θεατρικό τετράδιο για τον Κονσταντίν Τρέπλεβ

ΒΕΡΧΟΒΕΝΣΚΙ : ''......δεν είναι ο ρεαλισμός εκείνο που τους γοητεύει, αλλά η συναισθηματική και ιδεαλιστική πλευρά του σοσιαλισμού, η θρησκευτική του απόχρωση και η ποίησή του, ας πούμε, - κι όλα αυτά από δεύτερο χέρι, φυσικά''   
Φ. Μ., ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ, ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΟΙ [1]




ΤΟ ΣΟΦΟ ΦΙΔΙ ΟΠΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ : 

Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ : .....όμως εγώ σάς το 'λεγα, ήμουν υποχρεωμένος να ζω μ' ένα χυδαίο όνομα - και ίσως απρόφερτο - θα προτιμούσα να με φωνάζουνε Απόλλωνα ή Ντόριαν ή κάπως έτσι- κι έπειτα, μου λέει, ένα βράδυ, ο Φιόντορ Μιχαήλοβιτς, - ''δεν απαντήσατε στην ερώτησή μου'' - καθώς φαινόταν συγκλονισμένος ή δύσπιστος, ''και τι μ' αυτό'', του λέω, ''φοβάμαι πως υπέβαλα τον εαυτό μου στην πιο απελπισμένη δοκιμασία του κι όλοι αναγκάστηκαν να παραβλέψουν την οικογενειακή ταπείνωση, παρά να μιλήσουν για την αλήθεια'' - κι αμέσως μετά ακούστηκαν βήματα στα διπλανά δωμάτια, όπως αναχωρεί η σιωπή και πρέπει να κάνεις κάτι έξυπνο για να σωθείς τελευταία ώρα, - κι αυτοί που επαναστάτησαν στεκόταν ατάραχοι και αμήχανοι στην άκρη του σπιτιού, γιατί περνούσαμε σε μια άλλη εποχή, ή όπως εγκαταλείπεις σιγά σιγά τον παλιό δρόμο κι αρχίζεις να κουβεντιάζεις σαν την ουσία της ζωής που διηγείται κάτι και χωρίς εμάς κι ένα βράδυ είχα λιποθυμήσει από έκσταση, όπως κάποιος παραμορφώνει το πρόσωπό του για να ξεφύγει απαρατήρητος, ''τα παραλέτε'', μου λέει, ''δεν υπάρχει παραχώρηση χωρίς αλαζονεία'', κι όταν έρθει η Μέρα της Κρίσεως θα 'χουμε δικαίωμα σε μια ερώτηση ακόμα - άλλωστε πώς θα υπομείνουμε τα έσχατα, αλλά είμαι σίγουρος δε θ' απαντήσει κανείς, θα είναι η πιο συγκινητική ειρωνεία, - τα κηροπήγια θα 'ναι χαμένα από μέρες και το φεγγάρι θα έχει αποκτήσει μια χλωμή αλχυμεία, - στο μεταξύ ο Αντόν Πάβλοβιτς υποστήριζε κοιτάζοντας στο μέλλον, ''δεν υποφέρατε σχεδόν ποτέ''- ''ναι,'', του είπα, ''ήταν η στάση ενός ανθρώπου που έδιωχνε μονολογώντας τη βιασύνη του'', - έδειχνα άρρωστος όπως εκείνη η αξιοσέβαστη μέρα που θα έφευγα, γι' αυτό διάλεγα τις λέξεις προσεκτικά αν κι εξακολουθούσα να πιστεύω ότι το μέλλον διαγραφόταν στην άκρη του Υπερσιβηρικού, ''βιαστείτε'', έκανε ο κλειδούχος- ''οι εξεγέρσεις είναι πάντα μετρημένες''- και κρύφτηκε στην πίσω πλευρά του συρμού σαν να μην είχε τίποτα δικό του αφήνοντας ένα δάχτυλο γυμνό για να τρυπάει το σκοτάδι στα μεγάλα κρύα.// 

 ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ : 


Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ : .....μιλούσε ξανά, - περίπου η τροχιά του χρόνου-, εδώ φωλιάζει μια πυκνή μοναξιά, ''είμαι ο οικογενειακός γιατρός'', είπε, ''σε λίγο καιρό όλα θα έχουν πάρει το δρόμο τους'' - αλλά ξεχνούσα γρήγορα, και το βράδυ ακούστηκε ο Φιόντορ Μιχαήλοβιτς, ξανά,  ορμώντας από την πόρτα της κάμαρης, ''για να επανέλθουν οι αξίες στον τόπο τους πρέπει να λύσουμε τα αινίγματα'', είπε, κι ένα πρωινό- αφυδατωμένο -μάς έδειξε το αληθινό πρόσωπο από παλιές δυσκίνητες ερωτικές ιστορίες ή την αντίστροφη μέτρηση όταν ένα τραγούδι εγκαταλείπεται σαν ιδιωτική ιστορία και είναι όλα παρείσαχτα ή αφρόντιστα κι ο φτωχός άντρας είχε στο παλτό του περασμένη μια ρόδα για να προσπερνάει με ακρίβεια τη μοίρα του που οδοιπορούσε - είχε άπειρα ονόματα, η θέση του θα έπρεπε να είναι δικαιωματικά στο μουσείο - [λίγο φως]   

Η ΠΡΟΒΑ : 

[O ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ υπάρχει καθισμένος κάπου, περίπου αμίλητος]


Α' ΗΘΟΠΟΙΟΣ : .....χωρίς συσπάσεις στα πρόσωπα, ο φόβος καθώς συνεγείρει, χωρίς υπερβολικές χειρονομίες, μεταλλαγές χρωμάτων 
Β' ΗΘΟΠΟΙΟΣ : .....και πού πρόκειται να μείνετε;;; 
Α΄ΗΘΟΠΟΙΟΣ : ....σ' ένα κατακερματισμένο αστερισμό - αυτό ταιριάζει απόλυτα 
Β' ΗΘΟΠΟΙΟΣ : ......όση ώρα λέμε αυτά κάτι απρόσμενο παραμονεύει στη σκάλα
Α' ΗΘΟΠΟΙΟΣ : ......είναι ο άλλος, ο τρίτος, που δεν είπε ούτε μια λέξη απ' την αρχή γιατί ο θυρωρός τον έκλεβε στα χαρτιά και το θυμόταν.  [γελάει]
Β' ΗΘΟΠΟΙΟΣ : .....η νοσταλγία μάς παραφράζει, αυτή η δυσκινησία παραμονεύει με τόσες αμυχές - ο,τι δεν ειπώθηκε τελευταία στιγμή θα είναι ο δόλος [παύση] 
Α' ΗΘΟΠΟΙΟΣ : ......η μουσική ακουγόταν ενώ το χάος υποχωρούσε κάτω από τα πόδια μας - έπαιρναν σάρκα και οστά αρχαίοι ντοπαρισμένοι συναθλητές, πρωταθλητές του Δέκαθλου ή αλλού. [Σιωπή].
Β' ΗΘΟΠΟΙΟΣ : .......ψάχνουμε με το χρόνο το κάθε σύμπτωμα - ο Αντόν Πάβλοβιτς φωτογραφίζεται υγιής, πάντως.//  

ΤΟΠΙΟ ΜΕ ΓΛΑΡΟΥΣ Ι 


[τραπέζι μυστικού δείπνου πάνω στην άμμο της παραλίας. /μεσημέρι./ λουόμενοι που αθλούνται σε ρακέτες].

