Ο Πολύειδος και ο μυστικός Γλαύκος, ο «Λειμών της Ήρας» και το «άνθος του Δία», η απόκρυφη μύηση του θείου δράματος, ο «Υπερουράνιος Λειμών» του Πλάτωνα και η τροφός των ψυχών.
Η αθανασία απασχόλησε ιδιαίτερα τους αρχαίους Έλληνες. Σε σχετικά εδάφια που υποκρύπτουν στοιχεία για τη γνώση της εσωτερικής φυτολογίας, αναφέρεται ότι ο μάντης Πολύειδος χρησιμοποίησε κάποιο μαγικό βότανο για να αναστήσει το νεκρό γιο του Μίνωα Γλαύκο (Υγίνος «Μύθοι» 136-Απολλόδωρος «Βιβλιοθήκη» Γ,3 και Σέρβιος στην «Αινειάδα» του Βιργίλιου 6,14 και 7,796)
Σύμφωνα με τη διήγηση του Απολλόδωρου, ο μικρός Γλαύκος, καθώς κυνηγούσε ένα ποντίκι (ή μια μύγα κατά διαφορετική εκδοχή των χειρογράφων) έπεσε μέσα σε ένα πιθάρι γεμάτο μέλι και πνίγηκε. Ο πατέρας του, αναζητώντας και μη βρίσκοντας το παιδί του, ζήτησε από τους μάντεις να τον συμβουλέψουν πώς θα μπορούσε να το ανακαλύψει. Οι Κουρήτες τότε του είπαν ότι στα κοπάδια του έχει μια «τριχρώματον βουν» και ότι αυτός που θα μπορούσε να βρει με τι μοιάζει περισσότερο η τρίχρωμη αγελάδα, εκείνος θα του ξανάδινε πίσω ζωντανό το παιδί του. Από όλους τους μάντεις που προσκαλέστηκαν να τον βοηθήσουν, ο Αργείος Πολύειδος, ο γιος του Κοιρανού, βρήκε πως η τρίχρωμη αγελάδα μοιάζει με το βατόμουρο, κι αμέσως μετά ανακάλυψε τον πνιγμένο Γλαύκο, με τη βοήθεια βέβαια της μαντικής του τέχνης.
Ο Μίνωας όμως, που ζητούσε από τον Πολύειδο να του αναστήσει κιόλας το πεθαμένο του παιδί,, τον φυλάκισε μαζί με το νεκρό Γλαύκο. Κατά τον Απολλόδωρο, κλεισμένος στον τάφο ο Πολύειδος και «ευρισκόμενος σε αμηχανία, είδε ένα τεράστιο φίδι να σέρνεται προς το νεκρό. Το χτύπησε με μια πέτρα και το σκότωσε, γιατί φοβήθηκε μην πάθει κάτι το πτώμα και τον σκοτώσουν κι εκείνον (θεωρώντας τον υπεύθυνο). Σε λίγο ήρθε ένα δεύτερο και μόλις είδε το πρώτο φίδι νεκρό, έφυγε. Σε λίγο επέστρεψε φέρνοντας ένα βότανο («πόα» στο αρχαίο κείμενο) το οποίο έριξε σε όλο το σώμα του άλλου και το νεκρό φίδι αναστήθηκε. Βλέποντας αυτή τη σκηνή ο Πολύειδος και αφού την θαύμασε, έβαλε το ίδιο χόρτο πάνω στο πτώμα του Γλαύκου και τον ανάστησε».
