Το όνομα Άλμπερτ Αϊνστάιν
(1879-1955), είναι πασίγνωστο. Είναι το όνομα του πιο φημισμένου επιστήμονα του
20ου αιώνα. Συνώνυμο της μεγαλοφυΐας. Η εξίσωση που διατύπωσε, E=mc2, είναι η πιο γνωστή
μαθηματική εξίσωση στον κόσμο, ακόμα και στους μη ειδικούς. Για την προσφορά
του στην επιστήμη και για τη διατύπωση της θεωρίας της σχετικότητας (Ειδικής
και Γενικής) ο Αϊνστάιν τιμήθηκε δικαίως με το Nobel Φυσικής, το 1921.
Μιας τέτοιας μεγάλης προσωπικότητας είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς,
τις σκέψεις και τους στοχασμούς της, πάνω σε ποικίλα θέματα όπως, επί της
πολιτικής, της μεταφυσικής, της κοινωνικής συμβίωσης, της θρησκείας κ.λπ.
«Όσο μεγαλώνει ο κύκλος του φωτός,
τόσο αυξάνει και η περιφέρεια του σκότους γύρω του.
Ο ολοένα μεγαλύτερος κύκλος των γνώσεών μας
θα περιβάλλεται πάντοτε από σκοτάδι».
Άλμπερτ Αϊνστάιν
τόσο αυξάνει και η περιφέρεια του σκότους γύρω του.
Ο ολοένα μεγαλύτερος κύκλος των γνώσεών μας
θα περιβάλλεται πάντοτε από σκοτάδι».
Άλμπερτ Αϊνστάιν
Έτσι, κατά καιρούς, από σύγχρονους διανοούμενους, συχνά παρατίθενται
αφορισμοί του Αϊνστάιν από τα βιβλία του, τις διαλέξεις του, τις συνεντεύξεις
του, την αλληλογραφία του κ.α. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλούν οι στοχασμοί του
πάνω στα θέματα σχέσεων επιστήμης και θρησκείας και, γενικότερα σκέψεις του
περί την θρησκεία, λόγω της μεγάλης επιστημοσύνης, ευφυΐας και φήμης του.
Παρατηρώντας κανείς τους στοχασμούς του Άλμπερτ Αϊνστάιν στα παραπάνω
θέματα, διαπιστώνει ότι, οι στοχασμοί αυτοί είναι α) γενικής φύσεως και
ασυστηματοποίητοι, β) διαφοροποιημένοι κατά διαστήματα και ενίοτε αντιφατικοί
μεταξύ τους, πράγμα που αποκαλύπτει ότι ο Αϊνστάιν διαμόρφωνε πεποιθήσεις
μεταβαλλόμενες, μέσα στο ρεύμα του χρόνου, φυσικό άλλωστε, μέχρι ενός σημείου.
Πάντως, η αντιφατικότητα στις σκέψεις του Αϊνστάιν επισημάνθηκε από αρκετούς
και, ιδιαίτερα, από τον βιογράφο του Ronald Clark στο βιβλίο του Einstein: The
life and Times, όπου στη σελ. 20 διαβάζουμε ότι, ο Αϊνστάιν ήταν εξαιρετικά αντιφατικός…
Ειρηνιστής που υποστήριζε τα όπλα. Γερμανός που αντιπαθούσε τους Γερμανούς κ.α.
Το γεγονός αυτό, της αντιφατικότητάς του δηλαδή, εμφανίζεται και
αποτυπώνεται και στους στοχασμούς του, σχετικά με την θρησκεία, το Θεό, τον
εβραϊκό λαό, τη Βίβλο, τον Χριστιανισμό. Υπάρχουν σκέψεις, στοχασμοί και
αφορισμοί του, που αποκαλύπτουν την αποδοχή από μέρους του ενός Θεού,
πνεύματος, απείρως ανώτερου του ανθρώπου, ανάμεσα στους οποίους και ο
περίφημος, «ο Θεός δεν παίζει ζάρια», καθώς και «ο Θεός μπορεί να είναι
εκκεντρικός, αλλά όχι κακόβουλος» ή, «πείτε μου πώς εννοείτε τον Θεό για να σας
πω αν πιστεύω σ’ αυτόν» κ.α.
