Αν κι ο Μακιαβέλι δεν έγραψε
ειδικά για θρησκευτικά ζητήματα, οι Ιησουίτες μοναχοί έκαψαν τα
βιβλία του σε δημόσια πυρά κι ο πάπας συμπεριέλαβε τα έργα του στον κατάλογο
των απαγορευμένων βιβλίων («Index Librorum Prohibitorum»)
Ο Νικολό Μακιαβέλι (ιταλικά: Niccolò di
Bernardo dei Machiavelli) (3 Μαΐου 1469 – 21 Ιουνίου 1527), ήταν Ιταλός
διπλωμάτης, πολιτικός στοχαστής και συγγραφέας.
Αυτά συνέβησαν πολλά χρόνια μετά το
θάνατο του Μ. κι ασφαλώς έχουν την εξήγησή τους. Όπως προκύπτει από τα γραπτά
του, ο Μ. δεν είναι γενικώς αντίθετος με τις θρησκείες, ούτε βεβαίως με τον
Χριστιανισμό. Ο αντικληρικαλισμός του, η πολεμική του δηλαδή εναντίον του
παπικού κλήρου, δεν έχει θεολογικά ή δογματικά κίνητρα αλλά πολιτικά.
Αντίστοιχα, η καλυμμένη συμπάθειά του για τη θρησκεία των αρχαίων – Ελλήνων και
Ρωμαίων – εντάσσεται επίσης στο πολιτικό του πρόγραμμα. Όπως είναι γνωστό,
διακηρυγμένος στόχος του μακιαβελικού στοχασμού είναι η απελευθέρωση της
Ιταλίας από τους «βαρβάρους».
Στον Ηγεμόνα, και περισσότερο
στις Διατριβές, ο Μακιαβέλι περιγράφει ένα κράτος, μια ισχυρή εξουσία
δηλαδή που αναλαμβάνει να φέρει σε πέρας αυτό το στόχο. Ωστόσο, ποτέ δεν φαντάζεται
ποτέ ότι θ” αναλάβει ο ίδιος το ρόλο του Ηγεμόνα, ούτε γενικότερα του πολιτικού
ηγέτη της φλωρεντινής δημοκρατίας. Καθώς πολλές πόλεις της Ιταλίας έχουν
υποκύψει σε ξένους εισβολείς, η σκέψη του Μακιαβέλι είναι προσανατολισμένη
μάλλον στην εμπειρία και την πράξη παρά στη θεωρία κι όλοι οι παράγοντες που
επηρεάζουν την πολιτική εξετάζονται από μια τέτοια σκοπιά.
Εξαρχής, έχει σημασία να διαχωρίσουμε τη
θρησκεία από τους πολιτικούς εκφραστές της επί γης: χωρίς να μπαίνει σε
θεολογικές ή άλλες μεταφυσικές συζητήσεις, ο Μακιαβέλι αποδέχεται το απλό
γεγονός ότι όλες οι κοινωνίες που εμφανίστηκαν στην ιστορία συγκροτήθηκαν με τη
θρησκεία ως ένα από τα βασικά, δομικά τους στοιχεία· είτε λοιπόν αναφερόμαστε
στην λεγόμενη παγανιστική ειδωλολατρική παράδοση είτε στον χριστιανισμό της
εποχής του Πάπα, οι άνθρωποι υπήρξαν πιστοί, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, κι αυτό
είχε κάθε φορά τ’ αποτελέσματά του.
Αυτά συνέβησαν περίπου μέσα σε πέντε
χιλιάδες χρόνια: «Στους φιλοσόφους που μας λένε πως ο κόσμος στάθηκε αιώνιος,
μπορεί, θαρρώ, ν’ αποκριθεί κανένας ότι, αν στ’ αλήθεια ήταν τόσο παλιός,
λογικά θα περιμέναμε να υπάρχει κάποιο σημάδι παλιότερο από πέντε χιλιάδες
χρόνια· όμως τούτα τα χνάρια των καιρών τα βλέπουμε ν’ αφανίζονται από διάφορες
αιτίες, που άλλες τους έρχονται απ’ τους ανθρώπους κι άλλες από τον ουρανό.»