Α' ΣΥΝΔΑΙΤΥΜΟΝΑΣ : .....θα παίξουμε τον ''Γλάρο''[2],[μικρή παύση] - γιατί φοράτε πάντοτε μαύρα ;
Β' ΣΥΝΔΑΙΤΥΜΟΝΑΣ : .....κρατώ πρακτικά,- σε ποια ακροαματική διαδικασία δε γνωρίζω, - στα δίχτυα του σκοτεινού αυτού κακουργιοδικείου.....
Γ' ΣΥΝΔΑΙΤΥΜΟΝΑΣ : .....καθεστώς πιο φιλελεύθερο δεν θα μπορούσε να υπάρξει, - δεν ξέρω, - δε νομίζω.....
ΤΡΕΠΛΕΒ : [κρατάει ένα γλάρο- γελάει] ......κυριολεκτικά ανώφελο υπό τις παρούσες συνθήκες να πω ότι είμαι αλλού 
ΑΝΤΟΝ ΠΑΒΛΟΒΙΤΣ : [φοράει το προσωπείο του Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχωβ]......ο ''Γλάρος'' ήταν γραμμένος καθ' υπαγόρευση, - θα το πιστεύατε;;; [παύση] - είμαι μόνος και νοιώθω ανακούφιση - υπάρχουν στιγμές στη σκηνή, σαν τώρα - όπου όλα φαίνονται σχεδόν αποκατεστημένα [παύση] 
Β' ΣΥΝΔΑΙΤΥΜΟΝΑΣ : ......έπειτα όμως περνά, τα πάντα περνούν, κι είμαι απ' την άλλη μεριά συντροφιά με μια μακρινή ιστορία εγώ και τα λασπόνερα των πουλιών
Ο ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ : ......παρ' όλο που αυτή η φωνή δεν μπορεί να είναι δική μου, ούτε κάποιου άλλου, θ' αποδεχτώ την μακρινή αυτή διαμάχη, οι φωνές από μακριά είναι αυτό που μένει ανεξιχνίαστο. [παύση]. 
ΤΡΕΠΛΕΒ : ......παρόλο που η φωνή αυτή δεν είναι δική μου, εκεί θα πήγαινα αν μπορούσα να πάω, αυτός ή κάτι άλλο θα ήμουν, δεν έχει σημασία - ξέρω πού θα βάδιζα τώρα, λόγου χάρη μέσα στη θάλασσα ή στο ξέφωτο ενός δάσους 
ΑΝΤΟΝ ΠΑΒΛΟΒΙΤΣ : .....όλα συμβαίνουν βράδυ, αλλά, δεν ξέρω αν είναι η ίδια νύχτα, μακρόπνοη, άχρονη - καταρρέεις στο εδώλιο - δεν έχει νόημα ποιος κρατούσε τα πρακτικά της εξόντωσης,- [μικρή παύση] η θεολογία περιέχει πάντα μια ακρωτηριασμένη συνουσία
[ακούγονται ήχοι από την μπάλα στη ρακέτα, ζητωκραυγές, οι συνδαιτυμόνες παίζουν ρώσικη ρουλέτα, ήχοι από μια παράταιρη μουσική, μεθοκοπούν]
Α' ΣΥΝΔΑΙΤΥΜΟΝΑΣ : ......δεν θα μιλάμε για ήττα, είναι η τυφλότητα - η παρουσία και μόνο σημαίνει ενοχή
Β' ΣΥΝΔΑΙΤΥΜΟΝΑΣ : .....κι έτσι πρέπει να διδαχτούμε το αυτονόητο, μια φωνή που εκφέρει κάτι ή μια ζωή που κυλάει αδύναμη - η διέξοδος να φτάσω, ως κάπου [Σκοτάδι, ένας πυροβολισμός, φεύγουν όλοι - φως, ένας ματωμένος γλάρος πάνω στο τραπέζι του μυστικού δείπνου. [Ησυχία]
ΜΑΝΤΑΜ ΑΡΚΑΝΤΙΝ : ......μια μέρα στράφηκα εναντίον του με την πιο βίαιη αποστροφή, θα ήθελα να κρεμάσω το πτώμα του στην ντουλάπα - ξέρετε νομίζω όλοι ποιον εννοώ. Άτυχο πουλί....Ξέρω καλά ποιος το σκότωσε [ξεσπά σε λυγμούς] [παύση]- [αποχώρηση] - στο παρασκήνιο - είναι όλα όνειρο
Α' ΗΘΟΠΟΙΟΣ : .....κάποτε ήταν μια φωνή μέσα στο στήθος, στο μυαλό, στο στόμα, τώρα όλα έχουν απαλλαχτεί από κάθε κατοχή - η ολότητα του φόνου δείχνει πως θα ζήσει πάνω από 10 χρόνια - αλήθεια ποιος;;
Β' ΗΘΟΠΟΙΟΣ : ......θα βρεθεί ένας τρόπος -στο κεφάλι μου- η αθωότητα , - στις όχθες μιας λίμνης θα λέω το Πάτερ ημών και επικλήσεις, θα προσεύχομαι για κείνον, να σκορπίσει όλη αυτή η γελοιότητα, τα δαχτυλικά αποτυπώματα θα έχουν μείνει στο πιστόλι [παύση]- αλλά μπορεί να είναι κι ενός άλλου, μιας άλλης - αργοπορώ θα ήθελα να φύγω, ν' αναχωρήσω - Αηδία, ακόμα κάποιοι τρώνε με θέα το νεκρό θαλασσοπούλι και το πιστόλι [Σκοτάδι. Λίγο φως].//  