Ένας απ’ αυτούς τους ενδιαφέροντες αφορισμούς του είναι και ο επόμενος που
αποκαλύπτει το θαυμασμό του Αϊνστάιν για τον κόσμο και την ταπεινοφροσύνη του:
«Είναι αρκετό για μένα να στοχάζομαι το μυστήριο της συνειδητής ζωής… να
συλλογίζομαι τη θαυμάσια δομή του σύμπαντος, την οποία μπορούμε αμυδρώς ν’
αντιληφθούμε και να προσπαθώ ταπεινά να κατανοήσω ακόμα ένα απειροελάχιστο
μέρος της νοημοσύνης που εκδηλώνεται στο σύμπαν».
Ακόμα, ενδιαφέρων είναι και ο επόμενος αφορισμός που κινείται στα ίδια
πλαίσια: «Όποιος επιδίδεται σοβαρά στη μελέτη της επιστήμης πείθεται ότι στους
νόμους του σύμπαντος κάποιο πνεύμα εκδηλώνεται… ενώπιον του οποίου πρέπει να
αισθανόμαστε ταπεινοί».
Παρόλα αυτά, και από τις διευκρινίσεις που έχει κάνει ο ίδιος, αλλά και από
τα συγγράμματά του, ιδιαίτερα το βιβλίο του Ο Σημερινός κόσμος (ελλ.
μτφρ. Μίνας Ζωγράφου-Μερανάτου, 1983), προκύπτει ότι ο Αϊνστάιν παρά το σεβασμό
του σε θρησκευτικές προσωπικότητες (Μωυσή, Βούδα, Μωάμεθ) και, ιδιαίτερα για
τον από Ναζαρέτ Ιησού, για τον οποίο είπε ότι η «λαμπρή φυσιογνωμία του τον
γοήτευε», σε τελευταία ανάλυση, ήταν πανθεϊστής, πίστευε περισσότερο σ’ έναν
Θεό όπως τον ήθελε ο Ολλανδός Βαρούχ Σπινόζα (1632-1677), έναν Θεό που ήταν
διασκορπισμένος-ταυτισμένος με την φύση, ή τον ίδιο τον κόσμο, παρά σ΄ έναν
εμπρόσωπο Θεό-Πνεύμα εξωκοσμικό, όπως τον εννοεί και τον διδάσκει ο βιβλικός
Χριστιανισμός.
Στο παραπάνω βιβλίο του και, ιδιαίτερα, στις σελ. 21 και επ., αναπτύσσει
τις σκέψεις του σχετικά με τις σχέσεις επιστήμης και θρησκείας. Σ’ αυτήν την
ενότητα εκτός από την περίφημη ρήση του, «Η
επιστήμη χωρίς θρησκεία είναι χωλή, η θρησκεία χωρίς επιστήμη είναι τυφλή» (σελ.
28) υπάρχουν σκέψεις, που αποκαλύπτουν μια προσπάθεια οριοθέτησης μεταξύ
επιστήμης και θρησκείας, και του τι μπορεί να προσφέρουν η κάθε μία στην
ανθρωπότητα, αλλά και σκέψεις του Αϊνστάιν, που αποτελούν τις προσωπικές του
επιφυλάξεις ή ενστάσεις για την αποδοχή ενός προσωπικού Θεού.
Αυτές μπορεί να ταξινομηθούν σε τέσσερις κυρίως:
α) Είναι δύσκολο να αποδεχθεί κανείς τον ανθρωπομορφικό Θεό των
θρησκειών και της Βίβλου, έναν Θεό στον οποίο οι άνθρωποι προσεύχονται και
παρακαλούν για την εκπλήρωση των πόθων τους.
β) Ένας Θεός που ανταμείβει και τιμωρεί
είναι κάτι το ακατανόητο, για τον απλούστατο λόγο πως οι πράξεις
προσδιορίζονται, από τις εσωτερικές και εξωτερικές ανάγκες σε τρόπο που δεν
μπορεί να είναι υπεύθυνο για τις κινήσεις του, ένα άψυχο αντικείμενο.
