Ο Μαρκούζε τονίζει τη πολιτική διάσταση της τέχνης και της δυναμικής της. Η τέχνη ως διαμαρτυρία μπορεί να καταστεί όπλο ενάντια στον κομφορμισμό. Η πολιτιστική επανάσταση υπερβαίνει τα όρια της τέχνης και εισχωρεί στις δομές της καπιταλιστικής κοινωνίας και κατ’επέκταση στο άτομο. Η τέχνη οφείλει να αποτελεί ενίσχυση και προτροπή για κριτική σκέψη, μια «άρνηση» εναντίον της κατεστημένης πραγματικότητας. Μέσα στις εκφάνσεις της κουλτούρας στα έργα τέχνης απεικονίζονται έννοιες όπως ελευθερία, ευτυχία, πληρότητα και άλλα στοιχεία τα οποία η βιομηχανοποιημένη κοινωνία αρνείται την πραγμάτωσή τους. Αυτά τα νοήματα στο εσωτερικό του αισθητικού φαίνεσθαι δύνανται να καταστούν δυναμικό χειραφέτησης, υλικό για παρότρυνση κριτικής και αμφισβήτησης του υπάρχοντός. Για τον Μαρκούζε, η τέχνη από μόνη της δεν αντιπροσωπεύει πόσο μάλλον επιφέρει τη επανάσταση, δηλαδή τον ποιοτικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, τη διαδικασία αλλαγής, την απελευθέρωση αλλά «η τέχνη και η επανάσταση ενώνονται στην διαδικασία αλλαγής του κόσμου στην απελευθέρωση» (Χ. Μαρκούζε, Αντεπανάσταση και εξέγερση, σελ. 71). Η πολιτιστική επανάσταση προηγείται της κοινωνικής- πολιτικής ή για να ακριβολογούμε «δεν βρίσκονται σε άμεση σύνδεση». Αυτή η πολιτιστική επανάσταση είναι και μια ριζοσπαστική αντιπολίτευση η οποία σκοπεύει στην «διάδοση της καταγγελίας της κατεστημένης πραγματικότητας και των στόχων της απελευθέρωσης» φτάνοντας στις «ρίζες της καπιταλιστικής κοινωνίας, στα ίδια τα άτομα» (Χ. Μαρκούζε, Αντεπανάσταση και εξέγερση, σελ. 77, 80). 


Η τέχνη για τον ίδιο είναι «η φαινομενική έκφραση ενός κόσμου που βρίσκεται υπο διαμόρφωση» (Θ.Γεωργίου, Η φιλοσοφία ως κριτική κοινωνική θεωρία, σελ 58). Η πρωτοτυπία της σκέψης του Marcuseαλλά και η βαθύτερη ουσία της έγκειται στο ότι δεν υποστηρίζει ότι η υπέρβαση της βιομηχανικής κοινωνίας και του τρόπου ζωής της θα επέλθει στηριζόμενη σε ένα οικονομικοτεχνολογικό μοντέλο αλλά στην εσωτερική ενεργοποίηση των δυνατοτήτων της ίδιας της κοινωνίας και το επόμενο ιστορικό βήμα θα διαμορφωθεί από δύο παράγοντες : την δημιουργική φαντασία και τις απεριόριστες και ανεξάντλητες δυνατότητες ανάπτυξης της κοινωνίας.
  
Η ΤΕΧΝΗ ΩΣ «ΜΕΓΑΛΗ ΑΡΝΗΣΗ»