Στους «Μύθους» του Υγίνου υπάρχουν μερικές ενδιαφέρουσες παραλλαγές. Αντί των Κουρητών παρουσιάζεται ο Απόλλωνας και λέει στους γονείς του Γλαύκου ότι εκείνος που θα μπορούσε να εξηγήσει τη γέννηση ενός τέρατος, που παρουσιάστηκε στη χώρα του βασιλιά, αυτός θα ανάσταινε και το νεκρό παιδί. Τότε ο Μίνωας έμαθε ότι ανάμεσα στα κοπάδια του γεννήθηκε ένα μοσχάρι που άλλαζε χρώμα κάθε τέσσερις ώρες. Από άσπρο που ήταν στην αρχή, γινόταν κόκκινο και μετά μαύρο. Ο Πολύειδος έδωσε την σωστή ερμηνεία παρομοιάζοντας το ζώο με το βατόμουρο, που άγουρο στην αρχή είναι άσπρο, μετά κόκκινο και όταν ωριμάσει μαύρο. Έτσι επιλέχθηκε να ψάξει για το χαμένο παιδί. Αναζητώντας το παρατήρησε, για μια στιγμή, μια κουκουβάγια (γλαύκα), να διώχνει μέσα από το βασιλικό κελάρι τις μέλισσες. Οδηγήθηκε εκεί και βρήκε τον Γλαύκο. Στη συνέχεια ακολουθείται η διήγηση του Απολλόδωρου για τα συμβάντα στον τάφο.
Οι αναλυτές συνδέουν τα γεγονότα του μύθου με τον θνήσκοντα παιδικό θεό, που ο θάνατός του συμβολίζει το μαρασμό της βλαστικής ζωής και η ανάστασή του την αναγέννησή της. Ο θνήσκων αυτός θεός και η μεγάλη θεά της γονιμότητας κυριαρχούσαν στη θρησκεία των πρώτων πολιτισμών του Αιγαίου (Persson A. «The Religion of Greece in Prehistoric Times» σελ. 11 και μετά). Πράγματι, στο θείο δράμα της μινωικής Κρήτης, ο θάνατος και η ανάσταση του μικρού Γλαύκου αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά του θνήσκοντα θεού που πεθαίνει, αναζητείται με θρήνους και ανασταίνεται.
Αν σταθούμε πιο ουσιαστικά στα κυριότερα στοιχεία του μύθου, θα αισθανθούμε την «κλειδωμένη» γνώση και τις απόμακρες μορφές ζωής που περικλείει. Στις παραδόσεις πολλών λαών το φίδι σχετίζεται με κάποιο φυτό, που στην ουσία είναι ελιξίριο νεότητας και βότανο της αθανασίας. Έτσι, το δένδρο ή το φυτό γίνεται σύμβολο και φορέας της ίδιας της ζωής, δοξασία που ξεκινά από το ότι ο φυτικός κόσμος αποτελούσε μια από τις πρώτες τροφές του ανθρώπου κι από το ότι ο κόσμος αυτός αναγεννιέται με τον ερχομό της άνοιξης. Έτσι, η εμφάνιση του φιδιού και του μαγικού βοτάνου υποδηλώνει την ανάσταση που ακολουθεί έναν μυητικό ή πραγματικό θάνατο.
Ο πνιγμός του μικρού Γλαύκου φανερώνει τη χρήση του μελιού κατά τη μινωική εποχή, όπου το χρησιμοποιούσαν στο βαλσάμωμα των νεκρών. Το μέλι ήταν μια από τις αρχαιότερες και πολυτιμότερες τροφές του ανθρώπου και αποτελούσε μαζί με το γάλα τη βασική τροφή του νεογέννητου. Πολλοί αρχαίοι λαοί, (Ινδοί, Πέρσες, Γερμανοί, Σλάβοι) έδιναν μέλι στα βρέφη πριν ακόμα από τον πρώτο θηλασμό. Γι αυτό συνδέεται και με την ιδέα της αναγέννησης του ανθρώπου, πράγμα που βεβαιώνεται και από την εκκλησιαστική παράδοση των παλαιοχριστιανικών χρόνων, όπου έδιναν στον βαπτιζόμενο μέλι και γάλα. Επομένως το πνίξιμο του Γλαύκου μέσα στο μέλι δεν δείχνει απλά έναν θάνατο, αλλά προμηνύει και την ανάσταση.