γ) Είναι δύσκολο να αποδεχθούμε από επιστημονική άποψη έναν προσωπικό Θεό,
που επεμβαίνει στην αιτιοκρατική αλυσίδα των πραγμάτων και αναμιγνύεται στα
φυσικά γεγονότα, επενεργώντας π.χ. θαύματα.
δ) Αν δεχθεί κανείς έναν εμπρόσωπο Θεό-Πνεύμα, παντοδύναμο, δίκαιο και
πανάγαθο όπως το θέλει ο Ιουδαιοχριστιανισμός κυρίως, τότε, κάθε τυχαίο
γεγονός, που περιέχει ανθρώπινη πράξη, κάθε ανθρώπινη σκέψη και κάθε ανθρώπινο
αίσθημα και πόθος είναι κι αυτό έργο του. Πώς—διερωτάται
ο Αϊνστάιν—είναι δυνατόν να σκεφτεί κανείς να καταστήσει τους ανθρώπους
υπεύθυνους για τις πράξεις και τις σκέψεις τους μπροστά σ’ ένα τέτοιο παντοδύναμο
Όν; Αν τιμωρούνταν και ανταμείβονταν θα ήτανε ωσάν το Ον αυτό να υπέβαλλε τον
ίδιο τον εαυτό του σε κρίση. Πώς μπορεί αυτό να συνδυασθεί με την καλοσύνη και
τη δικαιοσύνη που τον αποδέχεται; (σελ. 29).
* * *
Οι παραπάνω αντιρρήσεις του Αϊνστάιν δίνουν εάν μη τι άλλο, τροφή για σκέψη
στους θρησκευόμενους, και ιδιαίτερα στους πιστούς της Βίβλου και του
Ιουδαιοχριστιανικού δόγματος, που ανεπιφύλακτα δέχονται την ύπαρξη προσωπικού
Θεού, ή εμπρόσωπου υπερτάτου πνεύματος, όντος υπερυλικού, εξωκοσμικού, παντοδύναμου,
δημιουργού πανάγαθου, παντογνώστη κ.λπ. (Γεν. Κεφ. 1, Εξ. 20:1, 34:6, Ησ.
40:28, Ιωαν. 4:24, Κολ. 1:16-18, Αποκ. 4:11).
Οι ενστάσεις αυτές του Άλμπερτ Αϊνστάιν προκαλούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον,
γιατί συχνά προβάλλονται εν γνώσει, ή εν αγνοία τους, και από άλλους
επιστήμονες και μη, οι οποίοι συχνά αναφέρονται αφηρημένα σε μια «ανώτερη
δύναμη», αφήνοντας να εννοηθεί ότι η δύναμη αυτή είναι απρόσωπη, αδιευκρίνιστη
και απροσδιόριστη και, άρα, ασύλληπτη και απρόσιτη, και σε τελική ανάλυση, δεν
χρήζει ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος από τον άνθρωπο, αφού ούτε κι αυτή ενδιαφέρεται
γι’ αυτόν.
Ενώ, εκ πρώτης όψεως, οι παραπάνω ενστάσεις του Αϊνστάιν φαίνεται να
προκαλούν σοβαρό προβληματισμό σε έναν πιστό, εμβάλλοντάς τον σε διλήμματα, μια
βαθύτερη εξέτασή τους αποκαλύπτει ότι, ούτε απροσμάχητες είναι, ούτε
αναπάντητες παραμένουν.
* * *
Ξεκινώντας από την πρώτη αντίρρηση, παρατηρούμε ότι, ο ανθρωπομορφικός
Θεός, ή χαρακτήρας του Θεού της Βίβλου, δεν έχει σχέση με τους ανθρωπόμορφους
θεούς των ειδωλολατρών και των κοσμικών-εθνικών θρησκειών, ούτε με την ουσία
του Θεού αυτού καθ’ εαυτού. Στη Βίβλο, ο Θεός αυτο-αποκαλύπτεται ως αόρατος
Θεός-Πνεύμα. «Άνθρωπος δεν θα με δει και θα ζήσει», είπε μέσω αγγέλου ο Θεός
στο Μωυσή, και «κανείς δεν μπορεί να δει το πρόσωπό μου και να ζήσει» (Έξ.
