Σε περίοδο έντονων
διακυμάνσεων εισήλθαν τις προηγούμενες εβδομάδες οι αγορές διεθνώς. Οι δείκτες
στα χρηματιστήρια καταγράφουν σημαντικές απώλειες, η τιμή του πετρελαίου
σημειώνει καθημερινά ακραίες διακυμάνσεις, ενώ συνολικότερα οι τιμές των
εμπορευμάτων και πρώτων υλών έχουν υποχωρήσει στο χαμηλότερο επίπεδο του αιώνα.
Αφορμή για τις αναταράξεις υπήρξαν οι αυξανόμενες ενδείξεις επιβράδυνσης της κινεζικής οικονομίας. Βασική αιτία, σε συνδυασμό μ’ αυτό, είναι η πρόθεση της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας να προχωρήσει σε αύξηση των επιτοκίων από το μηδενικό επίπεδο όπου βρίσκονται την τελευταία 6ετία.
Τα μηδενικά επιτόκια τροφοδότησαν μια φούσκα
Το ράλι των τελευταίων ετών στις αγορές τροφοδοτήθηκε αποκλειστικά από το φρεσκοτυπωμένο χρήμα που διοχέτευσαν οι κεντρικές τράπεζες, με πρώτη την αμερικανική.
Το φθινόπωρο η Fed διέκοψε την εκτύπωση χρήματος και άρχισε να προετοιμάζει το κλίμα για την αύξηση των επιτοκίων. Τα εξαιρετικά προσεκτικά βήματα της κεντρικής τράπεζας επέτρεψαν στους επενδυτές να διατηρήσουν την ψυχραιμία τους, με αποτέλεσμα να αποτραπεί μια απότομη διόρθωση στις αγορές. Οι χρηματιστηριακοί δείκτες έπαψαν να καλπάζουν, αλλά κατάφεραν να διατηρηθούν κοντά στα επίπεδα-ρεκόρ όπου είχαν ήδη σκαρφαλώσει. Οι επενδυτές παρέμεναν με το «δάχτυλο στη σκανδάλη», έτοιμοι είτε να τρέξουν προς την πόρτα εξόδου από την αγορά είτε να τοποθετηθούν για ένα νέο γύρο ανόδου, στην περίπτωση που η Fed αντί για αύξηση επιτοκίων αποφάσιζε να συνεχίσει με την εκτύπωση χρήματος.
Αν και όλοι αποδέχονται την ανάγκη ομαλοποίησης της νομισματικής πολιτικής (άρα αύξησης των επιτοκίων) ο φόβος κατάρρευσης των αγορών όταν αυτό συμβεί αποτρέπει τη λήψη της απόφασης.
Και ο καλύτερος τρόπος να ενισχυθεί ο φόβος αυτός είναι μια… πρόγευση κατάρρευσης. Ένα μικρό κύμα ρευστοποιήσεων στα χρηματιστήρια μπορεί να αποδειχθεί επαρκής εκβιασμός, ώστε η κεντρική τράπεζα να αναβάλει την αύξηση των επιτοκίων. Η αφορμή δεν άργησε να δοθεί από την Κίνα.
Χρηματιστήριο Σαγκάης: άνοδος 125% μέσα σε 6 μήνες
Είχε προηγηθεί, από το φθινόπωρο του 2014, ένα τρελό ράλι στο χρηματιστήριο της Σαγκάης, που οδήγησε μέσα σε 6 μήνες τον δείκτη από τις 2.300 στις 5.165 μονάδες – δηλαδή 125% υψηλότερα. Άνοδος που σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί από τα μακροοικονομικά στοιχεία, που παρέπεμπαν σε συνεχιζόμενη επιβράδυνση της οικονομίας.
Στις αρχές του καλοκαιριού ξεκίνησε η «διόρθωση», με τον δείκτη σε λιγότερο από ένα μήνα να «βυθίζεται» στις 3.500 μονάδες, χάνοντας περίπου το ένα τρίτο της αξίας του.
