....θανάσιμα βαριούνται οι ευτυχισμένοι
JEAN COCTEAU [1α]

....''I was
''And I no more exist;
''Here drifted
''An edonist'' 
EZRA POUND, HUGH SELWYN MAUBERLEY [1β]


1.
 .....ο φόβος η αγωνία εκεί κατοικούν οι γελοίες γκριμάτσες των κλόουν οι ανθρώπινες προφητείες [2] προσωπεία και γύψινες μάσκες δοξαστικά ελιξίρια αλλόκοτα μακρινά η απόσταση δείχνει ανυπόφορη ευγνωμοσύνη σε όλα δοκίμασα το ρόπτρο στην πόρτα που ξεκουφαίνει την αμφίβολη νηφαλιότητα της ιστορίας και των μύθων πριν ειπωθούν ή οι ψυχωτικές ψυχραιμίες των ηλικιωμένων γάτων παρέρχονται οι αλαζονείες της σάρκας θλιβερά ταραγμένα χρειάζεται να πάρω το μονοπάτι απότομα η φωνή ενός σκύλου το σκοτάδι θα ζητήσω συγνώμη ο,τι έγινε αφορούσε την ομίχλη γύριζα απ' άκρη σ' άκρη το σπίτι     ίσως η ομίχλη δεν ήμουν σίγουρος η γυναίκα πιο πέρα δεν έκανε σχόλιο ''πιστέψτε με''είπε ''πολύ σπάνια ξεσήκωνα το σύμπαν μόνο όταν οι άλλοι υπήρχαν μακριά τους έβρισκα μ' ένα τρόπο ανέξοδο στο μέσα μου ανώδυνο'' ένα ανόθευτο άρωμα όπως η αμίλητη επιμονή πράγματα που αγάπησα ωφέλιμες ασυλίες γεννήθηκαν από ελάχιστες λέξεις όμως κάτι με ξεπερνούσε ''θα ιδωθούμε στο μουσείο με τα κέρινα ομοιώματα'' η σκοτεινή άμμος χάρις στο απρόβλεπτο χρώμα των μαλλιών εκείνης της ίδιας ριψοκίνδυνη σαν ιδέα αψεγάδιαστο δωμάτιο μιας και μόνο νύχτας την άλλη μέρα το νερό ήταν τεφρό ξεπλένει κάποιον που αυτός χάνεται για πάντα ή πεθαίνει ανάμεσα στα κατάλοιπα ενός φιλήδονου εθισμού ''θα βρω μια δικαιολογία'' άκουσα που έλεγε ''το μέλλον δεν είναι αυτό που στέκεται μπροστά με ύφος ανερμήνευτο'' ακουμπούσα κοντά τα χείλη μου ώστε να εγκλωβίσω τη φωνή η πάχνη περίμενε να φοβίσει την μοναξιά έχω αρχίσει να συνηθίζω στο σκοτάδι ή μήπως το αόρατο ήταν η σταθερή πεμπτουσία στα όρια της ανθρώπινης φύσης απαράλλαχτα μιλώντας πως ''θανάσιμα βαριούνται οι ευτυχισμένοι'' τις περισσότερες φορές άφωνοι     πήρα το καπέλο μου και το σακάκι στο κάτω κάτω είχα εκδημήσει εδώ και δώδεκα ώρες κάθε τι στη θέση του όπως είχε οριστεί έχουμε ξεπέσει και χαμηλότερα κρινόταν η λιποταξία από την Κόλαση του Δάντη



2.
......έβλεπες τα δάχτυλα των πουλιών και των φαύνων δεν άνοιγαν κέρινα ή βαλσαμωμένα ''το μόνο που θα έχω να κάνω είναι να λέω ''εδώ είμαι εγώ'' θα τυλίγουν το χέρι μου και τα δυό με κουρέλια έτσι δεν μπορεί να γιορτάσει κανείς γενέθλια ακούγαμε τη φωτιά ή βλέπαμε την περίεργη σιωπή στον καθρέφτη υπεκφυγή με γνήσιο κι αυθόρμητο θαυμασμό δυο ακίνητα πλάσματα ο,τι όποια και νάναι μοιάζουν νοιώθεις στοργή κι αμείωτη ανεκτικότητα η αίθουσα με τα ομοιώματα ιδού ένας περίεργος σκελετός άγγιζαν τα φανταστικά εβένινα τοπία που εκστρατεύεις ή ακούς βογγητά τόσο ακίνητα που μπορούν να κλάψουν βιαστικά σαν θωπείες σε αποβάθρες άνθρωποι και πουλιά δεν υπάρχουν ανάγκες για να μιλάνε ή να νοιάζονται τρεις μετέωροι γλάροι στη φιλήδονη βροχή δίπλα στο ποτάμι που χυνόταν στην θάλασσα κάποτε ακολουθούσαν το τρένο οι γριές με τα καλάθια στην άκρη μακριά φαινόταν τα γυμνά αόρατα ηλεκτρικά καλώδια της πρόσκαιρης ανακωχής ο λοστρόμος είχε σχέση με γυναίκες που λιώσαν από ηδονή στα περάσματα των αιώνων κοιμόταν σαν πεθαμένες άσαρκες σαν δειλινά επινοούσα ελαφρυντικά για τα νεκρά πουλιά και τις απύθμενες σκιές των ανθρώπων που κατοικούσαν στο δέλτα κάθε τόσο κάποιος άφηνε τα εγκόσμια αλλοιώς πώς θα κρατούσε το λόγο του μ' ένα θάνατο προλάβαινε να στρίψει τη γωνιά όλη δική του απαραίτητη αλήθεια στους τυφλούς μπορούσα να ρωτήσω αλλοιθωρίζοντας τι ν' απογίνεται ανάμεσα σε δυο φεγγάρια σ' ένα πνιγμένο αντικείμενο που επιπλέει αντίστροφα απ' το ρεύμα τον εμβληματικό ρεμβασμό ''καιρός να πας στο σπίτι το σακατεμένο ψωμί θα σάς δείξω με τον καιρό πού έκρυβα όσα θεωρούσα αξιόλογα''γυρίζαμε πίσω περάσαμε τις γραμμές τα ετοιμόρροπα υπόστεγα που στοιβάζονταν οι μοίρες των άλλων η πρώτη κρυψώνα      τηλεφωνικός θάλαμος μέσα όρθιος βαλσαμωμένος ή ένα κέρινο ομοίωμα με καθαρτήρια φρίκη στο πρόσωπο είχα σκαρφαλώσει στην όχθη με τα ρούχα ''I was and I no more exist;''



