Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, οι όποιες αλλαγές στην Κίνα γίνονται
αισθητές και έχουν αντίκτυπο σε όλον τον πλανήτη. Οι συνέπειες της υποτίμησης
του γουάν σε ΗΠΑ, αναδυόμενες αγορές, Ιαπωνία και ευρωζώνη, και γιατί μπορεί να
οδηγήσει ακόμα και σε πολιτικές εξελίξεις.
Οι πρόσφατες
διακυμάνσεις στο νόμισμα της Κίνας απεικονίζουν τα καλύτερα και τα χειρότερα
του παγκοσμιοποιημένου κόσμου, όπου οι εξελίξεις σε μια χώρα μπορούν σε μια
στιγμή να αλλάξουν τους πολιτικούς και χρηματοοικονομικούς υπολογισμούς των
κυβερνήσεων σε άλλες χώρες. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας,
οι κοινωνίες, οι πολιτισμοί και οι οικονομίες του κόσμου ήταν ανεξάρτητα, καθώς
διαχωρίζονταν από τεράστιες αποστάσεις και δύσκολα εδάφη. Για παράδειγμα, θα
χρειάζονταν μήνες ή ακόμα και χρόνια ώστε να φτάσουν τα νέα από την Κίνα στην
Ευρώπη, μέσω της μεγάλης εμπορικής οδού του Δρόμου του Μεταξιού πριν από 1.000
χρόνια. Ακόμα και τότε, οι κοινωνίες που βρίσκονταν κατά μήκος αυτού του Δρόμου
δύσκολα θα μπορούσαν να θεωρηθούν απόλυτα συνδεδεμένες.
Αυτό όμως
είναι ξεκάθαρο ότι δεν ισχύει πλέον. Και τώρα, καθώς η Κίνα συνεχίζει να
προσαρμόζει το γουάν, οι αγορές σε όλον τον κόσμο θα αντιδράσουν αναλόγως,
ακόμα και αν αντιδρούν διαφορετικά.
Υπήρχαν
διάφοροι λόγοι για τους οποίους η Κίνα έλαβε αυτήν την απόφαση, ωστόσο η κίνησή
της εξέπληξε πολλούς. Στην προσπάθειά της γα σταθερότητα, η Κίνα έχει από το
1994 συνδέσει το νόμισμά της με το αμερικανικό δολάριο, συνήθως με χαμηλή αξία
έναντι του αμερικανικού νομίσματος. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000, η
σύνδεση αυτή βοήθησε την Κίνα να διατηρήσει ανταγωνιστικές τις εξαγωγές της, με
τον ανεπτυγμένο κόσμο να καταναλώνει την παραγωγή της. Η οικονομική κατάρρευση
της Δύσης το 2008 σήμαινε ότι αυτό το μοντέλο δεν μπορούσε πλέον να
λειτουργήσει και η Κίνα άρχισε να προσπαθεί να αυξήσει τα επίπεδα κατανάλωσης
έτσι ώστε η εγχώρια κατανάλωση να καλύψει το κενό που άφηνε η μείωση
της ζήτησης από τη διεθνή αγορά.
Αλλάζοντας την
Κίνα
Η μεταστροφή
από ένα οικονομικό μοντέλο που βασιζόταν στις εξαγωγές σε ένα μοντέλο που
βασίζεται στην κατανάλωση θα μπορούσε να περιγραφεί με απλά λόγια σαν να
προσπαθείς από Γερμανία να γίνεις ΗΠΑ -και η Κίνα έχει προσπαθήσει να αναπαράγει ορισμένα
από τα πλεονεκτήματα που έχει δημιουργήσει για τον εαυτό της η Αμερική. Ένα από
τα πλεονεκτήματα αυτά είναι η κυρίαρχη θέση του αμερικανικού δολαρίου
στο παγκόσμιο εμπόριο, που σημαίνει ότι οι Αμερικανοί καταναλωτές μπορούν
να καταχρεωθούν και η παγκόσμια ζήτηση δολαρίων θα καθυστερήσει τη στιγμή που
τα χρέη αυτά γίνονται απαιτητά με καταστροφικό αποτέλεσμα. Έτσι, η Κίνα
προσπάθησε να αυξήσει την παγκόσμια χρήση του γουάν, και έκανε άλματα στην
προσπάθειά της αυτή. Το επόμενο βήμα θα είναι το γουάν να γίνει
αποδεκτό στο «καλάθι» των SDR του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Ωστόσο, το
ΔΝΤ έχει πει πως η Κίνα θα πρέπει να απελευθερώσει το νόμισμά της προτού συμβεί
κάτι τέτοιο. Το ΔΝΤ λαμβάνει απόφαση κάθε πέντε χρόνια. Κανονικά θα λαμβάνονταν
απόφαση φέτος τον Νοέμβριο, όμως το Ταμείο αποφάσισε πρόσφατα να αναβάλει τη
λήψη της απόφασης για τον Οκτώβριο του 2016.