Ο Μαρκούζε δεν επιχειρεί να περι-ορίσει την τέχνη αλλά περιγράφει της ιδιότητες και τις λειτουργίες της, την δυναμική της και τις εκφάνσεις της, επηρεασμένος σαφώς από την Αισθητική θεωρία του Αντόρνο. Η τέχνη είναι μια διαρκής φαντασιακή επανάσταση η οποία εμπεριέχει την άρνηση. Η έννοια της Άρνησης διακατέχει ολόκληρο το έργο του φιλοσόφου. Η άρνηση μπορεί να περιγραφεί ως κριτική σκέψη απ-αξιολόγησης των κοινωνικών και ηθικών αξιών και θεσμών της «ανεπτυγμένης βιομηχανοποιημένης κοινωνίας». Η κριτική σκέψη απ-αξιολόγησης οδηγεί στην άρνηση και στην θεμελίωση της ως αξία συνδέοντας έτσι την άρνηση με τη πράξη κάνοντας λόγο για πράξη της άρνησης («Αυτή η κρίσιμη επιλογή σημαίνει ότι η σκέψη της απ-αξιολόγησης, η κριτική σκέψη, παραμένει πιστή στο λόγο ύπαρξής της στο ανέπαφο ίχνος της αποθεμελιωμένης παρουσίας της. Παραμένει πιστή στη θεμελίωση της άρνησης και στη σύνδεση της άρνησης με την πράξη. Αναφαίνεται, πράγματι μια αδιάρρηκτη έλξη της σκέψης και του λόγου προς την άρνηση και την πράξη πρόκειται εν τέλει για αυτό που ονομάσαμε αγωνία της άρνησης, δηλαδή κατ’αρχήν για τον αγώνα θεμελίωσης για την αναζήτηση παρουσίας αυτού το οποίο αποτελεί το λόγο ύπαρξης της κριτικής σκέψης: της πράξης της άρνησης» Δ. Λαμπρέλλης, Η αγωνία της άρνησης στον Marcuse, σελ 17) που την αναζητεί και την «βρίσκει» σε αυτούς που αντιστέκονται και που δεν έχουν ενσωματωθεί στο «σύστημα» διαβίωσης της καπιταλιστικής κοινωνίας («΄Ομως, κάτω απ’τις συντηρητικές λαϊκές τάξεις υπάρχει το υπόστρωμα των παρίων και των outsiders, των άλλων φυλών, των άλλων χρημάτων των εκμεταλλευομένων και κυνηγημένων τάξεων, των ανέργων και αυτών που δεν μπορούν να βρουν δουλειά. Βρίσκονται έξω από τη δημοκρατική διαδικασία’ η ζωή τους εκφράζει την αμεσότερη και γνησιότερη ανάγκη να μπει τέρμα στις απαράδεκτες συνθήκες και στους απαράδεκτους θεσμούς. Έτσι η αντίθεση τους είναι επαναστατική ακόμη κι αν η συνείδηση δεν είναι» Χ. Μαρκούζε, Ο μονοδιάστατος άνθρωπος, σελ. 254).
Η τέχνη εμπεριέχει στην ουσία της την άρνηση και η ριζοσπαστικότητα της παρατηρείται και στην εναντίωση της προς την ίδια της την «φύση», την Τέχνη. Η Τέχνη εκφράζεται με μια δική της «γλώσσα» εμπεριέχοντας μηνύματα και αλήθειες που δεν είναι προσιτά από τη συνηθισμένη απλή και καθημερινή εμπειρία. Ο Μαρκούζε υποστηρίζει: «Με τελετουργικό χαρακτήρα ή όχι η τέχνη περιέχει την ορθή λογική της άρνησης. Στις ακραίες θέσεις της είναι η μεγάλη Άρνηση – η διαμαρτυρία απέναντι σε αυτό που είναι. Οι μορφές που ο άνθρωπος εμφανίζεται, τραγουδάει, μιλάει σε αυτήν, οι τρόποι που αντηχούν τα πράγματα είναι μορφές της άρνησης, ρήξης, ανάπλασης της πραγματικής τους ύπαρξης» (Χ. Μαρκούζε, Ο μονοδιάστατος άνθρωπος, σελ. 86).
Αυτό το οποίο κυοφορείται στη κοινωνία και παρουσιάζεται στις εκφάνσεις της Τέχνης είναι ένας άλλος κόσμος, ανθρώπινος και ελεύθερος. Όσο η Τέχνη θα αρνείται το δοσμένο και κατεστημένο παρόν και θα περιέχει και θα περιγράφει αυτό που θα πραγματοποιηθεί σε μια ελεύθερη κοινωνία, από αυτή την οπτική η Τέχνη θα είναι η Μεγάλη Άρνηση.
Ο Μπέκετ, τον οποίο εκτιμούσε ο Μαρκούζε, στο έργο του «Το τέλος του παιχνιδιού» εξέφρασε την απογοήτευσή του για το αν θα μπορέσει η τέχνη να αποτελέσει «μια ρυθμιστική ιδέα για μια μελλοντική πρακτική», μια θέση που ίσως να είχε υιοθετήσει κι ο Μαρκούζε, αν και μέχρι το τέλος της ζωής του διατηρούσε την ελπίδα για μια πιθανή διέξοδο από τη καταστροφή, από το τέλος της τέχνης. Στα ογδοηκοστά γενέθλια του Μαρκούζε ο Μπέκετ έγραψε ένα ποίημα για τον Γερμανό φιλόσοφο:
Βήμα το βήμα

