Της Άννα Νίνη
Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Κατσής
  

«Η εικόνα των αστυνομικών που χτυπούν την πόρτα, έχει μείνει ακόμη στο μυαλό μου. Κάθε βράδυ πέφτω για ύπνο και σκέφτομαι πως είναι το τελευταίο μας βράδυ στο σπίτι»


Η ώρα που φτάνουμε στην περιοχή των προσφυγικών στη Νίκαια, είναι 2 το μεσημέρι. Στο παράθυρο του παλιού διώροφου σπιτιού τής οδού Βιθυνίας, μας περιμένει με βλέμμα γεμάτο αγωνία ο κύριος Βασίλης με τη γυναίκα του. Μπαίνοντας μέσα, μας καθίζει γύρω από το στρογγυλό ξύλινο τραπέζι του σαλονιού. Τα χαρτιά που με παράπονο μάς δείχνει, έχουν καλύψει το τραπεζομάντηλο. Το μόνο που βλέπεις είναι ένας κυκεώνας από σφραγίδες.
Μπροστά του έχει έναν μπλε παραφουσκωμένο ντοσιέ με ξεκολλημένες διαφάνειες και το φωτιστικό του σαλονιού λείπει. Παρατηρώ για δευτερόλεπτα τα καλώδια του ρεύματος που βγαίνουν βίαια από το ταβάνι. «Το κατεβάσαμε (το φωτιστικό) για να το καθαρίσω και τώρα δεν με αφήνει να το ξαναβάλω. Θα μας πετάξουν έξω από το σπίτι μας έτσι κι αλλιώς, μου λέει ο Βασίλης. Γιατί να το κρεμάσουμε;», λέει η κυρία Ελένη, η σύζυγός του.
Το σπίτι, σήμερα, τυπικά ανήκει στην Eurobank. Αγοράστηκε από τον κ. Σκοπελίτη το 2005 με δάνειο ύψους 130.000 χιλιάδων ευρώ από τη συγκεκριμένη τράπεζα και ανακαινίστηκε με ακόμη ένα δάνειο, 30.000 ευρώ. Στην εποχή της ευμάρειας και πριν η κρίση μάς χτυπήσει την πόρτα, οι μαυρισμένοι πλέον τοίχοι του σπιτιού έκλειναν μέσα τους τη ζωή και την καθημερινότητα μιας μεγάλης οικογένειας. Ζούσαν εκεί ο κ. Βασίλης με τη γυναίκα του, η κουνάδα και ο κουνιάδος του, τα δυο πεθερικά του και τα δυο παιδιά του. «Το σπίτι ήταν σαν στάβλος όταν το αγοράσαμε. Το ανακαίνισα όσο μπορούσα για να ζούμε ανθρώπινα. Τότε έδιναν ό,τι δάνεια ήθελες. Σκέψου ότι αφού μου ενέκριναν το στεγαστικό και το επισκευαστικό δάνειο, με ρώτησαν αν θέλω να αγοράσω και μια Μερσεντές ή κάποιο άλλο αμάξι για να μου δώσουν κι άλλο δάνειο. Τους είπα ότι απλώς ήθελα να αγοράσω ένα σπίτι για να βάλω μέσα την οικογένεια μου. Είχαμε όλοι μαζί εισοδήματα 4.000 ευρώ και μπορούσαμε πολύ εύκολα να πληρώνουμε το δάνειο», λέει ο κ. Σκοπελίτης.