33:20).
Είναι ένας Θεός, ο οποίος ως πνεύμα, λατρεύεται «εν πνεύματι και αληθεία»
(Ιωάν. 4:28). Ωστόσο, για λόγους κατανόησης του χαρακτήρα και του θελήματός του
και καλύτερης αποδοχής από τους απλούς ανθρώπους, όπως ήταν οι Εβραίοι στην
αρχαιότητα, «προς το συνεννοείσθαι», όπως λέγεται, σε αρκετές περιπτώσεις αποκαλύπτεται
και εμφανίζεται να λειτουργεί και να επικοινωνεί ανθρωπομορφικά, με ποικίλες
εικόνες και παραστάσεις ανάλογα με τις ιστορικές περιστάσεις. Από τους
συγγραφείς της Βίβλου πολλές φορές γίνεται χρήση μιας γλώσσας εικονολογικής,
παραβολικής, ποιητικής. Ο Θεός παρουσιάζεται σα να έχει καρδιά, ψυχή, μάτια και
αυτιά και στόμα. Εμφανίζεται επίσης, να έχει αισθήματα—να αγαπά, να συμπονεί,
αλλά και να οργίζεται για την ανομία, να μισεί την αδικία και τη φαυλότητα,
δηλαδή, να είναι δίκαιος (Έξ. 34:6-7, Εβρ. 1:9). Στην ίδια τη Βίβλο υπάρχει η
διευκρίνιση ότι, ο ίδιος ο Θεός μίλησε δια των προφητών και «παρέστησε
ομοιώσεις (παρομοιώσεις) δια χειρός προφητών» (Ωσηέ 12:10).
Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι την ανθρωπομορφική γλώσσα της Βίβλου,
δεν την είδαν σαν εμπόδιο για την αποδοχή των θρησκευτικών της αληθειών, άλλοι
επιφανείς επιστήμονες όπως ο αστρονόμος Άρθουρ Έντιγκτον (A. Eddington) και ο
Βέρνερ Χάιζενμπεργκ (Werner Heizenberg, Nobel Φυσικής 1932) στο βιβλίο του Το
μέρος και το όλον (“Der Teil und dasGanze”, σελ.
273-275). Ο πρώτος έγραψε ότι: «Η αφελής ανθρωπόμορφη παράσταση του πνευματικού
Θεού, δεν απέχει από την αλήθεια περισσότερο από την εικόνα του θείου
πνεύματος, η οποία λαμβάνεται με τις μαθηματικές εξισώσεις». Και ο δεύτερος
τόνισε ότι: «Η γλώσσα των κειμένων της θρησκείας κατ’ ανάγκην είναι γλώσσα
παραβολική, ανθρωπομορφική-συμβολική, όπως με σύμβολα εκφράζεται πολλές φορές
και η επιστήμη».
Αν ο Θεός, που ως πνεύμα παραμένει απρόσιτος στην ουσία του, παρέμενε
απρόσιτος και απόμακρος τελείως στους ανθρώπους που είναι υλικά, κτιστά όντα
και δεν παρουσιαζόταν σ’ αυτούς, ανθρωπομορφικά, θα ήταν αδύνατη κάθε
επικοινωνία, κατανόηση, συν-εννόηση και δημιουργία σχέσης μαζί του. Θα ήταν σαν
να μιλούσε κανείς σ’ ένα τυφλό για χρώματα, ή με αλγεβρικές εξισώσεις σε νήπια.
Κατ’ ανάγκην, λοιπόν, και κατ’ οικονομίαν, όπως είπαν και αρχαίοι ερμηνευτές, ο
Θεός εμφανίζεται ανθρωπομορφικά, χωρίς όμως να εμπίπτει στον χονδροειδή
ανθρωπομορφισμό των αρχαίων ειδωλολατρών. Η Βίβλος μας αποκαλύπτει ότι ο Θεός
είναι πρόσωπο, το κατ’ εξοχήν ΠΡΟΣΩΠΟ, με το οποίο μπορούμε να δημιουργήσουμε
σχέση πραγματική. Άρα, μπορούμε να εμπιστευθούμε σ’ Αυτό και να προσευχόμαστε
σ’ Αυτόν. Κανείς δεν μπορεί να εμπιστευθεί σ’ ένα Θεό, ή δύναμη απρόσωπη σαν
λόγου χάριν τον ηλεκτρισμό, παρατήρησε κάποτε ορθά, ο μεγάλος επιστήμων Robert
Millikan (Nobel Φυσικής).
