Οι βασικές κατευθύνσεις του νέου ασφαλιστικού.
Η κεντρική ιδέα του νέου ασφαλιστικού σύμφωνα με την κυβέρνηση είναι «η εφαρμογή ενιαίων κανόνων με όρους κοινωνικής και διαγενεακής δικαιοσύνης», η «κοινωνική και ταξική μεροληψία υπέρ των αδύναμων», «ένα σύστημα που συνδυάζει την αναδιανομή με την ανταποδοτικότητα» και ειδικά για τους ελεύθερους επαγγελματίες -και το μεγάλο ποσοστό των μισθωτών, υποαπασχολούμενων και άνεργων που θεωρούνται «ελεύθεροι επαγγελματίες»- «η σύνδεση των ασφαλιστικών εισφορών με το εισόδημα». Δεν είναι δύσκολο να καταδειχθεί ότι στην πραγματικότητα οι κεντρικές ιδέες του νέου συστήματος είναι άλλες. 
Είναι η εμπέδωση της μετατροπής του συστήματος της τριμερούς χρηματοδότησης, το οποίο θεωρητικά έχει στοιχεία αναδιανομής, σε μια ποιοτική μετατόπιση προς το ανταποδοτικό - κεφαλαιοποιητικό σύστημα των τριών πυλώνων, που αναδύονται και μορφοποιούνται με χαρακτηριστικό τρόπο. 

Έτσι εγκαθιδρύεται ο πρώτος πυλώνας της Εθνικής Σύνταξης, με την οποία ουσιαστικά ελαχιστοποιείται, αποσύρεται η κρατική συμμετοχή. Στη συνέχεια αφήνεται ο αναγκαίος ζωτικός χώρος για την ανάπτυξη του τρίτου πυλώνα της ιδιωτικής ασφάλισης. Τέλος, δημιουργείται το ανταποδοτικό τμήμα της σύνταξης, το οποίο γίνεται ο προπομπός του εξατομικευμένου «ασφαλιστικού κουμπαρά» της περιβόητης «πρότασης των σοφών».

Οδηγείται δηλαδή το σύστημα ένα ανεπαίσθητο βήμα πριν την καθαρή κεφαλαιοποιητική λειτουργία (που δεν έχει ποσοστά αναπλήρωσης αλλά κυμαινόμενες συντάξεις ανάλογα με την απόδοση του επενδυμένου κεφαλαίου) η οποία θα συμπληρώσει την αντίστοιχη λειτουργία του τρίτου πυλώνα της ιδιωτικής ασφάλισης. Επιπλέον, το αντιασφαλιστικό αυτό νομοσχέδιο συνοδεύεται από την εδραίωση της μετατροπής του ασφαλιστικού συστήματος από στοιχείο του κοινωνικού κράτους πρόνοιας σε μορφή βαριάς φορολόγησης με στόχο την κατασκευή του «χρεωμένου ανθρώπου». Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι το νομοσχέδιο αποτελεί απλά πρόταση της κυβέρνησης προς τους «δανειστές», επομένως το πιθανότερο είναι στην τελική του μορφή να είναι ακόμα χειρότερο.
Στην ιστορική του εξέλιξη το ασφαλιστικό σύστημα αποτελεί διαδικασία καθολικοποίησης και εφαρμογής στο κοινωνικό πεδίο της αλληλοβοηθητικής ασφάλισης. Τα Ταμεία Αλληλοβοήθειας των ενώσεων της εργατικής τάξης που ασφάλιζαν τα μέλη τους έναντι των κινδύνων της ασθένειας, των ατυχημάτων, των γηρατειών, κ.λπ., μετατράπηκαν σε σύστημα κοινωνικής ασφάλισης έναντι των ίδιων κινδύνων με εγγυητή το κράτος, και την μεταπολεμική περίοδο αποτέλεσαν βασικό στοιχείο του κράτους πρόνοιας. Το σύστημα της τριμερούς χρηματοδότησης που επικράτησε, προϋποθέτει στην περίπτωση της τυπικής μισθωτής σχέσης, την χρηματοδότηση του συστήματος από τρεις πηγές: τις εισφορές των εργαζόμενων, τις εισφορές των εργοδοτών και την κρατική χρηματοδότηση. Σε κάθε περίπτωση τα ποσά που εισπράττει τελικά ο εργαζόμενος, με τη μορφή των συντάξεων, των παροχών υγείας και άλλων παροχών, είναι μεγαλύτερα από τα ποσά που εισφέρει και μεγαλύτερα από ότι θα εισέπραττε αν κατέθετε τα ίδια χρήματα σε κάποιου είδους ατομικό τραπεζικό λογαριασμό. Αυτό αποτελεί το στοιχείο της αναδιανομής. Οι παροχές αυτές αφορούν όλους τους εργαζόμενους, αποτελώντας κοινωνικό δικαίωμα, και όχι τα πιο ευάλωτα κομμάτια σαν μορφή φιλανθρωπίας.