Εκείνη την περίοδο, όμως, οι επενδυτές στα δυτικά χρηματιστήρια είχαν στραμμένη την προσοχή τους στις διαπραγματεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης με τους δανειστές, τη μη πληρωμή της δόσης στο ΔΝΤ και το ενδεχόμενο αποχώρησης κράτους-μέλους από την Ευρωζώνη. Οι εξελίξεις στην Κίνα πέρασαν σε δεύτερη μοίρα.
Στη διάρκεια του Ιουλίου ο δείκτης στο χρηματιστήριο της Σαγκάης έδειξε να σταθεροποιείται και να ανακάμπτει. Όταν όμως, αρχές Αυγούστου, ξεκίνησε νέος γύρος ρευστοποιήσεων, οι κραδασμοί σύντομα μεταδόθηκαν στις αγορές διεθνώς. Οι απώλειες των τελευταίων εβδομάδων είναι κατά πολύ μικρότερες εκείνων του Ιουνίου αλλά αποδείχθηκαν αρκούντως μεγάλες για να παρασύρουν χαμηλότερα τους δείκτες στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια και τη Wall Street. Ή μάλλον, αποδείχθηκαν κατάλληλη αφορμή για να ασκηθεί η πίεση στη Fed να αναβάλει την αύξηση επιτοκίων, που όλα έδειχναν ότι θα γίνει τον Σεπτέμβριο.
Η κρίση καλά κρατεί...
Ο τρόμος των «επενδυτών» μπροστά σε αυτό το ενδεχόμενο είναι λογικός, καθώς η παγκόσμια οικονομία δεν έχει καταφέρει να ξεπεράσει την κρίση που ξέσπασε στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας.
Αντίθετα η αντίφαση που την προκάλεσε συνεχίζει να διογκώνεται, καθώς αντί να αποδυναμωθούν συνεχίζουν να ενισχύονται οι δύο παράγοντες που την τροφοδοτούν: Η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης και η παντοκρατορία των αγορών.
Ο πλούτος συγκεντρώνεται με όλο και ταχύτερους ρυθμούς στα χέρια λίγων, εις βάρος των πολλών, που όμως τυχαίνει να είναι οι… πελάτες. Εκείνοι στους οποίους θα πρέπει να πωληθούν τα προϊόντα που θα προκύψουν από τις νέες επενδύσεις, που είναι απαραίτητες για να συνεχίζεται η ανοδική πορεία της οικονομίας (και των αγορών).
Το πραγματικό εισόδημα των εργαζομένων σε ΗΠΑ και Ευρώπη διαρκώς περιορίζεται και παράλληλα διαψεύδονται οι προσδοκίες ότι το κενό κατανάλωσης θα καλυφθεί από την ανάπτυξη στην Κίνα και τις άλλες αναδυόμενες οικονομίες.
Αποπληθωρισμός αντί για ανάπτυξη
Κάπως έτσι η παγκόσμια οικονομία γεννά αποπληθωρισμό αντί για ανάπτυξη. Ένα φαινόμενο που έχει καταγραφεί στο παρελθόν, όταν και πάλι κυριαρχούσαν η παγκοσμιοποίηση και οι αγορές. Το πλέον γνωστό παράδειγμα είναι αυτό της κρίσης του ’29 αλλά το πλέον χαρακτηριστικό είναι μάλλον εκείνο της παρατεταμένης κρίσης, κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα.
Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα απαιτείται ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών, δηλαδή των εργαζομένων. Κάτι τέτοιο είναι, όμως, αντίθετο στη δυναμική που έχει αναπτύξει το σύστημα, συμπιέζοντας τιμές και μισθούς. Μη θέλοντας να αντιμετωπίσουν την αιτία, κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες εστίασαν αποκλειστικά στην αντιμετώπιση των συνεπειών που θεωρούσαν σημαντικές: Στους κλυδωνισμούς του τραπεζικού συστήματος και τη στήριξη των αγορών. Μηδενίζοντας τα επιτόκια και τυπώνοντας χρήμα, οι κεντρικές τράπεζες σε ΗΠΑ, Ευρωζώνη, Βρετανία, Ιαπωνία και Κίνα κατάφεραν όχι απλά να σταθεροποιήσουν τις τιμές στα χρηματιστήρια αλλά και να πυροδοτήσουν ένα πρωτοφανές ανοδικό ράλι. Αυτό σε τίποτα δεν συμβάλλει, βέβαια, στην αντιμετώπιση της κρίσης, καθώς ο πλούτος που δημιουργείται από τις κεντρικές τράπεζες καταλήγει σε λογαριασμούς off shore τραπεζικών ιδρυμάτων, μακριά από την πραγματική οικονομία.
Θέμα χρόνου προτού σκάσει η νέα φούσκα
Σαν αποτέλεσμα τα τελευταία χρόνια οι χρηματιστηριακοί δείκτες κάλπαζαν την ώρα που οι οικονομίες «μπαινόβγαιναν» στην ύφεση. Είναι προφανές ότι πρόκειται για μια φούσκα καταδικασμένη να σκάσει, προκαλώντας τεράστιες απώλειες σε όσους βρεθούν εκτεθειμένοι στις αγορές.
Αυτό φοβούνται οι «επενδυτές» ότι μπορεί να συμβεί με την απόφαση της Fed να αυξήσει τα επιτόκια. Θα προκαλέσει, όμως, η κεντρική τράπεζα μια τόσο μεγάλη καταστροφή στις αγορές; Ακούγεται μάλλον απίθανο, οπότε πολλοί «ποντάρουν» ότι η πολιτική μηδενικών επιτοκίων και εκτύπωσης χρήματος θα συνεχιστεί, οδηγώντας τους χρηματιστηριακούς δείκτες ακόμα υψηλότερα. Μια προοπτική ιδιαίτερα θελκτική για τους επενδυτές, που έτσι βρίσκονται να πελαγοδρομούν μεταξύ πλεονεξίας και πανικού, προκαλώντας τις έντονες διακυμάνσεις στις αγορές.
Αφορμή για τις αναταράξεις υπήρξαν οι αυξανόμενες ενδείξεις επιβράδυνσης της κινεζικής οικονομίας. Βασική αιτία, σε συνδυασμό μ’ αυτό, είναι η πρόθεση της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας να προχωρήσει σε αύξηση των επιτοκίων από το μηδενικό επίπεδο όπου βρίσκονται την τελευταία 6ετία.
Τα μηδενικά επιτόκια τροφοδότησαν μια φούσκα
Το ράλι των τελευταίων ετών στις αγορές τροφοδοτήθηκε αποκλειστικά από το φρεσκοτυπωμένο χρήμα που διοχέτευσαν οι κεντρικές τράπεζες, με πρώτη την αμερικανική.
Το φθινόπωρο η Fed διέκοψε την εκτύπωση χρήματος και άρχισε να προετοιμάζει το κλίμα για την αύξηση των επιτοκίων. Τα εξαιρετικά προσεκτικά βήματα της κεντρικής τράπεζας επέτρεψαν στους επενδυτές να διατηρήσουν την ψυχραιμία τους, με αποτέλεσμα να αποτραπεί μια απότομη διόρθωση στις αγορές. Οι χρηματιστηριακοί δείκτες έπαψαν να καλπάζουν, αλλά κατάφεραν να διατηρηθούν κοντά στα επίπεδα-ρεκόρ όπου είχαν ήδη σκαρφαλώσει. Οι επενδυτές παρέμεναν με το «δάχτυλο στη σκανδάλη», έτοιμοι είτε να τρέξουν προς την πόρτα εξόδου από την αγορά είτε να τοποθετηθούν για ένα νέο γύρο ανόδου, στην περίπτωση που η Fed αντί για αύξηση επιτοκίων αποφάσιζε να συνεχίσει με την εκτύπωση χρήματος.