Για τον Μακιαβέλι, η θρησκεία, αδιάφορο
ποιά ακριβώς, πρέπει να υποτάσσεται στο κράτος και να υπηρετεί τους σκοπούς
του, δηλαδή την ελευθερία και την επιβίωση, με οποιοδήποτε μέσο. Από εδώ
πηγάζει και η θρυλούμενη ανηθικότητα του Ιταλού στοχαστή, που διαχωρίζει
ξεκάθαρα την πολιτική από την ηθική και τις εξετάζει ως διαφορετικά πεδία. Ο
Μακιαβέλι δεν οραματίζεται γενικώς ένα συγκεντρωτικό κράτος που θα καταπίεζε
τους πολίτες, όπως έσπευσαν πολλοί να τον κατηγορήσουν, για διαφορετικούς
λόγους ο καθένας.
Αντιθέτως,θεωρεί ότι η δημοκρατία, ως
καθεστώς που σέβεται τα στοιχειώδη δικαιώματα του λαού, είναι ο μόνος τρόπος
οργάνωσης του κράτους που εξασφαλίζει την ελευθερία του. Οι θρησκείες, όπως και
οι γλώσσες, δεν είναι θεόσταλτες αλλά δημιουργήματα των ανθρώπων:
«Απ’ τους ανθρώπους έρχονται οι αλλαγές
της θρησκείας και της γλώσσας. Γιατί, όταν πρωτοφανερώνεται μια καινούρια
διδαχή, δηλαδή μια καινούρια θρησκεία, η πρώτη της έγνοια είναι να ξεριζώσει
την παλιά, για ν’ ανεβεί το δικό της κύρος· κι αν τυχόν οι ιδρυτές της νέας
θρησκείας μιλούνε γλώσσα διαφορετική, τότε εύκολα αφανίζουνε και την παλιά
θρησκεία. Αυτό το καταλαβαίνεις άμα σκεφτείς πως φέρθηκε η χριστιανική θρησκεία
στην ειδωλολατρική: κατήργησε όλους τους θεσμούς κι όλες τις τελετουργίες της,
κι έσβησε κάθε αχνάρι της αρχαίας θεολογίας. Όμως, δεν τα κατάφερε να σβήσει
πέρα για πέρα τις ειδήσεις για τις λαμπρές πράξεις των ανδρών της
ειδωλολατρίας, κι αυτό γίνηκε γιατί κράτησε τη λατινική γλώσσα, πράγμα που τόκαμε
από ανάγκη, αφού σ’ αυτή τη γλώσσα έπρεπε να γράψει τον καινούριο της νόμο.»
Η θρησκευτική ηθική, με τη γενική έννοια
του «καλού» και του «δέοντος», επηρεάζει ασφαλώς τη συμπεριφορά των ανθρώπων,
ακόμα κι όταν οι διακηρύξεις της παραβιάζονται στην πράξη φανερά. Οι νόμοι
λόγου χάρη, αν θεωρήσουμε ότι έχουν θεία προέλευση και δεν είναι κατασκευές των
ανθρώπων, φαίνεται να γίνονται πιο σεβαστοί, εφόσον επικυρώνονται από τη
βούληση του θεού· βεβαίως, προκύπτει το εύλογο ερώτημα, γιατί οι θεοί έδωσαν
τόσο διαφορετικούς νόμους, σε διαφορετικούς λαούς, σε όλες τις εποχές;
Όπως και να έχουν τα πράγματα, όπως όλα
τ’ ανθρώπινα, έτσι και οι θρησκείες αλλάζουν μορφή και περιεχόμενο· οι αλλαγές
αυτές απασχολούν τον Μακιαβέλι στο βαθμό που σχετίζονται με βασικές θέσεις του
για την πολιτική και κυρίως με την ισχύ ενός κράτους και την ανεξαρτησία του·
όπως ξέρουμε, στα 1494, ξένα στρατεύματα έχουν κατακλύσει την Ιταλία και η
παπική εξουσία – ως πολιτική αρχή – αποδείχτηκε ανίκανη να τα σταματήσει·
η εκτεταμένη διαφθορά του ανώτερου κλήρου είναι επίσης πασίγνωστη· κατά
τον Μακιαβέλι, αυτό που κράτησε όρθια τη θρησκεία μέχρι τις μέρες του ήταν η
«ανανέωσή» της, η επιστροφή στις παλιές αρχές της, όπως εκφράστηκε με τα
πολυάριθμα θρησκευτικά τάγματα του Αγίου Φραγκίσκου και του Αγίου Δομίνικου:
«Όσο για τις θρησκείες τώρα, απ’ το
παράδειγμα της δικής μας βλέπουμε πως η ανανέωση είναι απαραίτητη, γιατί η δική
μας θρησκεία θάχε για τα καλά αφανιστεί, αν δεν την είχε ξαναφέρει στις αρχές
της ο Άγιος Φραγκίσκοςκαι ο Άγιος Δομίνικος. Αυτοί, με τη φτώχεια και
με το παράδειγμα της ζωής του Χριστού, την αναστήσανε ξανά μέσα στο νου των
ανθρώπων, όπου βρισκόταν σβησμένη κιόλας· και τόσο ισχυρά σταθήκανε τα
καινούρια τάγματα που ιδρύσανε αυτοί, που εξαιτίας τους δε ξεθεμέλιωσε τη
θρησκεία η αισχρότητα των ιεραρχών και των αρχηγών της.