Η πολιτική στροφή εγκατάλειψης του κράτους πρόνοιας από τη δεκαετία του 1980 και μετά, πήρε στο ασφαλιστικό τη μορφή του συστήματος των τριών πυλώνων ή «σύστημα Χιλής», επειδή εφαρμόστηκε πειραματικά για πρώτη φορά στη Χιλή του Πινοσέτ από τα «παιδιά του Σικάγο» και γενικεύτηκε αργότερα με διαφορετικούς βαθμούς και ταχύτητες από το δίδυμο Ρίγκαν - Θάτσερ. Στο σύστημα αυτό, ο πρώτος πυλώνας εξασφαλίζει μία ελάχιστη σύνταξη εν είδη ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος και αποτελεί το διάδοχο σχήμα, για την ακρίβεια το υπόλειμμα, του κοινωνικού κράτους. Ο δεύτερος πυλώνας, ο οποίος αποτελεί ένα είδος επαγγελματικού ταμείου στη χρηματοδότηση του οποίου συμμετέχουν εργαζόμενοι και εργοδότες, αποτελεί την κύρια πηγή σύνταξης και έχει ανταποδοτικό χαρακτήρα, δηλαδή το ύψος των αποδοχών αναλογεί στο ύψος των συνολικών εισφορών. Ο τρίτος ιδιωτικός, προαιρετικός πυλώνας βαρύνει αποκλειστικά τον ασφαλισμένο και υλοποιείται μέσω ατομικών συμβολαίων με ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες.

Στο σχέδιο νόμου που εμφάνισε η κυβέρνηση για το ασφαλιστικό, το σύστημα των τριών πυλώνων υλοποιείται με τη θεσμοθέτηση της «εθνικής σύνταξης» των 384€ το μήνα στη θέση του πρώτου πυλώνα και της «ανταποδοτικής σύνταξης» στη θέση του δεύτερου πυλώνα. Η εθνική σύνταξη, όπως είναι σήμερα διατυπωμένο το σχέδιο νόμου, θα δίνεται σε όλους μετά από τουλάχιστον 15 χρόνια ασφάλισης, σαν υπόλειμμα κοινωνικού κράτους, αν το επιτρέψει το ΔΝΤ το οποίο απαιτεί εισοδηματικά κριτήρια στη χορήγησή του, άποψη η οποία είναι συνεπέστερα νεοφιλελεύθερη, καθώς ο ρόλος του πρώτου πυλώνα στη θεωρία είναι η συγκράτηση της απόλυτης εξαθλίωσης και επομένως δίνεται στοχευμένα στους φτωχούς και όχι σε όλους ως κοινωνική παροχή. Ο δεύτερος πυλώνας, η ανταποδοτική σύνταξη, χρηματοδοτείται από τις εισφορές εργαζόμενων και εργοδοτών, ή το ποσό πληρώνεται ολόκληρο από τους εργαζόμενους που θεωρούνται «ελεύθεροι επαγγελματίες». Εδώ το νέο νομοσχέδιο χαρακτηρίζεται από σοβαρές μειώσεις συντάξεων για τους νέους συνταξιούχους, καθώς για το τελικό ποσό υπολογίζεται το σύνολο του χρόνου ασφάλισης και όχι η τελευταία ή καλύτερη πενταετία. Επιπλέον χαρακτηρίζεται από τις απολύτως εξοντωτικές εισφορές για τους αγρότες και όσους θεωρούνται ελεύθεροι επαγγελματίες. Οι ληστρικές αυτές εισφορές αναμένεται μεσοπρόθεσμα να σπρώξουν ποσοστό από τις παραπάνω κατηγορίες εκτός του κρατικού ασφαλιστικού συστήματος, τροφοδοτώντας την ιδιωτική ασφάλιση, τον τρίτο πυλώνα του συστήματος, για όσους φυσικά θα δύνανται. Ένας εναλλακτικός τρόπος υλοποίησης του τρίτου πυλώνα είναι η ιδιωτικοποίηση των κλάδων του εφάπαξ και της επικουρικής σύνταξης στους ελεύθερους επαγγελματίες και η λειτουργία τους σαν «επαγγελματικό ταμείο», όπως διεκδικούν διάφοροι επαγγελματικοί σύλλογοι και επιμελητήρια.