Αν και όλοι αποδέχονται την ανάγκη ομαλοποίησης της νομισματικής πολιτικής (άρα αύξησης των επιτοκίων) ο φόβος κατάρρευσης των αγορών όταν αυτό συμβεί αποτρέπει τη λήψη της απόφασης.
Και ο καλύτερος τρόπος να ενισχυθεί ο φόβος αυτός είναι μια… πρόγευση κατάρρευσης. Ένα μικρό κύμα ρευστοποιήσεων στα χρηματιστήρια μπορεί να αποδειχθεί επαρκής εκβιασμός, ώστε η κεντρική τράπεζα να αναβάλει την αύξηση των επιτοκίων. Η αφορμή δεν άργησε να δοθεί από την Κίνα.
Χρηματιστήριο Σαγκάης: άνοδος 125% μέσα σε 6 μήνες
Είχε προηγηθεί, από το φθινόπωρο του 2014, ένα τρελό ράλι στο χρηματιστήριο της Σαγκάης, που οδήγησε μέσα σε 6 μήνες τον δείκτη από τις 2.300 στις 5.165 μονάδες – δηλαδή 125% υψηλότερα. Άνοδος που σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί από τα μακροοικονομικά στοιχεία, που παρέπεμπαν σε συνεχιζόμενη επιβράδυνση της οικονομίας.
Στις αρχές του καλοκαιριού ξεκίνησε η «διόρθωση», με τον δείκτη σε λιγότερο από ένα μήνα να «βυθίζεται» στις 3.500 μονάδες, χάνοντας περίπου το ένα τρίτο της αξίας του.
Εκείνη την περίοδο, όμως, οι επενδυτές στα δυτικά χρηματιστήρια είχαν στραμμένη την προσοχή τους στις διαπραγματεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης με τους δανειστές, τη μη πληρωμή της δόσης στο ΔΝΤ και το ενδεχόμενο αποχώρησης κράτους-μέλους από την Ευρωζώνη. Οι εξελίξεις στην Κίνα πέρασαν σε δεύτερη μοίρα.
Στη διάρκεια του Ιουλίου ο δείκτης στο χρηματιστήριο της Σαγκάης έδειξε να σταθεροποιείται και να ανακάμπτει. Όταν όμως, αρχές Αυγούστου, ξεκίνησε νέος γύρος ρευστοποιήσεων, οι κραδασμοί σύντομα μεταδόθηκαν στις αγορές διεθνώς. Οι απώλειες των τελευταίων εβδομάδων είναι κατά πολύ μικρότερες εκείνων του Ιουνίου αλλά αποδείχθηκαν αρκούντως μεγάλες για να παρασύρουν χαμηλότερα τους δείκτες στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια και τη Wall Street. Ή μάλλον, αποδείχθηκαν κατάλληλη αφορμή για να ασκηθεί η πίεση στη Fed να αναβάλει την αύξηση επιτοκίων, που όλα έδειχναν ότι θα γίνει τον Σεπτέμβριο.
Η κρίση καλά κρατεί...
Ο τρόμος των «επενδυτών» μπροστά σε αυτό το ενδεχόμενο είναι λογικός, καθώς η παγκόσμια οικονομία δεν έχει καταφέρει να ξεπεράσει την κρίση που ξέσπασε στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας.
Αντίθετα η αντίφαση που την προκάλεσε συνεχίζει να διογκώνεται, καθώς αντί να αποδυναμωθούν συνεχίζουν να ενισχύονται οι δύο παράγοντες που την τροφοδοτούν: Η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης και η παντοκρατορία των αγορών.
Ο πλούτος συγκεντρώνεται με όλο και ταχύτερους ρυθμούς στα χέρια λίγων, εις βάρος των πολλών, που όμως τυχαίνει να είναι οι… πελάτες. Εκείνοι στους οποίους θα πρέπει να πωληθούν τα προϊόντα που θα προκύψουν από τις νέες επενδύσεις, που είναι απαραίτητες για να συνεχίζεται η ανοδική πορεία της οικονομίας (και των αγορών).
