Στη Μέση Ανατολή, της οποίας η Ανατολική Μεσόγειος αποτελεί, στρατηγικά, αναπόσπαστο μέρος στους σχεδιασμούς των μεγάλων δυνάμεων, είναι εξαιρετικά δύσκολο να παρακολουθεί και να αξιολογεί κανείς τις εξισορροπιστικές κινήσεις των διαφόρων δρώντων- κρατικών και μή- που συνεχώς διαγκωνίζονται για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους.

Οι κατά καιρούς κατανοήσεις, συνεννοήσεις, ευθυγραμμίσεις, συνεργασίες, συμφωνίες και συμμαχίες, οικοδομούνται πάνω σε μια, κυριολεκτικά, κινούμενη άμμο. Και με εξαίρεση συγκεκριμένα των συνθηκών ειρήνης μεταξύ Ισραήλ και Αιγύπτου (1979) και μεταξύ Ισραήλ και Ιορδανίας (1994),  που αντικειμενικά εξυπηρετούν αμοιβαία εθνικά συμφέροντα, όλες οι άλλες συμφωνίες και κινήσεις που καταγράφονταν ανάμεσα στους διάφορους παίκτες είναι,  εξ´ορισμού, τακτικής φύσης. Σήμερα υφίστανται, αύριο όχι. Εξαρτούνται  από τις σκοπιμότητες.
Διαχρονικά, το πιο  αποτελεσματικό εργαλείο κατανόησης των  εξελίξεων που προκύπτουν από τις τακτικές αυτές κινήσεις, είναι η αποδιδόμενη σε Άραβες (αλλά με καταβολές που χάνονται στην αρχαιότητα) ρήση, “ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου”.
Στη βάση της λογικής αυτής μπορεί να ερμηνευτεί επαρκώς και η φαινομενικά πιο “ανίερη συμμαχία” της περιοχής- σήμερα- και οι προεκτάσεις της στην ευρύτερη περιοχή. Αυτή είναι η ντε φάκτο συμμαχία μεταξύ του εβραϊκού κράτους, της “Σιωνιστικής οντότητας”, κατά τους Άραβες, και του βασιλικού οίκου των Αλ Σαούντ.
Στην ιεράρχηση των απειλών εναντίων τους,  Ιερουσαλήμ και Ριάντ έχουν στην κορυφή ένα κοινό εχθρό. Αυτός είναι το καθεστώς της Τεχεράνης.
Το καθεστώς της Σαυδικής Αραβίας εχθρεύεται το Ιράν για μια σειρά από λόγους εκ των οποίων ο κυρίαρχος αφορά στην ευθεία αμφισβήτηση, από την Τεχεράνη, της θρησκευτικής βάσης πάνω στην οποία εδράζεται η νομιμότητα του καθεστώτος της Σαουδικής  Αραβίας. Μπορεί ο κόσμος να γνωρίζει το καθεστώς ως το βασιλικό οίκο των Αλ Σαούντ. Αλλιώς όμως αυτοπροσδιορίζονται τα μέλη του οίκου. Ο εκάστοτε ηγέτης-βασιλιάς θεωρεί εαυτόν πρωτίστως ως “τον Υπηρέτη των δύο Ιερών Τόπων (Μέκκα-Μεδίνα)” και “φύλακα της πίστης”. Ο βασιλικός τίτλος έπεται και είναι απόλυτα συναρτημένος με τη μουσουλμανική ιδιότητα.
Τον ρόλο αυτό του Σαουδάραβα βασιλιά ως “φύλακα της πίστης” και ως  ηγέτη των πιστών, αμφισβητεί το Ιράν. Εδώ εντοπίζεται και το μεγάλο  σχίσμα στον  μουσουλμανικό κόσμο. Οι Σαουδάραβες θεωρούνται ηγέτες της Σουννιτικής σχολής-ερμνηνείας του Ισλάμ, που ακολουθεί η μεγάλη πλειοψηφία των μουσουλμάνων του κόσμου, ενώ οι Ιρανοί ακολουθούν  την άλλη,  την Σιιτική σχολή και ερμηνεία.  Το σχίσμα αφορά στη νομιμότητα διαδοχής του Μωάμεθ και παραμένει αγεφύρωτο.