Το μοναδικό «επίτευγμα» της κυβέρνησης είναι ότι καταφέρνει να μην μειώσει τις κύριες (μόνο τις κύριες, όχι λ.χ. τις επικουρικές) συντάξεις για τα επόμενα τρία χρόνια, δηλαδή μέχρι τη λήξη του τρέχοντος μνημόνιου, για τους ήδη συνταξιούχους. Το επίτευγμα αυτό βέβαια βρίσκεται υπό την αίρεση των βουλήσεων του ΔΝΤ, το οποίο μέχρι σήμερα δεν έχει διακριθεί για την προθυμία του να επιτρέπει στις ελληνικές κυβερνήσεις να παρουσιάζουν ένα φύλλο συκής για να διευκολύνονται να περνάνε τα υπόλοιπα μέτρα. Παρόλα αυτά, σε συνδυασμό με τις εξοντωτικές εισφορές, το επίτευγμα αυτό ήδη τροφοδοτεί τον κοινωνικό αυτοματισμό και καταστρέφει την διαγενεακή αλληλεγγύη πάνω στην οποία στηρίζεται οποιοδήποτε ασφαλιστικό σύστημα, από τη στιγμή που οι εισφορές της σημερινής γενιάς εργαζόμενων στηρίζουν τις συντάξεις της προηγούμενης γενιάς.
Βέβαια το όλο και πιο δημοφιλές επιχείρημα να μειωθούν οι συντάξεις για να μειωθούν οι εισφορές, αγνοεί το γεγονός ότι δεν είμαστε μεμονωμένα άτομα αλλά συναποτελούμε κοινωνία, το γεγονός ότι οι συντάξεις σε μια κοινωνία με έναν στους τέσσερις άνεργο αποτελούν την κύρια πηγή εισοδήματος για τα μισά νοικοκυριά και το γεγονός ότι η αποδοχή της μνημονιακής πολιτικής σαν τελικός πολιτικός ορίζοντας και η προσπάθεια η μία κοινωνική κατηγορία να φορτώσει τα βάρη στην άλλη, συνεπάγεται ότι στο τέλος δεν θα γλιτώσει κανένας. Εξάλλου η μνημονιακή πολιτική καθορίζει συνολικά τον χαρακτήρα του νέου ασφαλιστικού συστήματος. Η μείωση των δαπανών του ασφαλιστικού αποτελεί μνημονιακή υποχρέωση και επιβάλλεται σε ένα σύστημα το οποίο έχει ήδη υποστεί μεγάλες καταστροφές όπως η σοβαρότατη απώλεια αποθεματικών από το PSI, η πολύ μεγάλη ανεργία και η γενικότερη ύφεση στην οποία οδήγησαν οι πολιτικές της εσωτερικής υποτίμησης.
Το ασφαλιστικό στον κλάδο των μηχανικών.
