Ετος
2000. Σε μία αίθουσα του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Ο Θεοδόσης Τάσιος
επιχειρεί να «μεταφέρει» σε έναν νέο, τότε, συντάκτη θεμάτων Περιβάλλοντος και
Δημοσίων Εργων τις γνώσεις του για το οπλισμένο σκυρόδεμα.
Η συζήτηση ανοίγει:
από τις εκτιμήσεις του για τη σεισμική αντοχή της κτιριακής υποδομής της χώρας
και τους λόγους που η κατασκευή απρόσβλητων από τους σεισμούς κτιρίων, αν και
τεχνικά εφικτή, είναι κοινωνικά και οικονομικά αδύνατη αφού θα εκτόξευε το
κατασκευαστικό κόστος, μέχρι την αρχαία τεχνολογία και την ηθική πολιτικής και
κοινωνίας.
Σήμερα, ο
88χρονος καθηγητής του ΕΜΠ επιβεβαιώνει ότι ουδέποτε υπήρξε ένας μονοδιάστατα
«εξειδικευμένος» επιστήμονας. Τη μακρά, επιτυχημένη ακαδημαϊκή του καριέρα στο
αντικείμενό του και πέραν αυτού συνοδεύει το ζωηρό ενδιαφέρον του για τα κοινά.
Που εκφράζεται με αιχμηρές τοποθετήσεις και αυτή την ιδιαίτερη, περιπαικτική,
αυτοσαρκαστική του διάθεση.
«Πώς να
τολμήσομε, εμείς οι έσχατοι, να σχολιάσομε συνοπτικώς;», αναρωτιέται
χαμογελώντας, όταν τον ερωτώ σχετικά με την τάση των Ελλήνων να μην
αναγνωρίζουν, ακόμη και σήμερα, όχι μόνον τα προειδοποιητικά σημάδια, αλλά,
πλέον, τις αποδείξεις της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. «Ο προβληματισμός
τον οποίον τόσο ευλόγως –και, δυστυχώς, επικαίρως– διατυπώνετε, είναι σήμερα το
ζωτικότερο θέμα για την επιβίωση του λαού μας» σημειώνει, αποδίδοντάς το στην
έλλειψη «πολιτικής αυτοσυνειδησίας: «Στην απέραντη περιπλοκή που έχουν λάβει τα
φαινόμενα που επηρεάζουν σήμερα τη ζωή των ομάδων παρατηρείται κατ’ αρχήν ένα μεγάλο
γνωσιακής κατηγορίας κενό. Είναι πιο δύσκολο να ξέρομε τι μας γίνεται. Αλλά κι
εμείς το παρακάναμε, βρε παιδί μου: άμα η πλειονότητα των συμπολιτών “αγνοεί”
τις αιτίες της χρεοκοπίας μας, την οποία τη βλέπαμε να έρχεται καλπάζουσα απ’
τα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα, τα πράγματα είναι όντως πολύ άσχημα». Και οι
ηγεσίες; «Οσο για τις ηγεσίες μας, μην εκπλήττεστε, οι περισσότερες είναι ό,τι
απόμεινε αφού ο λαός απέρριψε όσους τολμούσαν να διαφωνούν με την πολιτική
μυωπία της πλειοψηφίας!»
Βεβαίως,
στην Ελλάδα δεν υπήρξε απλώς μυωπία, του αντιτείνω, μάλλον περί τύφλωσης
επρόκειτο, διανθισμένης με θεωρίες συνωμοσίας. Για τον καθηγητή Τάσιο είναι
φυσικό ακόλουθο του κενού ενημέρωσης. «Οπως και στη φύση, το κεφάλι μας δεν
ανέχεται το κενόν. Ετσι, η αγνοημένη πραγματικότητα υποκαθίσταται αυθωρεί με
έναν μύθο: Τα χαρακτηριστικά του είναι παλαιότατα και διεθνή. Πρώτον, δεν
πρέπει να φταίμε εμείς. Δεύτερον, οι φταίχτες δεν πρέπει να μπορούν να
ελεγχθούν, διότι αλλιώτικα ο μύθος θα έσβηνε. Αρα πρέπει να είναι λίγοι,
μακριά, και κρυμμένοι. Ετσι, η συνωμοσιολογία περνιέται για διάγνωση».
Ανάλογη του
γνωσιακού κενού είναι και η πολιτική τεμπελιά, όπως λέει, των πολιτών.
