Το κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε από τον Joachim Hirsch και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Politica y Cultura το φθινόπωρο του 2003.

Ο συγγραφέας του, μολονότι σχετικά άγνωστος στο ελληνικό συγκείμενο, είναι μάλλον από τις σημαντικότερες φωνές αναφορικά με τις σύγχρονες θεωρίες του κράτους και της πολιτικής.  Από τους βασικούς συμμετέχοντες στη λεγόμενη γερμανική συζήτηση για τη μεθοδική παραγωγή του κράτους (state derivation debate), η οποία διεμήφθη στις αρχές της δεκαετίας του ’70 ως μέρος/επέκταση τηςΝέας Ανάγνωσης του Μαρξ (Neue Marx-Lektüre), στη συνέχεια επηρεάστηκε από τη γαλλική Σχολή της Ρύθμισης, καθώς και την παράδοση των Γκράμσι και Πουλαντζά, συγκροτώντας μαζί με άλλους το θεωρητικό ρεύμα που  ο Werner Bonefeld αποκάλεσε κριτικά Αναδιατύπωση της θεωρίας του κράτους (Reformulation of state theory).

Σημαντική είναι επίσης η συμβολή του γύρω από την προβληματική της διεθνoποίησης (αντιπρβλ. εδώ το έργο της Saskia Sassen για την αποεθνικοποίηση) του κράτους, επιστρέφοντας με έναν τρόπο σε ερωτήματα που είχαν τεθεί στο πλαίσιο της επίσης γερμανικής συζήτησης για την Παγκόσμια Αγορά (world-market debate).
  
Αυτό το μοτίβο της διεθνοποίησης αναλύεται εν τάχει και στο παρόν άρθρο. Φυσικά, το τελευταίο γράφτηκε σε μια διαφορετική συγκυρία από τη σημερινή. Επιπλέον, θα μπορούσε κανείς να σχολιάσει ότι οι νύξεις σε θεωρίες εξάρτησης και κέντρου-περιφέρειας, καθώς και η απονενοημένη εμμονή στη δημοκρατία ως αντίβαρο στην καπιταλιστική αναδιάρθρωση σε κάποια σημεία του κειμένου (η οποία κατά ειρωνικό τρόπο φέρνει τον συγγραφέα κοντά σε αντιλήψεις και κινήσεις τις οποίες υποβάλλει σε κριτική), δίνουν την αίσθηση ενός βήματος μπροστά, δύο βημάτων πίσω (όπως θα το έθετε ο Λένιν ή ο Max Romeo, ανάλογα με το πολιτισμικό κεφάλαιο της καθεμιάς).

Ακόμη κι έτσι, η γοητευτική διαύγεια και η απογοητευτική επικαιρότητα της ανάλυσης που το άρθρο προσφέρει σε σχέση τόσο με τον ρόλο και τη θέση των ΜΚΟ στο –σε κρίση– παγκόσμιο καπιταλιστικό πλαίσιο όσο και με τις σύνθετες διαδικασίες μετασχηματισμού και διεθνοποίησης του έθνους-κράτους που έχουν λάβει και συνεχίζουν να λαμβάνουν χώρα, ήταν αρκούντως compelling για να μπούμε στον μπελά να το μεταφράσουμε. Ένα ευχαριστώ κι από δω στη Χ. για τις (μεταμεσονύκτιες) παρατηρήσεις της πάνω στην τελική μορφή της μετάφρασης.


Τα Καινούρια Ρούχα του Κράτους
οι ΜΚΟ και η Διεθνοποίηση του Κράτους
.
Οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ) είναι μια βιομηχανία σε ανάπτυξη, όχι μόνο από αριθμητική άποψη αλλά και από την άποψη της σημασίας που φέρουν για τους δημοσιογράφους και τους πολιτικούς επιστήμονες. Η έννοια απολαμβάνει μια δημοτικότητα συγκρίσιμη με εκείνη των «νέων κοινωνικών κινημάτων» ή της «κοινωνίας των πολιτών» πριν από μερικά χρόνια. Κάποιοι έχουν προσγειωθεί στην πραγματικότητα στο ενδιάμεσο, όμως είναι πολλοί εκείνοι που ακόμη εναποθέτουν στις ΜΚΟ τις ελπίδες τους για μια απελευθερωτική κοινωνική αλλαγή. Οι ΜΚΟ λογίζονται εγγυητές της ανάπτυξης μιας περισσότερο ορθολογικής και δημοκρατικής κοινωνίας. Αυτό ισχύει ιδιαιτέρως για το διεθνές επίπεδο, το οποίο γίνεται ολοένα πιο σημαντικό στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, μολονότι δεν μπορεί να γίνει νύξη για δημοκρατία ούτε καν θεωρητικά.
Το ότι οι άνθρωποι έχουν τόσο υψηλές προσδοκίες από τις ΜΚΟ έχει αδιαμφισβήτητα να κάνει με το γεγονός πως αυτές προσφέρουν μια ιδεατή επιφάνεια για πολιτική προβολή, την ίδια στιγμή που προσφέρονται ως ένα θέμα που επιτρέπει στους κοινωνικούς επιστήμονες ενός είδους αυτονομιμοποίηση. Οι τελευταίοι συχνά βρίσκονται σε επαφή με τον κόσμο των ΜΚΟ και, σε κάθε περίπτωση, συνδέονται αρκούντως στενά μαζί του σε επίπεδο κοινωνικό, πολιτισμικό και πολιτικό. Αλλά η δημοφιλία της έννοιας των ΜΚΟ αντανακλά πάνω από όλα τον μαρασμό των ελπίδων για μείζονες αλλαγές, οι οποίες είχαν τελευταία εναποτεθεί στα «νέα κοινωνικά κινήματα». Τόσες πολλές ελπίδες για κάποια θεμελιώδη κοινωνική αλλαγή κατέρευσαν και πλέον τα «νέα κοινωνικά κινήματα» θεωρούνται επίσης αποτυχημένα. Σε αυτό προστίθενται: οι δυσκολίες, από το 1989, πολιτικού προσανατολισμού ενώπιον της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης· η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού»· κι αυτό που μοιάζει να είναι η τελική νίκη του καπιταλισμού. Όπως στην περίπτωση της (επαν)ανακάλυψης της «κοινωνίας των πολιτών» στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η εστίαση στις ΜΚΟ φαίνεται υπό μία έννοια να είναι έκφραση της παραίτησης, του συμβιβασμού με ό,τι είναι εφικτό δεδομένων των βασικών –φαινομενικά αμετάβλητων– δομών της κοινωνίας.[1]
Υπάρχει μια δόση αλήθειας στην παρατήρηση του Peter Wahl[2] ότι οι ΜΚΟ έγιναν έτσι «ο πιο υπερεκτιμημένος παράγοντας της δεκαετίας του ’90». Αυτή η υπερεκτίμηση δεν πηγάζει μόνο από μια πολιτικώς διαστρεβλωμένη οπτική, αλλά και από μια σχετική με αυτή έλλειψη θεωρίας. Μεγάλο μέρος της έρευνας που διεξάγεται για τις ΜΚΟ χρησιμοποιεί ολωσδιόλου ανεπαρκείς θεωρητικές έννοιες του κράτους και της κοινωνίας. Αυτό εξυπηρετεί τη διαιώνιση των ελλείψεων οι οποίες έχουν ήδη χαρακτηρίσει τις συζητήσεις για τη «δημοκρατική κοινωνία των πολιτών» από το 1989. Είναι συνεπώς δύσκολο να αναλύσουμε ορθά τις διαδικασίες μετασχηματισμού στις οποίες υποβλήθηκαν τα κράτη κατά τη λεγόμενη παγκοσμιοποίηση.[3]Θεμελιώδεις αλλαγές λαμβάνουν χώρα στη σχέση μεταξύ «κράτους» και «κοινωνίας» καθώς και στους τρόπους πολιτικής ρύθμισης. Με αυτό σχετίζεται και μια μεγάλη αλλαγή στις δομές τις φιλελεύθερης δημοκρατίας. Οι ΜΚΟ είναι τόσο έκφραση όσο και συντελεστής αυτών των διαδικασιών.


Τι ακριβώς είναι οι ΜΚΟ;
Η αυξανόμενη σημασία των ΜΚΟ αντανακλά την ολοένα συχνότερη παρέμβαση των τυπικά ιδιωτικών οργανώσεων στις πολιτικές διαδικασίες τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Δεν υπάρχει τίποτα καινούριο στην ύπαρξη αυτών των οργανώσεων, όμως αυτές λαμβάνουν νέες μορφές και λειτουργίες. Η «ΜΚΟ» έχει γίνει παρ’ όλα αυτά ένας όρος passepartout ο οποίος φέρει ένα συνονθύλευμα εννοιών, μερικές εκ των οποίων προέρχονται από εξωτερικούς παρατηρητές, κάποιες από τις ίδιες τις ΜΚΟ και άλλες με υπολογίσιμους πολιτικούς απόηχους. Περιγραφικές και κανονιστικές έννοιες συχνά αναμειγνύονται σε τέτοιο βαθμό που είναι αδύνατο να τις ξεχωρίσεις. Μολαταύτα, το «μη» υποδεικνύει μια διαλεκτική την οποία πρέπει να πάρουμε στα σοβαρά. Κατά μία έννοια, οι ΜΚΟ δείχνουν πώς τυπικά ιδιωτικές οργανώσεις προσλαμβάνουν τα χαρακτηριστικά ενός κράτους ή τον τρόπο που όργανα του κράτους «ιδιωτικοποιούνται». Το «μη» είναι συνεπώς μάλλον ένας αμφιλεγόμενος όρος παρά μια σαφής περιγραφή της θέσης των ΜΚΟ εντός των δομών του κράτους και της κοινωνίας εν γένει, και σε σχέση με το κράτος και τις κρατικές οργανώσεις σε εθνικό και διεθνές επίπεδο ειδικότερα. Επιπρόσθετα σε αυτό, ο όρος «ΜΚΟ» συνήθως χρησιμεύει ως ασαφής ταμπέλα, η οποία προσδίδεται γενικά σε μια ευρεία γκάμα οργανώσεων. Το δίλημμα που σχετίζεται με αυτό αναδεικνύεται κατά ειρωνικό τρόπο σε ακρωνύμια όπως ΚΟΜΚΟ (Κυβερνητικά Οργανωμένη Μη Κυβερνητική Οργάνωση) και ΟΜΚΟ (Οιονεί Μη Κυβερνητική Οργάνωση). Πράγματι, οι «ΜΚΟ» είναι κατά καιρούς αν όχι στημένες από κυβερνήσεις, τουλάχιστον χρηματοδοτούμενες από αυτές και αξιοποιούμενες για τους σκοπούς τους. Στις εξαρτημένες χώρες της περιφέρειας, για παράδειγμα, η ίδρυση μιας ΜΚΟ περισσότερο ή λιγότερο ανεξάρτητης από το κράτος αποτελεί συχνά προϋπόθεση για την απόκτηση διεθνούς βοήθειας. Παρόμοια πράγματα ισχύουν για τα καπιταλιστικά κέντρα και τις αναπτυσσόμενες ΜΚΟ μπίζνες τους. Οι ΜΚΟ χρησιμεύουν συχνά ως το «μακρύ χέρι του κράτους». Αυτό είναι ιδιαιτέρως εμφανές στην εφοδιαστική και πολιτική στήριξη των λεγόμενων «ανθρωπιστικών στρατιωτικών επεμβάσεων».[4] Είναι πράγματι εξαιρετικά αμφίβολο κατά πόσο οι ΜΚΟ θα υπήρχαν σε τέτοιους αριθμούς αν δεν λάμβαναν κυβερνητική χρηματοδότηση ή αν δεν είχαν κεφάλαια να διοχετεύονται προς αυτές. Αυτό εγείρει το ερώτημα αν οι ΜΚΟ είναι πραγματικά οργανώσεις της «κοινωνίας των πολιτών» και όχι κρατικές οργανώσεις ή κατά πόσο αποτελούν στην πραγματικότητα ένα κυβερνητικό και ρυθμιστικό σύμπλεγμα και πρέπει να αναγνωριστούν ως τμήματα του «διευρυμένου κράτους», μετερχόμενοι τον όρο του Γκράμσι.[5]
Σύμφωνα με τον Wahl, [6] οι ΜΚΟ συνιστούν εθελοντικές ενώσεις που είναι: ανεξάρτητες από το κράτος ή τα πολιτικά κόμματα· φιλανθρωπικές· μη κερδοσκοπικά προσανατολισμένες· και δίχως αποκλεισμούς ως προς τη φυλή, την εθνικότητα, τη θρησκεία ή το φύλο. Πρόκεται ωστόσο για ένα ομολογουμένως κανονιστικό και αυτοπεριγραφικό σύνολο κριτηρίων, το οποίο στην πράξη σπάνια πληρείται στο ακέραιο.