Στη διαμάχη Σαουδικής Αραβίας και Ιράν υπεισέρχται και μια ακόμη διάσταση περισσότερα  κατανοητή για τους μή μουσουλμάνους. Αυτή είναι η εθνοτική. Οι Ιρανοί δεν είναι σημίτες όπως οι Άραβες. Θεωρούνται ινδο-ευρωπαϊκής καταγωγής με καταβολές στους ιστορικά γνωστούς λαούς, τους Πέρσες και τους Μήδες. Έτσι στην θρησκευτική διαμάχη υπάρχει και η εθνοτική.
Η εχθρότητα Ισραήλ- Ιράν είναι πολύ πιο πρόσφατη. Χρονολογείται μετά το 1979 όταν ανετράπη το φιλοδυτικό και κοσμικό κράτος του Σάχη, με τη θρησκευτική επανάσταση των Μουλλάδων του Αγιατολλάχ (σημάδι του Αλλάχ) Χομεϊνί. Μέχρι τότε και από της ίδρυσής του το 1948, το Ισραήλ διατηρούσε, με τις ευλογίες της Ουάσινγκτον, μια πολυεπίπεδη και μοναδική στρατηγική σχέση με το Ιράν. Η ανατροπή του Σάχη δημιούργησε ένα αναντικατάστατο στρατηγικό κενό για τα δυτικά συμφέροντα  στον Περσικό Κόλπο τα οποία  βρίσκονταν, πλέον, υπό την άμεση εποπτεία της Ουάσινκτον. Ταυτόχρονα η Ιρανική επανάσταση έφερε στην  εξουσία  μεγάλης χώρας μια σημαντική εκδοχή του ισλαμικού ριζοσπαστισμού, αυτή του  Σιιτισμού.
Ο Αγιατολλάχ Χομεϊνί υιοθέτησε μια λεκτικά επιθετικά γραμμή έναντι των ΗΠΑ- τον “Μεγάλο Σατανά”- έναντι του Ισραήλ,- τον “Μικρό Σατανά”- και έναντι των σφετεριστικών σουννιτικών καθεστώτων επικεφαλής των οποίων βρίσκεται η Σαουδική Αραβία. Ο οκταετής αιματηρός πόλεμος Ιράκ-Ιράν (1980-1988) ήταν η πρώτη οργανωμένη προσπάθεια  της Δύσης, υπό την ηγεσία των ΗΠΑ,  με αιχμή του δόρατος το Ιράκ του Σαντάμ και με τη συνεργασία των Σουννιτικών καθεστώτων και του Ισραήλ, για την ανατροπή του Χομεϊνί και την αλλαγή καθεστώτος στο Ιράν. Ο πόλεμος αυτός ώθησε το Ιράν να κινηθεί για την απόκτηση πυρηνικού οπλοστασίου για την διασφάλιση της επανάστασης και του καθεστώτος.
Σταδιακά στη Μέση Ανατολή άρχισαν να αναπτύσσονται δυο ανταγωνιστικά μέτωπα το ένα Σιιτικό, υπό τη ηγεσία του Ιράν και το άλλο Σουννιτικό υπό τη ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας. Σήμερα, είναι τα δυο αυτά μέτωπα που συγκρούονται στη για τον έλεγχο της Συρία.
Ιστορικά,  το Σιιτικό μέτωπο άρχισε να παίρνει την πρωτοβουλία των κινήσεων στο μέτωπο της Αραβοϊσραηλινής σύγκρουσης και ειδικά της Παλαιστίνης, ένα γεγονός που υπέσκαπτε το Σουννιτικό μέτωπο. Όταν αρχές του 2001 οι πρωτοβουλίες της Σαουδικής Αραβίας για ενεργή ανάμειξη με συγκεκριμένο πρόγραμμα ειρήνης στο Παλαιστινιακό δεν βρήκαν ανταπόκριση από την κυβέρνηση Μπους του νεότερου, άρχισαν τα πρώτα σύννεφα στις μέχρι τότε εξαιρετικές σχέσεις Ριάντ- Ουάσινγκτον.
Ακολούθησαν η 11η Σεπτεμβρίου και ο πόλεμος στο Ιράκ,  που έβαλαν τις σχέσεις των δυο σύμμαχων σε μια διελκυστίνδα από την οποία δεν κατάφεραν να ξεφύγουν. Στην Σαουδική Αραβία άρχισε από τότε ένα σοβαρός προβληματισμός ως προς την αξιοπιστία της Ουάσιγκτον.
