πρόζα για ένα ξημέρωμα στη λίμνη
ΛΟΠΑΧΙΝ
:Δόξα τω Θεώ, επί τέλους, ήρθε το τρένο! Τι ώρα είναι ;;
Α. ΤΣΕΧΩΒ, Ο ΒΥΣΣΙΝΟΚΗΠΟΣ *
Α.// ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ : .....ήταν νεκρός,/ επίσης ήμουν νεκρός - ένα
είδος αθανασίας χωρίς να καταλάβει κανείς τίποτα, εκείνη πήγε κοντά μου -/
υπήρξα σαν ακίνητος-/ η υποψία ιδρώτα σε μια κρύα νύχτα όπου ψάχνω γρασίδι και
περπατάω στο φράχτη,- πάντα δίπλα του - στο φράχτη - και αμέσως μετά στον
απόμακρο άνεμο,- στο παράθυρο που υπερθεματίζει ο,τι βλέπω - ακούστε,- με
τρομάζουν γενικά οι γιορτές, τα Χριστούγεννα ιδίως- γιατί θυμάμαι τον τρόπο ενώ
ακριβώς τα εξηγώ, τα ερμηνεύω ή εκείνη - σαν αφηρημένο σκοτάδι / ο
ήλιος κρύβεται στις ντουφεκιές των κυνηγών πιο εκεί απ' όσο διαρκεί ένα μεγάλο
αγκάλιασμα,
ή ο βαθύς ύπνος όταν επαγγέλλεται ηδονή : η μουσική σταματάει να
παίζει, η Λιούμποβ Αντρέγιεβνα [1] σ' εκείνη την απύθμενη ισημερία, - όχι άλλη
βροχή, ούτε άλλοι λόφοι - όλα είναι σιωπηλά, όπως ένα κείμενο για το τίποτα,
όπως η γυναίκα που μπαίνει αργά κι από άλλη πόρτα στη σιωπή.
ΜΙΑ
ΠΑΡΤΙΔΑ ΜΠΙΛΙΑΡΔΟΥ : .....πότε θ' αρχίσουν οι ανασκαφές στα κρανία, ανάμεσα στα
τρεμάμενα κρανία για να ισχύσει το αναμενόμενο, από κάποιο όνειρο ή βιβλίο
κερδίζω μια μετανάστευση, οι βαλίτσες δείχνουν το μαύρο που διαθλά τα πάντα -
θεωρούσα ότι όλοι είχαν φύγει όπως κανείς φοβάται να γεννηθεί κι επιστρέφει
βιαστικά ζητιανεύοντας σ' ένα άλλο θάνατο ή σκοτάδι, εκεί που χάνεται ο,τι
χάνεται χωρίς διακοπή ή δικαιοσύνη - αδιάκοπα, το ένα μετά το άλλο, ο Γκάγιεφ
[2] ανορθώνει το στυλωμένο βλέμμα στα ηφαίστεια του τραπεζιού, δεν υπάρχουν
πρόσωπα, παρά μόνο ημισφαίρια όπως οι γωνίες που στριμώχνουν κάθε αναπάντεχη
συνάντηση ή όταν ο τυφλός ψάχνει να σκοτώσει αδέκαστα - παντού θα κρύβεσαι-, θα
μοιράζει την πόλη αλύπητα σαν κομμάτι ήλιου που σέρνεται δίχως κέρδος - ώσπου
να προλάβουμε ο ΜΠΛΟΥΜ [3] είχε πει : ''θέλετε να με καταδώσετε οι τοίχοι έχουν
αυτιά''- απομακρύνομαι από τις όχθες όλο και περισσότερο, το σκυλί μου είναι ένα
βασιλικό υβρίδιο κι ο επόμενος χτύπος μια γυναίκα που κοιμήθηκε δίπλα σ' έναν
άγνωστο άντρα, θα υπάρξουν κι άλλοι χτύποι που θα μοιάζουν με αλυσίδες στην
θάλασσα, - πράσινη θάλασσα που έχει δείξει έλεος σαν τα τρένα που μάς
τρομάζουν.//
Β.//
Η ΛΙΟΥΜΠΟΒ ΑΝΤΡΕΓΕΒΝΑ Ή Ο ΜΠΛΟΥΜ,- ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ : ......ο θόρυβος
απ' τα χαλίκια, η απεραντοσύνη- είχα ζήσει στο περιθώριο μιας λύπης που
εξακολουθεί να μοιάζει με γη σπαρμένη ερείπια,- δεν ξεφυτρώνουν άλλο πουλιά τις
Κυριακές, εννοώ το απόγεμα μιας Κυριακής που εστιάζει μόνο του ή βαδίζει με