Αν θέλει κανείς να ερευνήσει τον ρόλο των ΜΚΟ στο πλαίσιο των νέων μορφών πολιτικής ρύθμισης σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, είναι αναγκαίο να επιλέξει έναν πιο στενά ορισμένο κι αναλυτικώς ακριβή όρο, ο οποίος δεν σχετίζεται απλώς με ένα νεφελώδες αρνητικό χαρακτηριστικό («μη κυβερνητικές»). Χρησιμοποιώντας τον ορισμό του Wahl ως σημείο αφετηρίας, θα περιγράψω ως ΜΚΟ οποιαδήποτε επίσημη ιδιωτική οργάνωση είναι ενεργή στην πολιτική σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο και παρουσιάζει τα εξής χαρακτηριστικά:
·      μη κερδοσκοπικό προσανατολισμό (φιλανθρωπικού χαρακτήρα)
·    εμπλέκεται στην προάσπιση συμφερόντων και δεν εκπροσωπεί δικά της υλικά συμφέροντα
·   οργανωτικά κι οικονομικά ανεξάρτητη από το κράτος και τις εμπορικές επιχειρήσεις
·         επαγγελματική επάρκεια και μονιμότητα ως οργάνωση
Το τελευταίο από αυτά τα χαρακτηριστικά είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Το ιδίον συμφέρον μιας οργάνωσης, π.χ. η διατήρηση των θέσεων εργασίας και του εισοδήματος των υπαλλήλων, φέρει αξιοσημείωτο βάρος, έτσι που να υφίσταται μια βασική ένταση ανάμεσα σε αυτό και τον στόχο της εκπροσώπησης συγκεκριμένων συμφερόντων ή της υπηρέτησης της δημόσιας ευημερίας. Γενικά, οι ΜΚΟ δεν είναι μόνο ιδεαλιστικοί εκπρόσωποι των συμφερόντων της ανθρωπότητας, όπως και αν οριστούν αυτά, αλλά είναι αναπόφευκτα επίσης «ηθικές επιχειρήσεις», οι οποίες λειτουργούν στη βάση οικονομικών και χρηματοοικονομικών περιορισμών.
Αυτός ο ορισμός κάνει δυνατή τη διάκριση (καίτοι πιθανώς όχι πολύ ξεκάθαρα) μεταξύ ΜΚΟ κι άλλων οργανώσεων, συγκεκριμένα άλλων «μη κρατικών» οργανώσεων που είναι ενεργές στην πολιτική αρένα: ιδιωτικές εμπορικές επιχειρήσεις (παρόλο που υπάρχουν υβριδικές οργανώσεων, π.χ. συμβουλευτικές εταιρείες με φιλανθρωπικό χαρακτήρα)· ενώσεις κι ομάδες οι οποίες εκπροσωπούν μόνο τα ιδιαίτερα συμφέροντα των μελών τους – μεγάλες δηλαδή γραφειοκρατικές ενώσεις, όπως συνδικάτα και πρωτοβουλίες βάσης· και πολλές άλλες μορφές προσωρινών ή χαλαρά οργανωμένων πολιτικών πρωτοβουλιών και εκστρατειών. Είναι δυσκολότερο να διακρίνουμε μεταξύ ΜΚΟ και κοινωνικών κινημάτων, τα οποία ορίζονται συνήθως ως περίπλοκα δίκτυα μιας πληθώρας παραγόντων, σε αντίθεση με μια και μοναδική οργάνωση. Οι ΜΚΟ μπορούν να είναι –αλλά δεν χρειάζεται να είναι– τμήμα ενός κοινωνικού κινήματος. Μερικές φορές συνιστούν ένα περισσότερο ή λιγότερο σταθερό στοιχείο ενός κινηματικού δικτύου ή ίσως μπορούν να θεωρηθούν οργανωτική έκφραση μιας κινηματικής υποδομής.[7]Στον αντίποδα, συχνά αντιμετωπίζονται ως προϊόν της αποσύνθεσης των κοινωνικών κινημάτων.[8] Και πράγματι, μπορεί να θεωρηθεί πως αντιτίθενται σε ένα κίνημα, αν το κίνημα αυτό είναι ανεξάρτητο από, ή ακόμη και σε σύγκρουση με, το καθιερωμένο θεσμικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών δομών των ΜΚΟ.[9]


Η «διεθνοποίηση» του κράτους
Η νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση του καπιταλισμού –η οποία συχνά αναφέρεται ως «παγκοσμιοποίηση»– έχει υποβάλει την πολιτική δομή της αστικής-καπιταλιστικής κοινωνίας σε μείζονες αλλαγές. Περιλαμβάνει μια διαδικασία αποεθνικοποίησης και ιδιωτικοποίησης του κράτους και μια διεθνοποίηση των καθεστώτων πολιτικής [policyregimes], η οποία μπορεί να περιγραφεί ως διεθνοποίηση του κράτους.[10] Αυτό εκφράζεται στην αυξανόμενη σημασία των διεθνών οργανισμών, καθεστώτων και άλλων μορφών διεθνούς συνεργασίας, και στην ανάπτυξη ολοένα πιο σύνθετων δεσμών μεταξύ τοπικών, εθνικών κι υπερεθνικών επιπέδων. Ένα κύριο χαρακτηριστικό αυτής της διαδικασίας είναι η διεθνοποίηση του ίδιου του κρατικού μηχανισμού. Στην πορεία της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και της απορρύθμισης και ιδιωτικοποίησης που τη συνοδεύουν, τα μεμονωμένα κράτη καθίστανται όλο και περισσότερο εξαρτημένα σε διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, των οποίων οι κύριοι παράγοντες –προπαντός τα «ισχυρά» κράτη κι οι πολυεθνικές εταιρείες– καθορίζουν σε αυξανόμενο βαθμό τις πολιτικές των μεμονωμένων κρατών μέσω αποτελεσματικών οικονομικών μηχανισμών. Είναι σε θέση να το πετύχουν με έναν κατά το μάλλον ή ήττον μη πολιτικό τρόπο, ανεξάρτητο από οποιονδήποτε μηχανισμό δημοκρατικού ελέγχου ή λήψης αποφάσεων. Αυτό βρίσκει θεσμική έκφραση σε σημαντικές μετατοπίσεις στην παγίωση του κυβερνητικού μηχανισμού των μεμονωμένων κρατών. Σημαντικό κομμάτι αυτής της διαδικασίας είναι το αυξανόμενο βάρος των υπουργείων οικονομικών και των κεντρικών τραπεζών, οι οποίες είναι σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητες από τις δημοκρατικές πολιτικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Αμφότερα είναι στενά συνδεδεμένα με τα συμφέροντα του διεθνούς κεφαλαίου και δρουν ως μεσολαβητές μεταξύ των διεθνών ροών κεφαλαίου και των πολιτικών των μεμονωμένων κρατών, ή ακόμη και απλώς ως ιμάντες μεταβίβασης. Αυτή είναι πάνω απ’ όλα η θεσμική έκφραση μιας διοικητικής διεθνοποίησης των παγκόσμιων προσταγών στις πολιτικές διαδικασίες των μεμονωμένων κρατών.
Το έθνος-κράτος –ως ολοκληρωμένη οντότητα με συγκεντρωτική εξουσία και αρμοδιότητες λήψης αποφάσεων μέσα σε μια κοινωνία με γεωγραφικά σύνορα– δεν πρόκειται να εξαφανιστεί. Φαίνεται όμως να υπόκειται σε ισχυρές δυνάμεις αναδιαμόρφωσης, αποσύνθεσης και κατακερματισμού. Ο μετασχηματισμός του έθνους-κράτους σε ένα «εθνικό ανταγωνιστικό κράτος»[11] συνδέεται με την αυξημένη γεωγραφική και κοινωνική διαφοροποίηση των πολιτικών λειτουργιών κι επιπέδων της διακυβέρνησης. Το έθνος-κράτος –με το μονοπώλιο της φυσικής βίας– παραμένει ο κύριος εγγυητής της υπάρχουσας κοινωνικής τάξης και συνοχής. Παραμένει το κύριο κέντρο για τη ρύθμιση της σχέσης μεταξύ των τάξεων. Κι εξακολουθεί να αναλαμβάνει το έργο της διασφάλισης της παροχής των βασικών συνθηκών για την παραγωγή: υποδομές, έρευνα, τεχνολογία κλπ.[12] Η ρύθμιση των συγκρουσιακών σχέσεων μεταξύ τάξεων και ομάδων εντός της κοινωνίας εξακολουθεί να αφορά το μεμονωμένο κράτος, ενώ εγγυάται ότι η παγκόσμια αγορά παραμένει ένα σύστημα εθνικών «τόπων παραγωγής» με λίαν άνισες συνθήκες για παραγωγή κι επεξεργασία, παραμένοντας θεμελιώδη βάση της παγκόσμιας εκμετάλλευσης και συσσώρευσης.
Η διαφοροποίηση των επιπέδων της κυβέρνησης και των λειτουργιών του κράτους –εν συγκρίσει με το ιστορικό φαινόμενο του φορντικού εθνικού κράτους– έχει παρά ταύτα σημαντικές συνέπειες όσον αφορά τις πολιτικές διαδικασίες. Ο μετασχηματισμός σε ένα «διαπραγματευτικό κράτος» και η αυξανόμενη σημασία των διεθνών οργανώσεων και δικτύων υποσκάπτει σοβαρά τα δημοκρατικά συστήματα που βρίσκονται ακόμη περιορισμένα εντός των ορίων των μεμονωμένων κρατών.[13] Αυτό οδηγεί σε μια κρίση των δομών εκπροσώπησης και σε μια διογκούμενη έλλειψη νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος. Αυτές οι εξελίξεις συνιστούν σημαντικό λόγο για την αυξανόμενη σημασία των ΜΚΟ. Με την αυξανόμενη ανισότητα σε όλο τον πλανήτη και τα προκύπτοντα κύματα μεταναστών και προσφύγων, τα δημοκρατικά συστήματα των ισχυρών μητροπολιτικών κρατών τείνουν να εκφυλιστούν σε μια ένωση σχετικά προνομιούχων πολιτών, των οποίων πρωταρχικοί στόχοι είναι να διατηρήσουν ένα φρούριο των πλουσίων κλείνοντας τους άλλους απ’ έξω και να εγγυηθούν την εθνική ασφάλεια και οικονομική ευημερία μέσω της στρατιωτικής παρέμβασης στις κρισιακές περιοχές της περιφέρειας. Η πρόσβαση σε φυσικούς πόρους παίζει εδώ κεντρικό ρόλο. Το «εθνικό ανταγωνιστικό κράτος» συνεπώς οπλίζεται για να γίνει ένα «εθνικό κράτος ασφάλειας».[14]Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι τα μεμονωμένα κράτη δεν είναι απλώς παθητικά αντικείμενα, αλλά μάλλον στρατηγικοί παράγοντες σε αυτή τη διαδικασία. Είναι πράγματι βασικοί παράγοντες στο διεθνές πολιτικό σύστημα, καθώς έχουν τον τελικό έλεγχο επί των στρατιωτικών δυνάμεων.