Εν τω μεταξύ,
η σύνδεση με το δολάριο βοήθησε τη στρατηγική της Κίνας καθώς
η ενίσχυση του αμερικανικού νομίσματος τα τελευταία δύο χρόνια έδωσε τη
δυνατότητα στο γουάν να ενισχυθεί και αυτό έναντι άλλων νομισμάτων, δίνοντας
έτσι μεγαλύτερη δύναμη στους Κινέζους καταναλωτές και βοηθώντας στην προσπάθεια
μετάβασης από μια εξαγωγική σε μια καταναλωτική οικονομία. Όμως η χαμηλή
παγκόσμια ζήτηση δεν δημιούργησε καλό κλίμα για αυτήν την αλλαγή, και η ανάπτυξη
είναι ασταθής κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, υποχωρώντας στο 7% φέτος.
Η μετάβαση
από μια εξαγωγική σε μια καταναλωτική οικονομία είναι ριψοκίνδυνη και
οι εξαγωγές πρέπει να «κρατήσουν» τόσο ώστε να δοθεί περιθώριο για να
αναπτυχθεί ο Κινέζος καταναλωτής -αλλά και το αποθεματικό νόμισμα. Όταν τα
νούμερα για τις εξαγωγές του Ιουλίου έδειξαν πτώση 8,3% σε ετήσια βάση, όλα
φάνηκε να δείχνουν προς μια χαλάρωση των ελέγχων, που θα ικανοποιούσε και το
ΔΝΤ, και θα βοηθούσε ώστε να δοθεί ώθηση στις εξαγωγές, εάν το κινεζικό νόμισμα
συνέχιζε να αποδυναμώνεται όπως περίμεναν πολλοί παράγοντες της αγοράς.
Ο αντίκτυπος
Στον
παγκοσμιοποιημένο κόσμο, όπου η κάθε οικονομία αλληλοσυνδέεται με κάθε άλλη
οικονομία του κόσμου, η επίπτωση μιας μεταβολής όπως αυτή της Κίνας γίνεται
αισθητή παντού. Οι μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου έτειναν να κινούνται συντονισμένα κατά
τη διάρκεια της σύγχρονης οικονομικής ιστορίας, με τις κεντρικές τράπεζες να
επιλέγουν να αυξήσουν ή να μειώσουν τα επιτόκιά τους, συχνά με μικρή χρονική
διαφορά μεταξύ τους. Όμως οι ενέργειες των τελευταίων δύο ετών αποκλίνουν του
κανόνα. Την ώρα που μια ομάδα εξετάζει αύξηση των επιτοκίων για
πρώτη φορά από το 2008, μια άλλη ομάδα εξακολουθεί να εφαρμόζει προγράμματα
ποσοτικής χαλάρωσης, τα οποία έχουν σχεδιαστεί εν μέρει ώστε να
υποτιμούν τα νομίσματα και να τονώνουν την ανάπτυξη. Η αποσύνδεση της Κίνας από
το δολάριο, ιδιαίτερα αν υπάρξει και περαιτέρω υποτίμηση του γουάν έναντι του
αμερικανικού νομίσματος, θα φέρει τη χώρα στη δεύτερη ομάδα, με ξεκάθαρες
συνέπειες:
ΗΠΑ και
Βρετανία
Μετά την
κρίση του 2008, οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν οι πρώτες χώρες που
υιοθέτησαν ξεκάθαρες νομισματικές πολιτικές για να τονώσουν τις οικονομίες
τους. Η ποσοτική χαλάρωση εφαρμόστηκε και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού και,
πιθανότατα ως αποτέλεσμα αυτού, οι δύο οικονομίες ηγούνται της ανάκαμψης τα
τελευταία χρόνια. Συνεπώς, τους τελευταίους 12 μήνες ο χρηματοοικονομικός
κόσμος έχει επικεντρωθεί σε ένα βασικό ερώτημα: πότε θα αυξήσει η Fed
τα επιτόκια, για πρώτη φορά από το 2008; Η Τράπεζα της Αγγλίας
αντιμετωπίζει παρόμοιο δίλημμα. Η αύξηση των επιτοκίων θα θεωρηθεί ως το πρώτο
βήμα προς την «ομαλότητα» μετά την παρατεταμένη περίοδο υπερβολικά χαμηλών
επιτοκίων και, εν αναμονή των αποφάσεων αυτών, τα κεφάλαια ρέουν από τις
αναδυόμενες αγορές στις ΗΠΑ.
