un récit d'embarras
.....ο μυστικισμός ........που μάς κάνει να βλέπουμε τα κοινά πράγματα αλλόκοτα
ΟΣΚΑΡ ΟΥΑΙΛΝΤ [1α]

......οι νύχτες μου τελειώσανε το πρωί
Φ.Μ. ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ [1β]


 ...η άλλη μέρα δε ξέρουμε αν ανήκει στο αληθινά αδιανόητο το κεφάλι και το σώμα ενός πουλιού όταν σημαίνει η ώρα της ερείπωσης τότε εδώ μπορεί να δολοφονηθεί κανείς προορισμένος για ένα είδος αθανασίας σαν ματαιότητα κάτω απ' το ευθυτενές των αγαλμάτων συνέβησαν συνηγορίες στη μεταμόρφωση αποχτάς συμβολική διαλεκτική εγκόλπωσης στο φως και τη σκιά ή ο απόκληρος που προκαλεί το πεπρωμένο του το γράμμα που χρωστώ ξορκίζοντας τη μνήμη σου καθώς αναπάντεχες αποβάθρες ο πόνος προσπαθεί ν' αναδείξει τα φώτα της πόλης εξακολούθησα να πιστεύω λόγους παραμυθίας εξασφαλίζοντας το όριο ''δεν ήθελε να μείνει μόνος φοβόταν εκείνο το δίσεχτο απρόσιτο χτες'' ή ο τρόμος του φονιά σε κάποιο σημαίνον της καταιγίδας με τα μάτια καρφωμένα στα δοκάρια της σκεπής Εννοείται ότι μιλάμε περί τυφλότητος Κάθε νύχτα αν υπάρχει δικαιοσύνη δεν έχουν τίποτα να πουν ο ένας στον άλλο ο χρόνος μεγαλώνει με τη συγκατάβαση των λέξεων ή την άβυσσο και πιο μακριά δέχεται κανείς τον κόσμο όπως είναι ή όπως το αφηρημένο φως στο πίσω μέρος ενώ συνέβη το έγκλημα μυστηριώδες ειδεχθές βαρύ χτύπημα στην αληθοφάνεια και τα προσχήματα της λογικής ''εσείς'' του λέω ''Φιόντορ Μιχαήλοβιτς γνωρίζατε [Στοπ] Τα δέντρα κλέβουν σιωπηλά την αθωότητα'' ''έπρεπε ν' ακούσω την πρώτη σιγή στις μεγάλες κραυγές της Επανάστασης'' απάντησε  ''ήταν δεκέμβρης η ύλη είμαστε εμείς'' μου λέει ''και τότε οι δρόμοι αποχτούνε το παλιό όνομα που ταιριάζει γιατί πρέπει να μοιράσουμε τον κόσμο βιαστικά κι ανεπανόρθωτα χαρές κλεμμένες από δεύτερο χέρι θα έρθει ο Ένοικος'' μου λέει ''οι αγωνίες τελειώνουν κλαίγοντας σιωπηλά όπως το καπέλο στους ώμους ή μια συνάντηση ανούσια στο τέλος της ζωής'' και την άλλη μέρα φάνηκε απρόσκλητα ''εδώ γεννήθηκα'' έλεγε ''αλλά μεσολάβησαν τόσες ιστορίες μένει πάντα η ζωή απόμακρη να δραπετεύει κίβδηλο νόμισμα καταμεσήμερο ανερμάτιστο σαν τις λευκές νύχτες χαράματα'' ένας άνθρωπος που απαντά ακατανόητα στη λησμοσύνη 


 ...δεν βλέπω εκ των προτέρων ποιο θα μπορούσε να είναι το καίριο ζήτημα ύστερα έμπαινα κατά τη συνήθεια που είχα στο βασικό μέρος της συζήτησης μα ήμουν ένα κομμάτι απ' το υπάκουο κοπάδι που ζητάει συχώριο λύπηση και απαντήσεις και το πρωί πεθαίνεις στα όρια κάποιου οικογενειακού μυθιστορήματος χωρίς έλεος επέμενα σε λέξεις δίχως σχήμα που δεν κατάφερνα ν' αναπαραστήσω ανήκουν σε μια πραγματικότητα πίσω από κείνα τα χαμόδεντρα καθώς ο γιος μου είχε πάρει πια την απόφασή του απορροφημένος ''συχώρεσέ με για το ευτελές χαρτί σου γράφω τις απρόθυμες γαλήνιες όλβιες μέρες μας'' και πιο κάτω ''ευχαριστώ πολύ που λείπετε'' φανταζόμουν την ατέλειωτη απέραντη σειρά προσώπων και πραγμάτων που γίνονται περιεχόμενα του αινίγματος αλλά μερικές στιγμές ήθελα να προφέρω την αλήθεια ''είμαι ο Ένοικος όπως εκείνη η ιστορική θλίψη της Νάστενκα στη Φοντάνκα'' τα έντομα έκαναν ένα κουρασμένο θόρυβο σαν σκονισμένες λεωφόροι τέλος καλοκαιριού με υποσχέσεις για την αιωνιότητα και Ω ναι κάπως έτσι ονειρεύομαι τη σύγκλιση σκηνών και μορφασμών περί έρωτος και άλλων αντιποίνων [παύση] ''ΦΑΟΥΣΤ : .....προσευχήσου για μένα, προσευχήσου ! Εδώ φτάνει / Η προσπάθεια μου να θέλω να αγαπώ''[2] όχι μόνο δύο πολλούς ανθρώπους παραδομένους στη σιωπή βραδυνές συνομωσίες κάτω από φανοστάτες περασμένων αιώνων η επαγρύπνηση κουβαλούσε αηδία η τέχνη του νερού που υπάρχει με αντιδικία στην πέτρα του προδίδει το χαλασμό Ο ΕΝΟΙΚΟΣ : .....ή το συνώνυμο ενός χρόνου αφού λήστεψε με κάθε λεπτομέρεια τον κατακλυσμό και τις θωπείες του Ανήμποροι Κι αυτός ο κύκλος συνεχίζεται ή αυτή η αληθινή νύχτα ένα σωρό θάνατοι μια απορημένη αναγέννηση στο σύνορο για να διαβάζεις τον εαυτό σου μακρινοί καιροί που ξεκλειδώνουν με το βαρύ αντικλείδι που ξέραμε κι ο βήχας της νεκρής ακουγόταν ως το δωμάτιο συρτός σαν τη ρωγμή της καρέκλας που σκίζεται αργά και με το τέλος καταλαβαίνεις πως ήσουν πιο ελεύτερος τώρα λίγο πριν τη νέκυια