Η διεθνοποίηση του κράτους είναι τόσο αιτία όσο και αποτέλεσμα μιας θεμελιώδους αναδιάρθρωσης των ταξικών σχέσεων σε παγκόσμια κλίμακα. Εντός των μεμονωμένων κρατών η αναδιάρθρωση του διοικητικού μηχανισμού της κυβέρνησης συνεπάγεται μια εξασθένιση θεσμών όπως τα υπουργεία κοινωνικών υπηρεσιών, τα πολιτικά κόμματα και οι εταιρικές δομές κοινωνικής σύμπραξης –οι οποίες παίζουν έναν ρόλο ενσωμάτωσης κι εκπροσωπούν τα συμφέροντα της ευρείας μάζας του πληθυσμού– υπέρ των χρηματοπιστωτικών θεσμών.[15] Σε παγκόσμιο επίπεδο, το σύστημα των μεμονωμένων κρατών συνιστά όλο και περισσότερο βάση για τη διαίρεση των εκμεταλλευόμενων και των υποτελών τάξεων εντός και κατά μήκος εθνικών συνόρων. Η παγκοσμιοποίηση έχει διευκολύνει τη διεθνή ευελιξία και κινητικότητα του κεφαλαίου. Αυτό καθιστά τις διαδικασίες κατακερματισμού και διαίρεσης περισσότερο εμφανείς, ενόσω οι εργάτες κι οι εργατικές οργανώσεις ακόμα δεν βλέπουν πέρα από τα εθνικά σύνορα. Η σχέση μεταξύ «κράτους» και «κεφαλαίου» υφίσταται ωστόσο επίσης έναν μετασχηματισμό ως αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης και της διεθνοποίησης. Θα ήταν όμως λάθος να συμπεράνουμε ότι το κεφάλαιο γίνεται «ακρατικό» ή σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητο από το κράτος στην πορεία αυτών των εξελίξεων. Κατά τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και απορρύθμιση, το διεθνές κεφάλαιο έχει πράγματι σε μεγάλο βαθμό απελευθερωθεί από την κρατική ρύθμιση της συσσώρευσης κεφαλαίου, και οι κρατικοί ρυθμιστικοί θεσμοί έχουν αποδυναμωθεί σοβαρά. Παράλληλα, οι διεθνικές εταιρείες βρίσκονται σε καλύτερη θέση από ποτέ στο να δρουν ευέλικτα εντός του παγκόσμιου πολυκρατικού συστήματος, προωθώντας κι εκμεταλλευόμενες τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των μεμονωμένων κρατών ως «τόπων παραγωγής». Παραμένουν παρ’ όλα αυτά εξαρτημένες από την εξουσία του κράτους και τις οργανωτικές του δυνατότητες, τόσο για την προστασία των συμφερόντων τους όσο και για την πολιτική τους νομιμοποίηση.
Τα κράτη εξακολουθούν να παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση μιας «πολιτικής (politics
του κεφαλαίου» που υπερβαίνει τα ανταγωνιστικά συμφέροντα. Παρέχουν επίσης βάση για επιμέρους ομάδες κεφαλαίου εντός της παγκόσμιας αγοράς. Ο κατακερματισμός που αυτό συνεπάγεται γίνεται ωστόσο λιγότερο σημαντικός όταν γίνεται αντιληπτός  ο τρόπος που το διεθνές κεφάλαιο αναφέρεται αυξανόμενα σε διεθνείς οργανισμούς όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), η Παγκόσμια Τράπεζα (ΠΤ) κι ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ). Εντούτοις, οι πολιτικές αυτών των θεσμών καθορίζονται ακόμη σε μεγάλο βαθμό από τα συμφέροντα τα οποία ομαδοποιούνται μέσα στα μεμονωμένα κράτη. Οι διεθνικές εταιρείες είναι λιγότερο ισχυρά προσδεδεμένες στις εθνικές αγορές, στις σχετικές με αυτές συνθήκες που αφορούν την παραγωγή και στα κοινωνικά συμβόλαια. Αυτό τις καθιστά ικανές να δρουν περισσότερο ανεξάρτητα σε σχέση με τα κράτη, και να αντιτάσσουν τα κράτη το ένα εναντίον του άλλου. Με αυτόν τον τρόπο, η διεθνοποίηση της παραγωγής και της κυκλοφορίας θέτει υπό αμφισβήτηση την εγκυρότητα των όρων «εθνικό κεφάλαιο» και «εθνική αστική τάξη».[16] Η σχέση μεταξύ των κρατών και του (διεθνούς) κεφαλαίου έχει λάβει νέα μορφή, χωρίς να έχει υπάρξει κάποια μείωση στον βαθμό που κεφάλαιο και κρατικός μηχανισμός αλληλοδιαπλέκονται. Οι διεθνικές εταιρείες εξακολουθούν να εξαρτώνται από τα κράτη ώστε τα τελευταία να τους εγγυηθούν την παροχή συνθηκών για παραγωγή τις οποίες δεν μπορεί να παρέχει η αγορά, να διατηρήσουν την κοινωνική τάξη και, αν είναι αναγκαίο, να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους με τη βία. Δεν είναι τυχαίο ότι σχεδόν όλες οι διεθνικές εταιρείες εδράζονται ή λειτουργούν στα ισχυρά κράτη του παγκόσμιου συστήματος.[17] Αυτό τους επιτρέπει να επωφελούνται από τη στρατιωτική ισχύ αυτών των κρατών και από τις κοινωνικές δομές που αυτά έχουν εγκαθιδρύσει, π.χ. ένα κατάλληλο περιβάλλον, ιδιαίτερα εντός του στρατιωτικού-βιομηχανικού συμπλέγματος, για προηγμένη τεχνολογική ανάπτυξη. Ίσως να φτάνουν και στο σημείο να χρησιμοποιούν το κράτος ως όργανο για την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων. Η σχέση μεταξύ διεθνικών εταιρείων και κρατών παραμένει μολοταύτα αντιφατική, καθώς χαρακτηρίζεται τόσο από συνεργασία όσο και από σύγκρουση.
Τέτοιες συγκρούσεις εγγενείς στον καπιταλισμό αναπαράγονται επομένως όχι μόνο εντός των μεμονωμένων κρατικών μηχανισμών, αλλά επίσης –λόγω των περίπλοκων διασυνδέσεων μεταξύ διεθνούς κεφαλαίου, κρατών και διεθνών οργανισμών– και στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων μεταξύ κρατών. Αυτό γίνεται για παράδειγμα ξεκάθαρο από τις προσπάθειες εταιρειών από την καπιταλιστική τριάδα να καθιερωθούν στις ΗΠΑ ως κυρίαρχη υπερδύναμη. Αν εξεταστεί περισσότερο κριτικά, ο «κόσμος του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας κι Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ)»[18] είναι επίσης –κάτι που οι πολιτικοί επιστήμονες τείνουν να ξεχνούν– ο κόσμος των πολυεθνικών. Ένα παράδειγμα της συγκρουσιακής σχέσης μεταξύ κρατών και πολυεθνικών εταιρειών ξεχωρίζει: η αποτυχία (έως τώρα) να συμφωνηθεί η Πολυμερής Συμφωνία Επενδύσεων (ΠΣΕ). H ΠΣΕ πρέπει να ιδωθεί πάνω από όλα ως μια προσπάθεια των εκβιομηχανισμένων (μητροπολιτικών) χωρών να επιβάλουν τα συμφέροντα του διεθνικού κεφαλαίου στα κράτη της περιφέρειας. Η αποτυχία να επιτευχθεί συμφωνία περί της ΠΣΕ δεν οφείλεται μόνο στην παγκόσμια κινητοποίηση της κοινής γνώμης και την αντίσταση των περιφερειακών χωρών (η οποία σιγά-σιγά γίνεται περισσότερο οργανωμένη), αλλά επίσης στα αποκλίνοντα συμφέροντα των μητροπολιτικών κρατών και –θα μπορούσε κανείς να υποθέσει– των εταιρειών τις οποίες εκπροσωπούν. Παρόμοιοι λόγοι εξηγούν την αποτυχία του συνεδρίου του ΠΟΕ στο Σιάτλ το φθινόπωρο του 1999. Πέρα από τη σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ μητροπολιτικών και περιφερειακών κρατών, η σύγκρουση μεταξύ της κυβέρνησης των ΗΠΑ και των συμφερόντων των εταιρειών που εκπροσωπούνται από την ΕΕ, λόγου χάρη στο πεδίο της γενετικής μηχανικής, διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο.[19] Οι διεθνικές εταιρείες δεν σχηματίζουν ενιαίο μπλοκ, αντίθετα βρίσκονται σε ανταγωνισμό μεταξύ τους. Αυτός ο ανταγωνισμός λαμβάνει επίσης χώρα εντός του διεθνούς συστήματος των κρατών κι εντός των διεθνών οργανισμών. Συνολικά, η αντιφατική σχέση μεταξύ κεφαλαίου και κράτους οδηγεί σε μια μειούμενη συνοχή του καπιταλιστικού ταξικού συστήματος.


Οι ΜΚΟ και η «διεθνής κοινωνία των πολιτών»
Οι ΜΚΟ θεωρούνται ευρέως «οργανώσεις εντός μιας ασθενώς ανεπτυγμένης αλλά παγκοσμίως προσανατολισμένης κοινωνίας των πολιτών, με όραμα την παγκόσμια πολιτειότητα».[20] Η έλλειψη μιας θεωρίας του κράτους στην έρευνα για τις ΜΚΟ γίνεται έκδηλη από τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούνται οι όροι «διεθνής» και «παγκόσμια κοινωνία των πολιτών». Οι διαδικασίες μετασχηματισμού του κράτους και του παγκόσμιου συστήματος κρατών που περιγράφηκαν έχουν αδιαμφισβήτητα σημαντικό αντίκτυπο στη σχέση μεταξύ «κράτους» και «κοινωνίας», τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Η διεθνοποίηση της παραγωγής, η ανάπτυξη οικονομικών σχέσεων στην παγκόσμια αγορά, ο αυξανόμενος αριθμός παγκόσμιων προβλημάτων και κινδύνων, οι ροές μεταναστών και προσφύγων, η αυξανόμενη εξάρτηση σε διεθνές επίπεδο και η πρόοδος στις μεταφορές και τις τηλεπικοινωνίες, όλα αυτά χρησιμεύουν στην ενίσχυση μιας μεγάλης ποικιλίας συνδέσμων και διασυνδέσεων σε όλη την υδρόγειο. Όμως αυτή η εξέλιξη χαρακτηρίζεται επίσης από το γεγονός ότι η «παγκόσμια κοινωνία» είναι εξαιρετικά ετερογενής και κατακερματισμένη, και βρίθει άνισων σχέσεων από την άποψη της εξουσίας και της εξάρτησης.[21]
Αν η «κοινωνία» γίνει αντιληπτή ως κάτι περισσότερο από μια απλή συλλογή ανθρώπων, οργανώσεων και θεσμών, με άλλα λόγια μια κοινωνική δομή με ένα βασικό αξιακό σύστημα, μια ολοκληρωμένη οικονομική ανάπτυξη και ένα σχετικά συνεκτικό σύστημα πολιτικών θεσμών, είναι οριακά αδύνατο να χρησιμοποιήσουμε αυτόν τον όρο σε διεθνές επίπεδο. Ακολουθώντας πιο αυστηρά την ορολογία του Γκράμσι για την «κοινωνία των πολιτών», αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο σε αναφορά με ένα συνεκτικό πολιτικό και θεσμικό σύστημα, δηλαδή στο «διευρυμένο κράτος» με όλες τις εγγενείς αντιφάσεις του.
