Στο Salon Dore του Μεγάρoυ των Ηλυσίων, την αγαπημένη αίθουσα της Madame de Pompadour, δόθηκε η τελευταία μεγάλη συνέντευξη του γάλλου προέδρου ΦρανσουάΟλάντ σε 5 ευρωπαϊκές εφημερίδες, μεταξύ αυτών και της Suddeutsche Zeitung του Μονάχου. Αφορμή η τετραμερής συνάντησή του με τους Μέρκελ, Τζεντιλόνι και Ραχόι στις Βερσαλλίες, με θέμα το μέλλον της Ευρώπης.


Ο Γάλλος πρόεδρος, ο οποίος δεν πρόκειται να ξαναβάλει υποψηφιότητα για το αξίωμα που κατέχει, θεωρεί ότι συνέβαλε στον επαναπροσανατολισμό της Ευρώπης, αλλά ωστόσο δεν είναι ευχαριστημένος με την εξέλιξή της. «Ή θα πορευτούμε με άλλον τρόπο, ή ο καθένας θα πάρει το δρόμο του», υποστηρίζει. «Στο μέλλον θα υπάρξει μια κοινή συμφωνία για την εσωτερική αγορά συν το κοινό νόμισμα για κάποιους. Εκτός από αυτή την κοινή βάση, για τις χώρες που πραγματικά το θέλουν, θα είναι εφικτό να κινηθούν μαζί σε διάφορους τομείς, στην άμυνα, στην εναρμόνιση της φορολογικής νομοθεσίας, στη έρευνα, την τέχνη ή την νεολαία. Με λίγα λόγια, θα πρέπει να φανταστούμε διάφορες βαθμίδες ενσωμάτωσης».
Στην μακροσκελή συνέντευξή του στην Suddeutsche Zeitung υπάρχει αναφορά και στην Ελλάδα. Στην παρατήρηση του δημοσιογράφου ότι εκφράζεται το παράπονο στη Γαλλία όπως και στις Βρυξέλλες ότι ο γάλλος πρόεδρος εμφανίζεται πολύ αδύναμος και ενδοτικός προς την Άγκελα Μέρκελ, ο Φρανσουά Ολάντ απάντησεως εξής: «Η Γαλλία ήταν εκείνη που ώθησε τη Γερμανία να αλλάξει τις θέσεις της χωρίς η ίδια να το θέλει, για παράδειγμα στην τραπεζική ένωση. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η Ελλάδα. Η Γαλλία ήταν εκείνη που έδειξε τι θα κόστιζε η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ. Η Γερμανία από την πλευρά της συνέβαλε στο να οριοθετηθούν κανόνες και υποχρεώσεις, τις οποίες εξάλλου ο Αλέξης Τσίπρας τήρησε». «Καταφέρατε να σταματήσετε τον Σόιμπλεεπέμεινε ο δημοσιογράφος. «Ας πούμε ότι το κατάλαβε από μόνος του», απάντησε ο γάλλος πρόεδρος. «Θα μπορούσα να κοκορεύομαι, αλλά δεν θα ήταν η σωστή μέθοδος. Εάν παίζουμε με διατυπώσεις, όπως ότι η Γαλλία κέρδισε την Γερμανία ή το αντίθετο, θα ηττηθούμε όλοι μαζί».
«Το ΔΝΤ παραδέχεται Tα λάθη του»
Εν τω μεταξύ, συνέντευξη με θέμα το ΔΝΤ και την Ελλάδα δίνει στην εβδομαδιαία εφημερίδα Die Zeit ο Πολ Μπλούσταϊν. Είναι γνωστός για τις πολύχρονες έρευνες που έχει κάνει για το Ταμείο αλλά και για τα βιβλία του με επίκεντρο την ευρωπαϊκή κρίση. Ο Μπλούσταϊν καταλογίζει στο διεθνή πιστωτικό οργανισμό ευθύνες γιατί δεν επέβαλε από την αρχή της κρίσης κούρεμα χρέους. «Ασφαλώς δεν θα επαρκούσε, καθώς η Ελλάδα χρειζόταν πολλές μεταρρυθμίσεις. Αλλά οι οικονομικές προβλέψεις το 2010 ήταν πολύ αισιόδοξες», υποστηρίζει. «Η Ελλάδα θα έπρεπε να επιβάλει απίστευτα μέτρα λιτότητας για να αγγίξει τους στόχους του προγράμματος. Αρχικά, ο στόχος για το πλεόνασμα ήταν 6% του ΑΕΠ, πολύ υψηλότερος και από ό,τι μια υγιής οικονομία μπορεί να επιτύχει, τη στιγμή που από τότε η Ελλάδα βρισκόταν σε ύφεση». Ο Μπλούσταϊν παραδέχεται ότι ένα κούρεμα χρέους θα ήταν ένα αδιανόητο ενδεχόμενο για τους ισχυρούς ευρωπαίους πολιτικούς. «Εκείνη την εποχή υπήρχαν επίσης και καλά επιχειρήματα εναντίον της μείωσης του χρέους, δηλαδή η μετάδοση της κρίσης για χώρες που θα το ζητούσαν. Αλλά το μεγάλο βάρος για την σωτηρία της Ευρώπης ανατέθηκε στην Ελλάδα, αυτό ήταν άδικο και παίρνει σήμερα εκδίκηση, αφού η κρίση ακόμη διαρκεί».
Αλλά και η διαμάχη ανάμεσα στο ΔΝΤ και την ΕΕ συνεχίζεται. Ο αμερικανός εμπειρογνώμων την αποδίδει στο ότι το Ταμείο προσπαθεί να αποκαταστήσει τη φήμη του και να επανορθώσει τα λάθη του με τη λογική ότι δεν υποστηρίζει κανείς αυτό που δεν λειτουργεί. «Το θετικό είναι ότι το ΔΝΤ παραδέχεται τα λάθη του», αναφέρει στη γερμανική εφημερίδα. «Βγήκαν στο φως πολλές εκθέσεις αυτοκριτικής, στις οποίες γίνεται σαφής αναφορά στις ευθύνες του, αυτό έβλαψε τη φήμη του ΔΝΤ», υποστηρίζει ο αμερικανός ειδικός. «Για το Ταμείο το ελληνικό πρόγραμμα ήταν μια αρνητική εμπειρία και γι' αυτό θα ήθελε να μη συμμετέχει». Και καταλήγει: «Αμφισβητώ εάν τα προγράμματα άλλων ευρωπαϊκών χωρών ήταν πιο επιτυχημένα κι αυτό ισχύει κυρίως για την Πορτογαλία [...] Η Ελλάδα έπεσε μόνη της στην τρύπα που έσκαψε και οι άλλοι την άφησαν. Ασφαλώς θα έπρεπε να εφαρμοστούν πιο δραστικά διαρθωτικές μεταρρυθμίσεις και όχι μόνο περικοπές δαπανών, αλλά τέτοιες μεταρρυθμίσεις στα εργασιακά για παράδειγμα χρειάζονται πολύ χρόνο για να επενεργήσουν».

 Deutsche Welle 

Δημοσίευση σχολίου