προς το πουθενά

Κανείς δε ξέρει

πώς να δείξει

Μικρά βήματα

προς το πουθενά

εντελώς προσωπικά.

«Η ριζοσπαστική αρνητικότητα και η θεωρία ίσως να είναι οι τελευταίοι τοποτηρητές της ελπίδας που φθίνει. Σε αυτό συνίσταται η διαρκής επικαιρότητα της «μεγάλης Άρνησης» του Μαρκούζε» (Κριτική, ουτοπία, απελευθέρωση, σελ. 220).
  
ΝΕΑ ΑΙΣΘΑΝΤΙΚΟΤΗΤΑ
 
·                     ΜΟΡΦΗ

Η αισθητική θεωρία του Μαρκούζε αναπτύσσεται και τοποθετείται στο όλον της θεωρίας τους ως μια πολιτισμική θεωρία της αισθητικής εμπειρίας η οποία αρθρώνει το πρόταγμα της νέας αισθαντικότητας. Ο Γερμανός φιλόσοφος αντιλαμβάνεται πως η τέχνη και το έργο τέχνης διαχέονται «στο πεδίο της ελεύθερης ανάπτυξης του πολιτισμού» (Γεωργίου, Θεόδωρος, Αισθιτική θεωρία και μοντέρνα τέχνη, σελ. 61). 

Τον πολιτισμό τον περιγράφει ως μια συγκρότησης καταφατικής και αρνητικής δύναμης εντασιακού χαρακτήρα.
Η αισθητική εμπειρία είναι κυρίως μια πολιτισμική κατάσταση όπου πραγματοποιείται η υπέρβαση της υπάρχουσας πραγματικότητας με τη δημιουργία ενός άλλου «είναι», μιας άλλης πραγματικότητας. Το έργο τέχνης δύναται να δημιουργήσει το άλλο «είναι» αλλά αυτό που το καθιστά έργο τέχνης είναι η μορφή, «το σύνολο των ιδιοτήτων (αρμονίας, ρυθμού, αντίθεσης) που κάνουν ένα έργο να είναι ένα αυτάρκες σύνολο, με μια δομή και μια διάταξη δικιά του (το στυλ )» (Χ. Μαρκούζε, Αντεπανάσταση και Εξέγερση, σελ 79) .
Αυτό που επισημαίνει ο Μαρκούζε είναι πως η τέχνη έπαψε να είναι φαντασιακή δημιουργία και η Μορφή που διαφοροποιεί την τέχνη από όλες τις άλλες ανθρώπινες δημιουργίες μετασχηματίστηκε και μαζί της και η ίδια η Τέχνη. Η «νέα» Μορφή που είναι κοινή σε όλες τις τέχνες «αντιστοιχεί στην νέα κοινωνική λειτουργία της τέχνης δημιουργεί τη γιορτή, την ανύψωση, τη ρωγμή στην τρομερή ρουτίνα της ζωής, παρουσιάζει κάτι αληθινότερο… βαθύτερο… που ικανοποιεί ανάγκες ανεκπλήρωτες κατά την καθημερινή εργασία και διασκέδαση, άρα είναι μια απόλαυση... Η πραγματική ζωή συνεχίζεται μετά το τέλος αυτού του διαλείμματος και όπως πάντα επιστροφή στη δουλειά» (Χ. Μαρκούζε ,Η Τέχνη μορφή της Πραγματικότητας, σελ 23).
Η Μορφή είναι σημαντική έννοια στη σκέψη του Μαρκούζε διότι μέσω αυτού μετασχηματίζεται η πραγματικότητα. Η νέα Μορφή θα αναδυθεί και θα ενισχύσει την ριζοσπαστική δύναμη της τέχνης «αισθητική φόρμα με την οποία και μόνο είναι δυνατόν να μεταδοθεί η ριζοσπαστική δύναμη της τέχνης»(Χ. Μαρκούζε, Αντεπανάσταση και Εξέγερση, σελ 103).