φτερά αγγέλων στα μπαρ του Χόλιγουντ- ''θα πρέπει αγαπημένη να χρησιμοποιήστε
ένα φιλμ πιο ευαίσθητο- το απαιτεί το γυμνό''
ΔΙΑΒΑΤΗΣ
: ......σάς είμαι υπόχρεος, εγώ και η σύζυγός μου[μικρή παύση]
ΛΙΟΥΜΠΟΒ
ΑΝΤΡΕΓΕΒΝΑ : ......τα πράγματα μάς εγκαταλείπουν- ακατανόητες λέξεις, είδη
ανθρώπων που έρχονται από μια δική τους ασκητική, τα σχισμένα ερωτικά γράμματα
είναι μικρές επάλξεις ή κάποιου είδους παραλλαγή- έπειτα κλείνουν τραπέζι για
τον πιο θεσπέσιο εφιάλτη, μια μέρα θα ενώσω τα σχισμένα γράμματα του Βερολίνου,
στη Bismarckstrasse - θα βρίσκονται ακόμα στην τσάντα της νεκρής αν όχι στη
δική μου [παύση]
ΔΙΑΒΑΤΗΣ
: .....κάθε πρωί είμαι σ' ένα άλλο σύνορο, η μόνη εμπειρία μου ήταν ο
Κατακλυσμός- τίποτε δεν ακούγεται τίποτε δεν σαλεύει είναι μαζεμένοι γύρω από
μια απώλεια- η ματαίωση μ' ένα ρυτίδωμα από θλίψη,- αυτά τα φορεμένα ρούχα όπως
αγγίζουν οι άκρες των δαχτύλων σαν μια βροχή αναποφάσιστη
ΤΟ
ΜΠΙΛΙΑΡΔΟ : ....σαν τη γυναίκα που εξαργυρώνει τη μνήμη της, - τα βιβλία είναι
autoritratti [4], -η αγκαλιά του παλαιοπώλη που ματαιώνει φευγαλέα το
παρελθόν-, προτιμώ εκείνη την μεγάλη παραλυσία σαν εισιτήριο για τους ουρανούς,
πάνω στο σώμα αναγνωρίζω κάτι τυχαίο που αρνείται, έχω προβλέψει άλλωστε τη
μουσική επένδυση της βραδιάς, τη χήρα που θα μαζεύει τα πριονισμένα γράμματα
του άπιστου εραστή - αυτή την ίδια.//
Γ.
// ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ : BISMARCKSTRASSE:
στην
Ε.Π.-Π./ 1988 / : ''ανασταίνεται'' και ''πεθαίνει''
......περίεργο
συναίσθημα, μετά από καιρό ολόγυρα ένα σπίτι - ερχόμουν πάντα απ' την πίσω αυλή
όπως μια αυτοσχέδια μαρτυρία - ποιος ο λόγος ν' αδημονούν όταν εγώ τους κλέβω
την ύπαρξη,- σκέφτηκα-, το βιολί του μονόχειρα [5] ενώ κλαίει την νύχτα ή ο
λυγμός για ν' απαλύνει την αγωνία μας
......όμως
κάτι πρέπει να κάνουμε και για το ζήτημα αυτό, γιατί κάθε βράδυ ονειρεύομαι τη
Μόσχα, φτάνει να μην το μάθει κανείς - είχα φερθεί ελεεινά - κι έπειτα τη
συνόδευα μέχρι την αποβάθρα- σ' ένα τρένο παροπλισμένο έτοιμο ν' αναχωρήσει με
κατεύθυνση τον άλλο αιώνα
......σε
λίγο θαρθεί - ποιος και γιατί;;- κάθεσαι σε μια απέραντη αίθουσα όπως αυτός που
άλλαξε ήπειρο, νομίζοντας πως κάτι τον ρωτήσαν ξαφνικά και παραδέχτηκε την
ατιμία, - ''ήμουν στο υπόγειο να ετοιμάσω την εξέγερση'', έλεγε, - φορούσε ένα
παλιό παλτό με σηκωμένο γιακά και κουκούλα που σκέπαζε τ' αυτιά του, ακριβώς
επειδή μπορούσε να προλέγει το μέλλον,- κι ήταν όλα δυσοίωνα, όπως ένα
τεντωμένο σκοινί
.....''κι
οι μεγάλοι έρωτες;;, α, οι μεγάλοι έρωτες - δεν μ' αξίωσε ο Θεός, να,
διάβασε'', -και μούδειχνε ένα έγγραφο που είχαν αλλάξει τ' όνομά μου, μ' ένα