Η «σποραδική»
ανάπτυξη και τα χαμηλά επίπεδα παραγωγικότητας, σε συνδυασμό με τον επίμονα
χαμηλό πληθωρισμό και στις δύο χώρες, έχουν οδηγήσει τις δύο κεντρικές τράπεζες
να καθυστερήσουν την αύξηση των επιτοκίων, όμως τα πρόσφατα ισχυρά στοιχεία για
τη δημιουργία θέσεων εργασίας οδήγησαν αρκετούς στην αγορά να θεωρήσουν πως οι ΗΠΑ
θα προχωρήσουν στις αλλαγές τον Σεπτέμβριο του 2015 (και η Βρετανία στις αρχές
ή στα μέσα του 2016). Η αμερικανική οικονομία δεν βασίζεται ιδιαίτερα στις
εξαγωγές, κάτι που την προστατεύει από ορισμένα μειονεκτήματα του ισχυρού
νομίσματος, που συνήθως βλάπτει τις εξαγωγές. Όμως η τελευταία κίνηση της Κίνας
δημιουργεί ένα ακόμα νόμισμα έναντι του οποίου το δολάριο μπορεί να ανατιμηθεί.
Τώρα, μια αύξηση επιτοκίων πιθανότατα θα ενίσχυε ακόμα περισσότερο το δολάριο,
σε σημείο που μπορεί να αποτελέσει πρόβλημα για την αμερικανική οικονομία.
Έτσι, οι μεταβολές στην Κίνα ίσως άλλαξαν την απάντηση στο μεγαλύτερο
χρηματοοικονομικό ερώτημα της χρονιάς, αφού οι αγορές αναμένουν τώρα η αύξηση
των επιτοκίων να καθυστερήσει μέχρι τον Δεκέμβριο ή ακόμα και το 2016.
Αναδυόμενες
αγορές
Οι
αναδυόμενες αγορές βρίσκονται στη διακεκαυμένη ζώνη τα τελευταία χρόνια. Οι
εξαγωγείς εμπορευμάτων στην Ασία, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική βίωσαν μια
εκρηκτική άνοδο την περίοδο από το 2000 μέχρι το 2008, όταν η Κίνα κατανάλωνε
τις πρώτες ύλες τους φτιάχνοντας την παραγωγική μηχανή της και οι κινεζικές
επενδύσεις διατήρησαν τις τιμές για αρκετά χρόνια μετά το 2008. Όμως οι
παγκόσμιες τιμές των εμπορευμάτων έχουν πέσει από το 2011, με τις οικονομίες
της Βραζιλίας, της Νιγηρίας, της Ρωσίας και αρκετών χωρών της Ασίας να δέχονται
το ισχυρότερο πλήγμα, όπως φαίνεται από τα νομίσματά τους που πέφτουν σταθερά.
Η υποτίμηση του γουάν μειώνει την αγοραστική δύναμη της Κίνας και τα νομίσματα
των αναδυόμενων αγορών συνεχίζουν να υποχωρούν. Κάθε φορά που αποδυναμώνεται το
γουάν, δημιουργεί πρόβλημα στις χώρες αυτές, καθώς πολλές «καλοδέχθηκαν» το
δυτικό κεφάλαιο τις καλές εποχές και τώρα έχουν μεγάλα δάνεια σε
δολάρια στους ισολογισμούς του ιδιωτικού τομέα, που γίνεται όλο και
πιο δύσκολο να πληρωθούν.
Ιαπωνία και
Ευρωζώνη
Εν τω μεταξύ,
η υποτίμηση του γουάν έχει οδηγήσει σε ενίσχυση του γεν και του ευρώ. Η εξέλιξη
αυτή είναι προβληματική, διότι και οι δύο περιοχές έχουν προχωρήσει σε
πολιτικές ποσοτικής χαλάρωσης, εν μέρει για να υποτιμήσουν τα νομίσματά τους.