Η μόνη ερώτηση που μπορώ να κάνω αρχικά είναι «Τι πήγε τόσο στραβά;». Η ζωή του κ. Σκοπελίτη, όπως σιγά-σιγά ξεδιπλώνεται μέσα από τα λεγόμενά του, είναι σαν ντόμινο με συνεχείς πτώσεις των κομματιών. Τα παιδιά του, μετά την αγορά αυτού του σπιτιού, επίσης αγόρασαν από μια κατοικία το καθένα, με δάνεια ύψους 70.000 ευρώ και 90.000 ευρώ αντίστοιχα. Σήμερα, η τράπεζα έχει ήδη κατασχέσει τα δυο αυτά σπίτια μετά από πλειστηριασμούς, ενώ ο πλειστηριασμός για το σπίτι τής οδού Βιθυνίας που μένουν σήμερα πλέον όλοι μαζί, αφού τα παιδιά επέστρεψαν στο πατρικό τους, έγινε το 2012. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να είναι όχι απλά η πρώτη, αλλά η μόνη κατοικία που τους έχει απομείνει. Το σπίτι όμως τυπικά ανήκει στη τράπεζα. Μετά από αναποδιές και προβλήματα υγείας, ζουν με το επίδομα αλληλεγγύης, λαμβάνουν 100 ευρώ ο καθένας, δηλαδή συνολικά 400 ευρώ τον μήνα. Αυτό όπως λέει ο κ. Σκοπελίτης έγινε επειδή «μας έβαλαν όλους εγγυητές, τον έναν στον άλλο, και έφτασαν το ποσό που χρωστούσαμε πάνω από τις 200 χιλιάδες. Αρχικά είχαμε εισόδημα 4.000 ευρώ [τον μήνα]. Μετά την κρίση πέσαμε στα 1.000 ευρώ και μετά στα 500. Πώς θα πλήρωνα τα δάνεια με 500 ευρώ εισόδημα και τόσους ανθρώπους να μένουν εδώ; Δεν υπήρχε τρόπος». Σύμφωνα με τον νόμο, η τράπεζα ή οι ιδιώτες, πριν κάνουν πλειστηριασμό, πρέπει να έχουν δικαστική απόφαση ή δικαστική διαταγή, που να δέχεται ότι ο οφειλέτης χρωστάει. Δεν μπορούν να κινηθούν αυθαίρετα. Για να εκδοθεί αυτή η δικαστική απόφαση ή η δικαστική διαταγή έχει προηγουμένως λάβει έγκαιρα γνώση ο οφειλέτης ώστε να μπορεί να υπερασπίσει αποτελεσματικά τη θέση του. Ολες αυτές οι διαδικασίες τηρήθηκαν την περίπτωση του κ. Σκοπελίτη. Και ο πλειστηριασμός έγινε.
Ωστόσο, παραδόξως, αυτό που ζητάει δεν είναι να μη χάσει το σπίτι του. Ο τρόπος που μιλούν γι’ αυτό, ο ίδιος και η γυναίκα του, δείχνει πως πλέον έχει χάσει κάθε ελπίδα ότι πρόκειται να σωθεί. Αυτό που ζητούσε και συνεχίζει να ζητάει από την τράπεζα είναι μια παράταση ώστε να μπορέσει να σταθεί για λίγο στα πόδια του πριν φύγει. «Προσπαθήσαμε να κάνουμε διακανονισμούς, αλλά δεν ήθελαν να κάνουν. Εγώ ήμουν από τους τυχερούς που κάθισα πέντε χρόνια μέσα μετά τον πλειστηριασμό του 2012. Αλλά αυτήν τη στιγμή, με τα 400 ευρώ που παίρνουμε συνολικά, τι να πρωτοκάνουμε; Να τα δώσουμε στην τράπεζα, να πληρώσουμε τη ΔΕΗ ή να φάμε;».
