Σοβαρές ενστάσεις φαίνεται πως έχει η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής για μία σειρά από διατάξεις του νέου πολυνομοσχεδίου, σύμφωνα με την έκθεσή της που δόθηκε στη δημοσιότητα.H υπηρεσία προειδοποιεί για παραβιάσεις του Συντάγματος και τον συνεπαγόμενο κίνδυνο ακύρωσης των μέτρων από τα αρμόδια δικαστήρια.


Συγκεκριμένα, στην έκθεση αναφέρεται μεταξύ άλλων:
Ως προς το ασφαλιστικό: Επισηµαίνεται ότι, στο µέτρο που µε την προτεινόµενη ρύθµιση αυξάνονται τα όρια ηλικίας υπαλλήλων οι οποίοι, µε προγενέστερες ρυθµίσεις, είχαν εξαιρεθεί από την αύξηση αυτή - µε επίκληση του «θεµελιωµένου» ασφαλιστικού δικαιώµατος και της «ώριµης προσδοκίας» -, εγείρεται προβληµατισµός ως προς το εάν η προτεινόµενη ρύθµιση ανταποκρίνεται στην αρχή της προστασίας του κεκτηµένου ασφαλιστικού δικαιώµατος
Ως προς τα ανείσπρακτα ενοίκια: Σημειώνεται ότι προϋπόθεση επιβολής φόρου εισοδήµατος αποτελεί η κτήση εισοδήµατος από τον φορολογούµενο, ως εισόδηµα, δε, νοείται οποιοδήποτε έσοδο ή προσαύξηση περιουσίας που συγκεντρώνει τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά του εισοδήµατος και εντάσσεται σε κάποια από τις κατηγορίες εισοδήµατος που προβλέπονται στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήµατος.  Συµφώνως προς τον γενικό κανόνα της παραγράφου 4 του άρθρου 8 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήµατος, χρόνος κτήσης του εισοδήµατος θεωρείται ο χρόνος που ο δικαιούχος απέκτησε το δικαίωµα είσπραξής του.
Εν προκειµένω, ο νοµοθέτης υπάγει σε φόρο, όχι µόνο το πράγµατι εισπραχθέν, αλλά και το µη εισπραχθέν έσοδο, για το οποίο, όµως, ο φορολογούµενος έχει αγώγιµη αξίωση για την είσπραξή του. Δικαιολογητική βάση της ρύθµισης αποτελεί το ότι, ακόµη και αν ο φορολογούµενος δεν έχει εισπράξει το χρηµατικό ποσό που συνιστά το αντάλλαγµα της προσωπικής εργασίας ή τους καρπούς των περιουσιακών στοιχείων του (στην προκείµενη περίπτωση, το µίσθωµα από την εκµετάλλευση ακινήτων του), εν πάση περιπτώσει έχει επέλθει προσαύξηση της περιουσίας του από την ανωτέρω αιτία, λόγω απόκτησης χρηµατικώς αποτιµητής αγώγιµης αξίωσης.
Ο ανωτέρω κανόνας, παρά το ότι άγει στην επιβολή φόρου επί εισοδήµατος που, τελικώς, µπορεί να µην εισπραχθεί, είναι καταρχήν συνταγµατικώς ανεκτός, στο µέτρο που, σε περίπτωση αναγνωρισµένης, µερικής ή ολικής, αδυναµίας είσπραξης της ανωτέρω οφειλής, η ως άνω µείωση της περιουσίας του φορολογουµένου (εξαιτίας της αποµείωσης της αξίας της απαίτησής του), αναγνωρίζεται ως στοιχείο που µειώνει το εισόδηµά του δια της έκπτωσης από αυτό των ποσών των προβλέψεων για αποσβέσεις επισφαλών απαιτήσεων ή των οριστικών διαγραφών τους (βλ. άρθρο 26 Κώδικα Φορολογίας Εισοδήµατος), ή λόγω απώλειας κεφαλαίου ή άφεσης χρέους. Υπό το φως των ανωτέρω, µετά την κατάργηση της παραγράφου 4 του άρθρου 39 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήµατος, πρέπει να παρασχεθεί δυνατότητα έκπτωσης από το φορολογητέο εισόδηµα της αξίας των µη εισπράξιµων ή επισφαλών απαιτήσεων από µισθώµατα, άλλως σε βάθος χρόνου, κατ’ αποτέλεσµα, φορολογείται πλασµατικό εισόδηµα, κατά παράβαση του άρθρου 78 παρ.1 του Συντάγµατος, όπως και του άρθρου άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγµατος που επιτάσσει τη φορολόγηση µε βάση τη φοροδοτική ικανότητα.
Ως προς τη δέσµευση του συνόλου του µη χρηµατικού περιεχοµένου των τραπεζικών θυρίδων: Υπογραμμίζεται ότι κατά τη νοµολογία του ΣτΕ επί των αντιστοίχου περιεχοµένου ρυθµίσεων του άρθρου 14 του ν. 2523/1997, τα µέτρα αυτά «σκοπούν στην διασφάλιση των συµφερόντων του Δηµοσίου, λαµβάνονται δε προκειµένου να εξασφαλισθεί η διατήρηση των περιουσιακών στοιχείων του παραβάτη, ώστε να καταστεί δυνατή η ικανοποίηση των φορολογικού περιεχοµένου αξιώσεων του Δηµοσίου κατ’ αυτού, προτού ο ίδιος προλάβει να µεταβιβάσει τα περιουσιακά του στοιχεία και να αποσύρει τις καταθέσεις του, πριν από τα στάδιο οριστικοποίησης των φορολογικών εγγραφών» (ΣτΕ 399/2015, 1372/2014, 8 2797/2009).
Επίσης, έχει κριθεί ότι τα µέτρα αυτά περιορίζουν θεµιτώς την οικονοµική και επαγγελµατική ελευθερία του φορολογουµένου, εφόσον, κατά περίπτωση, δεν είναι δυσανάλογα προς τον ανωτέρω σκοπό τους (ΣτΕ 395/2015, 1159/2012, 2024/2010).
Στο πλαίσιο αυτό, προβληµατισµός δηµιουργείται ως προς το αν η δέσµευση «του µη χρηµατικού περιεχοµένου των θυρίδων και των µη χρηµατικών παρακαταθηκών», δηλαδή πραγµάτων που, κατά τεκµήριο, δεν µπορούν να χρησιµοποιηθούν για την καταβολή των ως άνω φορολογικών οφειλών, είναι µέτρο πρόσφορο για την επίτευξη του ανωτέρω σκοπού.
Αναλυτικά ολόκληρη την έκθεση της επιστημονικής επιτροπής της βουλής θα την βρείτε  (εδώ)

"Πηγή:lawspot.gr"






Δημοσίευση σχολίου