«Κάμποσοι από μας τεμπελιάζομε πολιτικώς, κι αναθέτομε σε μια πολιτική θεωρία
να μας υπαγορεύσει το πρακτέον – κι είμαστε έτοιμοι να εφαρμόσουμε τις ρετσέτες
της, κι όποιον πάρει ο Χάρος. Αν μάλιστα η θεωρία αυτή ενδυθεί και τη φενάκη
της επιστήμης, ή και της θρησκείας –αν είναι δυνατόν, τότε πεθαίνει και το
κύριο χαρακτηριστικό της Δημοκρατίας που είναι η συναίνεση. Γιατί; Μα διότι αν διαθέτουμε την “απόλυτη” αλήθεια – “με τον ένα και με τον άλλον τώρα θα
καθόμαστε ν’ ασχοληθούμε;”»
Σε αυτές τις
περιπτώσεις, βεβαίως, γεννάται ένα ερώτημα, τι κάνουμε με όσους διαφωνούν ή,
πάντως, δεν συμμερίζονται απολύτως τις θέσεις μας. «Εν ονόματι της απόλυτης
αλήθειας (πολιτικός ή θεοκρατικός ολοκληρωτισμός) είναι προφανές το δικαίωμά
μας να τους εμποδίσομε να μας εμποδίζουν. Θα ασκήσομε βίαν. Κι όταν λέμε “βία”,
εννοούμε όλες τις μορφές της. Εννοούμε, πρώτον, τις βρισιές. Και διότι οι
βρισιές ευχερέστατα γίνονται μπουνιές – βλέπε περιστατικό Μπουτάρη. Εννοούμε,
δεύτερον, τα καλαμπαλίκια ορισμένων αντιδημοκρατικών ατόμων που παρεμποδίζουν
τη λειτουργία των θεσμών, αντί να οργανώνουν τις πολιτικές εκείνες δράσεις που
συνίστανται στη συζήτηση και συναίνεση στους αρμόδιους χώρους και με τους
αρμόδιους ενδιαφερομένους. Τα καλαμπαλίκια των πανεπιστημίων, λόγου χάρη,
γίνονται στο όνομα των συμφερόντων του λαού, ο οποίος όμως ποτέ δεν ρωτήθηκε
γι’ αυτά»
Ο Θεοδόσης
Τάσιος εμφανίζεται εξόχως προβληματισμένος για το μέλλον. «Η νοοτροπία που μας
έφερε στα δανειστικά συμφωνητικά, παραμένει σχεδόν αλώβητη σε πολύ μεγάλες
ομάδες του λαού μας. Πώς –λοιπόν– μπορούμε να ελπίζομε στην “υπέρβαση”;»
Το Σκοπιανό
Καθώς, η
διαπραγμάτευση για το ζήτημα της ΠΓΔΜ βρίσκεται στην τελική της ευθεία, δεν θα
μπορούσε παρά το θέμα να τεθεί στη συζήτηση με τον καθηγητή Τάσιο. Αλλωστε,
όπως εξιστορεί ο ίδιος, ως Καστοριανός, πρόλαβε τις πινακίδες στους δρόμους
έναντι της χρήσης της βουλγαρικής. «Η βουλγαρική πολιτική ευτυχώς απέτυχε...
τώρα, η εφεύρεση μιας μακεδονικής εθνότητας δεν αντέχει σε σοβαρή συζήτηση –
αλλά ωστόσο στήθηκε τεχνηέντως ή και εξ ανάγκης για τους κατοίκους της
“σερβικής Μακεδονίας”, εδώ και πολλές δεκαετίες. Και είναι κυριολεκτικά ανέφικτον
να πείτε τώρα σε δύο εκατομμύρια ανθρώπους ότι είναι “μηδενικής” εθνικότητας»,
σημειώνει.
Ο κ. Τάσιος θεωρεί ευλογότερο τον γεωγραφικό προσδιορισμό, ωστόσο υπογραμμίζει
πως «όπως εμείς παραιτηθήκαμε απ’ την ελπίδα ότι θα “ξαναπάρομε” τη Γευγευλή
και το Μοναστήρι, έτσι κι αυτοί θα κόψουν τα τριτοκοσμικά τους παραληρήματα για
τις αλύτρωτες (sic) Μακεδονίες. Και θα αναγκασθούν να το κάνουν. Και τότε (κι
εμείς κι εκείνοι) θα αποκτήσομε νομίζω όλα τα πλεονεκτήματα της παραγωγικής
γειτονίας». Οπως, άλλωστε, σημειώνει καταληκτικά, «άλλη η Bretagne Française,
κι άλλη η Grande Bretagne».
Δημοσίευση σχολίου