Το 2015 δε, άλλο ένα περιστατικό άρχισε να ταλαιπωρεί την οικογένεια. Ο κ. Σκοπελίτης εισήχθη στο νοσοκομείο αντιμετωπίζοντας σοβαρά καρδιακά προβλήματα χωρίς να έχει ιστορικό με την καρδιά του και παρέμεινε μια εβδομάδα στην εντατική. Είναι 56 ετών, αλλά πλέον δεν μπορεί να εργαστεί, ούτε όμως και να πάρει σύνταξη λόγω χρεών στο ΤΕΒΕ. Το μεγαλύτερο πρόβλημά του είναι το ζήτημα της συνταξιοδότησης: «Έχω δουλέψει 41 χρόνια και έχω 13.200 ένσημα. Δεν μπορώ να πάρω σύνταξη κι ας έχω πάθει έμφραγμα, ας έχω χειρουργηθεί. Τα μισά μου ένσημα είναι στο ΙΚΑ, διότι υπήρξα υπάλληλος σε μια εταιρία 26 χρόνια. Το ΙΚΑ μου είναι “καθαρό” και δικαιούμαι αναπηρική σύνταξη. Αν την ενέκριναν σήμερα, θα έπαιρνα 1.100 ευρώ τον μήνα και θα κατάφερνα να πατήσω πάλι στα πόδια μου. Ήμουν αυτοματιστής, δούλευα στα καράβια και με έστελναν όπου πήγαινε το βαπόρι. Θαλασσοπνιγόμουν για όσο χρειαστεί ώστε να μη σταματήσει δευτερόλεπτο η προπέλα των καραβιών. Δούλευα με δέκα μποφόρ και με τυφώνες για να μη μου δώσουν σήμερα σύνταξη», αναφέρει.
Πέρυσι τον Ιούνιο, στις 8:30 το πρωί, μια δικαστική κλητήρας, ένας κλειδαρά και μια ομάδα αστυνομικών χτύπησαν την πόρτα του σπιτιού. Η σύζυγος του κ. Σκοπελίτη άνοιξε, της επέδειξαν το έγγραφο της κατάσχεσης όμως αρνήθηκαν να αποχωρήσουν. «Η εικόνα των αστυνομικών που χτυπούν την πόρτα, έχει μείνει ακόμη στο μυαλό μου. Κάθε βράδυ πέφτω για ύπνο και σκέφτομαι πως είναι το τελευταίο μας βράδυ στο σπίτι, ότι το πρωί κάποιος θα χτυπήσει την πόρτα και θα μας πει να φύγουμε. Πέρυσι τον Ιούνιο, όταν ήρθαν, μας είπαν «Πάρτε ό,τι είναι αναγκαίο και όταν βρείτε πού να μείνετε, να μας πάρετε τηλέφωνο για να έρθετε να πάρετε τα πράγματά σας». Τότε ο πατέρας μου ήταν 93 χρονών και κατάκοιτος. Τους είπαμε πως πρώτον δεν έχουμε που να πάμε και, δεύτερον, δεν μπορούμε να βγάλουμε έναν ετοιμοθάνατο άνθρωπο στον δρόμο. Η κλητήρας επέμενε να φύγουμε και μας έβριζε. Δεν την ενδιέφερε ούτε για τον πατέρα μου, ο οποίος έναν μήνα μετά πέθανε», λέει η κυρία Σκοπελίτη.
Απειλές και αδιαφορία από τον κόσμο
Όταν τους ρωτώ για τη συνέχεια εκείνης της ημέρας και αν είχαν υποστήριξη από τη γειτονιά, η απάντηση του κ. Σκοπελίτη είναι ανατριχιαστική. «Δεν βγήκε κανείς να μας βοηθήσει. Οι άνθρωποι ντρέπονται, δεν τους κατηγορώ. Αλλά έβλεπαν ότι πάνε να μας βγάλουν απ’ το σπίτι και δεν αντέδρασε κανένας. Μόνο ένας γείτονας με είδε ανάστατο και μου είπε να φύγω για να μην πάθω τίποτα με την καρδιά μου. Μετά άρχισαν να περνούν μηχανές της ομάδας ΔΙ.ΑΣ., μέχρι που κύκλωσαν το μέρος κι εμάς. Η κλητήρας που ήρθε εκείνη την ημέρα έκανε σαν να είναι δικό της το σπίτι, σαν να χαιρόταν που θα μείνουμε στον δρόμο. Καμιά ανθρώπινη αντιμετώπιση. Είχε κρεμαστεί από το παράθυρο και φώναζε “πήρατε τα λεφτά της τράπεζας και τα φάγατε. Χρωστάτε, θα μείνετε στον δρόμο και καλά να πάθετε”. Η δουλειά της είναι να μου δώσει τα χαρτιά να υπογράψω. Όχι να με απειλεί ή να κάνει κριτική και να με διασύρει στη γειτονιά που μένω», εξιστορεί.