Έχει ειπωθεί κατά καιρούς από εκπροσώπους όλων των κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης πως είναι τεχνικά δύσκολο ή και αδύνατο να εντοπιστεί, να ελεγχθεί για παραβάσεις και να φορολογηθεί η – αριθμητικά ελαχιστότατη – ελληνική οικονομική ολιγαρχία. 


Η οικονομική ελίτ δηλαδή που σε στενή συνεργασία με την πολιτική εξουσία εδραίωσε το «στενό» πελατειακό κράτος. Ακούγεται μάλιστα πως αφού δεκαετίες τώρα δεν έγινε κάτι ουσιαστικό επ’ αυτού, σήμερα είναι ακόμη πιο δύσκολο να γίνει σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον ανεξέλεγκτων χρηματοροών. 
Πλέον ο στενός πυρήνας των διαχρονικών (αριστοκρατικής καταβολής) εθνικών προμηθευτών και απομυζητών του δημόσιου χρήματος έχει διευρυνθεί και ισχυροποιηθεί, εμποτίζοντας όλες τις πτυχές της εγχώριας και εξωχώριας οικονομικής δραστηριότητας.
Την εν λόγω ελίτ έχουν πιάσει λίγο πολύ στο στόμα τους σχεδόν όλοι οι πολιτικοί ηγέτες, χρησιμοποιώντας μάλιστα – και κατά τους μεταπολιτευτικούς καιρούς – σκληρές εκφράσεις εναντίωσης. 
Ασφαλώς τόσο οι πολιτικοί όσο και οι δημοσιολόγοι έχουν καταπιαστεί (πολύ συχνότερα μάλιστα) και με το φαινόμενο μιας διευρυμένης μικρής και μικρομεσαίας πελατείας, αυτής που συνθέτει ένα «ευρύ» αυτή τη φορά πελατειακό κράτος. Στην δεύτερη περίπτωση μάλιστα ακούγονται πολύ συχνά επιχειρήματα ευτελούς λογικής που ενώ αγνοούν επιδεικτικά τον παράγοντα «ποσόστωση» (δηλαδή τα ποσοστά των χρηματικών ποσών που στερούν από το κράτος οι λίγοι ολιγάρχες σε σχέση με αυτά που του στερούν οι πολλοί και μικροί), ταυτοχρόνως υπερπροβάλλουν το φαινόμενο τονίζοντας την ευρύτητά του.
Αναφορές που, στα πλαίσια ενός εναλλασσόμενου δημοσιολογικού ρεπερτορίου, τη μια αποτελούν δυσφήμιση και ύβρη και την άλλη ευκαιρία για μεταρρυθμίσεις και πάταξη της διαφθοράς. Κάπως έτσι δημιουργήθηκε μια συνολική εικόνα ενός αέναου φαύλου κύκλου, ενός άλυτου προβλήματος που εμπλέκει ασφαλώς τους λίγους ισχυρούς, αλλά συνάμα και το σύνολο του λαού. Με την επέλαση του νεοφιλελευθερισμού η ισχυροποίηση των οικονομικών ολιγαρχών επέβαλε σταδιακά και παρασκηνιακά στην πολιτική εξουσία όλο και περισσότερους όρους εκβιασμού και πίεσης. Πιέσεις και εκβιασμοί που στο όνομα της πολιτικής σταθερότητας, της οικονομικής ασφάλειας και της ησυχίας του λαού υπήρξαν ιδιαίτερα πειστικοί και ωφέλιμοι (τόσο για τους πολιτικούς, όσο και για τους ολιγάρχες).
Πολλές υπήρξαν και οι υποσχέσεις για εκκίνηση κεντρικών δράσεων από την πλευρά του κράτους που θα οδηγούσαν – κάποια αόριστη μελλοντική στιγμή – στην επίλυση αυτού του μεγάλου ζητήματος. Δράσεις που στην πραγματικότητα κανείς δεν γνωρίζει ποιες είναι ακριβώς και ποιους αφορούν (μόνο τους λίγους, μόνο τους πολλούς, και τους δυο, με εξαιρέσεις ή χωρίς), γεγονός στο οποίο συνέβαλε καθοριστικά το φαινόμενο της πολιτικής διαφθοράς σε συνδυασμό με την γιγαντιαία γραφειοκρατία, την επέλαση του τεχνοκρατισμού και τον εκφυλισμό της Δικαστικής εξουσίας.