Σε διεθνές επίπεδο δεν υπάρχει «κράτος» με «μονοπώλιο της νόμιμης φυσικής βίας» (Βέμπερ), κι ένα τέτοιο «κράτος» θα ήταν πράγματι ασύμβατο με τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Αυτό το γεγονός είναι μείζονος σημασίας. Ο συνεχιζόμενος κατακερματισμός των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών θεσμών, επιπέδων και δομών είναι ένα σημαντικό χαρακτηριστικό εκείνου που αποκαλώ παγκοσμιοποίηση. Η οικονομική παγκοσμιοποίηση δεν συνοδεύεται από την ανάπτυξη ενός περιεκτικού και συνεκτικού συστήματος πολιτικών θεσμών, αλλά συνεχίζει να καθορίζεται από την ύπαρξη των μεμονωμένων κρατών. Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει κανείς –όπως συχνά συμβαίνει– να χρησιμοποιεί τον όρο «παγκόσμια κοινωνία των πολιτών» σαν ανάλογο της «κοινωνίας των πολιτών» ενός έθνους-κράτους.
Σύμφωνα όχι μόνο με τον Γκράμσι, αλλά επίσης και με την κλασική φιλελεύθερη θεωρία της «κοινωνίας των πολιτών»,[22] η λειτουργία της «κοινωνίας των πολιτών» μέσα στα όρια ενός μεμονωμένου κράτους είναι –στη βάση της ελευθερίας της έκφρασης και της ελευθερίας να οργανώνεσαι– η δημιουργία των συνθηκών για τις θεσμοποιημένες διαδικασίες σχηματισμού άποψης και λήψης αποφάσεων, και με αυτόν τον τρόπο η οικοδόμηση συναίνεσης και ηγεμονίας. Αυτό, ωστόσο, απαιτεί την ύπαρξη ενός συγκεντρωτικού συστήματος κρατικών θεσμών, στο οποίο οι αποφάσεις λαμβάνονται και εφαρμόζονται σύμφωνα με τους επίσημους κανόνες, και όπου ηγεμονικά εγχειρήματα μπορούν να πραγματοποιηθούν και να διατηρηθούν. Ο μετασχηματισμός του κράτους στην πορεία της οικονομικής παγκοσμιοποίησης έχει προκαλέσει μεγάλες αλλαγές σε αυτό το σύστημα οικοδόμησης συναίνεσης, ηγεμονίας και πολιτικής νομιμοποίησης. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές σε διεθνές επίπεδο, σε βαθμό που διάφοροι συγγραφείς αναφέρονται, δικαιολογημένα, σε «νεοφεουδαρχία» ή απλώς «δομημένη αναρχία» αντί για «παγκόσμια κοινωνία των πολιτών».[23]
Ο όρος «παγκόσμια κοινωνία των πολιτών» συσχετίζεται μερικές φορές με την εξέλιξη συγκεκριμένων παραγόντων: μιας διεθνούς διευθυντικής τάξης η οποία περιλαμβάνει μάνατζερ εμπορικών εταιρειών, επιστημόνων, του προσωπικού διεθνών οργανισμών, καθώς και τμημάτων των κρατικών γραφειοκρατιών και ενός φάσματος «ιδιωτικών» οργανώσεων συμπεριλαμβανομένων των ΜΚΟ.[24] Υποτίθεται ότι γινόμαστε μάρτυρες της εξέλιξης μιας σχετικά συνεκτικής κοινωνικής ομάδας, η οποία αναπτύσσει «μια ιδιαίτερη μορφή αυτοδιεύθυνσης», ώστε να μπορεί να εφαρμόσει το δικό της «ιδιαίτερο πρόγραμμα εγκαθίδρυσης παγκόσμιας συναίνεσης κι ένα παγκόσμιο κρατικό σχέδιο», συνεισφέροντας έτσι σημαντικά στην μεταμόρφωση του συστήματος των εθνών-κρατών.[25] Η εν λόγω διεθνής διευθυντική τάξη οικοδομεί πράγματι τους δικούς της θεσμούς, για παράδειγμα με τη μορφή του «Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ» στο Νταβός. Αυτό της επιτρέπει να ξεκινήσει να αναπτύσσει κοινωνικοπολιτικά οράματα και στρατηγικές κυριαρχίας σε παγκόσμιο επίπεδο.[26] Σε κάθε περίπτωση, αυτές οι δομές έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στην επικράτηση του νεοφιλελεύθερου κοινωνικοοικονομικού μοντέλου.[27] Όμως, την ίδια στιγμή είναι αναγκαίο να σημειώσουμε ότι η διεθνής διευθυντική ελίτ παραμένει εξαρτημένη από το υπάρχον –κι εξαιρετικά βιώσιμο ακόμα– σύστημα κρατικής ρύθμισης. Και η εσωτερική δομή της θα παραμείνει υποκείμενη στον οικονομικό και κοινωνικό κατακερματισμό του παγκόσμιου καπιταλισμού. Συνοψίζοντας: η χρήση των όρων «κράτος» και «κοινωνία των πολιτών» σε σχέση με την παγκόσμια πολιτική είναι εξαιρετικά προβληματική.


Οι ΜΚΟ στο πλαίσιο της διεθνούς ρύθμισης
Ο ρόλος και η λειτουργία των ΜΚΟ δεν μπορούν να κατανοηθούν απλώς στη βάση της δομής και των στόχων των μεμονωμένων οργανώσεων. Μπορούν να κατανοηθούν μόνο στο συγκείμενο των μεταφορντικών διαδικασιών μετασχηματισμού. Υπάρχει μια κρίσιμη έλλειψη ρύθμισης και νομιμοποίησης εντός του διεθνούς συστήματος των εθνών-κρατών, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Αυτός είναι ο κύριος λόγος για την αυξανόμενη σημασία των ΜΚΟ.
Οι ΜΚΟ εκμεταλλεύονται την (επιστημονική) γνώση και κατανόηση, τις οποίες δεν διαθέτουν οι κρατικές γραφειοκρατίες. Επιτελούν σημαντικό ρόλο στην ταυτοποίηση και τον προσδιορισμό κοινωνικών προβλημάτων και απειλών. Εμπλέκονται έτσι στον καθορισμό της ατζέντας των πολιτικών διαπραγματεύσεων και λήψεων αποφάσεων. Εκπροσωπούν συμφέροντα τα οποία δεν έχουν φωνή ή δεν ακούγονται στην περίπτωση των καθιερωμένων πολιτικών θεσμών.[28] Εποπτεύουν επίσης τις διεθνείς διαπραγματεύσεις.[29] Με αυτό τον τρόπο, οι ΜΚΟ εκπροσωπούν μια αντίδραση στην κρίση εκπροσώπησης που συνοδεύει τον μεταφορντικό μετασχηματισμό του συστήματος των εθνών-κρατών. Παίζουν σημαντικό ρόλο ως δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ των τοπικών, εθνικών και διεθνών επιπέδων των πολιτικών θεσμών σε σχέση με μια ευρεία γκάμα προβλημάτων και συμφερόντων. Ως αποτέλεσμα, έρχονται σε αντίθεση με πάρα πολλούς παράγοντες: διεθνείς οργανώσεις, κράτη, ομάδες βάσης και άλλες ΜΚΟ.[30] Και τελικά, οι ΜΚΟ εμπλέκονται σε πρακτικά εγχειρήματα –ειδικά στα πεδία των έργων ανάπτυξης και ανακούφισης– τα οποία οι κρατικές διοικήσεις είναι ανίκανες, ή απρόθυμες, να αναλάβουν ή τα οποία αναθέτουν σε τρίτους για λόγους πολιτικής νομιμοποίησης.
Οι ΜΚΟ δεν έχουν πολλές επίσημες ευκαιρίες να συμμετέχουν σε λήψεις πολιτικές αποφάσεων, ενώ οι περισσότερες εξ αυτών εξαρτώνται από δωρεές και χορηγίες. χαρακτηρίζονται έτσι από ανεπαρκή και ασταθή οικονομική βάση. Είναι συνεπώς η γνώση που οι ΜΚΟ κατέχουν και η ικανότητά τους να επηρεάζουν την κοινή γνώμη που συνιστούν τους κύριους τρόπους με τους οποίους μπορούν να ασκούν εξουσία κι επιρροή. Κατέχουν γνώση ως αποτέλεσμα επιστημονικής και τεχνικής εξειδίκευσης, κι επίσης χάρη στην εξοικείωσή τους με τις τοπικές και τομεακές δομές και προβλήματα. Σε αυτή τη βάση, οι ΜΚΟ μπορούν είτε να συνεργαστούν ή να συγκρουστούν με κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμούς: κατά τον προσδιορισμό των προβλημάτων, τη λήψη των αποφάσεων και την εφαρμογή των πολιτικών. Η κρίσιμη πηγή εξουσίας που οι ΜΚΟ διαθέτουν είναι η ικανότητά τους να κινητοποιούν την κοινή γνώμη. Πράγματι, είναι μόνο ως αποτέλεσμα της πίεσης της κοινής γνώμης που οι ΜΚΟ μπορούν να εισέλθουν στην πολιτική αρένα. Η μάχη για την προσέλκυση της μηντιακής προσοχής είναι επομένως βασικός στόχος της πολιτικής των ΜΚΟ.[31] Στερούνται ωστόσο δικών τους υλικών πόρων και ως εκ τούτου εξαρτώνται από τη συνεργασία μιας πανίσχυρης βιομηχανίας ΜΜΕ, αναγκαζόμενες να προσαρμοστούν στους δικούς της τρόπους λειτουργίας. Αυτό είναι για παράδειγμα εμφανές στο πεδίο της αναπτυξιακής βοήθειας, όπου είναι δύσκολο να κερδίσει κανείς τη δημόσια προσοχή για μακροπρόθεσμα, «αειφόρα» και συνεπώς μη θεαματικά προγράμματα, ενώ αντίθετα οι καταστροφές που δραματοποιούνται από τα μήντια μπορούν να κερδίσουν μεγάλη προσοχή και να προσελκύσουν πολλούς περισσότερους στον δρόμο των δωρεών. Αυτό αναπόφευκτα επηρεάζει τις προτεραιότητες των ΜΚΟ, όπως γίνεται έκδηλο με την επέκταση των διεθνών επιχειρήσεων έκτακτης βοήθειας στη διάρκεια των τελευταίων ετών. Το παράδειγμα της Greenpeace δείχνει ότι οι μηντιακά προσανατολισμένες «διεθνικές ΜΚΟ» μπορούν να σηκώσουν υπολογίσιμο βάρος σε αντίθεση με τις κυβερνήσεις και τις εμπορικές εταιρείες, αλλά το κάνουν αυτό με τίμημα να πρέπει να θέτουν τις προτεραιότητές τους με μια τακτική βασισμένη σε μηντιακά προσανατολισμένα κριτήρια.