Αυτά τα τάγματα, ζώντας φτωχικά και
κερδίζοντας την εμπιστοσύνη του κόσμου με την εξομολόγηση και το κήρυγμα, του
δώσανε να καταλάβει πως είναι κακό να κακολογείς τον κακό αφέντη, ενώ το σωστό
είναι να ζεις υπακούγοντάς τον, κι αν σφάλλει, ν’ αφήσεις τον Θεό να τον
δικάσει: γι’ αυτό κι οι κακοί κάνουνε το χειρότερο που τους περνάει από το
χέρι, αφού δε φοβούνται μια τιμωρία που δεν τη βλέπουνε κι ούτε την πιστεύουν.
Τούτη η ανανέωση λοιπόν κράτησε κι ακόμα κρατεί ορθή τη σημερινή θρησκεία.»
Για τον Μακιαβέλι, η θρησκεία, αδιάφορο
ποιά ακριβώς, πρέπει να υποτάσσεται στο κράτος και να υπηρετεί τους σκοπούς
του, δηλαδή την ελευθερία και την επιβίωση, με οποιοδήποτε μέσο.
Στη διάρκεια των λεγόμενων Νέων
Χρόνων του Διαφωτισμού, επιχειρείται ένας συστηματικός διαχωρισμός της
θρησκείας από ορισμένους τουλάχιστον τομείς των εγκόσμιων υποθέσεων, με την
πρόθεση να χτυπηθεί η φεουδαρχία και το πολιτικό κατεστημένο, που στήριζαν σε
σημαντικό βαθμό την κυριαρχία τους στους μηχανισμούς της εκκλησίας και της
θρησκείας· διότι, αν οι νόμοι της πολιτείας ήταν θέλημα κι εντολή του
θεού, οι θρησκευτικοί ηγέτες αποκτούσαν κύρος κι εξουσία σημαντική – οι
φανατικοί Ιησουίτες το αντιλήφθηκαν αυτό πολύ καλά.
Όποιος ήταν εναντίον τους μπορούσε άνετα
να χαρακτηριστεί «όργανο του διαβόλου», με τις ανάλογες συνέπειες· τέτοιες
σκέψεις, όσο κι αν ακούγονται σήμερα υπερβολικές, οδήγησαν στην πυρά χιλιάδες
ανθρώπους, κι όποιος καλοεξετάσει τα πράγματα εύκολα διαπιστώνει ότι και σήμερα
ισχύουν ανάλογα παραδείγματα: ο φανατικός που τινάζει στον αέρα έναν
κινηματογράφο γεμάτο κόσμο πολύ συχνά πιστεύει ότι αγωνίζεται δίκαια εναντίον
των «εχθρών» του, πραγματικών ή φανταστικών, και είναι βέβαιος όχι μόνο για το
ακαταλόγιστο των πράξεών του, αλλά και για μια θέση στον παράδεισο της
θρησκείας του.
Όποια λοιπόν κι αν είναι η θρησκευτική
πίστη των ανθρώπων μιας πολιτείας, αυτό που ενδιαφέρει τον Μακιαβέλι είναι αν η
πίστη αυτή τούς κάνει πολίτες ικανούς και πρόθυμους να πολεμήσουν, κι αν
χρειαστεί να πεθάνουν για την πατρίδα τους: «Μεγάλο ρόλο έπαιζε στο φρόνημα των
αρχαίων στρατιωτών η θρησκεία και ο όρκος που δίνανε σαν πηγαίνανε να
στρατευτούν· γιατί στο κάθε τους παραστράτημα τους απειλούσανε όχι μονάχα τα
κακά που θα μπορούσαν να φοβούνται απ’ τους ανθρώπους, μα κι όσα μπορούσανε να
περιμένουν απ’ το Θεό. Αυτό, μαζί μ’ άλλα πράγματα θρησκευτικά πολλές φορές
ευκόλυνε στους αρχαίους πολέμαρχους την κάθε τους επιχείρηση, και το ίδιο
θάκανε και πάντα, όπου φοβούνται και κρατούνε τη θρησκεία.»