τρόπο χυδαίο και ανοίκειο και κάθε τόσο με ρωτούσε, ''σύντροφε, πήγες ποτέ σου
στη λεωφόρο Νιέφσκι;;'', αλλά, πώς ν' απαντήσω αφού δεν ήμουν εγώ και τα μέλη
συγκεντρώθηκαν κεκλεισμένων των θυρών και με αποχαιρέτησαν σαν αίνιγμα που
λύθηκε - τουλάχιστο με σέβας
.....''είστε
προληπτικός'', μου λέει, ''όχι'', της λέω, ''ο πατέρας πέθανε μέσα σ' εκείνο
τον δαιμονισμένο θόρυβο που έκανε η μηχανή - υποφέροντας - υπήρξε περιποιητικός
κι ονειροπόλος''-, ''κι εσείς είστε μια θαυμάσια γυναίκα'' της είπα, φιλώντας
το χέρι της στα σκοτεινά, ρίχνοντας το φως αλλού να φωτίσει τα μάτια της, -
κατά την γνώμη μου δεν είχε πια και τόση σημασία
.......και
μετά κάποιο βράδυ παίξαμε μπιλιάρδο, όσοι μείναμε, - βέβαια- αλλά χωρίς τις
μπάλες και τα σύνεργα - χειρονομίες που διώχναν απότομα την παλιά συμπόνια κι
αυτοί που τρόμαζαν να είναι μόνοι, ''λυπηθείτε μας'', έλεγαν, όπως κάποιος
βγάζει το μαντήλι του να σκουπιστεί κι από την τσέπη πέφτει το πιο ένοχο
σημείωμα, ή ο Πέτια καθώς μονολογούσε ''σάς συμπονώ βαθιά, σάς συμπονώ'' - η
βροχή ήταν η μόνη αφορμή για να σκεφτούμε τη μοίρα σαν να κυλιέσαι στις
ξεχασμένες εισόδους των σπιτιών που κοιμήθηκες
......άλλοτε
πάλι γινόταν τόσος θόρυβος όπως μια πέτρα στο λαιμό που σε βυθίζει κι ο
σταθμάρχης διάβαζε μια εγκυκλοπαίδεια βαριά και πολύτομη, ''ξέρετε'', μου λέει,
''κατά πού πέφτει το πατρικό μου;;'',''όχι'', του λέω,- ''όμως στην ηλικία σου
και να μην έχεις ερωμένη;;''
......κι
ο ταχυδρόμος έφερνε κάθε μέρα το ίδιο σημείωμα ''νομίζω αυτό με κρατάει ακόμα
ζωντανό'' - ''όταν φύγετε θάναι Σαρακοστή, τα πουλιά θα έχουν ρημάξει τα
λουλούδια στον κήπο''
......κι
εν' απόγεμα πάλι κοντοστάθηκα στην πόρτα με τη στολή κυνηγού, αλλά γέλασα με
τούτο το συνήθειο, ''παράγγειλε να μην τον ξυπνήσουμε'', είπε, ''ο Θεός είναι
μεγάλος'', κι η Επανάσταση αργούσε να ξεκινήσει μέχρι που άρχισε με λιγότερες
αποσκευές και το σκυλί στην άκρη του δρόμου βαστούσε το κερί που άφησε στη
βιασύνη του ο τυφλός
......ώσπου
έζησα μ' εγκαρτέρηση μέχρι την επόμενη συγκατάθεση - και καθώς ήμουν μόνος
βρήκα την ευκαιρία, ''Φιόντορ Μιχαήλοβιτς'', του λέω, ''έχετε μια συστημένη
επιστολή'', ''ευχαριστώ'', μου λέει, ''θάρθει ο Ρασκόλνικοφ ή η Σόνια το
τελευταίο βράδυ που θα πουλιέται ο Βυσσινόκηπος ή μετά το έγκλημα, - όμως γι'
αυτά θα σάς μιλήσω άλλη φορά'' και το καπέλο του στην άκρη είχε ένα μικρό λεκέ,
ίσα ίσα για να περνάμε απαρατήρητοι
.....έτσι
κοιμάμαι ήσυχος, όπως μια φροντισμένη εξέγερση λίγο πριν ξεμακρύνεις για την
άβυσσο γιατί ο καθένας βρίσκει και μια λύση για τον εαυτό του αφού αλλιώς
μπορεί και να λησμονηθεί όπως μια μουσική που τελειώνει απότομα [σκοτάδι]
