Απροετοίμαστη έναντι των νέων δυσμενών δεδομένων που δημιουργεί η Άγκυρα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκεται η ελληνική κυβέρνηση. Μετά το περιστατικό της σύλληψης των δύο Ελλήνων στρατιωτικών στον Έβρο και τον τρόπο με τον οποίο φαίνεται ότι το αξιοποιεί η Άγκυρα, η ελληνική κυβέρνηση αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι τα ελληνοτουρκικά εισέρχονται σε φάση παρατεταμένης έντασης, γεγονός που επιβάλλει την αναζήτηση τρόπων αντίδρασης. 

Παρά τις συνεχείς, στρατιωτικού τύπου προκλήσεις (πτήσεις και πλόες σε ελληνικά χωρικά ύδατα και εναέριο χώρο), τη δέσμευση περιοχών για ασκήσεις που εξαφανίζουν ελληνικά νησιά (Καστελόριζο) ή δημιουργούν σοβαρά προβλήματα ναυσιπλοΐας στο κεντρικό Αιγαίο και τις λεκτικές βολές με δηλώσεις Τούρκων κυβερνητικών αξιωματούχων που αμφισβητούν ελληνική κυριαρχία επί νησιών και νησίδων στο Αιγαίο, ο συναγερμός για την ελληνική κυβέρνηση χτύπησε με το επεισόδιο στον Έβρο.

Στην Αθήνα έμπειροι διπλωμάτες εκτιμούν – εκτιμήσεις που συμμερίζονται και στην κυβέρνηση – ότι οι δύο Έλληνες στρατιωτικοί θα παραμείνουν «όμηροι» στα χέρια των τουρκικών αρχών για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όπως «στοιχηματίζουν» οι ίδιοι κύκλοι, ο Ερντογάν αποκλείεται να επιτρέψει την ολοκλήρωση της δικαστικής διαδικασίας πριν από τις προεδρικές εκλογές, από τις οποίες αναμένει και την τυπική επιβεβαίωση της παντοκρατορίας του στην Τουρκία. 

Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τα ισχύοντα στην Τουρκία, οι δύο Έλληνες στρατιωτικοί, αν φτάσουν στο δικαστήριο με την κατηγορία της παράνομης εισόδου σε στρατιωτική περιοχή, αντιμετωπίζουν ποινή δύο έως πέντε χρόνων. Αν η ποινή είναι μέχρι δύο χρόνια – αυτό είναι το αισιόδοξο σενάριο – μπορεί να τύχουν της «ευεργεσίας» της αναστολής της ποινής και να επιστρέψουν στην Ελλάδα. 

Με ποινή από δύο χρόνια και πάνω οι δύο στρατιωτικοί θα οδηγηθούν στις τουρκικές φυλακές. Στην περίπτωση, μάλιστα, που αντιμετωπίσουν κατηγορίες για κατασκοπεία και κριθούν ένοχοι, η ποινή που αντιμετωπίζουν είναι είκοσι χρόνια...
Με βάση αυτά τα δεδομένα γίνεται αντιληπτό στην ελληνική κυβέρνηση ότι η Άγκυρα έχει στα χέρια της ένα μοχλό άσκησης πίεσης στις εσωτερικές ελληνικές πολιτικές εξελίξεις, τον οποίο δεν θα αφήσει εύκολα και ίσως, μάλιστα, επιχειρήσει να τον χρησιμοποιήσει σε ευαίσθητες (πολιτικά - προεκλογικά) στιγμές.

Πάγια τακτική η ομηρεία
Την τακτική της ομηρείας, άλλωστε, η Άγκυρα τη χρησιμοποιεί συστηματικά τα τελευταία δύο χρόνια με συλλήψεις ξένων υπηκόων, οι οποίοι γίνονται αντικείμενο διαπραγμάτευσης της Τουρκίας με τις κυβερνήσεις των χωρών τους. To «Foreign Policy» σε άρθρο του επισημαίνει ότι «η πρακτική των ομήρων έχει γίνει ένα από τα πιο πιεστικά προβλήματα στις σχέσεις μεταξύ της Άγκυρας και των δυτικών συμμάχων της. Είναι κάτι που ο καθένας ξέρει ότι συμβαίνει, αλλά οι πολιτικοί ηγέτες και διπλωμάτες διστάζουν να το πουν με το όνομά του».