ΑΝΤΙ-ΤΕΧΝΗ

Όπως προανέφερα η τέχνη εμπεριέχει στην ουσία της την άρνηση και η ριζοσπαστικότητα της παρατηρείται και στην εναντίωση της προς την ίδια της την «φύση», την Τέχνη. Η Τέχνη εκφράζεται με μια δική της «γλώσσα» εμπεριέχοντας μηνύματα και αλήθειες που δεν είναι προσιτά από τη συνηθισμένη απλή και καθημερινή εμπειρία. Η «νέα» τέχνη «αυτοανακυρύσσεται αντί-τέχνη» και θα μπορούσε να περιγραφεί ως εξέγερση και αμφισβήτηση ενάντια στην παραδοσιακή «σημασία» της τέχνης η οποία εκφράζεται με μια νέα γλώσσα και εκδηλώνεται με πολλές μορφές : «καταστροφή της σύνταξης, αποσπασματικοποίηση λέξεων και προτάσεων, εκρηκτική χρήση της καθημερινής γλώσσας, συνθέσεις δίχως παρτιτούρα, σονάτες για οτιδήποτε. Κι όμως η ολική αυτή παραμόρφωση είναι Μορφή» (Χ. Μαρκούζε, Δοκίμιο για την απελευθέρωση, σελ.65).

Η αντί-τέχνη όταν έχει ως μοναδικό στόχο την εναντίωση της στην κυρίαρχη και κοινή Μορφή παραμένει και αυτή μια απατηλή τέχνη, χάνοντας την ριζοσπαστικότητα της και ενσωματωμένη πλέον στην κυρίαρχη κουλτούρα «προσφέρεται, αγοράζεται και λογίζεται ως τέχνη» (Χ. Μαρκούζε, Δοκίμιο για την απελευθέρωση, σελ.65). Οι δημιουργοί και η αυθεντική πρωτοπορία είναι αυτοί οι οποίοι «δεν οπισθοχωρούν προ των απαιτήσεων της Μορφής, ανακαλύπτοντας πρώτα τη νέα λέξη, εικόνα και ήχο που έχει την ικανότητα να «κατανοεί» την πραγματικότητα με τον τρόπο που μόνο η Τέχνη μπορεί να κατανοεί – κι ύστερα αρνούμενοι τη Μορφή» (Χ. Μαρκούζε ,Η Τέχνη μορφή της Πραγματικότητας, σελ 33).
Η τέχνη γίνεται πολιτική στο βαθμό που θα ξεφύγει από τα πλαίσια της εύρεσης της αυτονομίας και της αναγκαιότητας προβολής των απαιτήσεων της επανάστασης. Έτσι «η τέχνη δεν θα μπορεί να αντιπροσωπεύει την επανάσταση μπορεί μόνο να την επικληθεί με ένα άλλο μέσο, με μια αισθητική φόρμα στην οποία το περιεχόμενο γίνεται μεταπολιτικό, και κυβερνάται από την εσωτερική αναγκαιότητα της τέχνης. Και ο στόχος της επανάστασης ένας κόσμος ειρήνης και ελευθερίας παρουσιάζεται με ένα εντελώς απολίτικο μέσο, κάτω από τους νόμους της ομορφιάς και της αρμονίας» (Χ. Μαρκούζε, Αντεπανάσταση και Εξέγερση, σελ 98-99).

