διήγημα-ιδέα για μια φάρσα



 ....σ' εκείνο το συρτάρι είναι φυλαγμένες οι σημειώσεις του πατέρα μου, κρυμένες βαθιά απ' τον ήλιο, πέρασα όλη μου τη ζωή ξένος -όπως κι ένα ακίνητο λεωφορείο απέναντι στο ανέμελο ποτάμι,-είναι αργά-, ήθελα να περάσω να ξαναδώ ανήμπορος πώς ήταν γυμνή και βυθισμένη απ' το μέρος της καρδιάς σ'ένα πρωτόγονο ύπνο,- έπεσε μια υποταγμένη σιωπή που δεν αναγνώριζε ότι ήθελα να κουβεντιάσω με κάποιον-έτσι κι αλλιώς ερχόταν βράδυ, τα κίτρινα τριαντάφυλλα αποκτούσαν το χρώμα της ουτοπίας μου - ''μόνο μια άλλη ουτοπία θα ήταν ο εχθρός μου'', σκεφτηκα,- κάποια στιγμή του λέω ''τι ξέρεις για το σύνδρομο της Ντελγαδίνα''


[1*], ''τίποτα'', μου λέει, ''ένας βασιλιάς είχε τρεις κόρες, κάποτε ζήτησε να γίνει ερωμένη του η πιο μικρή - κι αυτή αρνήθηκε- η Ντελγαδίνα, λοιπόν, πεθαίνει στη φυλακή για την άρνησή της'', ''αναρωτιέμαι συχνά αν ο Πρόσπερο[2*] θα ήταν μεγαλόκαρδος απέναντι σ' ένα τέτοιο βασιλιά'', ''για μένα το κίτρινο χρώμα στα τριαντάφυλλα είναι η χαμένη ελευθερία της Λυγερής, της Ντελγαδίνα, ό,τι και να πείτε - κι από τότε κάθε φορά που βλέπω κίτρινα τριαντάφυλλα μου γεννιέται η θλίψη για την δική μου μη-Ντελγαδίνα - όπως και νάχει ο έρωτας περιέχει βαθιές ρυτίδες σε πρόσωπα που δεν θα δούμε ποτέ, ''ψάχνω για το αντίγραφο ενός συμβολαίου όπου χαρίζω τα πάντα σε κάποιον μεγάλο έρωτα πριν ακόμα συναντηθούμε'', ''όμορφο, εκπληκτικό-μόνο ένας οξυδερκής συμβολαιογράφος θα καταλάβαινε κάτι τέτοιο, αναγκασμένος να εκτελέσει κάποτε την διαθήκη του θανόντος'' - ''όλα είναι τόσο κρυμένα απ' το φως'' 

                                                                       
...''η νύχτα έχει λόγο ν' αρχίζει άλλη στιγμή για τον καθένα,-δεν με θυμάστε'', μου λέει, ''όχι'', του λέω- όπως ένα βράδυ που κουβαλάει μυστικά, ή κάποιοι μπορούν να μάς οδηγήσουν στην πιο ανεξήγητη παραβολή του Κυρίου,- λόγια δυσνόητα που αγάπησαν τη μοναξιά τους, θάλασσες κρυμμένες απ' τα μάτια σαν γυναίκες που γύρισαν- ''η νύχτα έχει ένα λόγο ν' αρχίζει άλλη στιγμή για τον καθένα'', - είχε δίκιο ο Μάρκες - συμμετέχουμε στην αόριστη εφημερία των ηδονών, ''δεν καταλαβαίνω'', μου λέει, ''πώς γεννιόμαστε αναλφάβητοι απέναντι στον έρωτα και στο θάνατο- αλλά γι' αυτό θα σού μιλήσω άλλη φορά, όταν νυστάξουμε σα παροπλισμένα αυτοκίνητα'' και γέλασε νυσταγμένα,- δεν ήξερε στ' αλήθεια αν ήταν όλες πουτάνες ή όλες απλά θλιμμένες- όταν έγραφε-, είτε και τα δύο μαζί- μου εξήγησε- ''αυτό ήταν το μόνο δίλημμα που είχα'' - συναντιόμασταν τακτικά, άλλοτε στη θάλασσα, άλλοτε σ' έναν απρόσωπο χώρο των δικαστηρίων, όλα ήταν απλά και φαινόταν τέλεια.


