Όλα αρχίζουν μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Βρισκόμαστε στη Νέα Υόρκη το 1956, η εποχή που μόλις αρχίζει και της οποίας το πνεύμα θα επιβληθεί πλήρως στις μέρες μας σε ολόκληρο τον πλανήτη, περιγράφεται ανάγλυφα από τον Μπέλοου[1]: «Κανείς δεν φαινόταν ευχαριστημένος κι ο Ουίλχελμ είχε τρομάξει ειδικά με τον κυνισμό των επιτυχημένων. Ο κυνισμός ήταν ψωμοτύρι για όλους. Και η ειρωνεία, επίσης... Στο τέλος της μέρας, την κούραση που αισθανόταν συνήθως την απέδιδε εκεί. Μπίζνες και τίποτε άλλο. Μπίζνες και ψέμα. Είχε μια σειρά από λέξεις για να εκφράσει το πως αισθανόταν. “Δειλία! Βρωμιά! Στριμωξίδι!” φώναζε μες την καρδιά του. “Υπάνθρωποι! Απατεώνες! Εγκληματίες! Να τηρείτε τους κανόνες! Μαλάκες!”». Εδώ πλέον αρχίζει η λατρεία του «Άγιου χρήματος» και η χωρίς κανόνες και όρια περιπέτεια για την κατάκτησή του. «Για όλα κόντευαν οι άνθρωποι να καταντήσουν μικρόμυαλοι, εκτός από το χρήμα». Όποιος δεν το έχει θεωρείται ηλίθιος, αποτυχημένος, «χέστης». Αυτή η γραμμή των σκέψεων οδηγούσε με μαθηματικά βέβαιο τρόπο στην κρίση. Ο άνθρωπος τρελαίνεται από αυτή τη διάταση της σκέψης του και των ενοχών του. Ουσιαστικά, ο Μπέλοου αποτυπώνει κι αυτός το δράμα των μεσαίων τάξεων που αναδύθηκαν τη δεκαετία του 1960 στις ΗΠΑ: «Ένας πλούσιος μπορεί να ’ναι ελεύθερος αν έχει ένα εκατομμύριο καθαρό εισόδημα. Ένας φτωχός μπορεί να ’ναι ελεύθερος γιατί κανείς δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτόν. Αλλά κάποιος σαν κι εμένα[2] πρέπει να ιδρώσει για να επιβιώσει, όσο να πέσει κάτω νεκρός». Ο φτωχός είναι ελεύθερος γιατί δεν φαίνεται, δεν έχει εικόνα, δηλαδή δεν υπάρχει! Και ο «μεσαίος», ο ενδιάμεσος, είναι αυτός που βρίσκεται μεταξύ φωτός και σκότους, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, που φαίνεται και ύστερα δεν φαίνεται, που υπάρχει κι ύστερα δεν υπάρχει. 
Η επιβίωση συνυφαίνεται με την εικόνα, με την αναγνώριση, με τη σύσταση και την ανασύσταση του Εγώ, η οποία διέρχεται μέσα από τη δύναμη, το χρήμα. Το χρήμα, αρχικά, δεν είναι ένας αυτοσκοπός, αλλά το «κλειδί» που ανοίγει την πύλη στον κόσμο του εμφαίνεσθαι, στον κόσμο της ορατότητας. Αυτό το «μέσα-έξω» των μεσαίων τάξεων, η ζωή στα όρια της φωτεινότητας ή του σκότους, αποτελεί και τη μεγάλη ανασφάλειά τους, την οδύνη, το σοκ να είσαι και την επόμενη στιγμή να μην είσαι. Αντίθετα, στους «πάνω», το χρήμα παύει να είναι «μέσο» αναγνώρισης και γίνεται ένα φετίχ, καθώς η συσσώρευση γίνεται αυτοσκοπός, ενώ τα «χρυσά μπούνκερς» παρέχουν προστασία από τους άλλους αλλά και αθανασία, ως ζωτική ψευδαίσθηση.
