πρόζα για ένα άδειο δωμάτιο - όταν
χαράζει στην ώρα του
''....ο
λαός είναι το Σώμα του Θεού....''
Φ.Μ.
ΝΤΟΣΤΟΓΙΈΦΣΚΙ, ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΟΙ
στον Κωστή Μοσκώφ, ad memorial [1]
ΣΥΝΩΜΟΤΗΣ
: ......κι έπειτα γιατί να πετάξουμε το πιστόλι;;, - κοστίζει -, όσο κι ένα
ερωτικό μπουντουάρ στην πιο ασυμβίβαστη εκδοχή του - και μια νύχτα σε
παραλήρημα σκόπευα ν' ανοίξω τον φεγγίτη μήπως αντίκριζα τα όρια της συνωμοσίας
που θα μας έσωζε, ''ο θάνατος είναι απροκάλυπτος'', μου είπε, ''αλλά εμείς
ξεφύγαμε'', - και την επόμενη μέρα οι υποψίες έπεσαν πάνω μου, ''ορίστε'', μου
λέει, ''πιστέψατε κι εσείς, ακόμη, την ανόητη ιστορία με την νόμιμη γυναίκα
σας'' κι ανέβηκε στο τρένο, - άλλωστε τι άλλο να ζητήσει, ''εγώ'', μου λέει,
''αν δεν είχα υψηλό πυρετό θα συμμετείχα στην Επανάσταση - όμως άργησα κι η
συμφιλίωση είναι η πιο όψιμη πλευρά της εκδίκησης'', και σήκωσε το χέρι όπως
χαιρετάει ο ανάπηρος που χάνει το πανωφόρι του ή στέκεται πίσω από αόρατους
κλειδούχους, επειδή, ξέρετε, μόνο έτσι αλλάζει ο ρους της ιστορίας και
φαινόμαστε δυνατοί, έτοιμοι για τον Υπερσιβηρικό, γιατί πώς αλλιώς να
παρομοιάσω το απροσδόκητο - κι έτσι ψηλά στη σκάλα άναψε το φως τελευταία
στιγμή, - δίνοντας το σύνθημα - ώστε κι οι υπόλοιποι εκτέλεσαν τον γύρο του
κόσμου σε λίγες ημέρες, σώζοντας τη ζωή τους ή περιμένοντας στο τραπέζι- σε μια
κούφια γωνιά - δίπλα στη ξάγρυπνη σιωπή - την παγίδα που προδικάζει το τέλος
σαν αβάσταχτο έλεος -
ΦΙΟΝΤΟΡ
ΜΙΧΑΗΛΟΒΙΤΣ : .....μην ανησυχείτε, ελάτε πάλι μια νύχτα....
ΣΥΝΩΜΟΤΗΣ
: .....πότε;;
ΦΙΟΝΤΟΡ
ΜΙΧΑΗΛΟΒΙΤΣ : ....μια νύχτα, όταν όλα θα είναι απογοητευμένα-/ [παύση]: ή ο
Θεός θα ευλογήσει την ένωσή μας ή τα πάντα θα περιμένουν μια απάντηση αυστηρή
δίχως νάχει τελειώσει τίποτε από την κουρασμένη κατοχή ή το προπατορικό
αμάρτημα - γι' αυτό πάντα κάποιος κλέβει τις ρόδες απ' τα παλιά ποδήλατα
- και πρέπει να βαδίσεις μόνος παρακάμπτοντας τα οδοφράγματα - όπως αρνιέσαι το
Ιερό και το Παράλογο - αθέατος κι επισφαλής,- η ουσία, λοιπόν , βρίσκεται αλλού
- ούτε εγώ εκείνο το βροχερό πρωινό σάς κατέδωσα ούτε ήταν η συγκίνηση
γελοιοποιώντας τα πάντα, - κι η εξέγερση έμοιαζε με παράπονο παιδικό στον
περίκλειστο χρόνο του
[Παύση.