Ο Αϊνστάιν όπως είδαμε (σελ. 28-29) ισχυρίζεται όλως περιέργως ότι, ένας
Θεός που ανταμείβει και τιμωρεί είναι κάτι το ακατανόητο, για τον απλούστατο
λόγο πως οι πράξεις προσδιορίζονται από τις εσωτερικές και εξωτερικές ανάγκες
σε τρόπο που δεν μπορεί να είναι υπεύθυνο για τις κινήσεις του ένα άψυχο
αντικείμενο. Αυτό όμως είναι μια παράξενη τοποθέτηση, διότι ο άνθρωπος δεν
είναι άψυχο αντικείμενο, αλλά υπεύθυνο έλλογο ον, αυτεξούσιο, προικισμένο με
ελευθερία επιλογής και γι’ αυτό και σε όλες τις ευνομούμενες πολιτείες και
κράτη δικαίου, υπάρχουν νόμοι που τιμωρούν τους εκούσιους παραβάτες και
εγκληματίες.
Ο Αϊνστάιν χαρακτηρίζει μικρόχαρο τον άνθρωπο που θα περιοριζόταν από το φόβο και
την τιμωρία ή την ελπίδα της μετά θάνατον
ανταμοιβής. Ίσως από μία άποψη, αν τα μοναδικά ελατήρια ενός πιστού είναι ο
φόβος και η ανταμοιβή, και όχι η αγάπη προς το θεό και τον συνάνθρωπο, να έχει
δίκιο. Απ’ την άλλη, όμως, θα πρέπει να θυμηθούμε ότι ο απόστολος Παύλος λέει
ότι: «Ο προσερχόμενος εις τον Θεό πρέπει να πιστέψει ότι είναι μισθαποδότης εις
τους εκζητούντας αυτόν» και ότι: «Δεν είναι άδικος ο Θεός ώστε να λησμονήσει
τον κόπον της αγάπης σας…»
* * *
Τώρα όσον αφορά την τρίτη ένσταση, ότι ο Θεός δεν επεμβαίνει στην
αιτιοκρατική αλυσίδα των πραγμάτων και δεν αναμιγνύεται στα φυσικά γεγονότα,
αυτό είναι εν μέρει αληθές. Ο Θεός στο παρελθόν, σπανίως επενέβαινε στην
αιτιοκρατική αλυσίδα των φυσικών φαινομένων, σπανίως, και σε αραιά διαστήματα
απεκάλυπτε αλήθειες σε ανθρώπους διάμεσα-πρότυπα θεοκεντρικού χαρακτήρος, κατά
την φιλόσοφο Nayla Farouki (πατριάρχες, προφήτες, Ιησούς Χριστός, απόστολοι)
και σπανίως θαυματουργούσε. Τα θαύματα γίνονταν σε ειδικές περιπτώσεις όταν
αποκαλύπτονταν μία ουσιώδης αλήθεια, ή όταν κινδύνευε η αγνή λατρεία. Όπως ορθά
επεσήμανε ο στοχαστής C. S. Lewis, ο Θεός δεν κάνει θαύματα κουνώντας μια
πιπεριέρα, λίγο εδώ, λίγο εκεί. Τα θαύματα της βιβλικής περιόδου ήταν λιγοστά,
σοβαρά, τεκμηριωμένα, αναγκαία. Διενεργούνταν είτε άμεσα από τον Θεό, είτε δια
μέσου αγίων προσώπων, για να δοθεί έμφαση στη διδαχή τους. Μετά τη συμπλήρωση
της Βίβλου, και, ιδιαίτερα μετά το θάνατο-ανάσταση του Ιησού και την ίδρυση της
εκκλησίας, οι θαυματουργικές επεμβάσεις του Θεού αραίωσαν και, ουσιαστικά,
σπανίζουν έκτοτε, διότι ο σκοπός και το θέλημα του Θεού προς τους ανθρώπους
πλήρως απεκαλύφθη.