Οι επιδέξιοι πολιτικοί και στρατιωτικοί
ηγέτες ήξεραν επίσης τη σημασία της θρησκείας για το φρόνημα των στρατιωτών
τους: Ο Σερτώριος έκανε τάχα ότι μιλάει με μιαν ελαφίνα σταλμένη απ’
το Θεό, που του έταζε τη νίκη, ο Σύλλας παρίστανε ότι κουβεντιάζει μ’
ένα είδωλο απ’ το ναό του Απόλλωνα, άλλοι είπανε πως στον ύπνο τους φανερώθηκε
ο Θεός και τους παρότρυνε να πολεμήσουν, ενώ ο ο Κάρολος Ζ’, της Γαλλίας ο
βασιλιάς έλεγε πως συσκέφτεται με μια κόρη σταλμένη απ’ το Θεό, που τη λέγανε
Παρθένα της Γαλλίας· κι αυτό στάθηκε η αιτία της νίκης.
Αξίζει να σημειώσουμε μια σημαντική
διαφορά ανάμεσα στις αρχαίες θρησκευτικές αντιλήψεις και στον χριστιανισμό, την
οποία επισημαίνει εύστοχα ο Φλωρεντινός φιλόσοφος: η ελληνική και η ρωμαϊκή
θρησκεία έχουν στο επίκεντρό τους το ζήτημα της τιμής και του πολέμου, της
μάχης, του αγώνα και της προσωπικής διάκρισης, ενώ γενικά ο χριστιανισμός
εμφανίζεται ως θρησκεία της ταπεινότητας, και της ανοχής.
Με άλλα λόγια, ο αρχαίος βλέπει
εκδίκηση, εκεί που ο Χριστιανός βλέπει συγχώρεση· το «ου φονεύσεις» είναι
αδιανόητο για έναν Έλληνα ή Ρωμαίο της κλασικής εποχής: το ήθος είναι
πολεμικό και η κλίμακα των αξιών ριζικά διαφορετική. Η ανδρεία, η γενναιότητα,
η αρετή και η σωματική ρώμη βρίσκονται, τουλάχιστον θεωρητικά, στον αντίποδα
των χριστιανικών αρετών: «Αν τώρα ρωτήσουμε για ποιό τάχα λόγο οι λαοί
αγαπούσανε πιότερο στους αρχαίους εκείνους καιρούς τη λευτεριά παρά σήμερα,
πιστεύω πως αυτό γίνεται για τον ίδιο λόγο που σήμερα κάνει τους ανθρώπους
λιγότερο γενναίους· και λέω ότι αυτός ο λόγος είναι πως η σημερινή αγωγή μας
είναι αλλιώτικη από την αρχαία, εξαιτίας που και η θρησκεία μας είναι αλλιώτικη
από τη δική τους.»
Ο ειδωλολάτρης λογαριάζει τις τιμές
αυτού του κόσμου, ο Χριστιανός ελπίζει σε μιαν άλλη ζωή: «Γιατί, αφού η δική
μας θρησκεία μάς έδειξε ποιά είναι η αλήθεια κι ο δρόμος ο σωστός, μας κάνει να
ψηφάμε λιγότερο τις τιμές τους κόσμου, ενώ οι ειδωλολάτρες που τις είχανε περί
πολλού και τις βλέπανε σαν το ύψιστο αγαθό, ήσανε πιο ζωντανοί στις πράξεις τους.»
Και λίγο παρακάτω:
«Κι έξω απ’ αυτό, η αρχαία θρησκεία
καλοτύχιζε μοναχά τους ανθρώπους που ήσαν φορτωμένοι με δόξα εγκόσμια, καθώς η
πολέμαρχοι ή οι ηγεμόνες. Η δική μας θρησκεία δοξάζει πιότερο τους ταπεινούς
και στοχαστικούς ανθρώπους παρά τους ενεργητικούς, κι ύστερα, το ύψιστο αγαθό
το βλέπει στην ταπεινοσύνη, στη χαμοζωή και στην περιφρόνηση των ανθρώπινων,
ενώ η αρχαία τόβλεπε στην μεγαλοσύνη της ψυχής, στη δύναμη του κορμιού και σ’
ό,τι άλλο μπορεί να κάμει τον άνθρωπο όσο παίρνει γερότερο.»