Ησυχία. Λίγο φως]
ΣΥΝΩΜΟΤΗΣ
: ......όμως ένα βράδυ ήμουν κιόλας νεκρός, κι οι νεκροί έχουν κατανόηση ή
συναινούν στο πιο ακατονόμαστο γεγονός, - μέρες λησμονημένες, τι υπήρξε η ζωή
μας άλλωστε, παρά αυτά τα άδεια δωμάτια σα λαιμητόμοι που κατεβαίνουν απότομα
οι σκιές ή πάλι όλο κι έβρισκα ένα εύλογο κίνητρο ν' ανοίξω την πόρτα τα
μεσάνυχτα - αλλά δεν ήταν κανείς, κι όταν γύριζα στο τζάκι καθόταν
περισπούδαστα ή συνοφρυομένοι οι παλιοί σύντροφοι, - ''χάθηκες'', μου λέγαν,
αλλά ήταν κι ο άλλος ο τρίτος που δε μιλούσε ποτέ γιατί λέει, είχε πεθάνει ένας
άγνωστος γι' αυτόν και πήρε τη φωνή του και τη χλαίνη του, κι έστεκαν όλα
ανερμήνευτα - ''μα δεν σάς σκότωσα εγώ εκείνο το πρωινό, έτσι δεν είναι;;'',
τους είπα, αλλά δεν απάντησε κανείς, απλά ντραπήκαν για τη γύμνια τους κι όταν
έφυγαν ο πιο αδύνατος με ρώτησε ''μήπως υποκύψατε στον Τρίτο Πειρασμό,
σύντροφε;;'', ''όχι'', του λέω, ''ο θείος Λευτέρης πέθανε στη φυλακή την
περασμένη βδομάδα για να κερδίσω την αιωνιότητα'' κι από κείνη τη μέρα
εξακολουθώ να πιστεύω ότι δεν άντεχα σε σκόρπιες στιγμές και παραμελημένα
όνειρα, κι έτσι φροντίζω να συντομεύω την ποινή μου διακόπτοντας το χρόνο
ανυποψίαστα, με τα παλιά παιδικά τρένα που μεταμορφώνουν τη ζωή ή κυνηγούν
αυτούς που αιχμαλώτισαν παλιές ερωμένες σε ειδύλλια που δεν άντεξαν όσο η
αθωότητα της εξέγερσης - τα ίδια ξανά και ξανά- ελπίζοντας στην εχεμύθεια και
την αμεροληψία των αρχών, αλλά μετά την καταδίκη με ρώτησαν ''πώς λέγεστε -
όνομα και διεύθυνση'' - όμως φυσικά όλα αυτά τα έμαθα τυχαία, όπως το απόλυτο
δικαίωμα να τελειώνει η άκρη του κόσμου με λέξεις στεγνές σε πλάνες προφανείς
γεμάτες καθρέφτες, πράγματα που δε χρειάζεται να ξέρουμε στις δυσβάσταχτες
ζέστες του καλοκαιριού - γιατί όλα απαιτούν τους παλιούς μας φίλους, γι' αυτό
γίνομαι απόκληρος όσο προχωράει η ώρα κι έπειτα συλλογίζομαι, δηλαδή
επανέρχομαι στα ίδια πράγματα για να συλλάβω στην κάθε λεπτομέρεια την μεγάλη
απόδραση [παύση]
ΦΙΟΝΤΟΡ
ΜΙΧΑΗΛΟΒΙΤΣ : .......ή την ατέρμονη εξορία για λόγους προφανείς, καμιά φορά
γυρίζουμε χωρίς ούτε μια συλλαβή, στρίβουμε στο δρόμο, έτοιμοι να προφέρουμε
ολοκάθαρα το παρασύνθημα, - το κερί που έσβησε, την τρύπια ομπρέλα του δραπέτη
[Μεγάλη
παύση. Ένα κερί αναμμένο]
ΦΙΟΝΤΟΡ
ΜΙΧΑΗΛΟΒΙΤΣ : .....δεν ξέρω αν πρέπει να σάς συγχαρώ ή να σάς σώσω - οι μέρες
που έρχονται είναι τρεμουλιαστές, το φως κινδυνεύει όπως κανείς βηματίζει σ'
ένα δωμάτιο που κρίνει την έκβαση της ιστορίας ανέλπιστα...[μικρή παύση]
ΣΥΝΩΜΟΤΗΣ
: ......κάτι μου είπαν γι' αυτό - ηρεμείστε, θυμάμαι τα ξέπνοα πρόσωπα στους
σταθμούς, τους λείπει ένας παιδαγωγός που ρίχνει το νόμισμα αιφνίδια στον
υπόνομο - να δοκιμάσει τη γνώση τους - την υποτιμημένη τύχη τους-, έχουμε
γεμίσει συκοφαντίες ή ελεγείες ανόητες, ξέρετε, αλλά εγώ τις νύχτες υπερβαίνω
κάθε όριο όπως ο σκύλος μου : όταν πετυχαίνει την αθώωση - γι' αυτό σάς θύμισα
πως όλα οδηγήθηκαν στο χείλος της παραφροσύνης, όπως ο δολοφόνος που συνεχίζει
ανενόχλητος από το θόρυβο του τρένου- και στο σταθμό ψάχνει με τους άλλους τη
στυγνή φυσιογνωμία του φονιά, - [γελάει][μικρή παύση] πάντως δεν είχε βλάψει
την υπόθεσή μας στο παραμικρό [παύση]
ΦΙΟΝΤΟΡ
ΜΙΧΑΗΛΟΒΙΤΣ : .......ανήκει σ' εσάς στους συνομώτες - τους αναμορφωτές
ΡΑΣΚΟΛΝΙΚΟΦ
[2] : ........κι όταν γυρίσω κανείς δεν θα ξέρει περισσότερα απ' τους
αυτόχειρες, τι άλλο θα μπορούσε να ήμουν, - ο ποταμός πλάταινε παράξενα-, ήθελα
να σάς διασκεδάσω αλλά ήμουν έγκλειστος και κάποια μέρα μου λέει ''πιστεύετε
στο Θεό;;'', ''πιστεύω'' του λέω, άλλωστε είχα ένα σκοτεινό προαίσθημα για το
σπίτι που κρυβόταν κι ας συμπεριφερόταν με ευπρέπεια
ΦΙΟΝΤΟΡ
ΜΙΧΑΗΛΟΒΙΤΣ : ......πρέπει να βρείτε έναν σωσία [παύση] - κάποια μέρα όλα θα
γίνουν όπως οι σκέψεις για το τίποτα - παραμονεύουν τη στιγμή που ένας άλλος
γεννιέται στη θέση μου - ίσως μόνο γι' αυτό δεν θα μπορέσω να γίνω
πιστευτός.[παύση]
ΡΑΣΚΟΛΝΙΚΟΦ
: ......δύστυχη, Σόνια, εκείνη η παλιά ψευδαίσθηση ήταν όλες οι αμαρτίες καθώς
έπεφταν τα νομίσματα στη ράχη του τυφλού, ενώ άρχισε να χιονίζει κι ο,τι
απέτυχε ήταν η τελευταία φάρσα της Δημιουργίας λίγο πριν φωτογραφηθούμε στην
αυλή.