Άρα, βασικά παραμένουμε στη φυσική τάξη, στους «νόμους του ουρανού», που
ο Θεός εθέσπισε (Ιερ. 33:25, Ιώβ 38:33), και των οποίων την ακρίβεια τόσο
θαύμαζε ο ίδιος ο Αϊνστάιν γράφοντας: «Το γεγονός πως με βάση τέτοιους νόμους
μπορούμε να προφητεύσουμε (προβλέψουμε) με μεγάλη ακρίβεια και βεβαιότητα την
χρονική παράσταση των φαινομένων σ’ ορισμένους τομείς, είναι βαθύτατα τυπωμένο
στη συνείδηση των νεωτέρων ανθρώπων... Πρέπει μόνο να ’χουμε υπόψη μας πως οι
πλανητικές πορείες μέσα στο ηλιακό σύστημα μπορεί να υπολογισθούν εκ των
προτέρων με μεγάλη ακρίβεια με βάση έναν περιορισμένο αριθμό απλών νόμων…» Και
συμπληρώνει τις σκέψεις του περί ευρυθμίας του κόσμου, με μία άλλη πολύ
αποκαλυπτική, ότι δεν μπορεί η επιστήμη να αρνηθεί την παρέμβαση του Θεού στον
κόσμο. Γράφει επί λέξει: «Βέβαια, η θεωρία ενός προσωπικού Θεού που να
αναμιγνύεται στα φυσικά γεγονότα δεν μπορεί ποτέ να αναιρεθεί στην
πραγματική σημασία από την επιστήμη, γιατί αυτή η θεωρία μπορεί πάντα να
καταφεύγει στους τομείς εκείνους, όπου δεν κατόρθωσε ακόμα να εισχωρήσει η
επιστημονική γνώση» (Ο σημερινός κόσμος, σελ. 29-31). Άρα, αποδέχεται
έμμεσα τη δυνατότητα του Θεού να επενέβη και στο παρελθόν και οποτεδήποτε. Το
αν επενέβη ή όχι, είναι θέμα ιστορικής μαρτυρίας και αξιοπιστίας των μαρτύρων.
Τέλος, και η τέταρτη ένσταση του Αϊνστάιν ότι, με την αποδοχή ενός
παντοδύναμου εμπρόσωπου Θεού-πνεύματος, αναγκαστικά κάθε ανθρώπινη πράξη είναι
έργο του, όπως και κάθε τυχαίο γεγονός, διότι το προγιγνώσκει και το
προκαθορίζει, ξεκινά, νομίζω, από λάθος προϋποθέσεις.
Ήδη, οι θεολόγοι ανά τους αιώνες, ορθοτομούντες το θέμα του
προκαθορισμού-προγνώσεως του Θεού, έχουν δώσει την ικανοποιητική απάντηση ότι ο
Θεός, καίτοι παντοδύναμος, δεν δύναται τα πάντα (π.χ. δεν μπορεί να ψευσθεί,
δεν μπορεί να αυτο-κτονήσει, δεν μπορεί να αθετήσει τις υποσχέσεις του, ούτε ν’
αλλάξει τα γεγονότα του παρελθόντος, ούτε και να αντιφάσκει προς τον εαυτό του (για
περισσότερα βλ. 5+1 πράγματα
που ο παντοδύναμος Θεός δεν δύναται).
Είναι πολύ πιθανόν, ο Θεός να ασκεί ελεγχόμενα επιθυμητά και την παντογνωσία
του, σε αρμονία με τις άλλες ιδιότητές του και τους σκοπούς του, ως Θεός της
διακινδύνευσης (βλ. Θεία πρόγνωση
και ανθρώπινη ελευθερία και Ο Θεός της
διακινδύνευσης).