Κάτι σχετικά αντίστοιχο είχαμε και επί διακυβέρνησης Ομπάμα σε σχέση με το Ισραήλ. Το επίκεντρο της διαμάχης υπήρξε το Ιράν και η στρατηγική απόφαση της Ουάσιγκτον να προχωρήσει σε μια συμβιβαστική συμφωνία με το Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα, μια απόφαση που πολέμησε με νύχια και με δόντια το Ισραήλ αλλά που απέτυχε παταγωδώς να αποτρέψει.
Εδώ εντοπίζεται, κατ´εμέ, ο κύριος αλλά  δημόσια ανομολόγητος λόγος της συμμαχίας Ισραήλ-Σαουδικής Αραβίας. Συνασπίζονται τα δύο κράτη διότι θεωρούν πως ο μέχρι πρόσφατα κύριος σύμμαχος- πάτρωνάς τους, οι ΗΠΑ, έχουν πλέον την δική τους ατζιέντα για την περιοχή που όχι μόνον δεν ταυτίζεται με την δική τους αλλά ίσως και να συγκρούεται με αυτή. Είναι κατανοητό πως η Σαουδική Αραβία βρίσκεται σε δεινότερη κατάσταση από το Ισραήλ.
Και για τις δυο χώρες  η αξιοπιστία των ΗΠΑ υπέστη σοβαρό πλήγμα με την Αραβική Άνοιξη και ειδικά με τον τρόπο που η Ουάσιγκτον ουσιαστικά εγκατέλειψε τον για δεκαετίες σύμμαχό  της,  τον Μουμπάρακ της Αιγύπτου. Σε δεύτερο επίπεδο θεωρούν και οι δυο πως η Ουάσινγκτον δεν δείχνει την απαιτούμενη πυγμή και βούληση για την άμεση ανατροπή του φιλο-Ιρανικού καθεστώτος του Άσαντ, με αποτέλεσμα να ενισχύεται το Σιιτικό μέτωπο σε βάρος της Σαουδικής Αραβίας και, εμμέσως, σε βάρος του Ισραήλ. Το τελευταίο έχει πλέον στοιχιστεί απροσχημάτιστα με το Σουννιτικό μέτωπο που επιδιώκει διακαώς την ανατροπή του Άσαντ, ως το απαραίτητο βήμα  για τη σε βάθος χρόνου ανατροπή και του Ιρανικού καθεστώτος.
Προς το παρόν η συμμαχία Ιερουσαλήμ- Ριάντ καλά κρατεί. Εκεί που θα αρχίσει να ταλανίζεται είναι με αναφορά σε ένα άλλο κράτος- κλειδί στη περιοχή που είναι η Αίγυπτος του Αλ Σίσι. Η Αίγυπτος διατηρεί συνθήκη ειρήνης με το Ισραήλ αλλά έχει και μια πολυ  σημαντική εξάρτηση από την ετήσια χορηγία της Σαουδικης Αραβίας που ανέρχεται σε πολλά δις δολλάρια. Όμως η Αίγυπτος δεν εχθρεύεται το Ιράν, δεν επιδιώκει την ανατροπή του  Άσαντ και δεν συμμετέχει στο Σουννιτικό μέτωπο.  Αν η Σαουδική Αραβία οδηγηθεί σε αδιέξοδο λόγω  της συγκρουσιακής της σχέσης με το Ιράν, η Αίγυπτος θα βρεθεί υπό πίεση να λάβει αποφάσεις οι οποίες με τη σειρά τους θα επηρεάσουν και τις αποφάσεις του Ισραήλ. Με τη λογική “ο εχθρός του εχθρού…” η Σαουδική Αραβία μπορεί να βγεί κερδισμένη. Μπορεί όμως και με την  ίδια λογική οι Σαουδάραβες να χάσουν και τα αυγά και τα πασχάλια. Διότι στη Μέση Ανατολή ο εχθρός του εχθρού γίνεται και φίλος. Και διότι στη Μέση Ανατολή μόνο μια αρχή δεν αλλάζει- η αρχή της σκοπιμότητας.
Του ΜΑΡΙΟΥ ΕΥΡΥΒΙΑΔΗ
http://mignatiou.com/


Δημοσίευση σχολίου