Όλα ξεκίνησαν
σαν ένα παιχνίδι. Τον έπεισαν ότι για να γίνει πολίτης αντάξιος της νέας
εποχής, θα ‘πρεπε να ξεχάσει όσα μέχρι τώρα ήξερε για σημαντικά και που στην
πραγματικότητα ήταν άχρηστα και σκουριασμένα. Να μάθει άλλα, χρήσιμα. Του
κέντρισαν την περιέργεια. Κι αυτός δοκίμασε.
Και πρώτα απ’ όλα την Ιστορία του ψαλίδισαν, γιατί, όπως του ‘παν, αυτή φυτεύει το μίσος στους ανθρώπους. Λες και το μίσος δεν το φτιάχνουν οι άνθρωποι. Το ‘φτιαχναν κι όταν ακόμη δεν υπήρχε ιστορία.
Έτσι έχασε τη
μνήμη του. Μαζί και κάθε ίχνος περηφάνιας για όσα κάποτε είχε κατορθώσει, μα
και αυτοκριτικής για όποια στιγμή άσχημη υπήρχε. Καθώς η γνώση απουσίασε,
έλειψε και ο παραδειγματισμός κι η αίσθηση ευθύνης. Και το χειρότερο. Μη
γνωρίζοντας πια από πού έρχεται και προς τα πού
ήταν ο δρόμος του, δεν είχε πια προορισμό.
Ύστερα την Πατρίδα, μπρος στα μάτια του μειώσανε, γιατί, όπως του ‘παν, δεν έχουν θέση οι πατρίδες στο παγκόσμιο χωριό. Λες και σε μια πόλη δεν υπάρχουν κατοικίες, που η μια από την άλλη διαφέρει. Άλλοι οι άνθρωποι σε κάθε μια, άλλα αρέσκονται να βλέπουν, να ακούν, να κάνουν. Άλλα τα πράγματα που αγαπούν και που φροντίζουν να ‘χουν γύρω τους. Άλλα τα όνειρά τους, οι πόθοι, οι καημοί τους, τα προβλήματα.
Κι έτσι έγινε
άπατρις. Δίχως τον οίκο του. Χωρίς τον δικό του χώρο έκφρασης και
αυτοπροσδιορισμού. Και τελικά χωρίς ταυτότητα.
Έπειτα την ύπαρξη Θεού του αρνηθήκανε, γιατί, όπως του ‘παν, ο θαυμαστός καινούργιος κόσμος δεν έχει ανάγκη από Θεούς. Ο άνθρωπος είναι δυνατός και κύριος του εαυτού του. Λες και το ένα αντιστρατεύεται το άλλο. Λες και δεν είναι ο Θεός που έτσι έπλασε τον άνθρωπο, γιατί έτσι τον θέλει. Ελεύθερο.
Κι έτσι έγινε
άθεος. Και έπαψε να βλέπει προς τα πάνω. Απόδιωξε το μεγαλείο, χαμήλωσε το
βλέμμα του, βυθίστηκε στην ύλη. Οι στόχοι του δεν ήταν πλέον υψηλοί. Του έλειψε
η αίσθηση του χρέους. Χρέος άλλωστε σε ποιον; Μα το πιο θλιβερό απ’ όλα ήταν
πως δεν είχε πια ελπίδα. Σε τι θα μπορούσε εξάλλου να ελπίζει; Ήταν πια ένας
άνθρωπος που περίμενε απλά τον θάνατό του. Ένας απελπισμένος άνθρωπος.
Και ύστερα απ’ όλα αυτά, του γκρέμισαν την γλώσσα. Λιθαράκι, λιθαράκι. Τόνους, πνεύματα, πτώσεις, γράμματα, καταλήξεις, λέξεις... Η μάθησή τους χρόνο απαιτεί πολύ, έτσι του ‘παν, και ζούμε σε φρενήρη εποχή. Λες και έλειψε ο χρόνος. Λες και δεν ξοδεύεται απλόχερα σε τόσα επουσιώδη. Και κάτι άλλο είπαν. Πως ήταν παλιομοδίτικη εκείνη εκεί η γλώσσα. Λες και τις μόδες δεν τις φτιάχνουν οι άνθρωποι. Λες και η γλώσσα είναι θέμα μόδας. Δεν είναι ανάσα, ψυχή, ζωή...
Κι έτσι έγινε
ο άνθρωπος των τριακοσίων λέξεων. Με τόσες μιλούσε όλο κι όλο. Και δεν μπορούσε
να εκφράσει πια υψηλές έννοιες και νοήματα. Ούτε να αποδώσει με τον λόγο του
σχέσεις αιτίου και αιτιατού. Κι είναι γνωστό, πως σε ότι δεν μπορείς να δώσεις
σχήμα λόγου, αυτό μένει μέσα σου βουβό, ασχημάτιστο και τελικά συμπιέζεται και
μαραζώνει ώσπου να πεθάνει.
Η μόνη παραχώρηση που έκαναν, αυτή των τριακοσίων λέξεων, ήταν στην ουσία απαραίτητη γι’ αυτούς τους ίδιους. Έπρεπε να μπορεί να καταλαβαίνει τις διαφημίσεις, για τα προϊόντα τα οποία εκαλείτο να καταναλώσει και να αντιλαμβάνεται τις διαταγές τις οποίες επρόκειτο να εκτελέσει...
Δημοσίευση σχολίου