Ο Αϊνστάιν, προφανώς, συγχέει τη θεία πρόγνωση με τον θείο
προκαθορισμό, όπου στον τελευταίο έχουμε και την πρόγνωση και την
επιθυμία, τη βούληση του Θεού, να επιτελεσθεί κάτι. Π.χ. στην περίπτωση της
ενανθρώπισης του Χριστού και του θυσιαστικού θανάτου του, έχουμε και πρόγνωση
και προκαθορισμό του Θεού, ενώ στην περίπτωση του Ιούδα που τον πρόδωσε, έχουμε
μόνο πρόγνωση - όχι δέσμευση της βούλησής του, ούτε τη δυνατότητα του να
μετανοήσει εκ των υστέρων.
Επειδή δε, κατά κάποιον τρόπο, ο Αϊνστάιν ταυτίζει Θεό και φύση, γι’ αυτό
καταλήγει στο αδόκιμο συμπέρασμα ότι «αν τιμωρούνταν και ανταμείβονταν οι
άνθρωποι θα ήταν σαν ο Θεός να υπέβαλλε τον ίδιο τον εαυτό του σε κρίση…» Κάτι
τέτοιο δεν συμβαίνει βέβαια, γιατί όλες οι ιδιότητες και οι σκοποί του Θεού,
όπως αποκαλύπτεται στη Βίβλο, βρίσκονται σε αρμονική σχέση μεταξύ τους. Κατά τη
βιβλική διδασκαλία, ο Θεός, μπορεί να είναι αγαθός, αλλά και δίκαιος,
παντογνώστης αλλά και να μην επεμβαίνει στα δρώμενα των ανθρώπων
παρεμποδίζοντας την ελευθερία τους, εκτός κι αν προσπαθήσουν να παρεμποδίσουν
τη δική του ελευθερία και την εκπλήρωση των δικών του σκοπών.
Ανακεφαλαιώνοντας τις τέσσερις ενστάσεις του Αϊνστάιν, για έναν προσωπικό
Θεό, βλέπουμε ότι δεν είναι ισχυρές και ότι οφείλονται περισσότερο σε
συγκεχυμένη άποψη που σχημάτισε ο ίδιος από μια προσωπική επιλογή κοσμοθεώρησης
(πανθεϊσμός) και από επιπόλαιη ίσως, ή ελλιπή μελέτη της Βίβλου, γεγονός που
τον οδήγησε κάποτε να δηλώσει, λίγο πριν πεθάνει, σε επιστολή του προς τον Έρικ
Γκούτκιντ (3-1-1954): «Για μένα η λέξη Θεός δεν σημαίνει τίποτε περισσότερο από
την έκφραση και τα παρεπόμενα της ανθρώπινης αδυναμίας. Η Αγία Γραφή αποτελεί
ένα αξιέπαινο μεν αλλά πρωτόγονο ανθολόγιον μύθων, οι οποίοι παρ’ όλα αυτά
είναι ελκυστικά παιδαριώδεις…»
Η δήλωσή του αυτή, όμως, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με μία άλλη δήλωσή του
που ανέφεραν οι New York Times (19-4-1955), στη νεκρολογία του: «Η θρησκεία μου
συνίσταται στον ταπεινό θαυμασμό προς το απεριόριστα ανώτερο πνεύμα που
αποκαλύπτεται στις μικρότερες λεπτομέρειες, τις οποίες είμαστε ικανοί να
αντιληφθούμε με την εύθραυστη και αδύναμη νόησή μας. Αυτή η βαθιά
συναισθηματική βεβαιότητα για την παρουσία μιας ανώτερης λογικής
δυνάμεως, που αποκαλύπτεται στο ακατανόητο σύμπαν, συνιστά τη δική μου ιδέα
του Θεού» (βλ. Alice Calaprice, Εγώ ο Αϊνστάιν, εκδ. Κάτοπτρο). Και
φυσικά, σε ευθεία αντίθεση έρχονται τα προηγούμενα, με τη δήλωσή του όπως αυτή
αναγράφεται στο βιβλίο του Πώς βλέπω τον κόσμο (σελ. 113): «Αν
βγάλουμε από τον Ιουδαϊσμό, τους προφήτες και από το Χριστιανισμό όπως τον
δίδαξε ο Ιησούς Χριστός, όλες τις μεταγενέστερες προσθήκες και ειδικότερα των
ιερέων, τότε μας απομένει μία διδασκαλία που μπορεί να θεραπεύσει όλες τις
κοινωνικές ασθένειες της ανθρωπότητας». Ακόμα: «Οι υψηλότερες αρχές για τους
πόθους και τις κρίσεις μας, μας έχουν δοθεί στην Ιουδαιο-χριστιανική
θρησκευτική παράδοση» (ό.π. παρ. σελ. 23).