Ειδικά στον κλάδο των μηχανικών, το μνημονιακό νομοθέτημα, το οποίο ψηφίστηκε το καλοκαίρι του 2011 στο πλαίσιο του «μεσοπρόθεσμου» (ν.3986/2011) για το ασφαλιστικό των μηχανικών, ήταν αυτό που αρχικά εγκατέστησε στο σύστημα χαρακτηριστικά υφαρπαγής. Σε ένα περιβάλλον αυξημένης ανεργίας, μείωσης των εισοδημάτων και γενικότερης καταστροφής του κλάδου, το νομοθέτημα αυτό «υποθέτει» ότι οι μηχανικοί πλουτίζουν καθώς περνάνε τα χρόνια επαγγελματικής δραστηριότητας και καθιστά υποχρεωτική την άνοδο των ασφαλιστικών κατηγοριών ανά τριετία. Από το γεγονός αυτό προκύπτει κατακόρυφη αύξηση των εισφορών για τους μετά το 1992 ασφαλισμένους, η οποία κλιμακώνεται ελεύθερα μέχρι την 14η ασφαλιστική κατηγορία, όπου οι εισφορές –χωρίς την ειδική προσαύξηση- ξεπερνάνε τις 10.000€ ετησίως. Η πλειοψηφία των μηχανικών εντάσσεται στη 2ηασφαλιστική κατηγορία με ετήσιες εισφορές 3849,36€ και στην 3η ασφαλιστική κατηγορία με εισφορές 4.541,52€ αντίστοιχα (πάλι χωρίς την ειδική προσαύξηση). Το μέγεθος της υφαρπαγής γίνεται καλύτερα αντιληπτό λαμβάνοντας υπόψη ότι οι μηχανικοί ασφαλίζονται υποχρεωτικά με βάση την ιδιότητα και όχι την εργασία, με αποτέλεσμα τις εισφορές αυτές να τις οφείλουν ακόμα και οι άνεργοι αλλά και από τη γενίκευση της εξαρτημένης εργασίας με Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών μέσω της οποίας οι «μισθωτοί με μπλοκάκι» έχουν την ίδια αντιμετώπιση. Η καταλήστευση αυτή μέσω των εισφορών, οδήγησε ήδη τους μισούς και πλέον μηχανικούς εκτός κοινωνικής ασφάλισης, υγειονομικής περίθαλψης αλλά και επαγγελματικής δραστηριότητας στο βαθμό που αυτή εξαρτάται από την ασφαλιστική ενημερότητα. Η χρονικά κλιμακούμενη ανεξέλεγκτα αύξηση των εισφορών, ανεξάρτητα από το εισόδημα, είχε και έχει απολύτως ανορθολογικό χαρακτήρα και ο βασικός της ρόλος είναι να δημιουργεί χρέη από εισφορές που δεν μπορούν να πληρωθούν, αλλά και να μειώνει τον αριθμό των ελεύθερων επαγγελματιών. Η πραγματική βάση του παραπάνω καθεστώτος εισφορών είναι βέβαια η πληρωμή του δημόσιου χρέους στο πλαίσιο των διαδοχικών μνημονίων.

Οι ανορθολογικές και ληστρικές αυτές αυξήσεις είχαν φυσικά καταγγελθεί από το σύνολο του κλάδου αλλά και από τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος υποτίθεται ότι θα τις καταργούσε. 
Με το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο, αντί να τις καταργήσει, τις χρησιμοποιεί σαν βάση υπολογισμού και επιχειρεί μέσω της σύνδεσης των εισφορών με το εισόδημα σε ένα βαθμό να τις εξορθολογίσει, έτσι ώστε σε συνδυασμό με την ενοποίηση του συστήματος ασφαλιστικών και φορολογικών εσόδων, τις μηνιαίες πληρωμές αλλά και την ενίσχυση του μηχανισμού των κατασχέσεων για χρέη προς το Ταμείο, να αυξήσει την εισπραξιμότητα, καθιστώντας αποτελεσματικότερο το καθεστώς της υφαρπαγής.
Το νέο ασφαλιστικό ορίζει υποχρεωτικές εισφορές για όλους τους ελεύθερους επαγγελματίες, μισθωτούς με ΔΠΥ, υποαπασχολούμενους και άνεργους στο 38,45% του καθαρού φορολογητέου εισοδήματος και όχι στο 20% όπως αφήνει να εννοηθεί η κυβερνητική προπαγάνδα (κύρια σύνταξη 20%, εφάπαξ 4%, επικουρική 7,5%, υγεία 6,95%) συν 120€ τον χρόνο εισφορά για ένα ανύπαρκτο μέχρι στιγμής επίδομα ανεργίας). Το ποσοστό είναι εξωφρενικό από μόνο του αλλά επιπλέον οι ελεύθεροι επαγγελματίες φορολογούνται και με 26% του καθαρού εισοδήματος (έσοδα πλην έξοδα και αφού αφαιρεθούν οι εισφορές) από το πρώτο ευρώ. Επιπλέον, επιβαρύνονται με την «εισφορά αλληλεγγύης», που κυμαίνεται από 0,7% έως 6%, καθώς και με το τέλος επιτηδεύματος (650€ έως 1000€ ετησίως), χώρια η προκαταβολή φόρου στο 100% (από το 2017). Συγκεκριμένα, ας δούμε την περίφημη «ταξική μεροληψία» της κυβέρνησης υπέρ των αδυνάτων, χρησιμοποιώντας το παράδειγμα ελεύθερου επαγγελματία καθαρού ετήσιου εισοδήματος (έσοδα πλην έξοδα) των 12.000€. Με βάση τα παραπάνω, αφαιρώντας τις εισφορές, μένει φορολογητέο εισόδημα 7.266€, οπότε το διαθέσιμο τελικό εισόδημα μετά την αφαίρεση του 26%, της εισφοράς αλληλεγγύης (50€) και του τέλους επιτηδεύματος (650€) που προκύπτει είναι 4.677€, δηλαδή 390€ το μήνα! Γενικά το νέο ασφαλιστικό σύστημα σε συνδυασμό με το φορολογικό δημιουργεί επιβαρύνσεις μεγαλύτερες από το 50% του εισοδήματος!
