Την άνοιξη του 2010 μας
έβαλαν στα μνημόνια γιατί ως χώρα δεν μπορούσαμε να δανειστούμε από τις
διεθνείς αγορές. Τα spread (διαφορά επιτοκίου ελληνικού 10ετούς ομολόγου από το
αντίστοιχο γερμανικό) βρίσκονταν σε ελεγχόμενα επίπεδα όλο το 2009 ακόμα και το
πρώτο τρίμηνο του 2010. Οι χειρισμοί της τότε κυβέρνησης Παπανδρέου οδήγησαν
σταδιακά στην αύξησή τους και τον τελικό αποκλεισμό της χώρας από τις αγορές
για να ανατροφοδοτηθεί και να καλυφθούν τα τότε ελλείμματα.
Τα δεδομένα του Α΄ τριμήνου του 2010 δείχνουν ότι το
ελληνικό spread διατηρήθηκε κάτω από το 3,5%, με μέγιστο 3,29%. Από εκεί και
μετά οι αυξήσεις, λόγω των χειρισμών της κυβέρνησης, οδήγησαν σε ένα τελικό
επιτόκιο απαγορευτικό για την Ελλάδα. Την ίδια περίοδο το δημόσιο χρέος ήταν
298,5 δισ. ευρώ (τέλος Δεκεμβρίου 2009) και αντιστοιχούσε στο 133% του ΑΕΠ. Τα
στοιχεία αυτά είναι αντικειμενικά και δεν αμφισβητούνται. Αμφισβήτηση δέχεται
μόνο το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2009, καθώς, όπως έχει προκύψει ακόμα και
από τα μέλη του ΔΣ της ΕΛΣΤΑΤ, «διαμορφώθηκε» τελικά στο 15,4% έναντι στόχου 6%
και προσωρινής εκτίμησης 9% τον Σεπτέμβριο 2009, πριν από τις εκλογές, από την
Τράπεζα της Ελλάδος. Για την εκτίμηση αυτή ήταν ενήμεροι τόσο ο τότε
πρωθυπουργός κ. Καραμανλής όσο και ο μετέπειτα κ. Παπανδρέου. Οι διαφωνούντες,
από πλευράς ΕΛΣΤΑΤ, προσδιορίζουν το έλλειμμα σε επίπεδα κάτω από το 9% και το
θέμα, ως γνωστόν, έχει πάρει τη μακρά οδό των δικαστηρίων.
Με αυτά τα δεδομένα μπήκαμε στα μνημόνια για να λύσουμε,
με την «προσαρμογή» της οικονομίας, το πρόβλημα του δανεισμού από τις αγορές.
Ενδιάμεσα, εκτός από τα μνημόνια υπήρξε και το PSI+ που είχε σαν συνέπεια τη
διαγραφή χρέους ύψους 120 δισ. ευρώ από τα 298,5.
Τον περασμένο Αύγουστο, μετά από 3 μνημόνια, είχαμε την λεγόμενη
καθαρή έξοδο. Έτσι τουλάχιστον ισχυρίζεται η κυβέρνηση και προσπαθεί να μας
πείσει ότι επιστρέφουμε στην κανονικότητα, με κάποιες δεσμεύσεις μεν αλλά όλα
είναι υπό έλεγχο. Το κατά πόσο ισχύουν όμως αυτοί οι ισχυρισμοί είναι ένα
μεγάλο ερώτημα. Αφήνουμε στην άκρη το οικονομικό και κοινωνικό κόστος των
μνημονίων, το ποιος το πλήρωσε και συνεχίζει να το πληρώνει, για να
επικεντρωθούμε στα αποτελέσματα που έφεραν τα μνημόνια και στο κατά πόσο
συνέβαλαν στην λύση των προβλημάτων που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν.
Απέτυχαν να λύσουν το πρόβλημα
Το spread των ελληνικών ομολόγων μία μέρα πριν «βγούμε»
από τα μνημόνια (17/8/2018) ήταν στο 4,01 και έκτοτε κυμαίνεται γύρω από αυτό
το μέγεθος, με ελάχιστο 3,49 και μέγιστο 4,24. Σήμερα (1/11/2018) είναι 3,82.
Βρίσκεται, δηλαδή, σε σημείο αρκετά ψηλότερο από εκείνο που ίσχυε πριν η
κυβέρνηση Παπανδρέου μας οδηγήσει στα μνημόνια (Α΄τρίμηνο 2010). Σήμερα, το
spread μαζί με το επιτόκιο του Γερμανικού ομολόγου συνθέτουν ένα τελικό
επιτόκιο 4,23% που είναι απαγορευτικό για την έξοδο στις αγορές. Μάλιστα, στην πρόσφατη
συνέντευξή του, ο κ. Τσακαλώτος προσδιόρισε τον χρόνο εξόδου στις αγορές σε
«μεσοπρόθεσμο» ορίζοντα. Αυτό, πρακτικά, σημαίνει περί τα μέσα του 2019, ώστε
να έχει κοπάσει το Ιταλικό πρόβλημα και με την προϋπόθεση να μην έχει προκύψει
κάποια νέα εστία «έντασης», είτε στην ευρωζώνη είτε διεθνώς. Έτσι, η κυβέρνηση
έχει μεταθέσει τους όποιους σχεδιασμούς για έξοδο στις αγορές για το επόμενο
έτος και επαναπαύεται στο αποθεματικό «μαξιλάρι» των 24 δισ. ευρώ για την
κάλυψη των δόσεων του χρέους μέχρι το 2021.