Το «αίνιγμα» που έλυσε ο Πολύειδος, παρουσιάζοντας τα εναλλασσόμενα χρώματα της αγελάδας με τους χρωματισμούς του βατόμουρου, αποκαλύπτει κι άλλα, εσχατολογικά, στοιχεία του μύθου. Εχοντας υπόψη μας τα λεγόμενα του Σουίδα, κατά τα οποία η Ιώ μεταμορφώνεται σε αγελάδα που αλλάζει τρεις φορές χρώμα, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι η σύνθεση των χρωμάτων (άσπρο, κόκκινο και μαύρο) μας παραπέμπει σε σεληνιακές παραστάσεις, υποδηλώνοντας την Άρτεμη-Εκάτη και τα μυστήρια του Άστρου του Τόξου (Σείριου).
Αυτό θα το αντιληφθούμε καλύτερα στη «χρωματική πορεία» του Σείριου Β, η ουσιαστική ταυτότητα του οποίου (κατά τους Ντόγκον) είναι «φορεύς ζωής». Βέβαια, δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά, γιατί το βότανο της αθανασίας (που αναφέρεται στο Δένδρο της Ζωής της εσωτερικής εβραϊκής παράδοσης), δεν είναι παρά μια συγκεκριμένη «πόα» που ευδοκιμούσε στο λειμώνα (παράδεισο) της Ήρας. Αυτήν υποδηλώνει ο Θεσσαλονίκης Ευστάθιος όταν γράφει ότι ο εξ Ανθηδόνος Γλαύκος «φαγών άτρωτος ή και αθάνατος ελέχθη γενέσθαι».
Χαρακτηριστικό είναι ότι ο μύθος αναλυόμενος αυτοδιασπάται και αποκαλύπτει το «άνθος του Δία», έκφραση των αρχαίων μυθογράφων, στην οποία υποκρύπτεται ο Κυνόδους ο Δάκτυλος (Kynodon Dactylon) του Θεόφραστου, αυτός που ευδοκιμεί στον «θάλλοντα κήπο» της Ήρας, εκεί όπου κατά το Σχολιαστή του Απολλώνιου του Ρόδιου «ώκει Γηρυονεύς, έχων κύνα Όρθρον, αδελφόν Κερβέρου...».
Τα στοιχεία αυτά, στα οποία διαφαίνεται η σχέση μεταξύ του λειμώνα της Ήρας και του φυτού της αθανασίας, μας αναγκάζουν να επανατοποθετήσουμε το θέμα και σε άλλους χώρους, όπως, για παράδειγμα, στην Αιτωλία, όπου αναφέρεται κι εκεί ο Γλαύκος και η πόα της αθανασίας. Στον ίδιο χώρο καταγράφονται δυο λατρευτικά τοτέμ, η γλαύκα και ο κύνας. Ο τελευταίος, που υποδηλώνει το Άστρο του Κυνός, τον Σείριο, σχετίζεται κι αυτός με το βότανο της αθανασίας (βλέπε αναλυτικά «Ο Θέρμιος Απόλλων» και «Οι Κυνίδες» στα τεύχη 66 και 67). Η σχέση αυτή υποκρύπτεται σε μυστικές λατρευτικές ιεροπραξίες των αρχαίων Ελλήνων, για τις οποίες αναφέρουν αποσπασματικά ο Θεόφραστος, ο Αιλιανός, ο Απουλήιος, ο Σουίδας, ο Βώλος Δημοκρίτου κι άλλοι.
Οι ίδιες πληροφορίες καταγράφονται και σε χώρους υπερβατικούς, όπως ο υπερουράνιος τόπος της πλατωνικής θεολογίας, εκεί όπου ο «θείος λειμών» τρέφει τις ψυχές των θνητών ανθρώπων.
Δημοσίευση σχολίου