Το σύστημα αυτό δημιουργεί στη μειοψηφία που αμείβεται καλά σοβαρότατο κίνητρο απόκρυψης εισοδημάτων ή μαύρης εργασίας σε πλήρη αντίθεση με τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς. Ακόμα χειρότερα σε όσους εργάζονται κανονικά αλλά δεν έχουν υψηλές αποδοχές, η με κάθε τρόπο αποφυγή της πληρωμής των εισφορών αποτελεί τον μοναδικό τρόπο για να αποφύγουν την φτωχοποίηση ή ακόμα και όρο επιβίωσης. Ακόμα χειρότερα στα τεράστια ποσοστά των άνεργων και υποαπασχολούμενων, όχι μόνο δεν αναγνωρίζεται το καθεστώς της ανεργίας τους και δεν δικαιούνται επίδομα αλλά ορίζεται ελάχιστη ασφαλιστική εισφορά 2.823€ το χρόνο η οποία υπολογίζεται σαν ποσοστό του κατώτατου βασικού μισθού που δεν παίρνουν και επομένως τους ζητάνε χρήματα που δεν έχουν (συν τη φορολογία). Επιπλέον παρά τις τελευταίες μικροβελτιώσεις αυξήσεις προκύπτουν σε πολλές περιπτώσεις και για τους νεοεισερχόμενους στο επάγγελμα (κάτω πενταετίας).
Ειδικά για τους μισθωτούς που πληρώνονται με Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών, η κυβέρνηση υπόσχεται να καταστήσει τις εισφορές τους παρόμοιες με αυτές των τυπικά μισθωτών, δηλαδή να μοιράσει το 20% της εισφοράς της κύριας σύνταξης σε 6,67% σε βάρος των μισθωτών και 13,33% σε βάρος των εργοδοτών (βέβαια η υπόλοιπη επιβάρυνση στο 18,54% του εισοδήματος παραμένει). Η υπόσχεση αυτή όμως είναι κενό γράμμα στο βαθμό που η κυβέρνηση δεν εξηγεί πώς θα το εφαρμόσει, με πιθανότερο αποτέλεσμα αυτό το 13,33% να μετακυληθεί σε βάρος των αποδοχών των εργαζόμενων. Για την εξέλιξη αυτή προϊδεάζει άλλωστε και η ανακοίνωση του εργοδοτικού Συνδέσμου Ελληνικών Γραφείων Μελετών η οποία τονίζει ότι «η μείωση αυτή είναι αδύνατον να καλυφθεί από τις επιχειρήσεις» και ισχυρίζεται ψευδώς ότι για το μοντέλο της εξαρτημένης εργασίας που εμφανίζεται σαν υπεργολαβία και αμείβεται με ΔΠΥ δεν ευθύνονται καθόλου οι επιχειρήσεις αλλά μόνο οι κυβερνήσεις. Πραγματικά εναλλακτική πολιτική θα ήταν αντί να νομιμοποιεί αυτό το καθεστώς η κυβέρνηση να το καταργήσει, στέλνοντας π.χ. την επιθεώρηση εργασίας να ελέγξει τις επιχειρήσεις, ξεκινώντας π.χ. τις πολύ μεγάλες εταιρείες του κλάδου που εμφανίζονται να απασχολούν χιλιάδες «υπεργολάβους», με παράλληλη αναστήλωση του εργατικού δίκαιου.