Το Χρήμα είναι θεϊκό, εκφράζει τη θεϊκή δύναμη. Η λατρεία εκκινεί από τη νέα ιδιότητα του Θεού, τη δύναμη που θα επισκιάσει τη συμπόνια και την απολεσθείσα «άγια συμπάθεια» που αναζητά ο Χώθορν. Όχι, ο Homo Americanus δεν είναι ο άνθρωπος της συμπόνιας αλλά της δύναμης. Η συμπόνια έχει μεταμορφωθεί σε μία διαστροφική επίδειξη δύναμης και ένας εξευτελισμός των δυσανεκτούντων δια της φιλανθρωπίας[3]. Όλα αυτά οξύνονται στο βαθμό που οι άλλες μορφές αναγνώρισης (τα συμβολικά κεφάλαια) παύουν να έχουν αξία αφού όλα γίνονται ανταλλακτικές αξίες (δηλαδή αγοράζονται). Το κύρος, η γοητεία, η μόρφωση και η καλλιέργεια, η νεότητα, ακόμη και ο «έρωτας» καθίστανται προϊόντα της αγοράς. Το χρήμα γίνεται έτσι ο παγκόσμιος μπαλαντέρ. Η «αγιοποίησή του» συνεπώς είναι θέμα χρόνου.

Η κοινωνία του ρίσκου (ή της διακινδύνευσης) είναι εδώ, εδώ όπου λατρεύεται το Άγιο χρήμα, ήδη από το 1956 αλλά και από πολύ πιο πριν. Ο Μπέλοου εξετάζει τις επιπτώσεις στο κατ’ εξοχήν δυναμικό κομμάτι αυτών των αλλαγών, τις λεγόμενες ανώτερες τάξεις των επιχειρηματιών: «Όλοι ήσαν όπως τα πρόσωπα στα τραπουλόχαρτα: ίσια ή ανάποδα τα ίδια. Κάθε δημόσιο πρόσωπο είχε κάποια νεύρωση. Οι πιο τρελοί ήσαν οι μπίζνεσμαν, η τάξη των επιχειρηματιών: άκαρδοι, επιδειξιομανείς, φασαριόζοι, κυβερνούσαν τη χώρα με σκληρότητα, με τα τολμηρά ψέματα και τα ασύλληπτα λόγια τους που κανένας δεν μπορούσε να πιστέψει. Ήσαν οι πιο τρελοί απ’ όλους. Ήσαν μια μάστιγα»! Η παράνοια του «αμερικανικού ονείρου» στον Χέγκελ, στους μπήτνικς, στον Μπέλοου, στον Μέηλερ, σε όλους, παντού.

Τελικά, η τροποποίηση της βιογραφίας των ανθρώπων (ή της ιστορίας) θα γίνει με νέες ακολουθίες ομόλογων συμβάντων, που θα γιατρέψουν τις πληγές δίκην ομοιοπαθητικής. Ο Ουίλχελμ, ο ήρωας του Μπέλοου, συναντά ένα υποκατάστατο του πατέρα του, τον κομπογιαννίτη ψυχαναλυτή-λειτουργιστή (χρηματιστή), και γκουρού, τον Τάμκιν. Ο Τάμκιν εξηγεί ότι οι άνθρωποι πηγαίνουν στο χρηματιστήριο για να σκοτώσουν, αλλά επειδή δεν έχουν το πραγματικό κουράγιο να σκοτώσουν στήνουνένα σύμβολο του φόνου, το χρήμα. Με άλλα λόγια σκοτώνουν συμβολικά, που είναι χειρότερος θάνατος γιατί είναι ζωντανός, σκοτώνουν για την κυριότητα, για την αναγνώριση, για την απόλαυση, εντέλει σκοτώνουν για να σκοτώσουν την ανία τους. Ο άνθρωπος στην αρχή «κυνηγά» για την επιβίωση, τώρα για την απόλαυση μέσω της χωρίς όρια και χωρίς κανόνες συσσώρευσης! «Να τηρείτε τους κανόνες, μαλάκες». Αυτή είναι η κραυγή του έντιμου, του νόμιμου, δηλαδή του θύματος-θηράματος που ζει στον σύγχρονο «πολιτισμό του φόνου».