 sommeil exilé ou le somnambule : ''mes nuits étaient finies le matin '' [*]

ΦΙΟΝΤΟΡ ΜΙΧΑΗΛΟΒΙΤΣ : ........[λίγο φως] τα σύνορα της κάμαράς μου του κρεβατιού μου ο κύκλος του κορμιού που εξορίζεται στο παράθυρο απαγορεύεται η διέλευση ένα μεγάλο μέρος της αυριανής μέρας θα μείνει τυφλό κι ασαβάνωτο για να δεχτεί κανείς τον κόσμο όπως είναι η γενναιόδωρη συγνώμη αυτής της ενοχής και τα καλύτερα πράγματα βρίσκονται στην απουσία τους έτοιμος να κάνω φιλοφρονήσεις η νύχτα περιέχει ενθουσιασμό μια ιδιαίτερη έστω κι ασήμαντη ανακάλυψη έπρεπε να κατηγορήσω ολάκερη την ταπεινή μου ιδιοσυγκρασία έψαχνα μονάχα την είδηση ή το μοναδικό σκοπό που ταίριαζε στη Νάστενκα μες στην εξουθένωση πάει λίγος καιρός που καμιά εξομολόγηση δε δουλεύει όπου κι αν ζεις περπατάς ή στέκεσαι με το χρέος στην πλάτη στοχάζομαι απλά από ανακούφιση Εγώ Ξέρετε συναντώ τακτικά τους τρεις μουσικούς έγιναν ευέξαπτοι και τραχείς αλλά έντιμοι γυρίζουν απ' τη ματαιότητα της Αυλίδας και άλλοτε επιστρέφουν απ' το Παυλόβσκ μα το Θεό υπάρχουν πολλοί που γυρίζουν ταπεινωμένοι και αήττητοι μ' εκείνη τη μετριοφροσύνη που κατά προτίμηση ανήκει στους γέρους ή τη βροχή Ο ΕΝΟΙΚΟΣ : ......θα μπορούσα να την αγαπήσω δεν είχα όμως τρυφεράδα για ξεπούλημα δε γελώ καθόλου ο ύπνος ξέρει περισσότερα απ' τους δασοφύλακες για υδάτινους λαβύρινθους ''δε θέλω να γελοιοποιώ κι άλλο το χρόνο σας αγαπητή κυρία'' απέφευγα να την κοιτάξω στα μάτια είχαν μια ήσυχη σκουριά ακίνητη ύστερα ο κόμπος το κεφάλι γερμένο προς τον ουρανό ο πνιγμένος άφηνε το ίχνος του για πάντα στο νερό μνημόνευε με ακρίβεια ο Φώκνερ [3] δεν ήξερα πού είχε καταφύγει πήρε το χέρι μου στεφανωμένο στο λαιμό της άρα ήταν εδώ μια αλήθεια μεταλλαγμένη στήριξε τη μύτη της λάμας στο λαρύγγι ακουγόταν σα σφυροκόπημα πολιορκούσε την αναπνοή Τινάζεται Οι καρδιές χτυπούσαν μουντά ακίνητος όπως κι αυτή καθισμένη στην πολυθρόνα αν πιστέψουμε τα λόγια της ο θάμνος το σταχτί χαντάκι το σκούρο τεφρό χώμα κοιμόταν και ξυπνούσε νωρίς όπου τη βόλευε 


 Βουδαπέστη / Μάρτης-Απρίλης 2019
 ΤΕΛΟΣ
  
ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1α] ΟΣΚΑΡ ΟΥΑΙΛΝΤ, Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ, μτφρ. Βασιλική Κοκκίνου, ένθετο, εφημ. ΑΓΟΡΑ, αχρονολόγητο
[1β] Φ.Μ. ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ, Λευκές νύχτες, μτφρ. Αναστασία Τρουλλάκη, Εμπειρία, 2016 
[2] Fernando Pessoa, Γράμματα στην Οφέλια, μτφρ.-επίμετρο-σχόλια Μαρία Παπαδήμα, Gutenberg, 2014
[3] Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία, μτφρ. Παύλος Μάτεσις, Καστανιώτης, 2010

[*] εξόριστος ύπνος ή ο υπνοβάτης : «οι νύχτες μου τελείωσαν το πρωί»

Δημοσίευση σχολίου