Τεράστια είναι η σημασία της ομοκυστεΐνης για την υγεία και την αποφυγή σοβαρών παθήσεων, γεγονός που αποδεικνύεται από τις περισσότερες από 22.000 επιστημονικές μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί για τον ρόλο της.
Η σχέση μεταξύ ομοκυστεΐνης και αρτηριοσκλήρυνσης έχει εντοπιστεί πριν από 50 χρόνια και από τότε έχει αποδειχθεί ότι εμπλέκεται σε διάφορες παθολογίες, όπως οστεοπόρωση, Alzheimer, Parkinson, εγκεφαλικό επεισόδιο και καρδιαγγειακή νόσο. Επίσης, υπάρχει συσχετισμός των επιπέδων της με την εμφάνιση καρκίνου, αορτικού ανευρύσματος, υποθυρεοειδισμού και τελικού σταδίου νεφρική ανεπάρκεια.
«Η ομοκυστεΐνη είναι ένα αμινοξύ που περιέχει θείο και προκύπτει από το βασικό αμινοξύ της μεθειονίνης. Τα επίπεδα κυκλοφορίας της στο αίμα εξαρτώνται από ικανότητα ή αδυναμία επαρκούς μεταβολισμού της μεθειονίνης εξαιτίας τόσο γενετικών παραγόντων, όσο και της ανεπάρκειας ή υπερεπάρκειας των βιταμινών Β6, Β12 και φυλλικού οξέος στον οργανισμό. Επιπλέον, ορισμένα από τα φαρμακευτικά προϊόντα που χρησιμοποιούνται σήμερα στην κλινική πρακτική για τη μείωση των λιπιδίων και τα αντιπαρκινσονικά φάρμακα είναι γνωστό ότι αυξάνουν τα επίπεδά της», εξηγεί η Ιατρός Λειτουργικής, Προληπτικής, Αντιγηραντικής και Αναγεννητικής Ιατρικής Δρ. Νικολέτα Κοΐνη.
Ο επιπολασμός της υπερομοκυστεϊναιμίας, δηλαδή των αυξημένων επίπεδων της ομοκυστεΐνης, διαφέρει σημαντικά μεταξύ των πληθυσμών και εξαρτάται από την ηλικία, τη διατροφή και το γενετικό υπόβαθρο. Η αύξηση της ηλικίας, το ανδρικό φύλο, το κάπνισμα, η κατανάλωση καφέ, η υπέρταση, η δυσλιπιδαιμία, η υψηλή κρεατινίνη και η ελλιπής διατροφή αποτελούν μερικούς από τους παράγοντες που σχετίζονται με αυξημένα επίπεδα ομοκυστεΐνης. Αντιθέτως, η φυσική δραστηριότητα, η μέτρια κατανάλωση αλκοόλ, η καλή κατάσταση του φολικού οξέος και η βιταμίνη Β12 σχετίζονται με χαμηλότερα επίπεδα ομοκυστεΐνης.
Οι χορτοφάγοι είναι πιθανό να διατρέχουν αυξημένο μεγαλύτερο κίνδυνο υπερομοκυστεϊναιμίας, λόγω των χαμηλών επιπέδων Β12 στο πλάσμα.
Ειδικότερα, η υπερομοκυστεϊναιμία διακρίνεται σε δύο τύπους: στην σπάνια αλλά σοβαρή μορφή, που οφείλεται σε σημαντικές γενετικές μεταλλάξεις των ενζύμων που εμπλέκονται στο μεταβολισμό της ομοκυστεΐνης, και στη συνηθέστερη που σχετίζεται με παθογένεση όπως γενετικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες.
Τα επίπεδα του φυλλικού οξέος, της βιταμίνης Β12 και σε μικρότερο βαθμό της βιταμίνης Β6 στο αίμα σχετίζονται αντιστρόφως με τη συνολική ομοκυστεΐνη. Επομένως, ένα άτομο με ανεπάρκεια αυτών που οδηγεί σε χαμηλές συγκεντρώσεις στο αίμα έχει αυξημένο κίνδυνο υπερομοκυστεϊναιμίας. Η αύξηση της κρεατινίνης ορού οδηγεί επίσης σε αύξηση της ολικής ομοκυστεΐνης νηστείας.
Δεδομένου ότι η κύρια οδός καθαρισμού της ομοκυστεΐνης από το πλάσμα είναι το νεφρό και ο ελαττωματικός μεταβολισμός της από αυτό προκαλεί αύξησή της, τα συνολικά επίπεδα ομοκυστεΐνης είναι σημαντικά υψηλότερα σε ασθενείς με χρόνια νεφρική νόσο από ότι οι συγκρατημένες συγκεντρώσεις που παρατηρούνται συνήθως σε ασθενείς με αθηροθρομβωτική αγγειακή νόσο.