«ΝΕΑ ΑΙΣΘΑΝΤΙΚΟΤΗΤΑ»

Η Αισθητική θεωρία του Μαρκούζε είναι μια πολιτισμική θεωρία της αισθητικής εμπειρίας η οποία αρθρώνει το πρόταγμα της νέας αισθαντικότητας. Το αισθητικό στοιχείο πρέπει να ενσωματωθεί στην πραγματικότητα με υλικό και σαφώς πολιτικό τρόπο. Αυτό θα επιτευχθεί με τη τεχνολογία, την επιστήμη και την τεχνική, έχοντας ως «αντικείμενα» τους την φιλοσοφία και την τέχνη, να είναι «εκφραστές» της απελευθέρωσης και όχι της καταπίεσης. Η αισθητική εμπειρία μετατρέπεται σε υλική και πολιτική δύναμη . «Η τεχνική θα έτεινε λοιπόν να γίνει τέχνη και η τεχνική θα έτεινε να αποτελέσει πραγματικότητα» (Χ. Μαρκούζε, Δοκίμιο για την απελευθέρωση, σελ 42).
Η νέα αισθαντικότητα αρθρώνεται και ως μια σύμπραξη Λόγου, Διάνοιας, Αισθητικότητας και Φαντασίας. Η φαντασία ενώνοντας αισθητικότητα και λογικό, γίνεται παραγωγική, καθώς γίνεται πρακτική μια καθοδηγητική δύναμη στην αναδιάρθρωση της πραγματικότητας. «Η φαντασία όμως αυτών που δεν διακατέχονται από τις ενώσεις τις κυριαρχίας και του θανάτου» (Χ. Μαρκούζε, Ο μονοδιάστατος άνθρωπος, σελ 249), μια φαντασία απελευθερωμένη από την ιεραρχία και την ανορθολογικότητα του τεχνολογικού ορθολογισμού.
Οι αισθήσεις αλλά και οι ενορμήσεις ( Triebe ) ως ελεύθερες πνευματικές δυνάμεις και όχι υποτασσόμενες στο Λόγο και τη Διάνοια, αναπτύσσοντας μια δική τις δύναμη, ως αυτόνομες «οντότητες» θα διακατέχονται από την γνωστική τους αλλά και από την επιθυμητική τους λειτουργία (Γεωργίου, Θεόδωρος, Αισθητική θεωρία και μοντέρνα τέχνη, σελ 63. Ο Marcuse επηρεασμένος από την «ιεραρχία» των γνωστικών δυνάμεων από τον Kant και από την θέση του Schiller για την απελευθερωτική ιδιότητα της τέχνης «η τέχνη είναι θυγατέρα της ελευθερίας και δέχεται διαταγές μόνο από την πραγματικότητα του πνεύματος και όχι από τις υλικές ανάγκες» αναγάγει σε εφαλτήριο της δικιάς του σκέψης και θεωρίας για την αισθητική τις θέσεις των Kant και Schiller).
Η τεχνολογία, η τεχνική και η επιστήμη θα μεριμνούν για τον άνθρωπο έχοντας ως «αντικείμενα» τους την τέχνη και τη φιλοσοφία έτσι ώστε να καταστούν «ανάγκες, δυνατότητες τεχνικά πραγματοποιήσιμες και συγχρόνως κρίσιμοι εκφραστές πολιτικής» (Λαμπρέλλης, Ν, Δημήτρης, Η αγωνία της άρνησης στον Marcuse, σελ 30). Επομένως το αισθητικό στοιχείο ως πραγματικότητα και υλική δύναμη και η ελευθερία των διανοητών και γνωστικών δυνάμεων, στον τόπο και τρόπο λειτουργίας τους αποτελούν τους πραγματολογικούς παράγοντες της απελευθέρωσης, συνδέοντας έτσι την τέχνη και με την πραγματικότητα.
Για την πραγμάτωση της απελευθέρωσης του ατόμου και της κοινωνίας απαιτείται ο επαναπροσδιορισμός του «τεχνολογικού ορθολογισμού» γεγονός όπου θα επιτευχθεί με τον μετασχηματισμό της επιστήμης, της τεχνολογίας της τεχνικής, σε τέχνη. Καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό αυτό κατέχει η φαντασία. «Η φαντασία θα πρέπει να καταστεί μια άλλη φαντασία, μια φαντασία, όχι ελεγχόμενη από τον ορθό λόγο της καταπίεσης αλλά μια φαντασία της απελευθέρωσης, μια φαντασία αυτόνομη, άρα μια φαντασία της τέχνης» (Λαμπρέλλης,Ν, Δημήτρης, Η αγωνία της άρνησης στον Marcuse, σελ 27). Επαναπροσδιορίζεται και η τέχνη όμως, καθώς δε θα αποτελεί ένα «κόσμο» ελευθερίας μέσα στη κοινωνία του οικονομικοτεχνολογικού και γραφειοκρατικού ολοκληρωτισμού αλλά θα αφορά την πραγματικότητα, και θα είναι μια ενεργή δυναμική για την πραγμάτωση της κοινωνίας της απελευθέρωσης, «η μορφή της πραγματικότητας της απελευθέρωσης θα είναι έργο τέχνης» (Λαμπρέλλης,Ν ,Δημήτρης, Η αγωνία της άρνησης στον Marcuse, σελ 27).
  
