Katpatuka στα Farsi/Περσικά, Καππαδοκία στα Ελληνικά και Kapadokya στα Τούρκικα, σημαίνει «η χώρα των όμορφων αλόγων». Πέραν όμως των ωραίων αλόγων και των ωραίων τοπίων και νόστιμων τροφίμων, όπως το παστόν/ pastırma et, η Καππαδοκία έγινε γνωστή στο διάβα των αιώνων για την εξ αρχής μύησή της στον Χριστιανισμό και την ανάδειξη πνευματικών αναστημάτων όπως ο Μέγας Βασίλειος και ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός.
Οι καλλικέλαδοι φιλόμουσοι κάτοικοι της
Καππαδοκίας διακρίνονταν και ως γλεντιστάδες , αλλά και ως ψαλτάδες, καθώς και
ως καλοί οργανοποιοί και οργανοπαίχτες. Τα κρουστά τύπου νταϊρέ ή ταψιού και
στάμνας, τα κουτάλια, τα ταμπουροειδή/λαουτοειδή/ουτοειδή νυκτά έγχορδα και
κυρίως ο φιαλόσχημος Kemane/Κεμανές παιζόμενος με «τοξάριον/δοξάριον» έδιναν το
ρυθμό και τον τόνο του μουσικού πολιτισμού της περιοχής, αλλά και της
γειτονικής Λυκαονίας με το Ικόνιο και την Σύλλη.
Ο
Kemane/Κεμανές, θυμίζει την Ποντιακή λύρα, αλλά σε μεγαλύτερο σχήμα φιάλης (
Φιαλόσχημο ). Φέρει έξι κύριες χορδές κουρδισμένες σε πέμπτες και
τέταρτες, καθώς και έξι συμπαθητικές χορδές, σε ταυτοφωνία ή σε διάστημα
οκτάβας με τις κύριες.
Ο
όρος συμπαθητικές , αφορά τις χορδές που δονούνται «συμπαθητικά/παράλληλα» και
χωρίς δική τους νύξη, – όταν παίζονται οι κύριες χορδές -, που πλουτίζουν σε
αρμονικές τον ήχο του οργάνου. Όπως προαναφέρθηκε , ο Kemane/Κεμανές ( που στα
Τούρκικα σημαίνει βιολί ) φέρει μακρόστενο φιαλόσχημο ηχείο, κοντό χέρι/μάνικο
με ταστιέρα χωρίς τάστα ( δηλ. μεταλλικές ή εντέρινες διαιρέσεις, μπερντέδες ),
κεφαλή/καράβολο παρόμοιο με του βιολιού και ανάλογα με τις χορδές κλειδιά ,
τοποθετημένα από τα πλάγια, ενώ συνήθως φέρει και δύο εσωτερικά ξυλαράκια, τις
λεγόμενες ψυχές.
Η
κατασκευή του, θυμίζει την συγγενική του αχλαδόσχημη λύρα, ( Κρήτης,
Δωδεκανήσου, Μακεδονίας, Θράκης κ.λ.π ), χρησιμοποιώντας συχνά τα ίδια υλικά,,
όπως σκληρά ξύλα για το ηχείο, (π.χ μουριά) το χέρι και την κεφαλή, που
γίνονται από μονοκόμματο ξύλο, αλλά και μαλακά ξύλα για το καπάκι (π.χ έλατο ή
κέδρο από το Λίβανο παλαιότερα) .
Οι
συμπαθητικές χορδές προχωρούν κάτω από την ταστιέρα, περνούν μέσα από τρύπες
ανοιγμένες στον καβαλάρη και δένονται κάτω από τον χορδοδέτη.
Το
τοξάριον/δοξάρι του ήταν τοξοειδές κυρτό, με τρίχες από ουρά αρσενικού αλόγου,
ενώ σήμερα χρησιμοποιείται και δοξάρι βιολιού. Παίζεται, όπως η λύρα,
ακουμπισμένος δηλ. πάνω στο αριστερό πόδι. Τα δάχτυλα πατούν τις χορδές με την
ψίχα του δακτύλου και όχι με το νύχι (σχετ.: Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά όργανα-
Φοίβος Ανωγειανάκης, εκδ. Μέλισσα).