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που υπήρχαν τέτοιες απειλές. Όπως μου επισήμαναν ο κύριος και η κυρία Σκοπελίτη, «γι’ αυτούς είμαστε ένας αριθμός. Οι εισπρακτικές μάς έπαιρναν κάθε μέρα τηλέφωνο. Κάθε μεσημέρι μάς έλεγαν να φύγουμε από το σπίτι. Σε μια από τις προσπάθειες που κάναμε με την τράπεζα, να τους εξηγήσουμε τι συμβαίνει, μας είπαν απολίτιστους και πως σε κάποια άλλη χώρα θα μας είχαν πετάξει έξω από την πρώτη στιγμή του πλειστηριασμού. Σε κάνουν να φτάσεις στα άκρα ψυχολογικά. Να καταστραφείς τελείως. Τη δεύτερη φορά που μου έδωσαν παράταση, η υπεύθυνη με πήρε τηλέφωνο και μου είπε πως πρέπει να ντρέπομαι που βγήκα και μίλησα στα ΜΜΕ. Της απάντησα πως αυτοί θα έπρεπε να ντρέπονται που με πετάνε έτσι έξω από το σπίτι. Εξάλλου δεν τους το ζήτησα πίσω. Μια παράταση χρειάζομαι μέχρι να σταθώ οικονομικά στα πόδια μου για να μπορέσω να φύγω. Τελικά μου έδωσαν ακόμη μια τρίμηνη παράταση, όμως τώρα έληξε και πολύ φοβάμαι ότι θα έρθουν στο σπίτι με τα ΜΑΤ. Αν έρθουν, δεν θα τους αφήσω να μας βγάλουν έξω. Ας χυθεί αίμα».
Τι έχει αλλάξει στη νομοθεσία
Από τις αρχές Σεπτέμβρη, έχουν ξεκινήσει μαζικοί πλειστηριασμοί σπιτιών, οικοπέδων και καταστημάτων αφού είναι πλέον έτοιμη η ηλεκτρονική πλατφόρμα του υπουργείου Δικαιοσύνης. Με την έναρξη των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών η υπόθεση απομακρύνεται από τα Ειρηνοδικεία της χώρας – και τις εντάσεις σε βάρος συμβολαιογράφων και γίνεται απρόσωπη. Στις αρχές του 2018, η πολιτεία θα είναι σε θέση να διενεργεί μαζικούς πλειστηριασμούς. Από το 2008 και μέχρι τέλη του 2014 ο νόμος δεν επέτρεπε τον πλειστηριασμό για ορισμένα χρέη (για παράδειγμα, μέχρι 200.000 ευρώ και μάλιστα ανεξάρτητα εάν επρόκειτο για νοικοκυριά [νόμος Κατσέλη] ή επιχειρήσεις). Αυτό έγινε για να προστατευθούν όσοι είχαν ανάγκη – πραγματική ανάγκη. Η λογική του νόμου για την απαγόρευση του πλειστηριασμού δεν ήταν για να χαριστούν τα χρέη αλλά για να δοθεί μία χρονική άνεση και ανάσα στους δανειολήπτες, ώστε να μπορέσουν προστατευμένοι να καταλήξουν σε μια ρύθμιση.
Το παρελθόν της Ισπανίας, η εικόνα από το μέλλον μας
Μέχρι τώρα, οι πλειστηριασμοί γίνονταν κάθε Τετάρτη στα Ειρηνοδικεία. Αρκετοί άνθρωποι βρίσκονταν εκεί κάθε φορά για να τους αποτρέψουν, με αποτέλεσμα κάθε εβδομάδα να υπάρχουν συγγρούσεις με την Αστυνομία και τους συμβολαιογράφους που έπαιρναν μέρος σε αυτούς. Οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί που προς το παρόν αναμένεται να εφαρμοστούν πιλοτικά, είχε ανακοινωθεί πως θα ξεκινούσαν αρχικά στις 10-15 Σεπτεμβρίου. Το διάστημα αυτό πήρε παράταση μέχρι τα τέλη του μήνα, ώστε να ευθυγραμμιστούν όλες οι τράπεζες σε μια κοινή βάση δεδομένων. Όταν ξεκινήσουν, θα διενεργούνται στο γραφείο του συμβολαιογράφου από τις 10 το πρωί έως τις 5 το απόγευμα, τρεις φορές την εβδομάδα και όχι στο Ειρηνοδικείο.