 ΤΟΠΙΟ ΜΕ ΓΛΑΡΟΥΣ ΙΙ



[το τραπέζι του δείπνου με τον νεκρό γλάρο, - είναι όλοι όρθιοι και ακίνητοι ή απόντες, σχεδόν σκοτάδι] 

ΤΡΕΠΛΕΒ : [μεθυσμένος και τελείως γυμνός. Φοράει μια γραβάτα ή ένα παπιγιόν τονίζοντας περισσότερο την γύμνια του]......ο πατέρας μου μήπως τον σκότωσα μήπως ερωτήσεις σύγχυση χαρακτηριστούν περισσότερο ή την μητέρα μου σκότωσα εγώ όταν μετέωρες ταλαντεύονται αρχαίο βάθος όπως οι ώρες κουράζεσαι όταν θα πεθάνεις φύση γεννήθηκα πάντα το έλεγα σαν λάθος παρόμοιος φόνος υπάρχει εκεί στα χαμένα ναυάγια βήμα βλέπω καθαρά σαν την κορυφή ή πριν την κορυφή βλέμμα η υποθετική δυσμένεια που ξεκινά πώς ξεκινά ξεκινά στην άκρη σε μια θάλασσα κόγχες σήραγγες φως μη φως ένα ακόμα ή δυο γνωστά στη ζέστη αφήνω αφήνω μάτια λευκά ο γλάρος πώς ικετεύει ένα παράθυρο σιωπή σφραγισμένη μιλιά - η ΜΑΝΤΑΜ ΑΡΚΑΝΤΙΝ παράθυρο μεγάλο παράθυρο κουρτίνα πίσω γυμνή σαν ιδρωμένο λευκό ο εραστής θα έρθει να! έρχεται κιόλας πίσω από την άλλη πόρτα συνοδεία συνδαιτυμόνων μνηστήρων ανάσα ήχος κανείς δεν καμιά δεν - τελευταίος ρόγχος μουρμουρητό [μεγάλη παύση] 


Ο ΓΛΑΡΟΣ : .......κεφάλι αγέρωχο - μήτε εκείνα που ονειρευόμασταν κάποτε, σάς αγάπησα....άλλο ήθελα να πω ....είμαι ηθοποιός.......δώσε μου λίγο νερό πού θα πας υπάρχω ακόμα δεν έχω πίστη ούτε ξέρω ποια είναι η αποστολή μου παράξενο αυτή η πόρτα δεν ήταν ποτέ κλειδωμένη έγινα ερωμένη του Τσιγκόριν το ξέρατε;;; αν όχι, κινείσαι ανάμεσά τους δίχως σκοπό, αγαπώ τη λίμνη και τους γλάρους πάνε να με ξεγελάσουν όπως έναν άρρωστο, αλλά είμαι ήδη νεκρός και με το αίμα μου έχεις βάψει όλα τα λευκά σου πουκάμισα, είχε βαριά μεθυστική μυρωδιά το λουλούδι της χήρας ανάμεσα στα σκέλια της- ένα μαύρο χρυσάνθεμο μια απάτη ένα έγκλημα που επαναλαμβάνεται είμαι νεκρός αλλά συνεχίζω να ικετεύω τα θολά φαιά ή κατάλευκα βλέφαρα μια λευκή νύχτα που μάς αφήνει απλήρωτους το λιβάδι που διέσχισα ανάμεσα σε καθρέφτες και λουλούδια νεκρικά ένα σκοτεινό δρόμο για αντίδωρο. Τ' ασφοδίλια.//

[Σκοτάδι. Φως. Λίγο φως. ΑΥΛΑΙΑ]

ΤΕΛΟΣ


AΝΑΦΟΡΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 

[1] Φ. Μ. ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ, Οι Δαιμονισμένοι, / Μαλλιάρης Παιδεία, μτφρ. Δημήτρης Παπαδόπουλος, Θεσσαλονίκη, 2014  
[2] ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΒ, Ο Γλάρος, //Θεατρικά έργα// Γκόνης, μτφρ. Λυκούργου Καλλέργη, 1960 [Ο Κονσταντίν Γαβρίλοβιτς Τρέπλεβ και η Μαντάμ Αρκαντίν : πρόσωπα στον ''Γλάρο'']


Δημοσίευση σχολίου