχοδιώκτες
Έτσι, αποδείχθηκε με ακρίβεια ότι η ύφεση, δεν ήταν
αποτέλεσμα ανεπαρκούς προσφοράς χρήματος, όπως υποστήριζαν οι οπαδοί της
πιστωτικής επέκτασης. Αντιθέτως, ήταν μοιραία έκβαση των προσπαθειών για την
άρση μιας τέτοιας, φερόμενης, έλλειψης χρημάτων μέσω της πιστωτικής επέκτασης.
Οι οικονομολόγοι δεν αμφισβήτησαν το γεγονός ότι η
πιστωτική επέκταση στο αρχικό της στάδιο δημιουργεί επιχειρηματική άνθιση. Αλλά
επεσήμαναν πως μια τέτοια φαντασιακή άνθιση, αναπόφευκτα θα καταρρεύσει μετά
από λίγο και θα προκαλέσει γενικευμένη οικονομική ύφεση. Αυτή η παρουσίαση,
μπορούσε να προσελκύσει πολιτικούς που προτίθεντο να προωθήσουν τη διαρκή
ευημερία του έθνους τους. Δεν μπορούσε να προσελκύσει δημαγωγούς που δεν
ενδιαφέρονταν παρά μόνο για την επιτυχία της επικείμενης εκλογικής θητείας και
δεν είχαν καμία ανησυχία για το τι θα συμβεί αύριο.
Αλλά ακριβώς αυτοί οι άνθρωποι έχουν γίνει υπέρτατοι
στην πολιτική ζωή αυτής της εποχής των πολέμων και των επαναστάσεων. Σε
αντίθεση με όλες τις διδασκαλίες των οικονομολόγων, η αλόγιστη αύξηση της
ποσότητας χρήματος και η πιστωτική επέκταση, έχουν αναδειχθεί σε κύρια αρχή της
οικονομικής πολιτικής.
Σχεδόν όλες οι κυβερνήσεις είναι τώρα αφοσιωμένες σε
απερίσκεπτες δαπάνες και χρηματοδοτούν τα ελλείμματά τους με την έκδοση
πρόσθετων ποσοτήτων ακάλυπτου χρήματος και με απεριόριστη πιστωτική επέκταση.
Απολογητής
καταστροφικών πολιτικών
Οι μεγάλοι οικονομολόγοι ήταν πρόδρομοι νέων ιδεών. Οι
οικονομικές πολιτικές που πρότειναν ήταν σε αντίθεση με τις πολιτικές που
εφαρμόζουν οι σύγχρονες κυβερνήσεις και τα πολιτικά κόμματα. Κατά κανόνα, πολλά
χρόνια, ακόμη και δεκαετίες, περνούσαν πριν η κοινή γνώμη αποδεχτεί τις νέες
ιδέες των οικονομολόγων. Κατόπιν γινόταν οι απαιτούμενες αντίστοιχες αλλαγές
στις πολιτικές.
Τα πράγματα όμως, ήταν διαφορετικά με τα «νέα
οικονομικά» του Λόρδου Keynes. Οι πολιτικές που υποστήριζε ήταν ακριβώς αυτές
που σχεδόν όλες οι κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένων των Βρετανών, είχαν ήδη
υιοθετήσει πολλά χρόνια πριν δημοσιευθεί το βιβλίο του η «Γενική Θεωρία». Ο
Keynes δεν ήταν καινοτόμος και πρωτοπόρος νέων μεθόδων διαχείρισης οικονομικών
υποθέσεων. Η συμβολή του συνίστατο στην παροχή μιας προφανούς δικαιολογίας για
τις πολιτικές που ήταν δημοφιλείς μεταξύ των κυβερνήσεων, παρά το γεγονός ότι
όλοι οι οικονομολόγοι τις θεωρούσαν καταστροφικές. Το επίτευγμά του ήταν η
δικαιολόγηση των πολιτικών που εφαρμόζονταν ήδη. Δεν ήταν «επαναστάτης», όπως
τον αποκάλεσαν μερικοί από τους υποστηρικτές του. Η «Κεϋνσιανή επανάσταση»
έλαβε χώρα πολύ πριν την εγκρίνει ο Keynes. Αυτός απλά δημιούργησε μια
ψευδο-επιστημονική αιτιολόγηση για όσα ήδη συνέβαιναν.
Αυτό εξηγεί τη γρήγορη επιτυχία του βιβλίου του. Τον
δέχτηκαν με ενθουσιασμό οι κυβερνήσεις και τα κυβερνώντα πολιτικά κόμματα.
Ειδικά, ενθουσιασμένοι ήταν ένας νέος τύπος ιντελιγκέντσιας, οι «κυβερνητικοί
οικονομολόγοι». Είχαν βάρος στη συνείδηση τους. Γνώριζαν το γεγονός ότι
εφάρμοζαν πολιτικές που όλοι οι οικονομολόγοι καταδίκαζαν ως αντίθετες προς το
σκοπό των οικονομικών επιστημών και ήταν καταστροφικές. Τώρα ένιωθαν
ανακουφισμένοι. Τα «νέα οικονομικά» επανέφεραν την ηθική ισορροπία για τη
συνείδηση τους. Σήμερα δεν φοβούνται πλέον να είναι διαχειριστές κακών
πολιτικών. Δοξάζουν τον εαυτό τους. Είναι οι προφήτες της νέας θρησκευτικής
πίστης.