Η πιο πρόσφατη υπόθεση αφορά τον Γερμανοτούρκο δημοσιογράφο Ντενίζ Γιουτσέλ, ο οποίος συνελήφθη στην Τουρκία τον Φεβρουάριο του 2017 με την κατηγορία της «προπαγάνδας υπέρ τρομοκρατικής οργάνωσης». Ο Γιουτσέλ, ανταποκριτής της «Die Welt», γνωστός για τη δημοσιογραφική του άποψη σχετικά με το κλίμα καταστολής στην Τουρκία, είχε γράψει άρθρα κατά του υπουργού Ενέργειας Μπεράτ Αλμπαϊράκ, γαμπρού του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

Ο Γιουτσέλ πέρασε περισσότερο από έναν χρόνο στη φυλακή, το μεγαλύτερο διάστημα στην απομόνωση, και, όταν απελευθερώθηκε με εγγύηση στις 16 Φεβρουαρίου, έφυγε τρέχοντας από τη χώρα. Η απελευθέρωση του Γιουτσέλ προκάλεσε το ερώτημα μέσα στη Γερμανία για το τι έδωσε η κυβέρνηση για να πάρει από την Τουρκία την απελευθέρωσή του. Ο ίδιος είχε εκφράσει την αντίθεσή του σε οποιαδήποτε «βρώμικη διαπραγμάτευση» της Γερμανίας για να τον απελευθερώσει.

Μήπως η γερμανική κυβέρνηση εκμεταλλεύτηκε με επιτυχία την απειλή της αναστολής των πωλήσεων όπλων στην Άγκυρα; ®
Ή μήπως δέχτηκε τα τουρκικά αιτήματα για τις πωλήσεις όπλων για να απελευθερώσουν έναν δημοσιογράφο; ®

Όποια και αν είναι η αλήθεια, δεδομένο είναι το ότι η Γερμανία αναγκάστηκε να διεξαγάγει εκ των πραγμάτων «διαπραγματεύσεις ομήρων» με χώρα - σύμμαχο στο ΝΑΤΟ.
Δεν είναι όμως μόνο ο Γερμανός δημοσιογράφος που δοκίμασε το δικαστικό σύστημα της Τουρκίας. Οι τύχες πολλών Αμερικανών που βρίσκονται υπό τουρκική κράτηση έχουν γίνει αντικείμενο απαιτήσεων από την τουρκική κυβέρνηση. Η πιο γνωστή περίπτωση είναι ο Άντριου Μπράνσον, ένας ευαγγελιστής (δόγμα του Τραμπ) πάστορας που ζούσε στην Τουρκία για δύο δεκαετίες, λειτουργούσε σε μια μικρή ευαγγελική εκκλησία στη Σμύρνη και συνελήφθη τον Οκτώβριο του 2016 με ασαφείς κατηγορίες περί συμμετοχής στην απόπειρα πραξικοπήματος του Ιουλίου του 2016. Παραμένει στη φυλακή εδώ κι έναν χρόνο.

Ο πρόεδρος Ερντογάν έχει πει ρητά ότι ο Μπράνσον είναι αντικείμενο παζαριού, σημειώνοντας τον Σεπτέμβριο ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να ανταλλάξουν «έναν πάστορα για έναν πάστορα», εννοώντας την ανταλλαγή με τον Γκιουλέν, ο οποίος κατοικεί στην Πενσυλβανία.

Μας κάνουν πλάκα
Απέναντι στην επιθετική τουρκική τακτική η ελληνική κυβέρνηση αντιλαμβάνεται το κενό στρατηγικής στο οποίο βρίσκεται, καθώς τα διπλωματικά μέσα πίεσης που διαθέτει είναι... «ληγμένα».
Με πιο απλά λόγια, τις τελευταίες δεκαετίες το μέγιστο ελληνικό διπλωματικό όπλο υποτίθεται ότι ήταν ο ελληνικός έλεγχος στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας. Με αυτόν τον τρόπο η σημερινή και οι προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις θεωρούσαν ότι μπορούν να κοντρολάρουν την τουρκική επιθετικότητα. Ωστόσο είναι πια σαφές ότι αυτό το όπλο δεν έχει πια ισχύ για έναν απλό λόγο: Η Τουρκία δεν επιθυμεί την ένταξή της στην Ε.Ε.

Με την ελληνική επιμονή σε ένα «ληγμένο» διπλωματικό όπλο «διασκέδασε» ο Τούρκος πρωθυπουργός Μπιναλί Γιλντιρίμ όταν σχολίασε με δηκτικό τρόπο την κράτηση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών, αλλά και την κίνηση της ελληνικής κυβέρνησης να «πάει» το θέμα στην Ε.Ε.: «Μεγάλη εξυπνάδα», είπε χαρακτηριστικά, «το να μεταφέρει η Ελλάδα το πρόβλημα στην Ε.Ε, το έχουν κάνει συνήθεια» και πρόσθεσε: «Οι σχέσεις μας με την Ε.Ε. δεν θα προχωρήσουν ούτε θα υποχωρήσουν από τέτοιες ενέργειες».
Συμπέρασμα: Τα ελληνοτουρκικά μπαίνουν σε μια ακόμη πιο δύσκολη και επικίνδυνη φάση, η οποία απαιτεί – εκτός από ψυχραιμία – προετοιμασία για την αντιμετώπιση κάθε πιθανού ή «απίθανου» ενδεχόμενου. 



Δημοσίευση σχολίου