Την περασμένη Παρασκευή έγιναν δύο σημαντικές αλλαγές φρουράς στις δύο πλευρές του Αιγαίου. Τη διοίκηση των αμερικανικών δυνάμεων στη βάση της Σούδας ανέλαβε ο πλοίαρχος Ράιαν Τίουελ, παρουσία μάλιστα του πρέσβη των ΗΠΑ Τζέφρεϊ Πάιατ. Λίγα μίλια βορειοανατολικά, ένας άλλος Αμερικανός αξιωματικός, ο αντιστράτηγος Τζον Τόμσον, αναλάμβανε τη διοίκηση του Στρατηγείου Χερσαίων Δυνάμεων του ΝΑΤΟ στη Σμύρνη. Παρά το τυπικό στοιχείο του πράγματος που κρύβουν συνήθως αυτού του είδους οι τελετές, στην πρώτη περίπτωση η αλλαγή φρουράς υποδηλώνει, μεταξύ άλλων, μια πρωτόγνωρη για τα δεδομένα των τελευταίων 25 ετών άνθηση των σχέσεων Αθήνας και Ουάσιγκτον σε στρατιωτικό και διπλωματικό επίπεδο. Στη δεύτερη περίπτωση, αποτελεί μια τυπική διαδικασία, η οποία, ωστόσο, εξελίσσεται σε ένα περιβάλλον έντασης πολλαπλών επιπέδων, που έχει οδηγήσει τις σχέσεις Ουάσιγκτον και Αγκυρας σε χαμηλό δεκαετιών.
Το ερώτημα που αβίαστα προκύπτει, από τη διαρκώς επιδεινούμενη σχέση ανάμεσα σε ΗΠΑ και Τουρκία, εντοπίζεται στο αν αυτοί οι σπινθήρες που παράγονται από τις μεταξύ τους προστριβές είναι ικανοί να πυροδοτήσουν ευρύτερες εντάσεις σε μια περιοχή ζωτική και για τα ελληνικά συμφέροντα. Η μεγαλύτερη πηγή πιθανής έντασης παραμένει η Ανατολική Μεσόγειος, με κύρια εστία την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι Τούρκοι έχουν ήδη προαναγγείλει γεωτρήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο και μάλιστα αυξάνουν τις επιχειρησιακές δυνατότητές τους. Μόλις την Παρασκευή, ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν προανήγγειλε ότι μέσα στις επόμενες 100 ημέρες η Τουρκία θα αποκτήσει και δεύτερο πλωτό γεωτρύπανο, πέρα από το «Fatih» το οποίο βρίσκεται ελλιμενισμένο στην Αττάλεια, σε απόσταση αναπνοής από την Κύπρο. Με βάση τις έρευνες που έχει έως τώρα πραγματοποιήσει το «Μπαρμπαρός», πιθανότερη περιοχή εικάζεται ότι θα είναι η έκταση ανάμεσα στην Τουρκία και το βόρειο, κατεχόμενο, κομμάτι της Κύπρου. Στη Λευκωσία και στην Αθήνα εκτιμούν ότι η Αγκυρα δεν θα φτάσει στο σημείο να αναγγείλει γεώτρηση του πλωτού γεωτρύπανου «Fatih» μέσα στην κυπριακή ΑΟΖ και μάλιστα σε οικόπεδα τα οποία έχουν δεσμευτεί από την αμερικανική ExxonMobil ή τη γαλλική Total. Υπάρχουν, ωστόσο, συγκεκριμένες κινήσεις τις οποίες φοβούνται, και αυτές περιλαμβάνουν την εκκίνηση γεωτρήσεων είτε στα δυτικά της Πάφου είτε, πολύ πιο ανησυχητικά, σε μια περιοχή λίγων μιλίων ανατολικά του Καστελλόριζου. Το θετικό για την Αθήνα σε αυτή τη συγκυρία είναι ότι οι κινήσεις της Αγκυρας έχουν θορυβήσει, επίσης, την Ιερουσαλήμ και το Κάιρο. Η Αγκυρα, όπως φάνηκε από την (πρωτοφανή) δημόσια επίπληξη των πρέσβεων Ισραήλ και Αιγύπτου στη Λευκωσία, είναι ιδιαίτερα ενοχλημένη από αυτή τη σύμπλευση, καθώς η από έτη οριοθέτηση ΑΟΖ ανάμεσα σε αυτές τις τρεις χώρες αποτελεί εμπόδιο των τουρκικών ενεργειακών βλέψεων στην Ανατολική Μεσόγειο. Απομένει να φανεί αν η Αθήνα προχωρήσει στην ανακήρυξη τμηματικής ΑΟΖ με την Aίγυπτο, για τη Νότια Κρήτη.
Παρά το «σύνδρομο περικύκλωσης» που κατατρύχει την Αγκυρα, δεν θα πρέπει να υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία για τους λόγους ενθάρρυνσης του άξονα συνεργασίας Αθηνών - Λευκωσίας - Καΐρου - Ιερουσαλήμ από τις ΗΠΑ. Ο συγκεκριμένος άξονας συμπληρώνεται προς Ανατολάς από την Ιορδανία, τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και αποτελεί μέρος της συνολικότερης στρατηγικής που έχει χαράξει η Ουάσιγκτον και αφορά, βεβαίως, τη δημιουργία αναχωμάτων εναντίον του Ιράν και της Ρωσίας, αλλά και κινήσεις στην ευρύτερη γεωπολιτική σκακιέρα, σε μια Ευρασία η οποία μετατρέπεται ξανά στο σταυροδρόμι της παγκόσμιας ισχύος.