Τα δάση του οργανωμένου κυνηγιού λέγονται πλέον Χρηματιστήρια. Ο Λέστερ Θόροου[4] ο οικονομολόγος του ΜΙΤ και σύμβουλος του Κλίντον θα «δοξολογήσει» αυτή τη λειτουργία του Χρηματιστηρίου, θα επικροτήσει το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή στις ΗΠΑ ψηφίζουν μόνο οι πλούσιοι, αγοράζοντας τα πακέτα των ψήφων των φτωχών, με το επιχείρημα ότι απλώς «έτσι έχουν τα πράγματα». Απλώς «Είμαι». Η Αμερική απλώς «Είναι». Στην πραγματικότητα, όμως, ο φόνος είναι πάντα και μια αυτοχειρία, γιατί στρεφόμαστε εναντίον του εαυτού μας, τον οποίο θέλουμε να εξαπατήσουμε, ή γιατί είναι ο ίδιος που μας... εξαπάτησε. Εδώ, όλα έχουν ένα κοινό κέντρο αναφοράς, την αγορά, όπου όλα πωλούνται και ξεπουλιούνται, ακόμα και ο εαυτός. Για «…το καινούργιο πωλητήριο που θα με πουλάει στον ίδιο μου τον εαυτό…» μιλάει και ο Μαρκ Τουαίν[5]. Εδώ ο ψυχωτικός θα βρει το μισητό και συγχρόνως λατρεμένο ομοίωμά του. Εδώ θα διαχειριστή την ψύχωσή του, που θα τον σώσει από τον εγκλεισμό, με το να γίνει ο καλύτερος απατεώνας του εαυτού του. Όπως και στην πουριτανική Αμερική, το γέλιο εξορίζεται ως σπατάλη ενέργειας. Γι’ αυτό ο πουριτανισμός είναι πρωκτερωτικός. Το χιούμορ αποδιοργανώνει. Γι’ αυτό αντικαθίσταται από το χάχανο. Και το ερώτημα που τίθεται συνεχώς είναι πως μπορεί κάποιος να πορευτεί σ’ αυτόν τον κόσμο χωρίς να τρελαθεί; Να αφεθεί στο παρόν, στο εδώ και τώρα, στο κυρίαρχο ρεύμα προτείνει ο… μπιχεβιοριστής και τυπικός Αμερικανός Μπέλοου: «Η φύση ξέρει μόνο ένα πράγμα κι αυτό είναι το παρόν... σαν ένα γιγάντιο κύμα... γεμάτο θάνατο και ζωή...». Η Αμερική είναι το παρόν. Όλα συμπυκνώνονται στον πραγματισμό του παρόντος, σε μία στιγμή, σε ένα κύμα, μία μόδα. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει ούτε παρελθόν ούτε μέλλον, που μ’ ένα τρόπο μπορούν να θέσουν κάποια όρια. Γι’ αυτό σκότωσε, εδώ και τώρα, πριν σε σκοτώσουν, όπως στη φύση, όπως στη σύγχρονη χομπσιανή ζούγκλα, όπου ο άνθρωπος είναι για τον άνθρωπο λύκος! Μόνο που ο Αμερικανός αρχικά θα σκοτώσει για να επιβιώσει και στη συνέχεια αυτή η ζωική επιθυμία θα αντικατασταθεί από την ανθρωπογόνο επιθυμία, καθώς τώρα θα σκοτώνει όχι τόσο για να αντιμετωπίσει το απρόβλεπτο, αλλά για είναι ο καλύτερος κυνηγός, ο πλουσιότερος κτήτορας, τουτέστιν για την απόλαυση ενός τεράστιου Εγώ που περικλείει το Σύμπαν, που είναι Θεός. Η τρέλα όταν είναι διαχειρίσιμη είναι απλώς μία εκκεντρικότητα, μία διακινδύνευση, όπως ακριβώς η «αίσθηση» του ευρωπαϊκού ρομαντισμού στην κανιβαλική της, όμως, εκδοχή. Γι’ αυτό ο άνθρωπος είναι χειρότερος κι από τα ζώα, όταν σπέρνει παντού το θάνατο για να αποδείξει ότι «είναι ο μόνος κύριος», ότι αυτός είναι το αφεντικό, όπως συνέβη με τους Αμερικανούς στη στρατιωτική επέμβαση στο Ιράκ, σύμφωνα με τον Ν. Τσόμσκι.