Η μεγάλη ποικιλία των ΜΚΟ τις καθιστά σημαντικό παράγοντα στην ανάπτυξη συναίνεσης και συμβιβασμών, ιδιαίτερα στο επίπεδο της διεθνούς ρύθμισης. Ως αποτέλεσμα, λαμβάνεται υπ’ όψιν ένα ευρύτερο φάσμα συμφερόντων και οι αποφάσεις λαμβάνονται περισσότερο ορθολογικά. Οι ΜΚΟ μπορούν να αναγνωριστούν ως σημαντικός νέος παράγοντας στην πολιτική αρένα.[32] Είναι πολύ διαφορετικές από τις παραδοσιακές κοινωνικές οργανώσεις όπως τα κράτη, τα κόμματα κι οι ενώσεις, και συνεισφέρουν σημαντικά στον μετασχηματισμό της σχέσης μεταξύ «κράτους» και «κοινωνίας». Εγείρεται όμως το ερώτημα αν οι ΜΚΟ είναι πράγματι ανεξάρτητες από κρατικούς θεσμούς ή αν πρέπει να ιδωθούν ως κομμάτι του «διευρυμένου κράτους».
Η σχέση μεταξύ των ΜΚΟ και του κράτους καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από το γεγονός ότι –ως επαγγελματικές οργανώσεις με έναν βαθμό μονιμότητας– συνήθως χρειάζονται οικονομικούς πόρους πέρα από αυτούς που μπορούν να αποκτηθούν μέσω δωρεών και μόνο, ιδιαίτερα όσον αφορά εγχειρήματα μεγάλης κλίμακας. Ως αποτέλεσμα, καθίστανται εξαρτημένες από κράτη, κρατικές συνομοσπονδίες (όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση), διεθνείς οργανισμούς ή ακόμη και από ενώσεις και ιδιωτικές εταιρείες. Αυτή η εξάρτηση επιτρέπει στους δωρητές να χρησιμοποιήσουν τις ΜΚΟ για την εξυπηρέτηση ιδίων συμφερόντων. Πράγματι, μερικές ΜΚΟ έως και ιδρύονται και ελέγχονται από κράτη ή οργανισμούς δωρητές. Οι ΜΚΟ παίζουν επίσης σημαντικό ρόλο στις συγκρούσεις εντός και μεταξύ εθνικών διοικήσεων και διεθνών οργανισμών. Μπορούν, για παράδειγμα, να χρησιμοποιηθούν από μητροπολιτικά κράτη για να παρακάμψουν τις δραστηριότητες των κυβερνήσεων των περιφερειακών χωρών, ενώ ενίοτε κινητοποιούνται από εθνικές κυβερνήσεις ενάντια σε διεθνείς οργανισμούς, και το αντίστροφο.[33]Οι ΜΚΟ τείνουν να είναι «κρατικά προσανατολισμένες», όχι μόνο επειδή είναι οικονομικά εξαρτημένες αλλά και επειδή συχνά εξαρτώνται από τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία του κράτους ή/και την καλή θέληση ιδιωτικών εταιρειών για την πραγματοποίηση των στόχων τους.[34] Η αποτελεσματικότητά τους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την προθυμία των κρατών να συνεργαστούν. Και αυτό πάντα συνεπάγεται τον κίνδυνο να χρησιμοποιηθούν από τα κράτη για τους δικούς τους σκοπούς. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η δημιουργία των ΜΚΟ ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό «τη ζήτηση», τουτέστιν οι ΜΚΟ συνήθως δημιουργούνται εκεί όπου τα κράτη έχουν συμφέρον να συνεργαστούν για να καλύψουν τις ανάγκες τους για πληροφόρηση, νομιμοποίηση ή ρύθμιση.[35]Επομένως, ίσως να μην είναι και τόσο λάθος να θεωρήσουμε τις ΜΚΟ, με μια ορισμένη έννοια, την οργάνωση πρώτης γραμμής του κράτους. Αυτό βέβαια είναι μόνο η μία όψη του νομίσματος: μπορούν να εκτελέσουν επαρκώς τις λειτουργίες τους –οργάνωση, εκπροσώπηση ιδιαίτερων συμφερόντων, ανταλλαγή γνώσης και απόκτηση νομιμοποίησης για συγκεκριμένες ομάδες και ζητήματα– μονάχα εφόσον δεν γίνονται απλώς όργανα του κράτους, αλλά διατηρούν ένα ορισμένο επίπεδο οικονομικής, πολιτικής κι οργανωτικής ανεξαρτησίας.
Από αυτό συνάγεται πως είναι σχεδόν αδύνατο να εκτιμηθεί ο ρόλος κι η λειτουργία των ΜΚΟ σύμφωνα με το παραδοσιακό μοντέλο του κράτους και της κοινωνίας σε εθνικό επίπεδο κι εντός των ορίων των σχετικών εννοιών της «κοινωνίας των πολιτών». Από την άλλη, η γκραμσιανή έννοια του «διευρυμένου κράτους» είναι επίσης περιορισμένης χρησιμότητας, καθώς δεν υπάρχει ολοκληρωμένο κράτος σε διεθνές επίπεδο. Οι ΜΚΟ είναι μέρος ενός πολύπλοκου συστήματος «παγκόσμιας διακυβέρνησης» και η αποτελεσματικότητά τους προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από τη «διεθνοποίηση» του κράτους. Το εξελισσόμενο διεθνές ρυθμιστικό σύστημα είναι ακραία ετερογενές και βρίθει αντιφάσεων και συγκρούσεων. Αυτή είναι η κύρια «στρατηγική πύλη» για την πολιτική των ΜΚΟ.[36]


Το προσωπικό των διεθνών ΜΚΟ μπορεί σε έναν βαθμό να θεωρηθεί τμήμα μιας παγκοσμίως ενεργής διευθυντικής τάξης. Το λιγότερο, μοιράζονται τομείς εργασίας, μορφές συμπεριφοράς, πολιτισμικό προσανατολισμό και ορολογία. Αυτά αποτελούν προϋπόθεση για τις ΜΚΟ ώστε να αποκτήσουν πρόσβαση τόσο σε επίσημες όσο και σε ανεπίσημες διαπραγματεύσεις και λήψεις αποφάσεων. Η δομή του συστήματος των ΜΚΟ αποτελεί επίσης αντανάκλαση των ιεραρχικών διεθνών δομών οικονομικής και πολιτικής εξουσίας. Πιο συγκεκριμένα, οι «βόρειες» πολυεθνικές ΜΚΟ δεν είναι απλώς καλύτερα εξοπλισμένες με τεχνικούς και οικονομικούς πόρους· κατέχουν επίσης «πολιτισμικό κεφάλαιο» το οποίο μπορεί να τις κάνει περισσότερο αποτελεσματικές.
Έως τώρα τουλάχιστον, η εξειδίκευση σε ένα μεμονωμένο ζήτημα έχει υπάρξει ένα από τα κύρια προαπαιτούμενα για επιτυχία στο έργο των διεθνών ΜΚΟ. Όμως αυτό μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα να αγνοηθούν ευρύτερα προβλήματα και ανησυχίες. Είναι πιθανό ότι οι ΜΚΟ συνεισφέρουν με αυτόν τον τρόπο στη διαίρεση και την απομείωση των δυνάμεων διαμαρτυρίας και αντίστασης.[37]Παραμένει το γεγονός ότι σε διεθνές επίπεδο οι ΜΚΟ συνδέονται με πολιτικές διαδικασίες εκπροσώπησης και διαπραγμάτευσης που στερούνται δημοκρατικών δομών, όπως κριτήρια εκπροσώπησης και κανονισμούς για τη λήψη αποφάσεων. Μπορεί να είναι ικανές να κερδίσουν μια ακρόαση για ανησυχίες και απόψεις που έχουν κατασταλθεί ή παραμεληθεί. Όμως αυτό συμβαίνει σε ένα πλαίσιο πανίσχυρων διαπραγματευτικών συζητήσεων οι οποίες δεν είναι καθόλου διαφανείς, όπου –δεδομένης της έλλειψης κατανοητών και διαφανών διαδικασιών λήψης αποφάσεων– έχει αναπτυχθεί ένα μάλλον αναρχικό σύστημα «υποπολιτικής».[38] Οι ΜΚΟ διαδραματίζουν συνεπώς σημαντικό ρόλο στην «επαναφεουδαλοποίηση» της διεθνούς πολιτικής. Συμπερασματικά, οι ΜΚΟ μπορούν στην καλύτερη να θεωρηθούν μια μορφή «καταλύτη για τον εκδημοκρατισμό του διεθνούς συστήματος».[39] «Δεν έχουν επίσημη δημοκρατική νομιμοποίηση», αλλά –«εν όψει της τάσης της “παγκόσμιας κοινωνίας” προς τον κατακερματισμό»– έχουν σε έναν βαθμό μετατραπεί σε «υποκατάστατο της δημοκρατίας».[40]
Η ισχυρότερη παρουσία των ΜΚΟ τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και στη διεθνή σκηνή, μπορεί επομένως να ερμηνευθεί ως αποτέλεσμα της μεταφορντικής, νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης των κρατών και του διεθνούς συστήματός τους. Αυτό έχει οδηγήσει σε μια εκτεταμένη ιδιωτικοποίηση των πολιτικών διαδικασιών λήψης κι εκτέλεσης αποφάσεων, και ως εκ τούτου σε μια θεμελιώδη αλλαγή στη σχέση μεταξύ κράτους και κοινωνίας. Η αύξηση του αριθμού των ΜΚΟ και της προσοχής που τους δίνεται, τόσο από πολιτικούς επιστήμονες όσο και από τη κοινωνία στο σύνολό της, μπορεί δικαίως να θεωρηθεί κομμάτι του νεοφιλελεύθερου παραδείγματος που έχει πλέον γίνει κυρίαρχο. Δεδομένων των υφιστάμενων πολιτικών και οικονομικών δομών, του αυξανόμενου οικονομικού και κοινωνικού κατακερματισμού, και –τελευταίο αλλά εξίσου σημαντικό– της θέσης πρωταρχικής σημασίας που τα έθνη-κράτη ακόμη κατέχουν, η σημασία των ΜΚΟ δεν θα πρέπει να υπερεκτιμάται, ειδικά όσον αφορά την εκδημοκρατιστική τους επιρροή. Παρ’ όλα αυτά, οι ΜΚΟ είναι ένα ολοένα σημαντικότερο μέρος του διεθνούς συστήματος ρύθμισης το οποίο εξελίσσεται προς νέες κατευθύνσεις, επομένως είναι κάτι παραπάνω από ένα «περιθωριακό φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης».[41]
Η δημοκρατία πέρα από το έθνος-κράτος;
Η φιλελεύθερη δημοκρατία συνδέεται στενά –καίτοι με έναν εξαιρετικά αντιφατικό τρόπο– με το καπιταλιστικό έθνος-κράτος, τόσο από την άποψη των ιστορικών της ριζών όσο και αναφορικά με τις βασικές λειτουργικές της απαιτήσεις. Η εξέλιξη του έθνους-κράτους δημιούργησε κοινωνίες με αρκετά σαφή γεωγραφικά όρια, ένα σχετικά κλειστό οικονομικό σύστημα, έναν πολιτικά ορισμένο πληθυσμό υποκείμενο σε κεντρικό έλεγχο και μια κυβέρνηση με εκτελεστικές εξουσίες, η οποία είναι ως εκ τούτου –κατ’ αρχήν– υπεύθυνη και υποκείμενη σε έλεγχο. Είναι συνεπώς γενικά αποδεκτό ότι η διεθνοποίηση του κράτους στην τρέχουσα διαδικασία παγκοσμιοποίησης υπονομεύει κάποια από τα σημαντικά του θεμέλια.[42] Αυτό έχει με τη σειρά του αντίκτυπο στην οργάνωση των κοινωνικών και ταξικών σχέσεων, και επομένως στους όρους της κοινωνικής αναπαραγωγής εν γένει.