Επιπλέον, οι συγκεντρώσεις της ομοκυστεΐνης στο πλάσμα μπορούν να αυξηθούν με διάφορα φάρμακα και ασθένειες που παρεμποδίζουν το μεταβολισμό των φυλλικών, βιταμινών Β6 και Β12, συνεπώς μια μη φυσιολογική συγκέντρωση ομοκυστεΐνης μπορεί να έχει πιθανή χρήση ως διαγνωστικό βοήθημα για κάποιες από αυτές τις καταστάσεις.
Υπάρχει δε σημαντική συσχέτιση μεταξύ της υπερομοκυστεϊναιμίας και της καρδιαγγειακής νόσου και των επιπλοκών της, όπως καρδιακών προσβολών και εγκεφαλικών επεισοδίων.
«Οι καρδιαγγειακές παθήσεις αντιπροσωπεύουν το ένα τρίτο όλων των θανάτων παγκοσμίως και το ποσοστό εξακολουθεί να αυξάνεται. Πολλαπλοί είναι οι παράγοντες που συμβάλλουν στην εμφάνισή τους, καθιστώντας έτσι δύσκολο τον εντοπισμό ενός και μόνο συγκεκριμένου παράγοντα. Η ομοκυστεΐνη έχει επιβεβαιωθεί ως παράγοντας κινδύνου ήδη από τη δεκαετία του 1990, για την παρουσία αθηροσκλήρωσης και υπερπηκτικότητας του αίματος.
Η αθηροσκλήρωση είναι η πιο συχνή παθολογία που οδηγεί σε έμφραγμα του μυοκαρδίου, καρδιακή ανεπάρκεια, εγκεφαλικό επεισόδιο και ανεύρυσμα. Αρκετές μελέτες έχουν δείξει σαφή συσχέτιση μεταξύ της ολικής ομοκυστεΐνης στον ορό και της επίπτωσης της στεφανιαίας, καρωτιδικής και περιφερικής αγγειακής νόσου.
Αιτία είναι ότι η υπερομοκυστεϊναιμία προκαλεί βλάβη των ενδοθηλιακών κυττάρων, μειώνει την ευελιξία των αγγείων και μεταβάλλει τη διαδικασία της αιμόστασης. Μπορεί δε να συμβάλει στην ενίσχυση των γνωστών δυσμενών επιδράσεων ορισμένων παραγόντων κινδύνου για την εμφάνιση αυτών των παθήσεων, όπως είναι η υπέρταση, το κάπνισμα, ο μεταβολισμός των λιπιδίων και των λιποπρωτεϊνών, καθώς και η προώθηση της ανάπτυξης της φλεγμονής», διευκρινίζει η Δρ. Κοΐνη και καταλήγει:
«Υπάρχουν συναρπαστικά στοιχεία υπέρ της ομοκυστεΐνης ως τροποποιήσιμου παράγοντα κινδύνου. Μελέτες σχετικά με την συμβολή των συμπληρωμάτων φυλλικού οξέος, βιταμινών Β6 και Β12 στη μείωση των επιπέδων ομοκυστεΐνης, διαπίστωσαν την ευεργετική επίδρασή τους. Ωστόσο, είναι καλύτερο να λειτουργούμε προληπτικά. Έτσι, μια διατροφή πλούσια στις συγκεκριμένες βιταμίνες και ιχνοστοιχεία, η αποφυγή επεξεργασμένων υδατανθράκων, η ένταξη της άσκησης στην καθημερινότητα και η διακοπή του καπνίσματος και της υπερβολικής κατανάλωσης καφέ και αλκοόλ μπορεί να συμβάλει στη διατήρηση της ομοκυστεΐνης σε φυσιολογικά επίπεδα, ο έλεγχος των οποίων πρέπει, βεβαίως, να εντάσσεται στο ετήσιο checkup».
Η διατροφή που τη ρυθμίζει
Σύμφωνα με την Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία (ΑHA) για τη διατήρηση της ομοκυστεΐνης σε χαμηλά επίπεδα πρέπει να καταναλώνετε καθημερινά 2-3 φρούτα, καθώς και 2 μερίδες λαχανικών πλούσιων σε φυλλικό οξύ και βιταμίνη Β6.
Από φρούτα προτιμήστε πορτοκάλι, φράουλες, αβοκάντο, ακτινίδια, γκρέιπφρουτ, ανανά, μανταρίνι, μπανάνα, μάνγκο, βερίκοκο, καρπούζι, πεπόνι, μούρα, δαμάσκηνα.
Από λαχανικά σπανάκι, αντίδια, μαρούλι, σπαράγγια, μπρόκολο, κουνουπίδι, μπάμιες, μαϊντανό, κρεμμύδια (φρέσκα και ξηρά), λάχανο, αγκινάρες, καυτερή πράσινη πιπεριά, παντζάρια, σέλερι, σέλινο, λάχανο, αβοκάντο, κολοκυθάκια.
Δημοσίευση σχολίου