Αν λάβουμε σαν βάση υπολογισμού τη δεύτερη ασφαλιστική κατηγορία του προηγούμενου ληστρικού νόμου, οι ασφαλιστικές εισφορές μειώνονται ανεπαίσθητα για όσους το εισόδημά τους είναι 10.000€ ετησίως (3.845,00€ έναντι 3.849,36€), ενώ από εκεί και πέρα οι αυξήσεις εισφορών κλιμακώνονται όσο αυξάνεται το εισόδημα. Αν λάβουμε σαν βάση υπολογισμού την τρίτη ασφαλιστική κατηγορία, οι εισφορές αυξάνονται για εισόδημα 12.000€ και πάνω (4.734,00€ έναντι 4.541,52€). Από εκεί αντλεί επιχειρήματα η κυβέρνηση για να ισχυριστεί ότι εφαρμόζει πολιτικές με «ταξική μεροληψία». Το επιχείρημα βέβαια πάσχει από την αρχή στο βαθμό που όσοι έχουν εισοδήματα της τάξης των 1.000€ το μήνα προφανώς θεωρούνται «πλούσιοι». Από εκεί και πέρα οι «μειώσεις» που προκύπτουν για όσους έχουν χαμηλότερο εισόδημα, αφορούν σε γενικές γραμμές εισφορές που ούτε με τον παλιό ούτε με τον νέο μνημονιακό νόμο μπορούν να πληρωθούν και απλά δημιουργούν χρέη. Αν σκεφτούμε λ.χ. κάποιον άνεργο/υποαπασχολούμενο με μηδενικό ή πολύ χαμηλό εισόδημα, το γεγονός ότι το κράτος του ζητούσε 3.849€ το χρόνο και τώρα του ζητάει 2.823€ (άνω πενταετίας), έχει δευτερεύουσα σημασία, γιατί καθώς δεν έχει ούτε το πρώτο ούτε το δεύτερο ποσό, απλά μειώνεται ο ρυθμός με τον οποίο αυξάνεται το χρέος του, ενώ με το νέο νομοσχέδιο γιγαντώνονται οι μηχανισμοί με τους οποίους αυτό θα γίνεται απαιτητό, με την απειλή της κοινωνικής περιθωριοποίησης και των κατασχέσεων.
Το καθεστώς υφαρπαγής και η κατασκευή του χρεωμένου ανθρώπου.
Ο Maurizio Lazzarato στο βιβλίο του «Η κατασκευή του χρεωμένου ανθρώπου» υποθέτει την ανάδυση μιας νέας υποκειμενικότητας, του «χρεωμένου ανθρώπου», του οποίου η συμπεριφορά, ο χρόνος, οι δυνατότητες και το μέλλον ελέγχονται μέσω του χρέους. Η ηθική του χρέους εσωτερικεύεται, και ο χρεωμένος άνθρωπος επιτελεί ταυτόχρονα εκτός από την εργασία με την κλασική έννοια και μία εργασία επί του εαυτού, με την οποία παράγει τον εαυτό του σαν μία υποκειμενικότητα έτοιμη να τιμήσει το χρέος της και ένοχη επειδή το απέκτησε.
Ο τρόπος κατασκευής του «χρεωμένου ανθρώπου» μέσω του ασφαλιστικού συστήματος είναι από τους πλέον απροσχημάτιστους: λ.χ. ο άνεργος, υποαπασχολούμενος, χαμηλά αμειβόμενος μηχανικός βυθίζεται στα χρέη, όχι γιατί πήρε κάποιο δάνειο, αλλά μόνο και μόνο επειδή κρατάει την ιδιότητα του μηχανικού την οποία απέκτησε από τις σπουδές του. Έτσι το κοινωνικό κράτος που μέσω της ασφάλισης ασκούσε πολιτικές αναδιανομής, μετατρέπεται στο αντίθετό του. Πρόκειται για ένα αντικοινωνικό κράτος το οποίο βυθίζει σχεδιασμένα στα ιδιωτικά χρέη τους υπηκόους του, εφαρμόζοντας ένα σύστημα αντίστροφης αναδιανομής και μετατρέποντας την ασφάλιση από κοινωνικό δικαίωμα σε μορφή βαριάς και εξοντωτικής φορολόγησης. Η κυβέρνηση με τη ρητορική της παριστάνει τον Ρομπέν των Δασών που κλέβει τους πλούσιους και τα δίνει στους φτωχούς, ενώ στην πραγματικότητα θυμίζει περισσότερο τον Σερίφη του Νότιγχαμ, καθώς τους κλέβει όλους εκτός από τους πραγματικά πλούσιους (οι εισφορές εκτός από κατώτατο έχουν και ανώτατο όριο, ενώ τα μερίσματα από μετοχές είναι μία μορφή εισοδήματος που δεν υπόκειται σε εισφορά) και τα δίνει στους «δανειστές».