[έρημη προκυμαία - ηλιοβασίλεμα]
Α' ΑΝΤΡΑΣ : ....υπάρχουν παρόμοιοι θάνατοι σ' ένα χρόνο άθικτο ακόμα;; μπορείτε να μου δώστε λίγο νερό;;
Β' ΑΝΤΡΑΣ : [του δίνει ένα μικρό πλαστικό μπουκάλι με νερό] 
Α' ΑΝΤΡΑΣ : Ευχαριστώ. Αποφασίζει κανείς να περπατάει χρόνια - πέφτει πάνω σ' ένα παπούτσι, - ένα παπούτσι μόνο του - και δεν ξέρει ποιανού νεκρού, - θυμάστε, εκείνες τις κανάτες σε σχήμα κόκκορα;;
                                         [παύση]
Β' ΑΝΤΡΑΣ : Αφού είμαι ζωντανός έχω υποχρέωση να μιλώ γι' αυτούς, υπομονετική αναμονή που δεν παρέχει, βέβαια, τίποτε διασχίζω το δρόμο μ' ένα είδος παραίτησης
                                   [μικρή παύση]
ανήκω σε κάποιο ''μεταφυσικό'' πρόγραμμα εξορίας όπως εκείνος που επέστρεψε χωρίς το σκυλί του ή μια γυναίκα που κοιτά, κι έπειτα κλείνει βιαστικά την πόρτα
                                   [μικρή παύση]
ή εγώ, χωρίς πρόσωπο, για ν' αποφύγω την αναγνώριση
Α' ΑΝΤΡΑΣ : Μόνο η νύχτα σταματά ανάμεσα στις σελίδες ενός βιβλίου για να συρθούμε σαν ξένοι ή να νυστάξουμε, αλλά θα είμαστε αιώνια ύποπτοι για ένα έγκλημα άγνωστο
- θα ψάχνουμε εκεχειρίες, μήπως γλυτώσουμε τη συντριβή.


...την άλλη μέρα έφτασαν οι ανακριτές, ολωσδιόλου αναπάντεχα, ''καταλήγουμε να γίνουμε, αυτό που οι άλλοι πιστεύουν ότι είμαστε,- Ιούλιος Καίσαρ'', έκανε ο πιο κοντός με κομπασμό κι άναψε τσιγάρο, - ήρθαν εκεί που πηγαίναμε, - δυο, τρεις καρέκλες κι ένα τραπέζι μέσα σ' ένα χώρο μη-χώρο, ο Μορίγιο που δεν τον ξέρετε, από κάποιο άλλο μυθιστόρημα πιο γωνιακό στη βιβλιοθήκη, - δε θυμάμαι με ακρίβεια- μου έλεγε, ''κλείσε καλά τα μάτια και μετέτρεψε τη νύχτα ή τη βροχή σε φάντασμα'', αλλ' ένα βράδυ τον βρήκαν μ' ένα ψαλίδι καρφωμένο στην καρδιά, μέσα στα φτηνά ρούχα του -μεγάλη και μυστηριώδης ιστορία χωρίς τουρίστες - δε χρησιμοποίησα ποτέ τέτοιες λέξεις, μόνο εκείνο το άθλιο βράδυ στο ημίφως και στο τέλος της παιδικής ηλικίας μου τα έμαθα όλα,


Α' ΑΝΑΚΡΙΤΗΣ : ....όπως ο Ιούδας του Μυστικού Δείπνου, που κάτι τον έσπρωχνε σταθερά στην πτώχευση, στην απέραντη χρεοκοπία...
Β' ΑΝΑΚΡΙΤΗΣ : ....και στο αίμα /- τι έχετε να πείτε;;....
ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ : Έμεινε ώρες με τη λάσπη στα μάτια και τις πληγές, ο υποτιθέμενος δεύτερος εραστής κάποιας Ανζέλ, βγαλμένος από φτηνά φωτορομάντσα - τούσφιξα θερμά το χέρι - το έλεος με γέμιζε τρόμο από πάντα
                                    [μεγάλη παύση]
Α' ΑΝΑΚΡΙΤΗΣ : Τα χέρια μπορούν να χαιδεύουν μέσα στη μνήμη, όπως τα βήματα πεθαίνουν σ' ένα διάδρομο ή σ' ένα δωμάτιο πηχτό γεμάτο δισταχτικά αποθέματα - οι φωνές επιστρέφουν σβήνοντας ή πάλι πρέπει να φέρεις μέχρι τέλος όλες τις ιδέες που βασάνισες στο σκοτάδι με κύρια ονόματα
                                      [μικρή παύση]
Η γραμμή υπεράσπισης στο υπόμνημά της δίνει έμφαση στα πλεονεκτήματα μιας έγγραφης απολογίας για την υπόθεση