Αλλά, όπως είπαμε από την αρχή, ο Αϊνστάιν υπήρξε αντιφατική προσωπικότητα,
με μη ξεκάθαρες θέσεις στα θέματα του θείου και της θρησκείας.
Αναμφίβολα, υπήρξε μεγάλος επιστήμων, αλλά δεν αφιέρωσε επαρκή χρόνο για να
εμβαθύνει σε θρησκευτικά και θεολογικά θέματα και να εξετάσει τις απαντήσεις
που έχουν δοθεί από άλλους μεγάλους ερμηνευτές και ερευνητές πάνω στα θέματα
αυτά. Παρεμπιπτόντως, άλλοι μεγάλοι επιστήμονες όπως ο Ντεκάρτ, ο Λαϊμπνιτς, ο
Νεύτων, ο Γκάους, ο Όυλερ, ο φίλος του Αϊνστάιν μαθηματικός Κουρτ Γκέντελ,
πίστευαν σε εμπρόσωπο Θεό, χωρίς να ενοχλούνται από τέτοιου είδους ενστάσεις
σαν τον Αϊνστάιν.
Πάντως, ο Αϊνστάιν αναγνωρίζει ότι η ιδέα της ύπαρξης ενός παντοδύναμου,
δίκαιου και πανάγαθου προσωπικού Θεού είναι ικανή να δώσει στον άνθρωπο
παρηγοριά, και ότι όταν δοθούν οι κατάλληλες ερμηνείες τόσο στα θέματα της
επιστήμης όσο και τη θρησκείας, τότε δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ζήτημα
σύγκρουσής τους (σελ. 26). Τέλος, αναγνωρίζει ότι ένας από τους επιθυμητούς
σκοπούς της θρησκείας είναι να απολυτρώσει όσο μπορεί περισσότερο τους
ανθρώπους από τα δεσμά των εγωκεντρικών τους επιθυμιών, πόθων και φόβων… (σελ.
31).
Από τον μεγάλο επιστήμονα Αϊνστάιν, μπορούμε να κρατήσουμε αυτά, έχοντας
υπόψη μας ότι ενώ η θεωρία της σχετικότητας έγινε και γίνεται ασμένως αποδεκτή
από όλους, η περίφημη εξίσωσή του Ε=mc2 υπέστη
διόρθωση από τον Νομπελίστα μαθηματικό Πολ Ντιράκ (1902-1984) και μετετράπη σε Ε±mc2, ήτοι η τετραγωνική
ρίζα πάντοτε συνοδεύεται από την αμφισημία, ενώ, νέες έρευνες δείχνουν ότι, μυστηριώδη σωματίδια, τα νετρίνια, κινούνται
ταχύτερα από την ταχύτητα του φωτός (άρα το φως δεν είναι το ταχύτερο στοιχείο
στο σύμπαν) (βλ. Νετρίνια γρηγορότερα από το φως, ΤΑ ΝΕΑ,
25/25-9-2011) και άλλες έρευνες, έρχονται να καταδείξουν ότι τις πρώτες ημέρες
μετά τη δημιουργία του Σύμπαντος, η ταχύτητα του φωτός ήταν μεγαλύτερη από τη
σημερινή (Joan Maqueijo, Φως, ο μύθος της ταχύτητας, εκδ. Τραυλός).
Μετά απ’ όλα αυτά, μπορούμε να πούμε ότι, αν ο Αϊνστάιν, μπορεί να αναθεωρηθεί
ως επιστήμων διότι δεν ήταν αλάθητος, μπορεί ασφαλώς και να αναθεωρηθεί, και ως
θρησκευτικός στοχαστής, ως μη ειδικός στα θρησκευτικά και θεολογικά θέματα.
"Πηγή: tsinikopoulos.org"
Δημοσίευση σχολίου