Όπως και στο παρελθόν έτσι και σήμερα, η τρέχουσα κυβέρνηση έχει υποσχεθεί ότι θα αναλάβει κεντρικές δράσεις και δεδομένου του αφηγήματος του ΣΥΡΙΖΑ που τον φέρνει πιο κοντά στους αδύναμους και απέναντι στους ισχυρούς, είναι λογικό κανείς να αισιοδοξεί. Παρά τους κομματικούς μηχανισμούς που φέρει αξιωματικά στο σώμα της η σημερινή κυβέρνηση έχει ομολογουμένως μια νέα, διαφορετική χροιά. Απόρροια αυτής της χροιάς είναι και η καλή πίστη που της δόθηκε και που αφορά στην προγραμματική της συνέπεια και στις προθέσεις της να εντοπίσει και να υποχρεώσει τους λίγους και ισχυρούς να πληρώσουν τα αναλογούντα, αποτρέποντας την επιβολή νέων μέτρων στους αδύναμους. Η επιτυχία της σε αυτό το εγχείρημα δεν μπορεί παρά να είναι ευχή και προσδοκία της πλειοψηφίας των Ελλήνων.
Εδώ όμως θα έπρεπε να αναρωτηθούμε εάν αυτές οι κεντρικές δράσεις (εάν όντως γίνουν πράξη κάποια στιγμή) θα αρκούσαν ώστε να βρεθεί ουσιαστική και τελική λύση. Η απάντηση είναι δυστυχώς αρνητική (τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στην μονιμότητα της λύσης) καθώς – εάν αυτή η λύση αφεθεί στο κεντρικό κράτος με την μορφή που έχει σήμερα- το φαινόμενο αυτό ακόμη και αν αντιμετωπιστεί πρόσκαιρα, σύντομα θα αναγεννηθεί.
Αυτό γιατί το πρόβλημα συνδέεται άμεσα με το ίδιο το πολίτευμα. Είναι ακριβώς η δομή του πολιτεύματος (κοινοβουλευτισμός και αντιπροσώπευση, δηλαδή η πίστη που δίνει ο πολίτης κάθε τέσσερα χρόνια στην κάλπη) και ασφαλώς η μετεξέλιξή του (μετακοινοβουλευτισμός), που επέτρεψε στην πολιτική εξουσία να ασκείται σχεδόν αποκλειστικά με όρους εμπορικούς-ανταλλακτικούς και με γνώμονα το συμφέρον των αγορών, αγνοώντας επιδεικτικά τη λαϊκή βούληση. Το αντάλλαγμα ή ίσως και η προϋπόθεση για την επικυριαρχία και ενίσχυση του «στενού» πελατειακού κράτους ήταν η δημιουργία ενός δεύτερου διευρυμένου πυρήνα πελατών (νεόπλουτοι, μικρό-επαίτες, επίδοξοι ταξικοί αναρριχητές κ.λπ.). 
Έτσι εξελίχθηκε η εμπορευματοποίηση των σχέσεων κράτους-πολίτη όπου οι όροι της αγοράς τελικά κυριάρχησαν «κατά κράτος». Αυτή η σχέση κράτους-πελάτη αυτοτροφοδοτείται και διαιωνίζεται μέσα από ένα εθνικής εμβέλειας (αλλά ασφαλώς όχι καθολικό) δίκτυο συνενοχής, ομερτάς, ανικανότητας, αφωνίας, κομματικοποίησης, απολιτικοποίησης, ιδιώτευσης και αιχμαλωσίας των συνειδήσεων. 
Γιατί θα ήταν τουλάχιστον αφελές, όσο και υβριστικό να θεωρήσει κανείς ότι το σύνολο των πολιτών, των πολιτικών και των οικονομικών παραγόντων αυτής της χώρας είναι διαπλεκόμενοι και διεφθαρμένοι. Εξίσου υβριστική και εξοργιστική είναι η θεώρηση που θέλει όλους τους πολίτες δυνάμει διεφθαρμένους, αρκεί να τους δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία και η συγκυρία.