Β' ΑΝΑΚΡΙΤΗΣ : Ανώφελες αποφάσεις, σκέψεις που πουλήσαν ακριβά τον δήθεν πολύτιμο χρόνο τους -μια άλλη έρημος, - κι οι σταυρωμένοι πεθαίνουν στις απέραντες λεωφόρους για να δείξουν τη Δευτέρα Παρουσία, - προς τα πού χάνεται από πού έρχεται. Είμαι δω περισσότερο από ποτέ, ποια η εκκρεμότητα ανάμεσα σε δυο φεγγάρια;;
                                         [λίγο φως]
ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ : Είχα ξεχάσει το ποτάμι, έστριβε με το δρόμο, σκαρφάλωνε στον τοίχο-χόρευα καθισμένος - χόρεψες ποτέ σου καθισμένος;;;; Άκούγα τη βροχή, το ποντίκι που ξεστρατίζει, κάποιος ήχος αόρατος και βαθύς σταματημένος σκοτεινός, πώς απλώνεις τα χέρια όταν χορεύεις καθισμένος, υπάρχει πάντα μια στριφνή ασάφεια καθώς το σώμα ακίνητο σφιγμένο ανυποχώρητο
                                           [παύση]
Με τρώει εκείνο το άδειο τώρα, σκοτάδι σε σιωπή, ή γέφυρα με σιωπή και σκοτάδι αέρας νερό, ο ξερόβηχας των μελαγχολικών γενεών  κι ο νοτισμένος ύπνος
                                       [μικρή παύση]
Β' ΑΝΑΚΡΙΤΗΣ : Το σπίτι μένει ακόμα άδειο,- ξέρετε ποιο σπίτι ....όλα μοιάζουν αρκετά φορτισμένα, ο Πρόσπερο θα έστελνε μια μποτίλια στο πέλαγο, θάκανε το ίδιο ακόμα κι αν έπρεπε ν' αντιμετωπίσει τη θάλασσα μ' έναν τρόπο νομικό, με κάποια δικονομία κοινής δικηγορίας - επικαλούμενος τη δικαιοσύνη έστω κι αν κανείς ξεγελιέται απ' τη δική του επίγνωση, τ' απογέματα ασχολιόταν με τις καταιγίδες, και σκεφτόταν ''ποιος ο λόγος να γράψεις, να πεις - άμα δεν εξομολογείσαι την τυφλότητα, ό,τι σ' οδήγησε μέχρις εδώ'', - έν' απόγεμα ο Μάρκες μούκλεισε το μάτι, θα περνούσε απ' τη Ρόζα Καμπάρκας, ''η Ντελγαδίνα αποφυλακίστηκε'', μού λέει, αστειευόμενος, ''θάχω μια μυστική αποκλειστικότητα'', ερχόταν από την άλλη πλευρά του λόφου, εκεί που τα δέντρα ξαναφυτρώνουν, θαρρείς, πιο άγρια, ''η Ανζέλ, ανήκε κι αυτή στα κορίτσια της Καμπάρκας - τη δολοφόνησαν άδοξα, σε μια νουβέλλα - ήταν όλα ανιαρά, σίγουρα θα οδηγούσαν στο φόνο'', παραδέχτηκε, ''αλλ' αυτό απαιτεί τους ποιητές, να έχουν ενεργό συμμετοχή σ' ό,τι ονομάζεται ανάκριση- αδύνατο, βέβαια, και παράλογο'',- με χαιρέτησε βιαστικά, - είχε βρέξει, τα πόδια των μικρών πουλιών ήταν βαριά και κολλημένα στις λάσπες, δεν μπορούσαν να σηκωθούν απ' το έδαφος, μαζεύτηκαν σε μια σκοτεινή γωνιά, δίπλα στο βογκητό ενός ζώου που το χτυπούσε ο οίστρος- ο ήχος της θάλασσας είχε εξασθενήσει, ''όταν έφυγα τα χείλη της παρέμειναν μισάνοιχτα'' - είχαν περάσει ώρες χωρίς να το καταλάβω, ο Μάρκες γύρισε, ''όπως ο ήλιος όταν πέφτει κατακόρυφα κι αλλάζει την πορεία στο ταξίδι του καθένα, γι' ακόμα μια φορά'', - είπε...τις επόμενες μέρες με ήθελε μαζί του στης Ρόζας,- σχεδόν τα βράδια είμασταν εκεί - ανελλιπώς- κάποτε η θάλασσα αναδύει μια ανατριχιαστική σιωπή,- χωρίς το φεγγάρι, -όσοι ευτύχησαν δεν ερωτεύτηκαν ποτέ, αυτό είναι και το μεγάλο όνειδος της μοίρας και πρέπει ν' απολογηθούμε παρ' όλ' αυτά για ολάκερη την απουσία ή τον θλιμμένο πλούτο σωρευμένο απ' τις απίθανες εξηγήσεις των αστών, ''έλεος, ανάψτε το φως, σα να μάς έχουν κλειδώσει στα παρασκήνια'', ακούστηκαν οι δυνατές φωνές των αναξιοπαθούντων που είχαν εγκλωβιστεί - 
Α' ΑΝΑΚΡΙΤΗΣ : Ο τρόπος που καθησυχάζει κανείς την αγωνία του μέχρι να βρεθεί στα βάθη της Κόλασης, είναι η απόρριψη - δε νομίζετε ;;


ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ : Δεν ξέρω να σάς απαντήσω με σιγουριά, έρχονταν ένα πλήθος, ένα άμορφο πλήθος, αλλά οι νεκροί τους ήταν αλλού, ωστόσο αυτοί επιθυμούσαν ν' αφήσουν τον οβολό τους εκεί, δίπλα στη δυστυχία μας κι ας ήταν ξένοι όσοι πέθαναν μιαν ώρα αρχύτερα - εγώ, μάλιστα, αντιλαμβανόμουν το ψέμα και ήθελα να τους σώσω, όμως αυτοί οι παντός είδους κήρυκες αφαιρούσαν κάθε ζωντάνια ''αφήστε με να πεθάνω'', έλεγαν οι τελευταίοι- όσοι περίμεναν δηλαδή έναν σωτήρα που έσερνε το δήμιό του με σπουδή κι ανείπωτη τάξη...
Β' ΑΝΑΚΡΙΤΗΣ : Η κατηγορία που σάς βαραίνει είναι ο έκλυτος βίος, ο υπέρμετρος δανεισμός ακόμα και συναισθημάτων, φυσικά ένας άνθρωπος σαν εσάς μπορεί να κατηγορηθεί ότι ο αγοραίος έρωτας είναι ασύμφορος για όσους νομίζουν ότι έτσι αντιμετώπισαν τη ζωή - αυτό ίσως τους οδηγήσει στο έγκλημα ή στην αφόρητη ζηλοτυπία /- συνήθως είναι κρυμμένοι, πίσω απο υψηλά λειτουργήματα ή κερδοφόρα επαγγέλματα...
Α' ΑΝΑΚΡΙΤΗΣ : Θα υποστήριζα ότι οι σοφοί τραπεζίτες εξισορροπούν το χρήμα και τους εναγκαλισμούς [γελάει] με έξυπνα τεχνάσματα και υπολογισμούς, έτσι, αγαπητέ μου, όταν κάποιος δεν αποπληρώσει τα έξοδα που οφείλει - για παράδειγμα- σ' έναν οίκο ανοχής αθροιστικά, τότε έρχεται η θεά του πεπρωμένου του κι αποπληρώνει με κάθε είδους εναίσθημα ό,τι οφείλει, για να μπορέσει να συμπέσει με την οικονομία του σύμπαντος - και φυσικά η εκδίκησή του στρέφεται στη δολοφονία ή και ληστεία μιας πόρνης, ή μιας τυχαίας γυναίκας που περπατάει ανύποπτη....
ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ : [σηκώνεται όρθιος απ' την καρέκλα του] Κύριοι, μη έχοντας καμιά αξίωση να υποδείξω ή ν' αποδείξω, παραιτούμαι από κάθε υπεράσπιση - για χάρη σας, είμαι έτοιμος για κάθε ποινή ...εκείνο το βράδυ φαντάστηκα ένα μεγάλο πουλί που κουνούσε το κεφάλι του πέρα δώθε, σα μαξιλάρι που έσταζε αίμα, γιατί ό,τι γίνεται ακούγεται στις μέρες μας, δε μένει θαμμένο, ''σάς έχω στερηθεί'', είπε ο νυχτοφύλακας, ''ελπίζω ο καλός Θεός να μας δεχτεί όλους στο Purgatorio'',- αρκετά μακριά το σπίτι της Ρόζας, ένα γκρουπ με τραπεζίτες εκδρομείς στην άκρη της θάλασσας και πιο πέρα τα βάθη της άβυσσος ...