Το κίνημα «Δεν Πληρώνω» ξεκίνησε λίγο πριν την ελληνική κρίση του 2009 και λίγο μετά την παγκόσμια κρίση του 2008. Ήδη από τον Σεπτέμβρη του ’09, όταν προέκυψε το ζήτημα των διοδίων, το κίνημα στήριξε οργανωτικά τη δράση και στη συνέχεια άρχισαν να επεκτείνονται και σε άλλους τομείς, όπως οι επανασυνδέσεις ρεύματος σε νοικοκυριά. Από το 2013 παίρνουν μέρος και στην αποτροπή των πλειστηριασμών που γίνεται στα ελληνικά Ειρηνοδικεία.
Το «Δεν Πληρώνω» βρίσκεται στο πλευρό του κ. Σκοπελίτη από την πρώτη στιγμή που έγινε γνωστή η ιστορία του. Όπως λέει ο κύριος Βασίλης, «Αν υπήρχε τότε το κίνημα αυτό, δεν θα είχε βγει το σπίτι σε πλειστηριασμό». Τα δυο αδέρφια, ο Λεωνίδας και ο Ηλίας Παπαδόπουλος, μέλη του κινήματος «Δεν Πληρώνω», μας συνοδεύουν όταν επισκεπτόμαστε το σπίτι της οδού Βιθυνίας ώστε να μας εξηγήσουν τι ακριβώς συμβαίνει με τους πλειστηριασμούς και τι θα ακολουθήσει όταν θα ξεκινήσει το ηλεκτρονικό σύστημα που βρίσκεται προ των πυλών.
«Ο πλειστηριασμός είναι η τελευταία πράξη του δράματος. Το γεγονός πως δεν έχει γίνει ακόμη έξωση στον Βασίλη είναι για δυο λόγους: Πρώτον, επειδή με τον παλιό κώδικα πολιτικής δικονομίας, όλες αυτές οι διαδικασίες ήταν αρκετά χρονοβόρες. Μέχρι να φτάσεις στο πλειστηριασμό και στη συνέχεια στην έξωση έπαιρνε κάποιο χρόνο. Οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί είναι ένα γρανάζι που κάνει πιο εύκολη αυτή τη διαδικασία και γίνεται για να αποτρέψουν τα κινήματα να παρεμβαίνουν στα Ειρηνοδικεία και για να γίνουν οι τράπεζες πιο θελκτικές στα Funds», τονίζει ο Λεωνίδας.
Ο ίδιος, με κινηματική συμμετοχή ετών, τόσο σε δράσεις του κινήματος «Δεν Πληρώνω», όσο και ως αλληλέγγυος γιατρός σε κοινωνικά ιατρεία, αλλά και ο Ηλίας Παπαδόπουλος ως οικονομολόγος, γνωρίζοντας όλες τις μικρές λεπτομέρειες, εξηγούν τις διαδικασίες που θα ακολουθήσουν προσπαθώντας να απλοποιήσουν την αργκό των οικονομικών που οι υπόλοιπο αγνοούμε ή δεν μπορούμε να κατανοήσουμε: «Ο νέος κώδικας πολιτικής δικονομίας θέλει τις διαδικασίες του πλειστηριασμού και της κατάσχεσης θα γίνονται μέσα σε 20 ημέρες. Οι τράπεζες θέλουν να πουλήσουν τα πακέτα των κόκκινων δανείων στα Funds και ήδη έχουν εγκριθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος διάφορα Funds που μπορούν να αγοράσουν τέτοια πακέτα. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως οι τράπεζες θα πουλάνε τα επιχειρηματικά κόκκινα δάνεια και στεγαστικά ή καταναλωτικά [κάρτες] στο 10% της αξίας τους χωρίς φυσικά να κουρέψουν το χρέος στον δανειολήπτη. Το Fund που έχει ειδικό εισπρακτικό τμήμα, θα παίρνει τον κόσμο κάθε μέρα τηλέφωνο, θα τον ενοχλεί στη δουλειά του, θα παίρνει την οικογένεια του, όπως ήδη συμβαίνει σε ορισμένες περιπτώσεις», σημειώνουν αρχικά.