Το πραγματικό εισόδημα των εργαζομένων σε ΗΠΑ και Ευρώπη διαρκώς περιορίζεται και παράλληλα διαψεύδονται οι προσδοκίες ότι το κενό κατανάλωσης θα καλυφθεί από την ανάπτυξη στην Κίνα και τις άλλες αναδυόμενες οικονομίες.
Αποπληθωρισμός αντί για ανάπτυξη
Κάπως έτσι η παγκόσμια οικονομία γεννά αποπληθωρισμό αντί για ανάπτυξη. Ένα φαινόμενο που έχει καταγραφεί στο παρελθόν, όταν και πάλι κυριαρχούσαν η παγκοσμιοποίηση και οι αγορές. Το πλέον γνωστό παράδειγμα είναι αυτό της κρίσης του ’29 αλλά το πλέον χαρακτηριστικό είναι μάλλον εκείνο της παρατεταμένης κρίσης, κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα.
Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα απαιτείται ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών, δηλαδή των εργαζομένων. Κάτι τέτοιο είναι, όμως, αντίθετο στη δυναμική που έχει αναπτύξει το σύστημα, συμπιέζοντας τιμές και μισθούς. Μη θέλοντας να αντιμετωπίσουν την αιτία, κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες εστίασαν αποκλειστικά στην αντιμετώπιση των συνεπειών που θεωρούσαν σημαντικές: Στους κλυδωνισμούς του τραπεζικού συστήματος και τη στήριξη των αγορών. Μηδενίζοντας τα επιτόκια και τυπώνοντας χρήμα, οι κεντρικές τράπεζες σε ΗΠΑ, Ευρωζώνη, Βρετανία, Ιαπωνία και Κίνα κατάφεραν όχι απλά να σταθεροποιήσουν τις τιμές στα χρηματιστήρια αλλά και να πυροδοτήσουν ένα πρωτοφανές ανοδικό ράλι. Αυτό σε τίποτα δεν συμβάλλει, βέβαια, στην αντιμετώπιση της κρίσης, καθώς ο πλούτος που δημιουργείται από τις κεντρικές τράπεζες καταλήγει σε λογαριασμούς off shore τραπεζικών ιδρυμάτων, μακριά από την πραγματική οικονομία.
Θέμα χρόνου προτού σκάσει η νέα φούσκα
Σαν αποτέλεσμα τα τελευταία χρόνια οι χρηματιστηριακοί δείκτες κάλπαζαν την ώρα που οι οικονομίες «μπαινόβγαιναν» στην ύφεση. Είναι προφανές ότι πρόκειται για μια φούσκα καταδικασμένη να σκάσει, προκαλώντας τεράστιες απώλειες σε όσους βρεθούν εκτεθειμένοι στις αγορές.
Αυτό φοβούνται οι «επενδυτές» ότι μπορεί να συμβεί με την απόφαση της Fed να αυξήσει τα επιτόκια. Θα προκαλέσει, όμως, η κεντρική τράπεζα μια τόσο μεγάλη καταστροφή στις αγορές; Ακούγεται μάλλον απίθανο, οπότε πολλοί «ποντάρουν» ότι η πολιτική μηδενικών επιτοκίων και εκτύπωσης χρήματος θα συνεχιστεί, οδηγώντας τους χρηματιστηριακούς δείκτες ακόμα υψηλότερα. Μια προοπτική ιδιαίτερα θελκτική για τους επενδυτές, που έτσι βρίσκονται να πελαγοδρομούν μεταξύ πλεονεξίας και πανικού, προκαλώντας τις έντονες διακυμάνσεις στις αγορές.
"Πηγή:laikienotita.blogspot.gr"
Δημοσίευση σχολίου