Η διαρκώς αυξανόμενη κυριαρχία των σχέσεων της αγοράς φέρει εντός της τους σπόρους της καταστροφής των ίδιων τους των φυσικών και κοινωνικών θεμελίων. Στο παρελθόν, αυτή η εξέλιξη αντιμετωπίστηκε με την ανάπτυξη αντιθετικών δυνάμεων (κοινωνικά κινήματα, όπως το εργατικό κίνημα και τα εργατικά κόμματα) και περισσότερο ή λιγότερο καλά εδραιωμένων δημοκρατικών δομών εντός των εθνών-κρατών.[43] Όταν αυτές οι συγκεκριμένες πολιτικές δομές υπονομεύονται στη διαδικασία της διεθνοποίησης του κράτους, χάνονται σημαντικές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη ενός αστερισμού αντιθετικών δυνάμεων. Μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι αυτό θα προκαλέσει μια συνολική και μακροπρόθεσμη κοινωνική κρίση παγκοσμίων διαστάσεων, η οποία θα πρέπει να γίνει αντιληπτή ως ένα σύμπλεγμα αλληλοσυσχετιζόμενων οικονομικών και πολιτικών διαδικασιών. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός απαιτεί νέες μορφές διεθνούς πολιτικής ρύθμισης. Όμως, δεδομένου του υπάρχοντος συστήματος κρατών (το οποίο υφίσταται διεθνοποίηση) ως βάσης, δύσκολα μπορεί κανείς να περιμένει τέτοιες νέες μορφές ρύθμισης να αποβούν κάτι περισσότερο από μια πρόχειρη απάντηση στην κρίση που δεν θα έχει καμιά επίδραση στα θεμέλια μιας παγκόσμιας τάξης που εκτροχιάζεται. Προπαντώς, η δομική έλλειψη μιας δημοκρατικής βάσης θα σημαίνει ότι τίποτα δεν μπορεί να λειτουργήσει ενάντια στις καταστροφικές συνέπειες των ανεξέλεγκτων δυνάμεων της αγοράς.
Ως γνωστόν, δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να ελπίζουμε ότι μια καπιταλιστική κρίση ή η κατάρρευση του καπιταλισμού θα καταστεί σημείο αφετηρίας για διαδικασίες απελευθέρωσης. Παραμένει λοιπόν το ερώτημα πώς θα ήταν δυνατό να εργαστούμε πολιτικά ενάντια σ’ αυτές τις καταστροφικές εξελίξεις. Το να επαναφέρουμε απλώς το παλιό σύστημα των εθνών-κρατών με τους εγγενείς μηχανισμούς καταπίεσης, διαίρεσης κι αποκλεισμού δεν θα ήταν πολλά υποσχόμενη λύση – ακόμη κι αν κάτι τέτοιο ήταν δυνατό παρ’ όλη την κυριαρχία του διεθνούς κεφαλαίου και τη ριζική αλλαγή της ταξικής δομής που έχει λάβει χώρα. Η παγκόσμια ανάπτυξη κινημάτων για δημοκρατία και ανθρώπινα δικαιώματα, και η αναβίωση της δημοκρατίας ως ζητήματος στις πολιτικές δημόσιες διαβουλεύσεις συνιστούν σημαντικές εξελίξεις σ’ αυτή τη συγκυρία. Είναι αλήθεια ότι αυτές οι εξελίξεις βρίθουν αντιφάσεων: από τη μια πλευρά, αποτελούν έκφραση της προσπάθειας εκ μέρους του ΟΟΣΑ να εδραίωσει την κυριαρχία του στη «νέα» παγκόσμια τάξη· από την άλλη πλευρά, είναι μορφή διαμαρτυρίας ως αντίδραση στην υπονόμευση της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του κοινωνικού κατακερματισμού και της υποβάθμισης που σχετίζεται με την παγκοσμιοποίηση. Η σημασία των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» είναι αμφιλεγόμενη τόσο ιστορικά όσο και κοινωνικά. Η ανάπτυξη και πραγμάτωση μιας δημοκρατικής τάξης πέρα από τα όρια του φιλελεύθερου καπιταλιστικού έθνους-κράτους –μιας δημοκρατικής τάξης που κατ’ ανάγκη θα διαφέρει σημαντικά από τα συμβατικά μοντέλα δημοκρατίας– βρίσκεται ως εκ τούτου στην ατζέντα. Οφείλουν να αναπτυχθούν νέες μορφές δημοκρατικής πολιτικής, ιδιαίτερα λόγω της διεθνοποίησης του κράτους που εκτυλίσσεται. Αυτές οι μορφές δημοκρατίας πρέπει να είναι περισσότερο ανεξάρτητες –με όρους οργάνωσης και δραστηριοτήτων– από τα κρατικά συστήματα διοίκησης, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Αυτό θα είναι δυνατό μόνο αν οι πολιτικές επιταγές που σχετίζονται με τη φιλελεύθερη δημοκρατία –ο διαχωρισμός μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας, οι βασικές αρχές των διαδικασιών αντιπροσώπευσης και λήψης αποφάσεων– μετασχηματιστούν θεμελιωδώς. Αυτό σημαίνει ότι η διεθνής συνεργασία οργανώσεων και κινημάτων που είναι ανεξάρτητα τόσο από το κράτος όσο κι από ιδιωτικές εταιρείες πρέπει να αναπτυχθεί, ενισχυθεί και θεσμοποιηθεί με νέους τρόπους, ώστε η «παγκόσμια κοινωνία των πολιτών», που τόσο συχνά μνημονεύεται, να μπορέσει να αρχίσει να ανταποκρίνεται στο όνομά της. Ένα τέτοιο εγχείρημα δεν μπορεί να περιοριστεί σε διεθνές επίπεδο. Πρέπει όντως να προηγηθούν βασικές διαδικασίες εκδημοκρατισμού σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο, οι οποίες θα επεκτείνονται πέρα από τους ορίζοντες και τους περιορισμούς της αστικής φιλελεύθερης δημοκρατίας.


Το ερώτημα είναι: τι μπορούμε να περιμένουμε από τις ΜΚΟ; Τόσο στην επιστημονική βιβλιογραφία όσο και στην πολιτική συζήτηση, αναμένεται πως οι ΜΚΟ θα συνεισφέρουν σημαντικά στον εκπολιτισμό και τον εκδημοκρατισμό της διεθνούς πολιτικής.[44] Η ανάλυση των δομών και των διαδικασιών που ουσιαστικά αναπτύσσονται, μας δείχνει πράγματι ότι, σε μερικούς τομείς τουλάχιστον, οι ΜΚΟ έχουν γίνει –ή έστω γίνονται–σημαντικό μέρος των διεθνών ρυθμιστικών συστημάτων. Σε τι βαθμό έχουν κάποια εκδημοκρατιστική επίδραση είναι ωστόσο υπό διακύβευση. 
Το ερώτημα είναι κατά πόσον οι ΜΚΟ μπορούν να θεωρηθούν δημοκρατικοί και αυτόνομοι παράγοντες, πέρα από τις λειτουργίες τους σαν μέρος ενός διεθνούς ρυθμιστικού συστήματος. Αν κανείς εξισώσει τη δημοκρατία με τη λειτουργικότητα και την ορθολογικότητα στις πολιτικές διαδικασίες και τη λήψη αποφάσεων, όπως γίνεται όλο και συχνότερα στις πιο πρόσφατες συζητήσεις για τη θεωρία της δημοκρατίας, τότε οι ΜΚΟ είναι σαφώς «δημοκρατικές» οργανώσεις με αυτή την περιορισμένη έννοια. Στην τελική, στρέφουν πράγματι την προσοχή σε ένα ευρύτερο φάσμα συμφερόντων. Και συνεισφέρουν προς μια μεγαλύτερη ορθολογικότητα σε διαδικασίες προδιορισμού προβλημάτων και λήψης αποφάσεων. Αυτό ισχύει και στην περίπτωση που η δημοκρατία κατανοείται ως πλουραλιστικό σύστημα ελέγχων και ισορροπιών με περιορισμένες δυνατότητες συμμετοχής.
Αλλά αν αντιλαμβάνεται κανείς τη δημοκρατία ως ένα σύστημα που επιτρέπει σε κάθε μέλος της κοινωνίας τον υψηλότερο δυνατό βαθμό ελευθερίας και αυτονομίας, τότε τα πράγματα γίνονται περισσότερο περίπλοκα. 
Όσο οι ΜΚΟ παραμένουν εξαρτημένες από γραφειοκρατικές κρατικές διοικήσεις σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο, και είναι ουσιωδώς κρατικά προσανατολισμένες, η ικανότητά τους να αναπτύσσουν και να ακολουθούν στρατηγικές για θεμελιώδη κοινωνική αλλαγή θα παραμένει περιορισμένη.[45] Ακόμη κι αν είναι εσωτερικά δημοκρατικές και κοντά στη «βάση», ο βαθμός στον οποίο είναι αντιπροσωπευτικές και έχουν δημοκρατική νομιμοποίηση μπορεί εύκολα να αμφισβητηθεί, δεδομένης της απόλυτης έλλειψης κατάλληλων θεσμικών μηχανισμών. Είναι δύσκολο γι’ αυτές να σχετιστούν στενά με τις ανάγκες των ανθρώπων τους οποίους υποτίθεται ότι εκπροσωπούν, αν μη τι άλλο λόγω της σημαντικής ιδιοτέλειας της ίδιας της οργάνωσης. Και φυσικά, δεν υπάρχει τίποτα για να σταματήσει τις ΜΚΟ από το να εμπλέξουν συμφέροντα που δεν έχουν καμία δημοκρατική νομιμοποίηση ή είναι μεροληπτικά. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι έως τώρα οι δραστηριότητες των ΜΚΟ έχουν σε μεγάλο βαθμό περιοριστεί σε «ήπια» ζητήματα που αφορούν περιβαλλοντικές, κοινωνικές, αναπτυξιακές και πολιτικές ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ έχουν παίξει σχετικά ελάσσονα ρόλο στα «σκληρά» ζητήματα ασφάλειας, άμυνας, τεχνολογίας και οικονομίας – αν μη τι άλλο επειδή τα κράτη έχουν μικρό ή καθόλου συμφέρον όσον αφορά τη συνεργασία τους με τις ΜΚΟ σ’ αυτούς τους τομείς. Αυτό παρ’όλα αυτά αρχίζει ν’ αλλάζει, όπως έχει φανεί στις πιο πρόσφατες δημόσιες διαβουλεύσεις για τις πολιτικές του ΔΝΤ, της ΠΤ και του ΠΟΕ. Αυτό συνέβη, μέχρις ενός βαθμού, και στην περίπτωση της διεθνούς εκστρατείας κατά των ναρκών.[46]Τέλος, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι οι ΜΚΟ ποικίλουν αρκετά ως προς την πολιτική τους ικανότητα από την άποψη των πόρων και του πεδίου δράσης τους. Αυτό γίνεται ιδιαιτέρα εμφανές αν κανείς συγκρίνει «βόρειες» και «νότιες» ΜΚΟ και παρατηρήσει τη συχνή οικονομική και οργανωτική εξάρτηση των «νότιων» ΜΚΟ. Υπάρχει επίσης μια ιεραρχία εξουσίας μεταξύ των ΜΚΟ που φέρνει ισχυρές «διεθνείς ΜΚΟ», οι οποίες συνήθως εδράζονται στα μητροπολιτικά κέντρα, σε πλεονεκτική θέση έναντι των μικρότερων και ασθενέστερων οργανώσεων σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο. Το σύστημα των ΜΚΟ αντανακλά έως έναν βαθμό την ανισορροπία εξουσίας που υπάρχει μεταξύ των εθνών-κρατών.