3.
......το ίδιο αποφασιστικό διεφθαρμένο κι υπερωκεάνιο βλέμμα τα στήθη της δεν τα είχαν αγγίξει ο κήπος της Εδέμ ήμουν εξόριστος ο διάδρομος άδειος από τα βήματα και τους θρήνους των επερχόμενων θαλερών προσφύγων ή γενεών βαδίζοντας κατά το σκοτεινό κρεβάτι μάζευε την υγρή μοναξιά της κάμαρης το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών [3] κάποτε θα φιλοξενήσουν εκεί τα ομοιώματα της εφηβείας μου υπήρχε μια κέρινη συνουσία ή ένα ανδρείκελο με τη μυρωδιά του λιβανιού για την κοπέλα της νύχτας έμοιαζε σαν να είχε ειπωθεί κάτι από μια αιώνια φωνή που δραπέτευε ο άνεμος γέμιζε χνουδωτά φύλλα την ομπρέλα που ξεχάστηκε ανάποδα τα χείλη των αγαλμάτων ακουμπούσαν χλομά όπως γίνεται την πρώτη φορά υπάρχει η αιτία για ν' αγαπήσουμε περισσότερο μια στιγμή που δείχνει πως δεν γεννήθηκες ένας χρόνος άθικτος προσπαθώντας να εκλογικεύσω το δώρο της συντέλειας των καιρών και σιγά σιγά έμαθα να ζω σε διάφορους τόπους μ' εκείνο το πάθος των παρεπίδημων προς υπαίθριες ερωτοτροπίες ή καθώς κανείς αγγίζει φαντάσματα πραγμάτων ''εσύ πάλι ποιος είσαι ;'' με ρώτησαν δεν υπήρχε λόγος ν' απαντήσω κι ήταν τόσο κοντά η διάπυρη ασφάλεια των επιτηδευμένων ηδονών στο σπίτι με τα κορίτσια μερικές φορές κατάφερνα να κοιμηθώ απολαμβάνοντας την τέφρα που μούσκευε η βροχή το στρώμα της σκόνης στα τζάμια από την μέσα μεριά γράφοντας με το δάχτυλο διακορεύοντας τον γαλαξία τις νύχτες λίγο φαγητό στην άκρη του παλιού καπέλου εκπαιδεύω βλέπετε τα Βαλσαμωμένα Πουλιά με τα μικρά κίτρινα λοφία ρίχνουν μακάβριες ματιές την ώρα που κάποιοι σηκώνονται να φύγουν τα ομοιώματα του Φουκούρα και του Εγκούτσι ο ελαφρύς ύπνος του γυρισμού συνάντησα τον Καουαμπάτα είχε ξεφύγει αυτή η λεπτομέρεια είπε φίλησε ο καθένας τους τρεις χιλιάδες γκέισες πριν παντρευτεί και τρεις χιλιάδες γκέισες μετά τον γάμο  Άφησα μια επιτύμβια ρήση στα πόδια χαμηλά Here drifted  An edonist 



ΤΕΛΟΣ

  
ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1α], JEAN COCTEAU, ΘΕΑΤΡΟ ΤΣΕΠΗΣ, μονόπρακτα, [βλ. ΔΙΑΒΑΖΕ ΤΗ ΦΥΛΛΑΔΑ ΣΟΥ /μτφρ. Βίκος Ναχμίας, Άγρα, 1999]
[1β], EZRA POUND, HUGH SELWYN MAUBERLEY, Εστία, μτφρ-σχόλια Χάρης Βλαβιανός, 1987 :
''Ήμουν
Και πλέον δεν είμαι
Εδώ έπεσε
Ένας ηδονιστής''
[2], για την φιγούρα του κλόουν : ο Ζενέ θα την αποκαλέσει ''ανθρώπινη προφητεία'',- / βλ. Ο Σχοινοβάτης 
[3], ΓΙΑΣΟΥΝΑΡΙ ΚΑΟΥΑΜΠΑΤΑ, ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΚΟΙΜΙΣΜΕΝΩΝ ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ, διηγήματα, μτφρ. Ε.Κουκουμπάνη- Πολυτίμου, Καστανιώτης, 2010


Δημοσίευση σχολίου