Νέα απόφαση «βόμβα» για το ελληνικό Δημόσιο από το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο αθώωσε δύο φορολογουμένους καθώς ο έλεγχος δεν κατάφερε να εντοπίσει την πηγή προσαύξησης του εισοδήματός τους. Συγκεκριμένα, με την απόφαση 1895 του 2018, το ανώτατο δικαστήριο ακύρωσε τον φορολογικό έλεγχο ο οποίος κατέληξε αυθαίρετα στο συμπέρασμα ότι υπάρχει απόκρυψη φορολογητέας ύλης που προέρχεται από την άσκηση του ελεύθερου επαγγέλματος, χωρίς να τεκμηριώνεται από πουθενά. Ο έλεγχος ξεκίνησε όταν ο οικονομολόγος και η δικηγόρος σύζυγός του εντοπίστηκαν στη λίστα Λαγκάρντ.
Στους λογαριασμούς τους στην Ελβετία βρέθηκαν καταθέσεις ποσών που δεν μπορούσαν να δικαιολογηθούν από τα εισοδήματα που είχαν δηλώσει στις φορολογικές τους δηλώσεις. Οι ελεγκτές, αφού δεν κατάφεραν να προσδιορίσουν την πηγή του εισοδήματος, αποφάσισαν ότι η προσαύξηση είναι αποτέλεσμα φοροδιαφυγής και συγκεκριμένα απόκρυψης εισοδημάτων από την εργασία τους και προχώρησαν στην επιβολή εξαιρετικά μεγάλων προστίμων. Το ανώτατο δικαστήριο όμως με την απόφασή του υποστηρίζει ότι «η φορολογική αρχή πρέπει να διαπιστώσει, κατά τρόπο αρκούντως τεκμηριωμένο, ότι ο επιτηδευματίας εισέπραξε το επίμαχο ποσό ως αμοιβή για την παροχή υπηρεσιών, στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας».
Σύμφωνα με το δικαστήριο, δεν αρκεί μόνο η διαπίστωση της ύπαρξης σημαντικού ποσού σε τραπεζικούς λογαριασμούς του ελεύθερου επαγγελματία, το οποίο, κατά την εκτίμηση της Αρχής, δεν αντιστοιχεί σε (νομίμως φορολογηθέντα ή απαλλαχθέντα του φόρου) εισοδήματα που αυτός έχει δηλώσει στη φορολογική αρχή ούτε σε άλλη πηγή ή αιτία, την οποία αυτός τυχόν επικαλείται, αλλά, η φορολογική διοίκηση οφείλει να λάβει τα αναγκαία, κατάλληλα και εύλογα, ενόψει των περιστάσεων, μέτρα ελέγχου και διερεύνησης της πραγματικής πηγής, ώστε το αποτέλεσμα των μέτρων αυτών να παρίσταται ικανό να προσδώσει στέρεη πραγματική βάση στο συμπέρασμα ότι η πηγή ή αιτία του επίμαχου ποσού ανάγεται στην άσκηση της οικονομικής δραστηριότητας του φορολογουμένου ως ελεύθερου επαγγελματία.
Και όπως σημειώνει το δικαστήριο, η φορολογική αρχή δεν ανταποκρίνεται στο εν λόγω βάρος της εφόσον δεν τεκμηριώνει την κρίση της και απλώς θεωρεί ότι πρόκειται για περιουσιακή προσαύξηση άγνωστης προέλευσης (επομένως, δυνάμενη να προέρχεται και από πηγή ή αιτία μη αναγόμενη στην άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος). Μάλιστα στην έκθεση ελέγχου αναφέρεται ότι η φορολογική αρχή ουδόλως έλεγξε κάθε επιμέρους συναλλαγή των φορολογουμένων, ούτε προσδιόρισε τα επιμέρους χαρακτηριστικά κάθε ελεγχόμενης τραπεζικής συναλλαγής αυτών, έτσι ώστε να μπορούν να χαρακτηριστούν με νόμιμο τρόπο οι συναλλαγές αυτές, αφενός, ως αποτέλεσμα άσκησης ελευθέριου επαγγέλματος, αφετέρου, ότι οι εν λόγω συναλλαγές, αν και προερχόμενες από την άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος, αποκρύφτηκαν ως τέτοιες από τους φορολογουμένους, με σκοπό την απόκρυψη της φορολογητέας τους ύλης και τη μη καταβολή φόρων.
Αυτό που λέει επί της ουσίας το δικαστήριο είναι ότι οι ελεγκτές θα έπρεπε να προχωρήσουν εις βάθος την έρευνα για κάθε μία συναλλαγή που εντοπίζουν, προκειμένου, στο μέτρο του εφικτού, να στοιχειοθετήσουν ότι πρόκειται για εισόδημα από άσκηση της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του ελεγχομένου.
Υπενθυμίζεται ότι πρόσφατα το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι το Δημόσιο δεν μπορεί να ελέγχει πέραν της πενταετίας τους φορολογουμένους και ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιεί τους ημεδαπούς τραπεζικούς λογαριασμούς ως νέα πληροφοριακά στοιχεία για να επεκτείνει τον έλεγχο στη δεκαετία. Πλέον, με την απόφαση αυτή, το έργο των ελεγκτών γίνεται δυσκολότερο, καθώς θα πρέπει όχι μόνο να πραγματοποιούν καλύτερους ελέγχους αλλά και να βρίσκουν στοιχεία που να τεκμηριώνουν τις αποφάσεις τους και τα πρόστιμα.
Δημοσίευση σχολίου