ΑΝΤΙ-ΕΠΙΛΟΓΟΥ

«Την πολιτική δύναμη της τέχνης τη βλέπω μέσα στην ίδια την τέχνη, στην αισθηματική μορφή σαν τέτοια. Ισχυρίζομαι ακόμα πως, χάρη στην αισθητική της μορφή, η τέχνη είναι σε μεγάλο βαθμό αυτόνομη μπροστά στις δοσμένες κοινωνικές σχέσεις. Με την αυτονομία της η τέχνη διαμαρτύρεται γι’αυτές τις σχέσεις και συγχρόνως τις υπερβαίνει. Μ’αυτό η τέχνη ανατρέπει την κυρίαρχη συνείδηση την κοινή εμπειρία» (Χ. Μαρκούζε ,Αισθητική Διάσταση, σελ 9).

Το έργο του Marcuse κατέληξε να είναι το πιο δημοφιλές συγκριτικά με αυτό των άλλων μελών της σχολής. Τα βιβλία του διαβάστηκαν και φράσεις του έγιναν συνθήματα τις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Παρόλα αυτά το έργο του παρερμηνεύτηκε, όπως και ο ίδιος, και κατηγορήθηκε για λαϊκισμό και «ουτοπισμό» (Για τον Μαρκούζε ουτοπία είναι αυτό που η κατεστημένη πραγματικότητα δεν «άφησε» να πραγματωθεί) και από μερίδα της μη ορθόδοξης μαρξιστικής αριστεράς αλλά και της Νέας Αριστεράς. Το έργο του ήταν το πιο δημοφιλές, αλλά όχι και το περισσότερο εκτιμώμενο από ακαδημαϊκούς και ιστορικούς της φιλοσοφίας κριτικάροντας τις αντιφάσεις στη σκέψη του αλλά κυρίως την απουσία συγκεκριμένων προταγμάτων (Στη σκέψη του Marcuse αναγνωρίζουμε την απουσία κάθε δόγματος και κάθε ιδεολογίας. Περιγράφει τις δομές και τρόπους λειτουργίας της κοινωνίας (μια «εφαρμογή της κριτικής θεωρίας») προτάσσοντας να κατανοήσουμε αυτές τις δομές και τις αντιφάσεις τους και να πράξουμε αρνούμενοι αυτές. Το πως και το μετά θα διαμορφωθούν και θα ζυμωθούν κατά την διάρκεια της ρήξης, σύμφωνα με τον ίδιο (βλέπε «Το τέλος της ουτοπίας», τα κεφάλαια «Το πρόβλημα της βίας και της εναντίωσης» και «η ελευθερία και η επιταγή της ιστορίας» ). «Και υπάρχει κάποια απάντηση στο ερώτημα που βασανίζει τα πνεύματα τόσων πολλών ανθρώπων καλής θέλησης : Τι πρόκειται να κάνουν οι άνθρωποι σε μια ελεύθερη κοινωνία ; Η απάντηση που, καθώς πιστεύω, βρίσκει το κέντρο του ζητήματος, έχει δοθεί από νεαρή νέγρα. Είπε : Για πρώτη φορά στη ζωή μας θα είμαστε ελεύθεροι να στοχαστούμε τι να κάνουμε». Χ. Μαρκούζε, Δοκίμιο για την απελευθέρωση, σελ 129).