Καταφανώς
, όλα τα “λυροειδή” μουσικά όργανα της ανατολικής μεσογείου, είναι μετεξέλιξη
της Βυζαντινής λύρας με τοξάριον/δοξάρι (lyra, lira,lura ), είτε πρόκειται για
αχλαδόσχημες είτε για φιαλόσχημες λύρες που χρησιμοποιούνται σε διάφορες
περιοχές των Βαλκανίων και της Μικράς Ασίας, την Πόλη, τον Πόντο, την Κρήτη ,
τα Δωδεκάνησα, την Μακεδονία, τη Θράκη και παλαιότερα ( 19ος αι. ) την Ρούμελη
και τον Μοριά (βλ σχετ.: «Τα τραγούδια τα έκαμναν οι χωριάτες, οι στραβοί με
τες λύρες», αναφέρει στη «Διήγηση συμβάντων της ελληνικής φυλής» ο Θεόδωρος
Κολοκοτρώνης)
Όπως
μας πληροφορεί σε σχετική εργασία του, ο αείμνηστος Φοίβος Ανωγειανάκης, στις
ανασκαφές απ’ την ‘Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών ( American School of
Classical Studies at Athens) στην αρχαία Κόρινθο, στις 27 ‘Απριλίου 1961 ,
βρέθηκε ένα ξύλινο αντικείμενο, του οποίου ή εξέταση, οδήγησε στο συμπέρασμα
πως πρόκειται για μουσικό όργανο: «Έπειτα απ’ τον καθαρισμό του, ό καθηγητής
Robinson, για να αποτρέψει τη βέβαιη διάλυση του, λόγω της επαφής του με το
οξυγόνο της ατμοσφαίρας, το έβαλε για μερικούς μήνες, πρώτα σε οινόπνευμα και
μετά σε διάλυση carbowax, είδος πλαστικής ύλης πού διώχνει την υγρασία και
κλείνει τους πόρους.
Για
την εξακρίβωση της ηλικίας του βοήθησαν τα αγγεία πού βρέθηκαν μαζί του, στο
ίδιο στρώμα, μέσα στο πηγάδι και σύμφωνα με τη γνώμη της αρχαιολόγου Stilwell,
ανήκουν στα τέλη του 10ου μέ αρχές τοΰ 11° μ.Χ. αιώνα. Της ίδιας, συνεπώς,
εποχής είναι και το μουσικό όργανο του βυζαντινού συνοικισμού της αρχαίας
Κορίνθου».
Το
όργανο της Κορίνθου είναι κατασκευασμένο από μονοκόμματο ξύλο, χωρίς καμία
διακόσμηση και μόνον ό χορδοστάτης αποτελεί ξεχωριστό κομμάτι, προσαρμοσμένο
στο κάτω μέρος της σκάφης του οργάνου . Δεν γνωρίζουμε εάν είχε καπάκι ξύλινο ή
δερμάτινο και πόσες ακριβώς χορδές ( ίσως 1-3 ) , προσομοιάζει δε στα μουσικά
όργανα τύπου rebec, τα οποία ενίοτε παιζόντουσαν σε υπτία θέση, ως μικρά
ταμπουροειδή με πλήκτρο/πένα, ενίοτε σε κάθετη θέση με τοξάριον/δοξάριον σαν
τις λύρες και ενίοτε στο στήθος με τοξάριον/δοξάριον περίπου σαν τα βιολιά.
Προφανώς
η σχέση πανδουρίδας/θαμπούρας/λύρας τύπου rebec είναι στενή , όπως έχει
αναφέρει και ο καθηγ. Λάμπρος Λιάβας..
Επαγωγικά πρέπει να θεωρηθεί και ο Kemane/Κεμανές ως
απόγονος αυτών των βυζαντινών μουσικών οργάνων.
Σημ.:
Στους αρχαίους Έλληνες , η τριβή των χορδών με τοξάριον/δοξάριον δεν άρεσε και
θεωρούσαν τα όργανα αυτά μάλλον “βάρβαρα” . Από το Βυζάντιο και μετά και κυρίως
με τη χρήση τους από τους Ακρίτες , έγιναν κοινά και αρεστά στο ευρύ κοινό. Σε
κάθε περίπτωση οι αρχαίοι Έλληνες λύρες ονόμαζαν μουσικά όργανα που
παιζόντουσαν αρποειδώς , ενώ οι βυζαντινές και μεταβυζαντινές λύρες με
τοξάριον/δοξάριον είναι διαφορετικά όργανα και ανήκουν στην οικογένειατων
ταμπουροειδών ή πιό εξειδικευμένα στα μουσικά όργανα τύπου rebec.
του Δημήτρη Σταθακόπουλου Δρα Κοινωνιολογίας της ιστορίας και του πολιτισμού, οθωμανικής περιόδου- Παντείου Πανεπιστημίου, Διπλωματούχου Βυζαντινής μουσικής – μουσικού, Δικηγόρου παρ’Αρείω Πάγω
"Πηγή:24grammata.com"
Δημοσίευση σχολίου