Ο άνεργος,
ο φτωχός και ο νεόπτωχος δεν αντιδρούν, δεν αγανακτούν, αντίθετα η οργή σαπίζει
εντός τους. Δεν υπάρχει πολιτικός θεσμός που να οργανώσει και να
πολιτικοποιήσει την οργή, να την κάνει δύναμη, τέτοια που να αλλάξει το
συσχετισμό των αισθημάτων και των δυνάμεων.
Έτσι, χωρίς οργανωμένο πλαίσιο, χωρίς ρέουσα
πηγή, ο λόγος της αξιοπρέπειας και της ανυπακοής θολώνει και στερεύει. Η
ποιητική γλώσσα, που κάποτε λειτουργούσε ως δύναμη εντροπίας, ωθώντας στην
ανατροπή της κρατούσας συμβολικής τάξης, στην ανάδευση της ακινησίας και στην
παρεμπόδιση της σήψης, που δημιουργούσε μια νέα κοινωνικότητα, μία νέα
συλλογικότητα, αντλώντας από την ποιητικότητα των δρόμων, από τον τόπο της
υπερωρίας των νέων και του νέου λόγου, τώρα εξαντλείται στις αυτοεκδόσεις
ποετάστρων ελάσσονος ποιότητας και μείζονος ναρκισσισμού.
Τα γράφω αυτά γιατί ναι, χρειαζόμαστε
«κουράγιο», χρειαζόμαστε ελπίδα. Γιατί η λογοτεχνία είναι ένας τρόπος να
ουρλιάζει κανείς βουβά, φουσκώνοντας το μεγάλο ποτάμι της αγανάκτησης για την
κοινωνική αδικία. Γιατί η τέχνη δεν είναι μόνο για τους «χορτάτους», η
λογοτεχνία δεν είναι μόνο μία τεχνο-λογία της εξουσίας, αλλά και ο σπινθήρας
που θα βάλει φωτιά στις ψυχές των περιφρονημένων, των απόκληρων, των
ξεριζωμένων. Γι’ αυτό έχει σημασία για ποιους γράφει κανείς. Γι’ αυτό το
ερώτημα που πρέπει να θέσουμε, έλεγε ο Έντουαρντ Σαΐντ, είναι για ποιό λόγο
ελάχιστοι καλλιτέχνες "αντιμετωπίζουν ευθέως τα μεγαλύτερα κοινωνικά και
οικονομικά εξωτερικά γεγονότα της ύπαρξής τους», όπως είναι η αποικιοκρατία και
η κοινωνική εκμετάλλευση.
Τελικά, ο έλεγχος των «κάτω» δεν γίνεται μόνο με
τη χρήση του φόβου και την καταστολή, αλλά πρωτίστως με τη χειραγώγηση της
συνείδησης. Ήδη από τον 19ο αιώνα ο Αμερικανός ποιητής και φιλόσοφος Ραλφ
Ουάλντο Έμερσον (1803-1882), έλεγε: «Πρέπει να εκπαιδεύουμε το λαό έτσι ώστε να
μη μας αρπάξει απ’ το λαιμό». Αυτοί, λοιπόν, που κατέχουν τις λέξεις, δηλαδή
την πνευματική εξουσία, επιβάλλουν και τον χαρακτήρα των κοινωνικών σχέσεων,
μας υποβάλλουν -συνειδητά η υποσυνείδητα- τον τρόπο που αγαπάμε, που μισούμε,
που σκεφτόμαστε και ονειρευόμαστε. Γι’ αυτό προσπαθούν ώστε η σημερινή
λογοτεχνία να μην περνάει ούτε από τη σκέψη ούτε από τη μνήμη ούτε από την
καρδιά, αλλά να είναι μια αφήγηση εφησυχασμού, διατήρησης της κατεστημένης
σαπίλας και ενίσχυσης της αδιαφορίας. Δεν χρειάζεται, λοιπόν, καμία
επεξεργασία, καμία προσπάθεια, καμία «πέψη». Όλα είναι με τέτοιο τρόπο
κατασκευασμένα ώστε να οδεύουν κατευθείαν στο παχύ έντερο!
Έτσι, μετά από τέτοια «τύφλωση» της ψυχής,
κανείς δεν θα δει αυτό το παιδί που σηκώνει λευκό πανί ανάμεσα στα
διασταυρούμενα πυρά των αντιμαχόμενων κοντά στο Κιρκούκ του Ιράκ. Κανείς δεν θα
κατανοήσει τους λόγους που ένας άνθρωπος ξεριζώνεται από τον τόπο του περνώντας
θάλασσες και βουνά, κυνηγημένος από τις «βόμβες συμφερόντων» των ισχυρών.
Και για να το θέσουμε διαφορετικά, στη νεωτερική
Ευρώπη το Εγώ αντιστοιχούσε στην «ποίηση» και το Εμείς στο «έλεος». «Ποίηση και
Έλεος. Ποίηση: απόλαυση προσωπική, σπάνια, μυστική. Έλεος: εγκατάλειψη του Εγώ
σε όλους τους άλλους υποφέροντες...», αυτά τα δύο σε κανέναν μεγάλο ποιητή δεν
πάνε χώρια έγραφε ο Σαρλ Μπωντλαίρ. Στο μετανεωτερικό "γενναίο" κόσμο
μας, όμως, ισχύει ο απόλυτος διαχωρισμός της ποίησης και του ελέους, σε
συνδυασμό με έναν ακραίο παροξυσμό της αδιαφορίας, έναν υπερτροφισμό του Εαυτού
και μιας απόλυτης νέκρωσης της ενσυναίσθησης. Κι αυτά είναι που γονιμοποιούν το
ρατσισμό, το φασισμό και τη βία…
artinews.gr
Δημοσίευση σχολίου