Από τότε που ήρθε
στην εξουσία, τον Δεκέμβριο του 2012, ο Ιάπωνας πρωθυπουργός Σίνζο Άμπε,
εφαρμόζει μια τρίπτυχη στρατηγική που σχεδιάστηκε ώστε με ένα σοκ η Ιαπωνία να
βγει από το οικονομικό τέλμα των τελευταίων δύο δεκαετιών. Το πρώτο σκέλος της
στρατηγικής αυτής αφορούσε στη νομισματική χαλάρωση, εν μέρει για να μειωθεί η
αξία του γεν και να τονωθεί η ανάπτυξη μέσω εξαγωγών και ο πληθωρισμός. Το
σχέδιο όμως δεν είναι αποτελεσματικό. Ο πληθωρισμός επιμένει να παραμένει πολύ
χαμηλότερα από τον στόχο του 2%, οι εξαγωγές τον Ιούλιο κατέγραψαν πτώση σε
σχέση με το προηγούμενο έτος, ενώ η ανάπτυξη δεν είναι αξιόπιστη, καταγράφοντας
συρρίκνωση 1,6% το β' τρίμηνο. Ακόμα και πριν την υποτίμηση του κινεζικού
νομίσματος, είχαν ήδη ξεκινήσει συζητήσεις αναφορικά για την ανάγκη μεγαλύτερης
ποσοτικής χαλάρωσης. Η πτώση των ασιατικών νομισμάτων έναντι του γεν απλώς θα
αυξήσουν τις φωνές που ζητούν περαιτέρω νομισματική χαλάρωση, όμως το θέμα
είναι περίπλοκο.
Τα
επονομαζόμενα Abenomics έχουν αρχίσει να χάνουν τη λαϊκή
στήριξη. Ακόμα και εντός της κυβέρνησης, ο Άμπε και ο διοικητής της Τράπεζας
της Ιαπωνίας Χαρουχίκο Κουρόντα διαφωνούν ως προς το ποιος είναι ο καλύτερος
τρόπος για να προχωρήσουν. Ο Άμπε πιέζει για περαιτέρω χαλάρωση, ενώ ο
Κουρόντα, ίσως γιατί γνωρίζει καλύτερα τις επιπλοκές που μπορεί να προκαλέσει
το γεγονός ότι η Τράπεζα της Ιαπωνίας ήδη κατέχει ένα μεγάλο μερίδιο ιαπωνικών
κρατικών ομολόγων, πιέζει για δημοσιονομική προσαρμογή. Αυτή η διαφορά απόψεων
αναφορικά με τις αποφάσεις του Άμπε, όπως για παράδειγμα για καθυστέρηση της
σχεδιαζόμενης αύξησης του φόρου κατανάλωσης, και με άλλες πολιτικές που αφορούν
τον στρατό της Ιαπωνίας, έχουν ως αποτέλεσμα η ιαπωνική κυβέρνηση να «βλέπει»
τη χαμηλότερη δημοτικότητα από τότε που ήλθε στην εξουσία (από το 46% τον
Ιούνιο στο 38% τον Ιούλιο). Το μεγάλο πείραμα του Άμπε αντιμετωπίζει
προβλήματα, τα οποία περιορίζουν την δυνατότητα του πρωθυπουργού να ενισχύσει
τις κινήσεις του τόσο πολιτικά όσο και οικονομικά. Ίσως πλησιάζει ο καιρός για
ακύρωση των Abenomics. Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι δύσκολο να
φανταστεί κανείς τον Άμπε να παραμένει στη θέση του.
Στην Ευρώπη,
το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ έχει επίσης οδηγήσει σε αποδυνάμωση
του νομίσματος, βελτιώνοντας την οικονομία της ευρωζώνης. Μάλιστα, κάποιοι ήδη
μιλούν για παράταση του προγράμματος πέραν του προγραμματισμένου τέλους του,
τον Σεπτέμβριο του 2016. Η απόφαση, τεχνικά, δεν θα είναι τόσο προβληματική όσο
στην περίπτωση της Ιαπωνίας, αφού η ποσοτική χαλάρωση της Ευρώπης δεν έχει
διαρκέσει τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα και η ΕΚΤ θα μπορούσε να ξεπεράσει την
όποια έλλειψη διαθέσιμων ομολόγων παρατείνοντας τα όρια που έχει επιβάλει η
ίδια ώστε να αγοράσει περισσότερα ομόλογα. Ωστόσο, αν η Ευρώπη εξετάσει το
ενδεχόμενο παράτασης του προγράμματός της, θα δυσκολευτεί να πείσει τη
Γερμανία για τα οφέλη του QE, ενδεχομένως δημιουργώντας αχρείαστα
πολιτικά ζητήματα σε μια περίοδο που η Ευρώπη είναι ήδη βαθύτατα διαιρεμένη.
"Πηγή:euro2day.gr"
Δημοσίευση σχολίου