Στόχος των Αμερικανών δεν είναι να αποκλείσουν την Τουρκία από αυτό το σχήμα, αλλά, αντιθέτως, να την εντάξουν σε αυτό οργανικά. Προφανώς η Τουρκία παραμένει η πιο σημαντική, μετά τις ΗΠΑ, χώρα του ΝΑΤΟ, ωστόσο η αμφισβήτηση της μιας σταθεράς των αμερικανοτουρκικών σχέσεων μετά την άλλη έχει οδηγήσει στην ανάγκη επανακαθορισμού τους από το μηδέν.
Σε αυτό το πλαίσιο είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον να φανεί πώς θα αποτυπωθεί αυτό που συγκλίνουσες πηγές, τόσο από την πλευρά της Αθήνας όσο και της Ουάσιγκτον, περιγράφουν ως αναβαθμισμένο ρόλο της Ελλάδας στην προσπάθεια επανασύνδεσης της Τουρκίας με τη Δύση. Οι σχέσεις της Αθήνας με την Αγκυρα, παρά τη μείωση της τουρκικής προκλητικότητας στο Αιγαίο τους τελευταίους τέσσερις μήνες, παραμένουν προβληματικές. Η Αθήνα παρακολουθεί πρακτικά ανήμπορη να αντιδράσει την υπόθεση κεκαλυμμένης ομηρίας του ανθυπολοχαγού Αγγελου Μητρετώδη και του λοχία Δημήτρη Κούκλατζη, οι οποίοι παραμένουν φυλακισμένοι στην Αδριανούπολη χωρίς να τους έχουν καν απαγγελθεί κατηγορίες για περισσότερο από πέντε μήνες. Η Αθήνα, προφανώς, εξακολουθεί να αντιμετωπίζει με ανησυχία την υπόθεση των οκτώ Τούρκων στρατιωτικών που έχουν πάρει άσυλο στην Ελλάδα και έχουν περιγραφεί ρητά από στελέχη της κυβέρνησης Ερντογάν ως πρόσωπα τα οποία πρέπει πάση θυσία να επιστραφούν στην Αγκυρα για να δικαστούν.
Αν και δεν υπάρχει άμεση σύνδεση με αυτές τις υποθέσεις, είναι απολύτως σαφές ότι η απόφαση της κυβέρνησης να δρομολογήσει εν μέσω θέρους τη συνταξιοδότηση των δύο νόμιμων μουφτήδων στην Ξάνθη και την Κομοτηνή, αφήνοντας τις θέσεις πρακτικά σε εκκρεμότητα, ικανοποιεί το σχετικό αίτημα του κ. Ερντογάν στον πρωθυπουργό Αλ. Τσίπρα. Προφανώς, εντάσσεται και στο πλαίσιο της υλοποίησης του νόμου για την κατάργηση της υποχρεωτικότητας της σαρίας που ψηφίστηκε διακομματικά από τη Βουλή των Ελλήνων, συνιστά όμως ένα θέμα με πολύ ευρύτερες πτυχές.
Αντίβαρα
Με βάση όλα αυτά, έχει η Αθήνα στρατηγική για το τι θα μπορούσε να ζητήσει από την Ουάσιγκτον προκειμένου να εξασφαλίσει αντίβαρα στην τουρκική επιθετικότητα και αυξανόμενη επιρροή στην Ανατολική Μεσόγειο και στα Βαλκάνια; Στο πλαίσιο αυτό, αναμένεται με ενδιαφέρον η μετάβαση του κ. Τσίπρα στη Νέα Υόρκη τον ερχόμενο Σεπτέμβριο για τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Εκεί, τόσο το πρωθυπουργικό επιτελείο όσο και ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς προετοιμάζονται για την αναμενόμενη αναθέρμανση σεναρίων επανεκκίνησης των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό. Είναι γνωστή η θέση της Τουρκίας ότι δεν πρόκειται να επιτρέψει εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων στην κυπριακή ΑΟΖ δίχως προηγούμενη επίλυση του Κυπριακού. Το «ναυάγιο» των διαπραγματεύσεων στο Κραν-Μοντανά μόλις προ ενός έτους δεν πρέπει να αποπροσανατολίζει. Οι πιέσεις θα επαναληφθούν. Σε γενικές γραμμές, πάντως, η Αθήνα τα τελευταία χρόνια προσπαθεί να εξασφαλίσει τη στήριξη της Ουάσιγκτον σε ευρύτερο στρατηγικό πλαίσιο.
Πέρα, πάντως, από αυτή την ευρύτερη συζήτηση, η Αθήνα έχει καταθέσει και πιο συγκεκριμένα αιτήματα, τα οποία αφορούν την αμυντική συνεργασία και ενίσχυση. Μόλις προχθές, ο κ. Ερντογάν ανακοίνωσε 400 πρότζεκτ που θα προωθηθούν κατά τους επόμενους τέσσερις μήνες. Από αυτά, τα 48 αφορούν την αμυντική βιομηχανία της Τουρκίας. Η Αθήνα φοβάται ότι η πλήρης ανατροπή της ισορροπίας στο Αιγαίο δεν είναι μακριά. Οι Αμερικανοί αντιλαμβάνονται μεν αυτή την πραγματικότητα, διαφωνούν δε με την ενεργοποίηση ενός μοντέλου ενίσχυσης ανάλογου με εκείνο που υφίσταται για το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Ωστόσο και οι δύο πλευρές έχουν εμπλακεί σε έναν ιδιαίτερα εκτενή διάλογο για τους τρόπους με τους οποίους η αμυντική συνεργασία θα μπορούσε να οδηγήσει σε ουσιαστική ενίσχυση των ελληνικών δυνατοτήτων.
Από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ του Βασίλη Νέδου

Δημοσίευση σχολίου