ΤΖΌΙΣ
: .......και η αναίδεια μ' έκανε να χάσω την ψυχραιμία μου - ψάχναμε να βρούμε
κοινούς γνωστούς για λίγα δανεικά όπως διασώζεσαι απ' την απρόβλεπτη
πλημμύρα
ΓΚΑΓΙΕΦ
: ......υπάρχουν πολλοί τρόποι να περνά κανείς τη ζωή του σαν πρωτάκουστο
ανέκδοτο, - πρόσωπα τιποτένια στις πιο σκοτεινές γωνιές της πόλης με γυαλιστερά
αξιώματα - τα βράδια φτύνουν πολύχρωμες μπίλιες του μπιλιάρδου, αποπατούν στα
κρεβάτια τους, - τελευταίοι παλιάτσοι ή ένδοξοι καντηλανάφτες στις ενορίες των
εραστών τους, αναρωτιούνται - τι και πότε- όταν το τρένο είναι σε καθυστέρηση,
- όπως αργεί μια αγαθοεργία για να κερδίσουν υστεροφημία μέσα στο μίσος τους
ΤΖIOΙΣ
: ...........τώρα λίγο πριν κοιμηθώ κάνω μια προσευχή με βαριά ξυλοπάπουτσα για
ν' ακούγομαι δυο ορόφους πιο κάτω, έπειτα γεννιούνται άλλοι, τρώνε πίνουν
κοιμούνται -βήχουν,- μ' επαναλαμβανόμενη αρρυθμία- οι πλειστηριασμοί γίνονται
με τους προστυχώτερους τρόπους, ξεφορτώνουν το μέλλον σε μια ύστερη εποχή που
δεν θάρθει ποτέ - η κάμαρη μύριζε καπνό κι ήταν όλα τόσο φτωχικά που θύμιζε τη
μοχθηρία της φιλανθρωπίας λίγο μετά το θάνατο της μητέρας μου.
[φως][ΑΥΛΑΙΑ].
ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] [Διαδίκτυο- Ο
Βυσσινόκηπος του Α. Τσέχωβ] .....Και
όντως τα πρόσωπα του έργου είναι κωμικά, ή μάλλον θα ήταν αν δεν ήταν
ταυτόχρονα και τόσο «τραγικά» μέσα από τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις τους.
Ας δούμε λίγο για τι χαρακτήρες μιλάμε. Ο Γκάγιεφ, ο αδελφός της
ιδιοκτήτριας του υποστατικού, της Λιουμπόβ Αντρέγεβνα, αναλώνεται στο να
φαντάζεται διαρκώς κινήσεις του μπιλιάρδου, να βγάζει λόγο για τη βιβλιοθήκη
του και να προτείνει ανόητες κι ανεφάρμοστες λύσεις για την αποτροπή της
πώλησης του χρεωμένου κτήματος, ενώ ταυτόχρονα φλυαρεί ακατάσχετα και
ισχυρίζεται με περηφάνια πως έχει ξοδέψει μια περιουσία σε καραμέλες. Η αδελφή
του, σκορπίζει δεξιά κι αριστερά και το τελευταίο της καπίκι, άλλοτε από
μεγαλομανία κι άλλοτε από ανερμάτιστη φιλανθρωπία, σχίζει τα γράμματα του
άπιστου εραστή της για να μαζέψει κατόπιν τα κομμάτια και να τα κρύψει στην
τσάντα της, κάνει πάρτι τη μέρα που βγαίνει σε πλειστηριασμό το κτήμα της και
συμπεριφέρεται σαν κοριτσάκι στην πρώτη εφηβεία του.
[2] ο.π.
[3] Τζέιμς Τζόις,
Οδυσσέας, Κέδρος, μτφρ. Σ. Καψάσκης 1990, πέμπτη έκδοση - ΛΕΟΠΟΛΝΤ ΜΠΛΟΥΜ ήρωας
του Τζόις
[4]
αυτοπροσωπογραφίες
[5], Βιολί για
μονόχειρα - τίτλος ποιητικής συλλογής του Τάσου Λαυβαδίτη
[*], Α. ΤΣΕΧΩΒ, Ο
ΒΥΣΣΙΝΟΚΗΠΟΣ, [ στο ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΕΡΓΑ του ιδίου]-εκδ. Γκόνης, μτφρ. Λυκούργος
Καλλέργης, 1960
Δημοσίευση σχολίου