Στο πλαίσιο του μνημόνιου και της συρρίκνωσης της λαϊκής κυριαρχίας, το καθεστώς της υφαρπαγής μέσω του ασφαλιστικού είναι δεδομένο και είναι επίσης βέβαιο ότι θα περιλαμβάνει τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα – εκτός αν έχει κανείς την αφέλεια να πιστεύει ότι η τρόικα ΔΝΤ/ΕΚΤ/ΕΕ είναι ένας μηχανισμός που μπορεί να ανεχθεί πολιτικές με «ταξικό πρόσημο», που θα προστατεύουν τους φτωχούς και θα φορολογούν τους πλούσιους. Είναι δεδομένο ότι η εξοικονόμηση πόρων από το ασφαλιστικό, η οποία συνεπάγεται μερική τουλάχιστον αποχώρηση του κράτους από τη χρηματοδότηση του συστήματος, αποτελεί βασική μνημονιακή υποχρέωση. Και αν κάτι έχει γίνει σαφές την τελευταία περίοδο είναι ότι η τήρηση των βασικών μνημονιακών υποχρεώσεων είναι απόλυτα συνδεδεμένη με την παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όποια διαχειριστική συνταγή και να εφαρμοστεί, θα προκύπτει πάντα γενική χειροτέρευση των συνθηκών, αυξήσεις εισφορών, μειώσεις συντάξεων, αυξήσεις ορίων ηλικίας, κ.λπ., όπως συμβαίνει και με το σχέδιο της σημερινής κυβέρνησης. Είναι επίσης βέβαιο ότι η ανατροπή του ασφαλιστικού σχεδίου –και όχι απλές μικροαλλαγές που ανακατενέμουν κάπως τα βάρη μεταξύ διαφορετικών πληττόμενων κοινωνικών ομάδων- συνεπάγεται ανατροπή της σημερινής κυβέρνησης.
Όμως η απλή εναλλαγή των μνημονιακών μπλοκ μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και της Νέας Δημοκρατίας δεν οδηγεί σε καμία ουσιαστική βελτίωση για όσους ζουν από τη δουλειά τους και όχι από τη δουλειά των άλλων, και αυτό νομίζω ότι το καταλαβαίνει η μεγάλη πλειοψηφία, συμπεριλαμβανομένων και των περισσότερων ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας. Εξαιρείται βέβαια η λεγόμενη «ηγεσία» του κλάδου, το ΤΕΕ, η οποία παλεύει για την ιδιωτικοποίηση τμήματος της κοινωνικής ασφάλισης και τον έλεγχο της εγγυοδοσίας, εκφράζοντας τη δική της «ταξική μεροληψία» υπέρ των ισχυρών, συνεπικουρούμενη από τα ΜΜΕ που εμφανίζουν το σύνολο των κινητοποιούμενων σαν «κίνημα της γραβάτας».
Η έλλειψη πολιτικής προοπτικής εκτός του παραπάνω πλαισίου και ο κίνδυνος της απλής επιστροφής της ακραία νεοφιλελεύθερης – ακροδεξιάς Νέας Δημοκρατίας του Μητσοτάκη, αποτελεί το ισχυρότερο επιχείρημα σήμερα του ΣΥΡΙΖΑ, πολύ ισχυρότερο από την «αριστερή» ρητορική του, η οποία απλώς εκνευρίζει τα θύματα της πολιτικής του. Όμως η ενδεχόμενη ανατροπή της σημερινής κυβέρνησης από τις κινητοποιήσεις των εργαζόμενων, θα ήταν μια θετική παρακαταθήκη και θα αποτελούσε και ένα ισχυρό μήνυμα για την οποιαδήποτε επόμενη κυβέρνηση. Εξάλλου η μοίρα της σημερινής κυβέρνησης φαίνεται προδιαγεγραμμένη, όπως και όλων των μνημονιακών κυβερνήσεων: να ολοκληρώσει τη «δουλειά» με το ασφαλιστικό και τα κόκκινα δάνεια και να παραχωρήσει τη θέση της στην επόμενη κυβέρνηση. Και ενώ οι κυβερνήσεις εναλλάσσονται με ταχύτητα, διευρύνεται στο μεταξύ το «μνημονιακό κεκτημένο».


Δημοσίευση σχολίου