Ανεπαρκείς
παμπάλαιοι σοφισμοί
Τα υπερβολικά κοσμητικά επίθετα που οι εν λόγω θαυμαστές
έχουν αποδώσει στο έργο του Keynes, δεν αποκρύπτουν το γεγονός ότι ο Keynes δεν
αντέκρουσε το νόμο του Say. Τον αντέκρουσε συναισθηματικά, αλλά δεν πρόβαλε
ούτε ένα ισχυρό επιχείρημα για να ακυρώσει το σκεπτικό του.
Ούτε ο Keynes προσπάθησε να αντικρούσει με διδακτική
λογική τις διδασκαλίες των σύγχρονων οικονομικών. Επέλεξε να τα αγνοήσει, αυτό
ήταν όλο. Ποτέ δεν βρήκε κανένα λόγο σοβαρής κριτικής κατά του θεωρήματος ότι η
αύξηση της ποσότητας των χρημάτων δεν μπορεί να επηρεάσει τίποτε άλλο παρά
αφενός να ευνοήσει κάποιες ομάδες εις βάρος άλλων ομάδων και αφετέρου να
προωθήσει το κεφάλαιο σε κακές επενδύσεις και αποσυσσώρευση. Ήταν απόλυτα
χαμένος όταν κλήθηκε να παραθέσει οποιοδήποτε βάσιμο επιχείρημα για να καταρρίψει
τη νομισματική θεωρία του επιχειρηματικού κύκλου. Το μόνο που έκανε ήταν να
αναζωογονήσει τα αυτοαναιρούμενα δόγματα των διαφόρων αιρέσεων της «σωτηρίας»
μέσω εκτύπωσης χρήματος.
Δεν πρόσθεσε τίποτα στις κενές εικασίες των προκατόχων
του, από την παλιά σχολή του Birmingham, μέχρι τον Silvio Gesell. Απλώς
μετάφρασε τα σοφίσματα τους – εκατοντάδες φορές διαψευσμένα – στην
αμφισβητούμενη γλώσσα των μαθηματικών οικονομικών. Προσπέρασε σιωπηλά όλες τις
ενστάσεις που έκαναν οικονομολόγοι όπως ο Jevons, ο Walras και ο Wicksell – για
να αναφέρουμε μόνο λίγους – εναντίον των πληθωριστικών δοξασιών.
«Νομισματική σωτηρία»
Είναι το ίδιο με τους μαθητές του. Θεωρούν ότι
ονομάζοντας «όσους αποτυγχάνουν να θαυμάσουν την μεγαλοφυΐα του Keynes» ως
«dullard» ή «narrow-minded fanatic». Είναι ένα υποκατάστατο για υγιή οικονομική
λογική. Πιστεύουν ότι έχουν αποδείξει την θέση τους απορρίπτοντας τους
αντιπάλους τους ως «ορθόδοξους» ή «νεοκλασικούς». Αποκαλύπτουν τη μέγιστη
άγνοια τους θεωρώντας πως το δόγμα τους είναι σωστό επειδή είναι νέο.
Στην πραγματικότητα, η «σωτηρία» μέσω του νομισματικού
πληθωρισμού, είναι η παλαιότερη από όλες τις οικονομικές πλάνες. Ήταν πολύ
δημοφιλής πολύ πριν από τις ημέρες των Smith, Say και Ricardo. Η διδασκαλία των
Κεϋνσιανών δεν μπορεί να προωθήσει οποιαδήποτε άλλη αντίθεση σε αυτούς τους
οικονομολόγους, πέραν του ότι είναι παλιοί.
Οι
συνέπειες του Κεϋνσιανισμού είναι αναπόφευκτες
Η επιτυχία του Κεϋνσιανισμού οφείλεται στο γεγονός ότι
παρέχει μια προφανή αιτιολόγηση για τις πολιτικές των «σύγχρονων κυβερνήσεων»
που αφορούν τις «ελλειμματικές δαπάνες». Είναι η ψευδο-φιλοσοφία εκείνων που
δεν μπορούν να σκεφτούν τίποτα άλλο από το να λεηλατηθούν τα κεφάλαια που
συσσωρεύθηκαν από τις προηγούμενες γενιές.
Ωστόσο, καμία απόχρωση συγγραφέων, όσο λαμπρή και
εξελιγμένη και να είναι, δεν μπορεί να αλλάξει τους μακροχρόνιους οικονομικούς
νόμους. Υπάρχουν, λειτουργούν και φροντίζουν τον εαυτό τους. Παρά τις
παθιασμένες φραστικές εξαγγελίες των «οικονομολόγων» – κυβερνητικών εκπροσώπων,
οι αναπόφευκτες συνέπειες της νομισματικής επέκτασης, όπως αποτυπώνονται από
τους «ορθόδοξους» οικονομολόγους, θα έρθουν. Και τότε, πολύ αργά πράγματι,
ακόμη και οι απλοί άνθρωποι θα ανακαλύψουν ότι ο Keynes δεν μας δίδαξε το
«θαύμα» … πως να μετατρέψουμε μια πέτρα σε ψωμί, αλλά την καθόλου θαυματουργή
διαδικασία της κατανάλωσης και εξαφάνισης των υπαρχόντων πόρων.
Ludwig von Mises –
1950
Δημοσίευση σχολίου