Γενικά, ο μόνος συνεκτικός ιστός των Εγώ της αμερικανικής κοινωνίας θα είναι για μεγάλο χρονικό διάστημα το κοινό αίσθημα του «ξένου» και ύστερα (ή συγχρόνως) το κοινό αίσθημα εναντίον του ξένου! Εναντίον του ίδιου του πρώην εαυτού. Έποικοι εναντίον εποίκων στην αρχή, μετανάστες εναντίον μεταναστών έπειτα, παλιοί εναντίον νέων, ξένοι εναντίον ξένων. Η σύγκρουση αυτή, εκτός των άλλων, θα συνέχει τους παλιούς μετανάστες έναντι των νέων και θα αποτελεί τον καλύτερο τρόπο εξαμερικανισμού. Αυτό είχε μια σειρά από συνέπειες. Αλλά και η έλλειψη συναισθηματικής σχέσης των πρώτων μεταναστών με τη νέα τους πατρίδα θα τους κάνει σύμφωνα με τον Ζόμπαρτ να βλέπουν τις ΗΠΑ με το ψυχρό και πρακτικό βλέμμα της εκμετάλλευσης και ως «όργανο για πλουτισμό». Αυτή είναι η αιτία της επιβολής του οφέλους και από εκεί του κέρδους ως η αρχή και το τέλος, ως το μοναδικό κριτήριο και νόημα της ζωής.      


[1] Σωλ Μπέλοου: Άδραξε τη μέρα
[2] Ο Ουίλχελμ, ο ήρωας του Μπέλοου, προσπάθησε να ξεφύγει. Δεν επέλεξε το επάγγελμα (εικόνα) που του είχε διαλέξει ο πατέρας του. Στο τέλος άλλαξε ακόμα και το επώνυμό του, ώστε αποκηρύσσοντας το όνομά του να αποκηρύξει και τη γνώμη του πατέρα του γι’ αυτόν, εις μάτην όμως. Τα βάσανα συνεχίζονται και ως διέξοδος αναζητείται «μια αλλιώτικη ζωή». Αυτό θα συμβεί, αν εν τω μεταξύ δεν προλάβει η τρέλα, ή μάλλον αν δεν προλάβουν οι άλλοι να σε τρελάνουν. Και εν προκειμένω τον πρώτο λόγο έχουν τα οικεία πρόσωπα. Τα οικεία πρόσωπα είναι ο «γυάλινος βράχος» της εικόνας μας που μπορεί και να μας πλακώσει. 
 [3] Δεν είναι τυχαία η διαφορά Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών σχετικά με την αναδιανομή του εισοδήματος και τη μείωση των ανισοτήτων. Οι πρώτοι μιλούν για την αναδιανομή μέσω της φιλανθρωπίας και οι δεύτεροι μέσω του κράτους πρόνοιας.
[4] Λέστερ Θόροου: Η πυραμίδα του πλούτου
[5] Μαρκ Τουαίν: Ο Γουίλσον ο σαΐνης.
*Απόσπασμα από το βιβλίο Homo Americanus (Καστανιώτης, 2008)


Δημοσίευση σχολίου