Είναι σαφές ότι η δημοκρατική φύση του συστήματος των ΜΚΟ εξαρτάται όχι μόνο από τους στόχους, την εσωτερική δομή και τις συνθήκες λειτουργίας των μεμονωμένων οργανώσεων –ακόμη κι αν η εσωτερική τους δομή είναι δημοκρατική– αλλά εξίσου από τη θέση και λειτουργία τους μέσα στο ευρύτερο διεθνές σύστημα πολιτικής ρύθμισης. Από την οπτική της θεωρίας της δημοκρατίας, οι ΜΚΟ είναι μόλις ένας εκ των πολλών παραγόντων. Υπάρχει επίσης μια μεγάλη ποικιλία ΜΚΟ που συχνά βρίσκονται σε σύγκρουση. Ως γενική αρχή, όσο περισσότερο οι ΜΚΟ είναι σε θέση να διατηρήσουν την υλική και πολιτική τους ανεξαρτησία σε σχέση με τα κράτη, τους διεθνείς οργανισμούς και τις ιδιωτικές εταιρείες, τόσο μεγαλύτερος ο ρόλος που μπορούν να παίξουν σε δημοκρατικές διαδικασίες. Αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο. Απαιτεί οι ΜΚΟ να παραμένουν ανεξάρτητες από κρατικές επιδοτήσεις και επιχορηγήσεις όσον αφορά τη διοίκηση και τις βασικές λειτουργίες τους, και την ίδια στιγμή να αποφεύγουν οιαδήποτε μεγάλη εξάρτηση από τα μήντια για εξεύρεση πόρων. Αυτό σημαίνει προπάντων ότι θα πρέπει να είναι ικανές να βασίζονται στη στήριξη μιας ενεργής πολιτικής βάσης κοινωνικών κινημάτων και πρωτοβουλιών, κάτι που δεν μπορεί να γίνει απλώς μέσω μαζικών αποστολών email και τηλεοπτικά μεταδιδόμενων φιλανθρωπικών συναυλιών. Αυτό που απαιτείται είναι αφενός όλοι οι ενδιαφερόμενοι να μπορούν να έχουν πρόσβαση σε ακριβή και κρίσιμη πληροφόρηση και αφετέρου να λαμβάνει χώρα δημόσια συζήτηση σχετικά με τις δραστηριότητες των ΜΚΟ, τους όρους με τους οποίους αυτές λειτουργούν, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν και –αν κριθεί αναγκαίο– τους λόγους της αποτυχίας τους στην επίτευξη συγκεκριμένων στόχων. Μόνο σ’ αυτή τη βάση θα καταστεί δυνατό να αναπτυχθεί επαρκής αντισταθμιστική δύναμη επί και εναντίον των κρατικών διοικήσεων και των ιδιωτικών εταιρειών – πολιτική δύναμη που δεν είναι μόνο συμβολική. Πρόκεται για προϋπόθεση για την ανάπτυξη πολιτικών οραμάτων και ιδεών πέρα από τα όρια και ανεξαρτήτως των επιταγών του υφιστάμενου συστήματος ρύθμισης και κυριαρχίας. Θα συνιστούσε επίσης προϋπόθεση για ουσιαστική δραστηριότητα μέσα στους τομείς που άπτονται των «σκληρών» πολιτικών, οι οποίοι είναι αποφασιστικής σημασίας σε σχέση με την παγκόσμια κοινωνικοπολιτική τάξη και όπου οι ΜΚΟ δεν μπορούν να προσδοκούν βοήθεια και προσφορές συνεργασίας από κρατικούς θεσμούς. Μια στρατηγική για απελευθερωτική κοινωνική αλλαγή θα απαιτούσε θεμελιώδη επέκταση της έννοιας της «πολιτικής» ώστε να συμπεριληφθούν ζητήματα όπως οι διαδικασίες παραγωγής, η κατανάλωση, ο τρόπος ζωής, οι έμφυλες σχέσεις και, σε συνδυασμό με αυτά, την προώθηση της κοινωνικής διαπαιδαγώγησης και δραστηριοτήτων που στοχεύουν στην καλλιέργεια συνείδησης. Αυτό απαιτεί πολιτικό προσανατολισμό και δράση που δεν περιορίζονται στην άσκηση παρασκηνιακής πολιτικής πίεσης στο πλαίσιο των κυριαρχούμενων από το κράτος διαπραγματευτικών συζητήσεων.[47]
Η εξάρτηση των ΜΚΟ από τα κράτη και τους διεθνούς οργανισμούς μπορεί να μειωθεί επαρκώς μόνο μέσω της δημιουργίας διεθνών συνασπισμών συνεργασίας και δράσης.[48] Εδώ ξανά η διεθνής εκστρατεία ενάντια στις νάρκες χρησιμεύει ως σημαντικό παράδειγμα.[49] Κι ύστερα, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να εργαστούν ώστε οι περίπλοκοι και ασαφείς δίαυλοι διαπραγμάτευσης εντός του διεθνούς συστήματος να γίνουν περισσότερο δημόσιοι και διαφανείς. Τέλος, ο βαθμός στον οποίο οι ΜΚΟ είναι δημοκρατικές συσχετίζεται με την εγγύτητα της σχέσης τους με εκείνους των οποίων τα συμφέροντα ισχυρίζονται ότι εκπροσωπούν. Υπάρχει η πιθανότητα να εκπροσωπούν συμφέροντα και να παρέχουν υλική βοήθεια με τέτοιο τρόπο που οι «ωφελούμενοι» καθίστανται ακόμη περισσότερο εξαρτημένοι και χάνουν τις όποιες ευκαιρίες ίσως είχαν για να οργανωθούν πολιτικά από μόνοι τους. Εύκολα αποδεικνύεται ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει συχνά στις περιπτώσεις αναπτυξιακής βοήθειας και προγραμμάτων ανακούφισης. Οι ΜΚΟ μπορούν από την άλλη να προωθούν την αυτοοργάνωση, παρόλο που αυτό είναι λιγότερο θεαματικό από τη σκοπιά του μηντιακού ενδιαφέροντος και είναι πιθανό να οδηγήσει σε σύγκρουση με τις κρατικές αρχές. Επιπλέον, ακόμη κι αυτή η προσέγγιση βρίθει αντιφάσεων: για αρχή, δεν είναι καθόλου σαφές  ότι η εξωτερική παρέμβαση μπορεί πράγματι να υπηρετήσει την προώθηση πολιτικής αυτοπεποίθησης. Και υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να χρησιμοποιηθεί σε συγκρούσεις μεταξύ κυβερνήσεων ή, για να γίνω περισσότερο ακριβής, στην εκμετάλλευση των ασθενέστερων κρατών από τα ισχυρότερα. Μολαταύτα, αυτός ο προσανατολισμός είναι κρίσιμης σημασίας[50]: η εκδημοκρατιστική επιρροή των ΜΚΟ εξαρτάται κατά κύριο λόγο από τον βαθμό που είναι σε θέση να στηρίξουν τοπικές και περιφερειακές πολιτικές δομές. Όμως όσο οι ΜΚΟ παραμένουν τμήμα του «διευρυμένου κράτους», όπως μπορεί κανείς να υποστηρίξει, συνιστά αυταπάτη να φανταζόμαστε ότι θα μπορούσαν να εμπλακούν σε πολιτική αντιπαράθεση με το κράτος. Το καλύτερο που μπορούμε να περιμένουμε από τις ΜΚΟ είναι να εμπλακούν πολιτικά «μέσα κι ενάντια στο κράτος». Αυτό το μονοπάτι είναι βέβαια εξίσου δύσκολο όσο και γεμάτο κινδύνους και συγκρούσεις.

Πρέπει να σημειωθεί ότι είναι παραπλανητικό να υποθέτουμε ότι οι ΜΚΟ μπορούν να αποτελέσουν μια «ολοένα πιο σημαντική εναλλακτική στη ριζοσπαστική δράση».[51] Μπορούν στην καλύτερη να αποτελέσουν μέρος ευρύτερων κινημάτων ή δικτύων. Αυτό συνεπάγεται μια κάπως περίπλοκη σχέση, όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση του αμφιλεγόμενου ρόλου των ΜΚΟ στη σύνδεσή τους με τη σχετικά επιτυχημένη κινητοποίηση διαμαρτυρίας στα συνέδρια των ΠΟΕ/ΔΝΤ/ΠΤ/G7/G8 στο Σιάτλ το 1999, την Πράγα το 2000 και τη Γένοβα το 2011. Αυτή η αμφισημία υπήρξε εμφανής στην ανάγκη οι ΜΚΟ, έχοντας παίξει βασικό ρόλο στην οργάνωση των διαμαρτυριών στους δρόμους, να εργαστούν σκληρά για να διατηρήσουν την εικόνα τους ως σοβαρών εταίρων στις διαπραγματεύσεις με τις κυβερνήσεις και τους διεθνείς οργανισμούς. Αν πρόκειται για ένα ζήτημα ξεπεράσματος της παγκόσμιας κυριαρχίας, εκμετάλλευσης και εξάρτησης, τότε δεν μπορεί να υπάρξει υποκατάστατο της ριζοσπαστικής δράσης, δηλαδή της άμεσης δράσης έξω από τις θεσμικές δομές, η οποία υπερβαίνει τα όρια των κυρίαρχων πολιτικών διατάξεων, καταστρέφει τη συναίνεση και επιτίθεται στο εκτεταμένο και πολύπλοκο σύστημα κυριαρχίας σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Είναι απίθανο να βρεθεί υποκατάστατο αυτής της δράσης στους διαδρόμους της διπλωματίας ή στα τραπέζια των διαπραγματεύσεων. Η δομή και η λειτουργία των ΜΚΟ τις αποτρέπει από το να αναλάβουν τέτοια δράση, πλην σπάνιων περιπτώσεων. Στην καλύτερη περίπτωση, αυτό που μπορεί κανείς να περιμένει από τις ΜΚΟ είναι να πάρουν τα αποτελέσματα της ριζοσπαστικής δράσης, συμπεριλαμβανομένης της ενισχυμένης θέσης που απολαμβάνουν τότε εξαιτίας της τελευταίας, και να τα φέρουν –στο μέτρο που είναι πρόθυμες και ικανές να το κάνουν, βάσει της εσωτερικής τους δομής, των πολιτικών δραστηριοτήτων και του προσανατολισμού τους– σε διεθνείς διαπραγματεύσεις και αντιπαραθέσεις με κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμούς. Τα ριζοσπαστικά κοινωνικά κινήματα, τα οποία δεν επιτρέπουν η ικανότητά τους για διαμαρτυρία και αντίσταση να δεσμευτεί σε θεσμούς, παραμένουν ένα από τα βασικά θεμέλια της δημοκρατικής ανάπτυξης. Αυτό οδηγεί στο παράδοξο η δημοκρατική φύση του συστήματος των ΜΚΟ να τείνει να έχει κάποια σημαντική επιρροή μόνο όταν οι ΜΚΟ έρχονται σε διαρκή σύγκρουση με περισσότερο ριζοσπαστικές πολιτικές πρωτοβουλίες και κινήματα. Αν κανείς ερευνήσει προσεκτικά την παρατήρηση ότι η ανάπτυξη του τομέα των ΜΚΟ αποτελεί απάντηση στην ύφεση των ριζοσπαστικών πολιτικών κινημάτων, μπορεί από το γεγονός αυτό να συναγάγει έναν υπολογίσιμο σκεπτικισμό σε σχέση με την προοπτική τους για την προώθηση του εκδημοκρατισμού.