[μικρή
παύση]- πέρασα τη μέρα στα κακόφημα σπίτια, ήταν όλα αξιοζήλευτα, εκεί στην
είσοδο του νεκροτομείου σχεδόν τετελεσμένες ζωές, γιατί μη νομίζετε, κι η
Επανάσταση χρειάζεται την ματαιότητα ή ένα είδος ευθανασίας για να χωράν οι
αιώνιοι συνοδοιπόροι στις πιο άθλιες στοές.[Σκοτάδι. Φως]
ΣΥΝΩΜΟΤΗΣ
: [λαχανιαστά] : .......στη σιωπή από μια δικαιοσύνη όπου θα μπορούσα να είμαι
όπου κανείς υπάρχει σα να περιμένει τον εαυτό του τον εαυτό μου έπειτα όμως
φαντάζομαι μια ήσυχη ζωή μια μοναξιά σαν αμαρτύρητος θεός κρυμμένος κανενός ή
όλων που με κάνει καχύποπτο ο αέρας αφήνει ίχνη όπως τα χέρια μου στην
ανυπόκριτη σάρκα τώρα χαμένη αλλού μέσα στην άμμο, - φανταστείτε ότι το φως
καθηλώνει ή βεβηλώνει την απραξία -τα μαλλιά της- μπορεί να ήταν όλα ριγμένα
από τη μεριά της θάλασσας ακίνητες λάμψεις ή αθεράπευτες σιωπές, άλυτες, -
πρέπει να φοβηθώ;;, δεν ξέρω- η σάρκα μου ισχύει εφ' όρου ζωής είμαι ένας
δανδής που θα πεθάνει λίγο πριν το θάνατό του στο θάνατό μου ή μετά δεν θα
είναι κανείς παρά οι τρεις μουσικοί όπως κανείς ξεχνάει σκόπιμα ένα τετράδιο
προσωπικών γυμνσμάτων στο τέλος της οδού Ναρκίσσου με αγγέλους ουράνιους
υποβαστάζοντες την αμβρόσια ευδαιμονία [μικρή παύση]
MARLOWE
[3] : ......οι τρείς μουσικοί θα λείπουν, θα είναι στην Επανάσταση, -
υποβαστάζοντες και μεσάζοντες της προσεχούς ευτυχίας του Γένους, η Επανάσταση
έχει τον Διάβολό της- θα γυρίσει σαν γέρος μοναχός, σα γέρος φραγκισκανός
καλόγερος
ΦΙΟΝΤΟΡ
ΜΙΧΑΗΛΟΒΙΤΣ : ......ο καλύτερος διάβολος
ΡΑΣΚΟΛΝΙΚΟΦ
: ....κι εγώ θα παραμονεύω στη σκάλα γιατί πώς αλλοιώς να περιμένω το εισιτήριο
- χιονίζει - σάς εξήγησα για τους κινδύνους αυτής της άπληστης νωθρότητας, -
σας αγαπώ, οι ποιητές συνεχίζουν μια παλιά εξεγερση που σκόνταψε στα εμπόδια
της γραφειοκρατίας - αύριο φτάνω στο Βλαδιβοστόκ. Στοπ. Η Επανάσυαση
παραμονεύει, πώς να εξηγηθεί αυτή η απαγορευμένη ευτυχία. Πράγματα ανασκαμμένα
που όταν σωπαίνω ακούγονται καλύτερα.
ΑΥΛΑΙΑ
ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]
Κωστής Μοσκώφ, Ερωτας κι Εοανάσταση - Διαδίκτυο
[2]
Ρασκόλνικοφ και Σόνια, ήρωες στο ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ του Ντοστογιέφσκι [Η Σόνια
ακολουθεί τον Ρασκόλνικοφ στη εξορία του - στη Σιβηρία]
[3]
Chrisopher Marlowe, Δόκτωρ Φάουστ, μτφρ. Κλείτος Κύρου, Άγρα, 1990
Δημοσίευση σχολίου