Το δημόσιο χρέος στο τέλος Ιουνίου του 2018 ήταν 323,4
δισ. ευρώ και αντιστοιχούσε στο 179,7% του ΑΕΠ. Έχουμε δηλαδή σήμερα –και
παρότι έχουν γίνει διαγραφές 120 δισ. – χρέος υψηλότερο κατά 25 δισ. ευρώ, σε
σχέση με το τέλος 2009. Λόγω δε της μείωσης του ΑΕΠ αυξήθηκε το ποσοστό του, ως
προς αυτό, σχεδόν στο 180%. Φυσικά, αυτό αξιολογούν οι διεθνείς οίκοι και δεν
δίνουν διαβάθμιση πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας τέτοια που να συμβάλλει
στη μείωση των επιτοκίων. Όσον αφορά δε τις μακροπρόθεσμες προοπτικές αύξησης
του ΑΕΠ για την εξυπηρέτηση του χρέους, αυτές έχουν υποβαθμιστεί δραματικά.
Το μόνο σημείο στο οποίο
είχαμε επιτυχία των μνημονίων είναι η μετατροπή των ελλειμμάτων του Δημοσίου σε
πλεόνασμα –και μάλιστα υπέρ-πλεόνασμα– πάνω από 3,5% από το 2017 και έως το
2022. Αυτό όμως επιτεύχθηκε φτωχοποιώντας τον λαό που έχει υποστεί μια
εισοδηματική μείωση της τάξης τουλάχιστον του 35% σε μέσο επίπεδο, ενώ
συνεχίζουν να επιβάλλονται και νέα αντιλαϊκά μέτρα (μείωση κοινωνικών δαπανών
και αύξηση φόρων).
Παρότι, λοιπόν, δεν λύθηκε το πρόβλημα για το οποίο
μπήκαμε στα μνημόνια αλλά αντίθετα επιδεινώθηκε και παράλληλα καταστράφηκε η
ελληνική οικονομία, οι καρεκλοκένταυροι της κυβέρνησης προσπαθούν να μας
πείσουν ότι επιστρέφουμε στην κανονικότητα. Ένα δε από τα στοιχεία αυτής της
κανονικότητας είναι και η δυνατότητα επιστροφής στις αγορές.
Ο όλος ισχυρισμός, με βάση μόνο όσα προαναφέραμε, είναι
εντελώς αστήρικτος. Μάλιστα, μία σε μεγαλύτερο βάθος ανάλυση δείχνει το πόσο
ευάλωτη είναι πλέον η οικονομία μας στην παραμικρή αστάθεια των διεθνών αγορών.
Ειδικά σε μια περίοδο που οι διεθνείς αγορές από πολλές πλευρές (επιτόκια,
ισοτιμίες, εξάντληση ορίων παρέμβασης κεντρικών τραπεζών, άνοδος τιμών αργού
πετρελαίου κ.λπ.) έχουν μπει σε περίοδο αστάθειας και ενδεχόμενα τέλους του
παρόντος κύκλου ανάπτυξης. Συνεπώς, τα χειρότερα κάθε άλλο παρά έχουν περάσει.
Θα δούμε στη συνέχεια, όχι υπό την πίεση των θεσμών αλλά υπό την πίεση των
αγορών, νέα μέτρα και δεινά για τον λαό και την οικονομία, στο όνομα της
εξυπηρέτησης ενός επονείδιστου χρέους, που θα έπρεπε να έχει διαγραφεί.
Αδυναμία εξόδου στις αγορές και οι κίνδυνοι για το
μέλλον
Κατά την κυβέρνηση βγήκαμε από τα μνημόνια στις 20
Αυγούστου. Θα έπρεπε καιρό πριν, εφόσον θεωρούν ότι ήταν επιτυχές το 3ο μνημόνιο,
το spread να έχει μειωθεί. Όμως, όλο το 2018, με εξαίρεση τον Φλεβάρη για λίγες
μέρες που το spread κινήθηκε οριακά κάτω από το 3, βρίσκεται συνεχώς πάνω από
το 3,4 έως και το 4,41. Οι δικαιολογίες περί κρίσεως στα spread λόγω Τουρκίας,
Αργεντινής και τώρα Ιταλίας δίνουν απλά μια δικαιολογητική βάση. Η ουσία είναι
ότι η Ελλάδα, ακόμα και χωρίς αυτές τις κρίσεις, κινούνταν σε απαγορευτικά
επίπεδα και σε κάθε περίπτωση είναι παγιδευμένη.