όταν έκλεισε οριστικά το σπίτι της Ρόζας Καμπάρκας, ο Μάρκες μπορεί και νάχε ολοκληρώσει το ''Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων'',- σκέφτηκα ότι το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να συντονίζω τα βήματά μου με τον αέρα της θάλασσας που είχε εξ ορισμού την αδιαμφισβήτητη λογική κι αισθητική της φύσης ή την ανάμνηση μιας σχεδόν άγευστης σάρκας, που στο μέλλον θα πρόβαλλε πάλι την υπόστασή της ανενδοίαστα σαν ανεκπλήρωτη οργή ή ηδονή που διέφυγε σ' ένα σύννεφο αοριστίας-/ η επιβεβαίωση πολλών κύκλων μοναξιάς συντονίζουν το χρονικό της προσωπικής ιδιωτείας χρόνων, απέναντι σε πρόσωπα- και τελικά όλα συνοψίζονται μια χαρακτηριστική μέρα του φθινοπώρου, που έχει το ακατανόητο της εποχής
[στην ίδια προκυμαία, - η θάλασσα - το ηλιοβασίλεμα]
Α' ΑΝΤΡΑΣ : ....όπως και το τελευταίο καράβι, είναι σα να βλέπω με κλειστά μάτια τις καλωσύνες που γέρασαν σε κουπαστές, αυτούς που ονειρευτήκαν τις γυναίκες που φυλάκισε ο χρόνος για πάντα- σ'ένα ζευγάρι κυάλια, σε κάποιο σκούφο μάλλινο πλεχτό που αμόλυσαν οι γλάροι στα νερά
Β' ΑΝΤΡΑΣ : Κάποτε όλα απέχουν μια αιωνιότητα, για ν' αποχτήσουμε το οικείο σε μια νύχτα
Α' ΑΝΤΡΑΣ : Τα σύννεφα είναι παρατημένες αγχόνες για όσους μετανάστευσαν την άλλη μέρα
                                      [μικρή παύση]
Β' ΑΝΤΡΑΣ : .....και η μποτίλια στο πέλαγο θα έχει μια γραφή μυστήρια που αφού γυρίσει όλους τους ωκεανούς θαμάς μιλήσει με τη γλώσσα του Πρόσπερο, ''τρεις ώρες εξουσίας, για τη Μεγάλη Συχώρεση''
Α' ΑΝΤΡΑΣ : Ως τότε θάχουμε φύγει, κανένας φόβος μήπως γεράσουμε. Είστε μόνος;;
                                         [μικρή παύση]
Β' ΑΝΤΡΑΣ : Όχι, ζω από καθαρή τύχη - ο χειμώνας φαίνεται ηττημένος εκ των προτέρω - αλλά έχω εξαπατήσει τους πάντες, γι' αυτό κουβαλώ μαζί μου ένα κέρμα, μήπως με τρομάξουν, υπάρχουν κι αυτοί που δεν αντέχουν τα μυστικά - πρόσωπα σβησμένα, αλληγορίες ανώφελες.
                                           [παύση]
Α' ΑΝΤΡΑΣ : Δε μου απαντήσατε.....
...αλλά εγώ ήδη ταξίδευα -/ ή ο Θεός ήταν εκεί κοντά μας ή είχε φύγει ξαφνικά για την έρημο
                                               

ΑΝΑΦΟΡΕΣ
1. Γ.Γ. Μάρκες, Οι θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου, μετφρ. Κλαίτη Σωτηριάδου, Α.Α.Λιβάνης
2. Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Η Τρικυμία, μτφρ. Βασ. Ρώτα, Επικαιρότητα


Δημοσίευση σχολίου