[1] W. D. Narr, «Vom Liberalismus der Erschöpften», Blätter für deutsche und internationale Politik 2, 1991, σελ. 216-227.
[2] P. Wahl, «Mythos und Realität internationaler Zivilgesellschaft», στο E. Altvater κ.α., Vernetzt und verstrickt: Nicht-Regierungsorganisationen als gesellschaftliche Produktivkraft, Westfälisches Dampfboot, 1997, σελ. 293.
[3] J. Hirsch, El Estado nacional de competencia, εκδόσεις Universidad Autonóma Metropolitana, 2001· J. Hirsch, Vom Sicherheitsstaat zum nationalen Wettberwebsstaat, ID-Verlag, 1998· Ch. Görg & J. Hirsch, «Is International Democracy Possible?», Review of International Political Economy 4, 1998, σελ. 585-615· J. Hirsch, B. Jessop & N. Poulantzas, Die Zukunft des Staates, εκδόσεις VSAVerlag, 2001· J. Hirsch, Herrschaft, Hegemonie und politische Alternativen, VSA-Verlag, 2002.
[4] Th. Gebauer, «Die NGOs und die Perspektive internationaler Solidarität»,στο Ch. Görg & R. Roth, Kein Staat zu machen, Westfälisches Dampfboot, 1998, σελ. 484-502.
[5] A. Gramsci, Γράμματα από τη Φυλακή, εκδόσεις Ηριδάνος· A. Kramer, «Gramscis Interpretation des Marxismus», Gesellschaft. Beiträge zur Marxschen Theorie 4, 1975, σελ. 65-118· P. Anderson, Antonio Gramsci:Eine kritische Würdigung, Olle & Wolter, 1997.
[6] P. Wahl, ό.π., παρατίθεται στη σελ. 313.
[7] R. Roth, Demokratie von unten: Neue soziale Bewegungen auf dem Wege zur politischen Institution, Bund-Verlag, 1994.
[8] U. Brand, Nichtregierungsorganisationen, Staat und ökologische Krise, Westfälisches Dampfboot, 2000.
[9] Görg/Hirsch, ό.π., παρατίθεται στη σελ. 606.
[10] Βλ. Hirsch, Jessop & Poulantzas, ό.π.
[11] J. Hirsch, El Estado nacional de competencia, Universidad Autonóma Metropolitana, 2001.
[12] S. Sassen, Losing Control? Sovereignity in the Age of Globalization, Columbia University Press, 1996· R. Boyer & R. J. Hollimgsworth, «From National Embeddedness to Spatial and Institutional Nestedness», στο R. J. Hollingsworth & R. Boyer, Contemporary Capitalism: The Embeddedness of Political Institutions, Cambridge University Press, 1997, σελ.. 433-484· P. Hirst & G. Thompson, «Globalization in Question: International Economic Relations and Forms of Public Governance», στο R. J. Hollingsworth & R. Boyer, ό.π., σελ. 337-360.
[13] Hirsch, El Estado nacional de competencia, Universidad Autonóma Metropolitana, 2001· Hirsch, Jessop & Poulantzas, ό.π.
[14] J. Hirsch, Vom Sicherheitsstaat zum nationalen Wettberwebsstaat, ID-Verlag, 1998.
[15] A. Baker, «Nébuleuse and the Internationalization of the State in the UK?: The Case of HM Treasury and the Bank of England», Review of International Political Economy 1, 1999, σελ. 79-100· A. Lukauskas, «Managing Global Capital: Recent Scholarship on the Political Economy of International Finance», Review of International Political Economy 2, 1999,σελ. 262-287.
[16] Βλ. Ν. Πουλαντζάς, Οι Κοινωνικές Τάξεις στον Σύγχρονο Καπιταλισμό, Εκδόσεις Θεμέλιο· B. Jessop, «Survey Article: The Regulation Approach»,Journal of Political Philosophy 3, 1997, σελ. 287-332.
[17] Sassen, ό.π., σελ. 1.
[18] M. Zürn, Regieren jenseits des Nationalstaates, Main, Suhrkamp, 1998.
[19] P. McMichael, «Sleepless Since Seattle: What is the WTO About?»,Review of International Political Economy 4, 2000, σελ. 466-474· R. Chakravarthi, «After Seattle, World Trade System Faces an Uncertain Future», Review of International Political Economy 3, 2000, σελ. 495-504.
[20] D. Messner & F. Nuscheler, Global Governance. Herausforderungen an die deutsche Politik an der Schwelle zum 21. Jahrhundert, Köln, Weltforum, 1996· βλ. επίσης J. Habermas, «Jenseits des Nationalstaats? Bemerkungen zu Folgeproblemen der wirtschaftlichen Globalisierung» στο U. Beck, Politik der Globalisierung, Suhrkamp, 1995· και Y. Sakamoto, «Civil Society and Democratic World Order», στο S. Gill & J. H. Mittelmann, Innovation and Transformation in International Studies, Cambridge University Press, 1997,σελ. 207-219.
[21] M. Bonder, B. Röttger & G. Ziebura, «Vereinheitlichung und Fraktionierung der Weltgesellschaft: Kritik des neuen Institutionalismus»,PROKLA 23, 1997, σελ. 327-341· Ch. Görg & J. Hirsch, ό.π., σελ. 593· D. Slater, «Post-Colonial Questions for Global Times», Review of International Political Economy 4, 1998, σελ. 647-678.
[22] J. Keane, Civil Society and the State, Verso, 1998.
[23] Ch. Görg & J. Hirsch, ό.π., σελ 600.
[24] R. Cox, «Gramsci, Hegemony and International Relations», στο S. Gill,Gramsci, Historical Materialism and International Relations, Cambridge University Press, 1993, σελ. 49-95· L. Sklair, «Social Movements for Global Capitalism: The Transnational Capitalist Class in Action», Review of International Political Economy 3, 1998, σελ. 647-678· A. Demirovic,Demokratie und Herrschaft, Westfälisches Dampfboot, 1997, σελ. 246· Ch. Görg & J. Hirsch, ό.π.
[25] Demirovic, ό.π., σελ. 247.
[26] Demirovic, ό.π.· Slater, ό.π.· K. Van der Pijl, «Transnational Class Formation and State Forms», στο S. Gill & J. H. Mittelmann, ό.π., σελ. 115-137.
[27] D. Plehwe & B. Walpen, «Wissenschaftliche und wissenschaftspolitische Produktionsweisen des Neoliberalismus», PROKLA 115, 1999, σελ. 203-235.
[28] U. Brand & Ch. Görg, «Nichtregierungsorganisationen und neue Staatslichkeit», στο J. Caließ, Barfuß auf diplomatischen, Parkett. Die Nichtregrierungsorganisationen in der Weltpolitik, Loccumer Protokolle 9, Loccum, Evangelische Akademie, 1998· T. Princen & M. Finger,Environmental NGOS in World Politics, Linking the Local and the Global,εκδόσεις Routledge, 1994, σελ. 34.
[29] U. Brand & Ch. Görg, ό.π.
[30] U. Brand & Ch. Görg, ό.π., σελ. 101· T. Princen & M. Finger, ό.π., σελ. 38· A. Brunnengräber & H. Walk, «Die Erweiterung der Netzwerktheorien: Nichtregierungsorganisationen verquickt mit Markt und Staat», στο E. Altvater, ό.π., 1997, σελ. 64-85.
[31] P. Wapner, «Politics Beyond the State: Environmental Activism and World Civic Politics», World Politics 47, 1995, σελ. 11-34· A. Brunnengräber & H. Walk, ό.π.· P. Wahl, ό.π.· U. Brand, ό.π., 2000.
[32] T. Princen & M. Finger, ό.π.· P. Wapner, ό.π.· U. Brand, ό.π.
[33] K. Bruckmaier, «Nichtstaatliche Umweltorganisationen und die Diskussion über die Neue Weltordnung», PROKLA 95, 1994, σελ. 227-241· H. Walk, «”Ein bißchen bi schadet nie”: Die Doppelstragie von NGO-Netzwerken», στο E. Altvater, ό.π., σελ. 195-221· P. Wahl, ό.π.· Ch. Görg & J. Hirsch, ό.π.
[34] Brand, ό.π.
[35] Ch. Görg & J. Girsch, ό.π., σελ. 602.
[36] Brand, ό.π. Βλέπε επίσης P. Wapner, ό.π.· U. Brand & Ch. Görg, ό.π.
[37] A. Demirovic, ό.π P. Wahl, ό.π.
[38] Ch. Görg & J. Hirsch, ό.π.
[39] P. Wahl, ό.π., σελ. 311.
[40] Ch. Görg & J. Hirsch, ό.π., σελ. 605.
[41] P. Wahl, ό.π., σελ. 295.
[42] J. Hirsch, ό.π., 2001· J. Hirsch, ό.π., 1998· Ch. Görg & J. Hirsch, ό.π.· M. Zürn, ό.π.· W. D. Narr & A. Schubert, Weltökonomie. Die Misere der Politik, εκδόσεις, Suhrkamp, 1994· D. Archibugi & D. Held, Cosmopolitan Democracy, Cambridge University Press, 1995· D. Held, Democracy and the Global Order: From the Modern State to Cosmopolitan Governance, Cambridge University Press, 1995· S. Sassen, ό.π.
[43] Καρλ Πολάνυι, Ο Μεγάλος Μετασχηματισμός: Οι Πολιτικές και Κοινωνικές Απαρχές του Καιρού μας, εκδόσεις Νησίδες.
[44] Βλ. για παράδειγμα J. Habermas, ό.π.
[45] P. Wahl, ό.π.· U. Brand, ό.π.
[46] Th. Gebauer, ό.π.
[47] T. Princen & M. Finger, ό.π.
[48] T. Princen & M. Finger, ό.π.· P. Wapner, ό.π.· P. Wahl, ό.π., σελ. 313.
[49] Th. Gabauer, ό.π.
[50] P. Wapner, ό.π., σελ. 334.
[51] T. Princen & M. Finger, ό.π., σελ. 65.


Δημοσίευση σχολίου