Σε ένα γράμμα του από τον πρώτο καιρό της εξουσίας του «Ναπολέοντος του Μικρού» –κατά τον σαρκαστικό χαρακτηρισμό του Ουγκώ για τον Λουδοβίκο Ναπολέοντα τον Τρίτο–, ο Τοκβίλ σημειώνει: «Σχεδόν ποτέ δεν σπάμε ένα καθεστώς πραγμάτων όταν αυτό βρίσκεται στην πιο μισητή του φάση, αλλά όταν, αρχίζοντας κάπως να βελτιώνεται, επιτρέπει στους ανθρώπους να αναπνέουν, να σκέφτονται, να επικοινωνούν τις σκέψεις τους και να μετρούν την έκταση των δικαιωμάτων και των δυστυχιών τους. Τότε λοιπόν το βάρος της κατάστασης, αν και μικρότερο, φαίνεται ανυπόφορο».
Σε αυτές τις γραμμές, ο πολιτικός στοχαστής Τοκβίλ επαναλαμβάνει την υπόθεση την οποία έχει εξετάσει και στο βιβλίο του για τη Γαλλική Επανάσταση και το Παλαιό Καθεστώς. Κι εκεί υποστήριζε ότι η Επανάσταση δεν ξέσπασε στις περιοχές όπου οι «μεσαιωνικοί θεσμοί» ήταν περισσότερο ζωντανοί και ισχυροί, αλλά εκεί όπου αυτοί οι θεσμοί είχαν ήδη ξεθυμάνει: «Τα δεσμά τους έγιναν περισσότερο αβάσταχτα εκεί όπου ήταν στην πραγματικότητα λιγότερο βαριά».
Για να έλθουμε στο σήμερα, ακόμα και μετριοπαθείς φωνές όπως αυτή του Χάμπερμας αισθάνονται την ανάγκη να μιλήσουν για τον νέο πολιτικό δεσποτισμό που διαγράφεται στην Ευρώπη. Αλλά η γενική κατεύθυνση προς την αυταρχική «δημοσιονομική διακυβέρνηση» (αυτό είναι το δικό μας είδος δεσποτισμού) συμπίπτει με την όξυνση της κοινωνικοοικονομικής κρίσης, με σημαντικά προβλήματα υλικής επιβίωσης και αξιοπρέπειας για μεγάλα τμήματα της κοινωνίας. Τα πλήγματα στους πολιτικούς θεσμούς της λαϊκής κυριαρχίας επέρχονται, με καταιγιστικούς ρυθμούς, με τις λαϊκές τάξεις και ένα μεγάλο κομμάτι των μεσαίων στρωμάτων να παλεύουν με το αδιανόητο, να καταπίνουν τη βιοτική τους οπισθοδρόμηση και τη διάλυση των προοπτικών τους για εργασία και ικανοποιητική αμοιβή.
Σε αυτές τις συνθήκες καλείται κανείς να σκεφτεί την ανατροπή αυτής της πορείας και όσων την εκπροσωπούν μέσα στην πολιτική τάξη και στα άλλα κέντρα λήψης των αποφάσεων. Δεν υπάρχουν πια δικαιολογίες για να μην αναγνωρίζει, ακόμα και ένας φιλελεύθερος με την μη υποκριτική έννοια του όρου, για να μην βλέπει πού πάει το πράγμα: προς μια ζοφερή κατάσταση όπου κάθε δικαίωμα, κάθε μικρή ελάφρυνση της ύπαρξης θα πρέπει να συνοδεύεται από τα απαραίτητα δικαιολογητικά προς τους λογής «κομισάριους» της καπιταλιστικής εξυγίανσης. Μόνο οι δικοί μας επαρχιώτες και αφάνταστα ετεροχρονισμένοι «φιλελεύθεροι» εξακολουθούν να πίνουν νερό στο όνομα αυτής της προσαρμογής στο αδιανόητο.