Είναι γνωστό ακόμη, πως ένας από τους
βασικούς λόγους των χριστιανικών διώξεων ήταν η έμπρακτη άρνηση των πρώτων
Χριστιανών να πολεμήσουν για τον Ρωμαίο αυτοκράτορα, τηρώντας ίσως κατά γράμμα
τις ευαγγελικές ρήσεις· μια τέτοια αντιπολεμική στάση, εκ των πραγμάτων,
υπονόμευε ανοιχτά την ίδια την ύπαρξη και την ακεραιότητα του ρωμαϊκού κράτους
και δεν ήταν μόνο ζήτημα δογματικό, όπως συχνά παρουσιάζεται· ομοίως, λίγους
αιώνες αργότερα ο μοναστικός θρησκευτικός ζήλος στάθηκε ολέθριος για
το Βυζάντιο: δεκάδες χιλιάδες άλκιμοι μοναχοί ξημεροβραδιάζονταν άπραγοι
στα μοναστήρια, ενώ ο πληθυσμός της αυτοκρατορίας έφθινε δημογραφικά και ξένοι
μισθοφόροι υπεράσπιζαν τα τείχη της Κωνσταντινούπολης.
Η αγριότητα των μαχών φαίνεται και στις
θρησκευτικές τελετές των αρχαίων – ας μην ξεχνάμε ότι υπήρχαν κάμποσοι «θεοί
του πολέμου»: «Αυτό μπορείς να το δεις και σε πολλούς θεσμούς, πιάνοντας από τη
μεγαλοπρέπεια των δικών τους θυσιών κι απ’ την ταπεινότητα των δικών μας, όπου
βλέπεις τελετές πιότερο αβρές παρά μεγαλόπρεπες, κι όχι κάποια πράξη άγρια ή
γενναία. Μα εκεί όχι μονάχα δεν έλειπε απ’ τις τελετουργίες η επισημότητα κι η
μεγαλοπρέπεια, παρά από πάνω γινότανε κι η θυσία, πράξη πνιγμένη στο αίμα και
την αγριότητα, αφού σφάζονταν κοπαδιαστά τα ζωντανά· κι η θέα τούτη, όντας από
μοναχή της τρομαχτική, έκανε και τους ανθρώπους παρόμοιους.»
Ασφαλώς, φιλάνθρωποι προβληματισμοί δεν
εμπόδισαν λ.χ. τους Χριστιανούς σταυροφόρους να ρημάξουν την ανατολική
χριστιανοσύνη στα 1204, ούτε η περιβόητη «ανοχή» του Ισλάμ σταμάτησε τους θρησκευτικούς
πολέμους εναντίον των απίστων. Έτσι κι αλλιώς, ο Μακιαβέλι θεωρεί όχι απλώς
δεδομένο αλλά και αναπόφευκτο τον πόλεμο των κρατών μεταξύ τους: οι πόλεμοι
κάθε είδους είναι φαινόμενα που παρατηρούνται σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας·
τα παραδείγματα είναι αμέτρητα: κι αν δεν αρχίσει ένα κράτος τον πόλεμο, επειδή
είναι τάχα φιλειρηνικό, θα τον ξεκινήσουν οι γείτονές του. Αν και ο
Μακιαβέλι παραμένει δογματικά μάλλον αδιάφορος, θεωρεί ότι ο Χριστιανισμός
ερμηνεύεται λανθασμένα, όταν πρόκειται για την υπεράσπιση της πολιτείας:
«Κι αν η δική μας θρησκεία σού ζητάει κι
αυτή νάχεις μέσα σου δύναμη, τη θέλεις πιότερο για να μπορείς ν’ αντέξεις κάτι
δυνατό, παρά για να το κάμεις εσύ. Φαίνεται λοιπόν πως ο κόσμος κατάντησε
αδύναμος από τούτον εδώ τον τρόπο που ζει, κι έτσι απόμεινε λεία έτοιμη για
τους κακούργους, που μπορούνε να τόνε κουμαντάρουνε με την ησυχία τους,
βλέποντας πως οι άνθρωποι, για να πάνε στον Παράδεισο, πιο πολύ έχουνε το νουν
τους ν’ αντέξουνε τα χτυπήματα, παρά να τα εκδικηθούνε. Και μόλο που νομίζει
κανένας πως εδώ απογυναικώθηκε ο κόσμος και ξαρματώθηκε ο ουρανός, ωστόσο πιο
πολύ φταίει το δίχως άλλο η χαυνότητα των ανθρώπων, που εξηγήσανε τη θρησκεία
μας σύμφωνα με την άπραγη ζωή κι όχι σύμφωνα με την αξιοσύνη.»
"Πηγή:pronews.gr"
Δημοσίευση σχολίου