Αυτό που επισημαίνουν τα μέλη του κινήματος «Δεν Πληρώνω» είναι πως το ζήτημα δεν αφορά μόνο τον Βασίλη Σκοπελίτη ο οποίος ατύχησε στη ζωή του, αλλά όλους μας. «Ο Βασίλης βγαίνει μπροστά και έχει τα κότσια, διότι ξέρει ότι δεν θα έπρεπε να ντρέπεται εκείνος αλλά αυτοί που του παίρνουν το σπίτι. Υπάρχει μια ομερτά γύρω απ’ αυτά τα ζητήματα και οι άνθρωποι ντρέπονται να βγουν να μιλήσουν. Κάποιος άλλος, ας πούμε, μας πήρε τηλέφωνο χθες από το Μενίδι επειδή έχασε την πρώτη του κατοικία ενώ έχει πέντε παιδιά. Μας πήρε λίγο πριν πάει στο Ειρηνοδικείο. Του είπαμε να μαζέψει όσο κόσμο μπορεί και να πάει και πως μπορεί να υπάρχει κόσμος εκεί να τον υποστηρίξει. Δεν υπήρχε κανένας, είχε και προσφορά η τράπεζα και έτσι έχασε το σπίτι του. Αν δεν κινητοποιηθούν και οι γειτονιές, να αυτοοργανωθούν ή να απευθυνθεί σε εμάς ένα-δυο μήνες πριν ώστε να είμαστε ενήμεροι και να οργανωθούμε, μπορούμε να αποτρέψουμε κάτι. Αν μας παίρνει όμως ο κόσμος μισή ώρα πριν δεν γίνεται δουλειά.
Ο Μπρεχτ έλεγε πως «Υπάρχουν πολλοί τρόποι να σκοτώσεις έναν άνθρωπο. Μπορείς να τον μαχαιρώσεις στην κοιλιά, να του αρπάξεις το ψωμί απ’ το στόμα, να μην τον γιατρέψεις από την ασθένεια που πάσχει, να τον βάλεις σε μια άθλια κατοικία, να τον εξοντώσεις βάζοντας τον να δουλεύει μέχρι θανάτου, να τον οδηγήσεις στην αυτοκτονία, να τον στείλεις στον πόλεμο. Λίγοι μόνο απ’ αυτούς τους τρόπους είναι απαγορευμένοι στο κράτος μας». Φεύγοντας από το σπίτι του Βασίλη Σκοπελίτη ο οποίος απειλείται με έξωση από το σπίτι του χωρίς να έχει κάπου να πάει ή πόρους για να ζήσει, καταλαβαίνεις πόσο διαχρονικός υπήρξε ο Γερμανός δραματουργός πριν καν εφευρεθούν τα Μνημόνια. Υπάρχει εδώ ένα νόμισμα με δυο όψεις. Μια ξεκάθαρα ανήθικη όψη που φωνάζει πλέον πως μετά από σκληρά μνημονιακά χρόνια οι άνθρωποι πρέπει να προσαρμόζονται στην οικονομία και όποιος δεν προσαρμόζεται να πεθαίνει μη έχοντας άλλη επιλογή. Υπάρχει κι εκείνη που λεει πως η οικονομία πρέπει να υπηρετεί τους ανθρώπους. Το θέμα είναι ποια όψη επιλέγεις να δεις.


Δημοσίευση σχολίου