Μέχρις όμως να υπάρξει η ανατροπή ή έστω η αναστροφή της πορείας, ο κόσμος πρέπει να σταθεί στα πόδια του. Από ένα σημείο και έπειτα, το να επικοινωνεί απλώς τα άγη του, να μοιράζεται τα παθήματα και τις εμπειρίες του με τους άλλους, δεν προσφέρει ανάσα στον ίδιο αλλά σε όσους κυβερνούν με την απειλή του χειρότερου. Πέρα από τη γενική απογραφή των κινδύνων και των απειλών –που βέβαια είναι χρήσιμη για να μην υπάρχουν αυταπάτες–η συγκυρία χρειάζεται την ανακούφιση της καθημερινότητας. Η ελάφρυνση των κοινωνικών δεινών μέσα από την οργάνωση της αυτοάμυνας όσων πλήττονται, μέσα από πολιτικές της αλληλεγγύης δεν είναι παραίτηση από την πολιτική ούτε αφελής και στρεψόδικος εναλλακτισμός. Συνιστά τη μοναδική δυνατότητα για να κρατηθεί ζωντανή η αυτοπεποίθηση των ανθρώπων, για να μην παραδοθεί όλη η κοινωνία στον νόμο της κατάθλιψης και της συναισθηματικής αγανάκτησης στα καφενεία και στα διαδίκτυα. Τηρουμένων των αναλογιών, η έξοδος από το κράτος των νέων δεσποτισμών δεν θα έλθει αιφνιδίως με την «Επανάσταση», αφού πρώτα θα έχει ολοκληρωθεί ο κύκλος της αναμόρφωσης διά της λιτότητας και οι θεσμικές του (αντι)μεταρρυθμίσεις.
Όσοι ταυτίζουν την συνειδητοποίηση της ανατροπής με την όξυνση και την επέκταση των κοινωνικών δεινών ξεχνούν ότι ο περιορισμός και η ελάφρυνση του «δεσποτισμού» είναι ήδη η αρχή της ήττας του, η ρωγμή που μπορεί να οδηγήσει στην πτώση του. Έτσι, για παράδειγμα, πρέπει να εκτιμήσουμε πολιτικά όλες τις ενέργειες, νομικές ή κινηματικές, θεσμικές ή «πολιτικής ανυπακοής», που φανερώνουν την ένταση ανάμεσα σε έναν κοινωνικό θεσμό και στη νεοφιλελεύθερη νόρμα, ανάμεσα σε μια περιοχή του βίου και στην απόπειρα κατάληψης αυτής της περιοχής από τη «διακυβέρνηση του κράτους και των αγορών». Στο πανεπιστήμιο μπορεί να συναντήσει κανείς τέτοιες ενέργειες ακόμα και από την πλευρά ανθρώπων που δεν έγιναν ξαφνικά ριζοσπάστες, αλλά καταλαβαίνουν καλά το πού οδηγεί η αυταρχική διακυβέρνηση σε συνδυασμό με τον οικονομικό στραγγαλισμό της ανώτατης εκπαίδευσης. Και σε μια σειρά από άλλα ζωντανά μέτωπα, η προστασία του εισοδήματος και της επιβίωσης των ανθρώπων, αποκτά πια ξεχωριστή σημασία: δεν δημιουργεί, φυσικά, ελεύθερες από Μνημόνια περιοχές ούτε πραγματικές «αντιεξουσίες»· δίνει όμως το μέτρο για τη δύναμη των ανθρώπων να περιορίζουν το κόστος της κρίσης και να μην αποδέχονται το συλλογικό ακρωτηριασμό τους.
Μια τέτοια στρατηγική ανακούφισης και προστασίας δεν υποτιμά τις μικρές νίκες χάριν της φαντασίωσης του μεγάλου συντριπτικού πλήγματος στον αντίπαλο. Διατηρώντας τη θεμελιώδη πεποίθηση ότι η αρχιτεκτονική του νέου δεσποτισμού δεν επιδέχεται βελτιώσεις, ότι πρέπει δηλαδή να ανατραπεί το ίδιο το Παράδειγμα και όχι απλώς οι πιο βάναυσες όψεις του, πρέπει να προσέξουμε, παρ’ όλα αυτά, τις αντοχές των ανθρώπων, να απαντήσουμε στα επείγοντα, να φροντίσουμε τα τραύματα χωρίς να περιμένουμε πότε θα ηχήσουν οι κανονιές από το θωρηκτόΑβρόρα. Αυτή η στάση ορίζει και την πραγματική αριστερή ευθύνη πέρα και έξω από τους κήνσορες της «υπευθυνότητας» που ταυτίζουν τον ρεαλισμό με την εθελούσια παραίτηση και την νομιμοφροσύνη στους κανονισμούς του νεοφιλελεύθερου εργοστασίου, αυτού του εργοστασίου το οποίο αποτελεί τη μοναδική πρόταση των κυρίαρχων δυνάμεων της Ευρώπης προς τους λαούς της.
 του Νικ.Σεβαστάκη, Καθηγητή στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.
 Πηγή: "Ενθέματα", Κυριακάτικη "Αυγή", 4.12.2011:


Δημοσίευση σχολίου