Στους σημερινούς καιρούς βαθιάς οικονομικής κρίσης οι πολίτες, ενώ ενθυμούνται και αναγνωρίζουν το μέγεθος και τη σημασία του προβλήματος ως οικονομικού, αδυνατούν να εντοπίσουν την βαθιά πολιτική και κοινωνική του υπόσταση, έτσι ώστε να φανταστούν και επομένως να συμβάλουν ενεργά στη δημιουργία μιας νέας, διαφορετικής και απελευθερωμένης, από αυτή την χυδαία σχέση, κοινωνίας.
Το φαινόμενο είναι πολύ περισσότερο κοινωνικοπολιτικό και εκφράζεται πολύ εύστοχα από τον Γάλλο κοινωνιολόγο Πιέρ Ροζανβαλόν στο ιδιαίτερα ενδιαφέρον βιβλίο του «Η κοινωνία των ίσων» (Εκδόσεις Πόλις) όπου και αναδεικνύει το «παράδοξο του Bossuet»… «στις μέρες μας έχουμε μια γενική απόρριψη της σημερινής μορφής της κοινωνίας, η οποία συνυπάρχει με μια μορφή αποδοχής των μηχανισμών που την παράγουν». Οι πολίτες λοιπόν ενώ απορρίπτουν – γενικά και αόριστα – αυτό το αρρωστημένο και χυδαίο σύστημα, ταυτόχρονα αποδέχονται σιωπηρά και φοβικά τους μηχανισμούς που διαιωνίζουν την ύπαρξή του. Η σιωπηρή αυτή αποδοχή και η πρόσδεση σε νοοτροπίες και συμπεριφορές που παραπέμπουν σε παλαιότερα καθεστώτα ιεραρχίας, υποταγής και ετερονομίας είναι και η βάση πάνω στην οποία εδράζεται και αναπτύσσεται ανεξέλεγκτα το ίδιο το σύστημα.
Η βαρβαρότητα αυτού του συστήματος δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί παρά μόνο εάν απορρίψουμε τους μηχανισμούς που το αναπαράγουν και το διατηρούν ισχυρό. Όσοι από εμάς οραματίζονται και αγωνιούν για μια διαφορετική κοινωνία πραγματικής ελευθερίας, ισότητας και δικαιοσύνης αναζητούν και τα μέσα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αυτή. Αξιόλογη προσπάθεια και ευκαιρία για διάλογο αποτελεί το φόρουμ – πολιτικό εργαστήρι «ΕΥΗΜΕΡΙΑ ΧΩΡΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗ: Προτάσεις για έναν άλλο κόσμο από κοινού» 
Η υπέρβαση του κοινοβουλευτισμού και της αντιπροσώπευσης, ο εμβολιασμός (έστω αρχικά) του πολιτεύματος με αμεσοδημοκρατικά εργαλεία, η πορεία επομένως προς την άμεση Δημοκρατία (όπου η θλιβερή σχέση κράτους-πελάτη θα μπορούσε να εκριζωθεί οριστικά), το πρόταγμα της αυτονομίας, η πολιτική παιδεία, η αυτοοργάνωση, η αποανάπτυξη (απομεγέθυνση) & παραγωγική ανασυγκρότηση, η αλληλέγγυα οικονομία, η αυτάρκεια, και η οικονομική αποκέντρωση είναι ισχυρά και πειστικά μέσα, τα οποία οφείλουμε να αναζητήσουμε, να συζητήσουμε και να διαδώσουμε.
Ο σαφής καθορισμός μιας πορείας πολιτικού, κοινωνικού και οικονομικού μετασχηματισμού, για τον οποίο θα αξίζει να αγωνιστούμε συλλογικά, αποτελεί τόσο επιτακτική ανάγκη όσο και καθήκον.
Του Γιώργου Κουτσαντώνη

"Πηγή:eagainst.com"


Δημοσίευση σχολίου