Ένα στοιχείο που αξιολογούν οι επενδυτικοί οίκοι ώστε να
τοποθετηθούν στα ελληνικά ομόλογα, άρα να συμβάλλουν στην αποκλιμάκωση των
spread, είναι η τρέχουσα διαβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρα. Η
σημερινή αξιολόγηση, παρά τις οριακές βελτιώσεις της τελευταίας περιόδου,
τοποθετεί τη χώρα σε βαθμίδα εκτός επενδύσεων (ανεξάρτητα πως ονομάζεται τεχνικά
η βαθμίδα πρόκειται, κατά την αντίληψη των επενδυτών, για Junk bonds, κοινώς
«σκουπίδια» η εξομοιούμενα με αυτά). Μάλιστα η Citi σε
πρόσφατη έκθεσή της (24/10/2018) πηγαίνει το θέμα ακόμα πιο μακριά. Εκτιμά ότι
η Ελλάδα, παρά τις όποιες βελτιώσεις στην πιστοληπτική αξιολόγηση από τους
οίκους, δεν έχει περιθώρια να ενταχθεί σε «επενδυτική βαθμίδα» μέχρι το 2022!.
Επίσης, σε ότι αφορά τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων εκτιμά ότι θα
κινηθούν άνω του 4% έως το 2020, με μία ελαφρά βελτίωση το 2021, πριν
επιδεινωθούν ξανά το 2022 καθώς εκτιμά επίσης μείωση στο ρυθμό ανάπτυξης της
οικονομίας.
Όλα τα παραπάνω, όσο προχωρά ο χρόνος, επιδεινώνονται
τόσο από την συνεχιζόμενη αύξηση των επιτοκίων στις ΗΠΑ, όσο και από την
αναμενόμενη –καταλυτική σε βάρος της Ελλάδας– έναρξη αύξησης των επιτοκίων από
την ΕΚΤ, από τα μέσα του 2019 και μετά, έστω και με αργούς ρυθμούς, όπως δήλωσε
ο κ. Ντράγκι (25/10/2018). Για να γίνει κατανοητό το πόσο επηρεάζει η άνοδος
των επιτοκίων από τις ισχυρές οικονομίες άλλες συγκριτικά ασθενέστερες,
σημειώστε ότι ένα μέρος της πρόσφατης κρίσης στην Τουρκία οφείλεται και στην
άνοδο των αμερικανικών επιτοκίων.
Κυκλοφορούν και διάφορες ενδιάμεσες «τεχνικές» λύσεις.
Να αυξηθεί το όριο επενδύσεων σε κρατικούς τίτλους των 4 συστημικών τραπεζών,
από τα 8 δισ. ευρώ σήμερα, σε 15 και στη συνέχεια 20 για να μειωθούν τα spread.
Αυτό δεν θα λύσει το πρόβλημα, για ένα χρέος ύψους 323 δισ., αλλά θα
δημιουργήσει νέα προβλήματα, καθώς θα στερήσει χρηματοδοτικούς πόρους από την
οικονομία για να γίνουν έστω κάποιες επενδύσεις, εάν και εφόσον…
Θεωρητικά, λοιπόν, βγήκαμε από τα μνημόνια, δεν βγήκαμε
όμως στις αγορές, ούτε φαίνεται εφικτό να γίνει κάτι τέτοιο στο άμεσο μέλλον
και με βιώσιμο επιτόκιο. Η Ελλάδα μπήκε στον αυτόματο πιλότο των αγορών που θα
καταγράφουν, με την «ευαισθησία» που τις διακρίνει αλλά και την ακατάσχετη
κερδοσκοπική τους διάθεση, την πορεία των οικονομικών μεγεθών και θα επιβάλλουν
στην πράξη πολιτικές και λύσεις για την επάνοδο της οικονομίας της χώρας στον
«ορθό» δρόμο. Αυτό που είδαμε την τελευταία περίοδο, όσον αφορά την αξιολόγηση
των αγορών, με τις τράπεζες και την πτώση του τραπεζικού δείκτη κατά 50,5% στην
περίοδο 30/4/2018-1/11/2018 είναι «σκηνές προσεχώς» από το έργο θα δούμε τα
επόμενα χρόνια. Και δεν θα είναι ένα ή δύο χρόνια, αλλά δεκαετίες, μέχρι το
2060, αν δεν υπάρξει κάτι διαφορετικό ενδιάμεσα. Όχι μόνο δεν επιστρέψαμε στην
κανονικότητα αλλά «προσδεθείτε», αναμένονται νέες αγνώστου έντασης αναταράξεις.
Δημοσίευση σχολίου