Η πρωτοτυπία του έγκειται στην ιδέα της ενεργοποίησης των δυνατοτήτων της κοινωνίας, δυνατοτήτων που βρίσκονται στο εσωτερικό της. Ο Marcuse υπήρξε ο θεωρητικός της «κοινωνίας της διακινδύνευσης» (Riskogesellschaft) και με αυτή την έννοια προετοίμασε το έδαφος για τον γόνιμο επιστημολογικό προβληματισμό των ημερών μας (Θ.Γεωργίου, Η φιλοσοφία ως κριτική κοινωνική θεωρία, σελ 58). Στις έρευνες του αναζητούσε τους υποκειμενικούς όρους που θα επιφέρουν την κοινωνική αλλαγή αλλά και τους αντικειμενικούς, αντιλαμβανόμενος πλήρως τη συνάρτηση και σχέση υποκείμενο-αντικείμενο, άτομο-κοινωνία, ανοίγοντας δρόμους για την μετέπειτα θεωρητική έρευνα.
Η αισθητική του θεωρία δεν ανασυγκροτείται μόνη της, αλλά στα πλαίσια της ευρύτερης θεωρίας του. Θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε ως «η κοινωνική φιλοσοφία ως αρνητική αισθητική θεωρία» (Θ.Γεωργίου, Η φιλοσοφία ως κριτική κοινωνική θεωρία, σελ 59).
Το αίτημα της «Μεγάλης Άρνησης» καταλήγει στην πράξη της άρνησης, στην αναγκαιότητα της κοινωνικής αλλαγής και του κοινωνικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, όπως ανέφερε και ο ίδιος. Τέχνη είναι μια «διαρκής φαντασιακή ανατροπή» και «η φαινομενική έκφραση του κόσμου όπου βρίσκεται υπό διαμόρφωση».
Ο Hauke Brunkhorst και η Gertrud Koch τονίζουν ότι «Ο Marcuse έβλεπε μέσα στον σοσιαλισμό ως ορθολογιστής την κοινωνική μορφή στην οποία θα πραγματοποιούνταν εν τέλει το έργο του. Όμως αυτό που τον έθελγε σε διανοητικό επίπεδο ξεκινούσε από την προσπάθεια να ενσωματώσει στον διαφωτισμό τη ρομαντική ορμή να καταγγείλει μέσω του αισθητικού στοιχείου την πρόκληση κάθε κανονιστικής τάξης χωρίς να θυσιάσει το στοιχείο της διάνοιας να αποκαλύψει την φαντασία και την διάσταση βάθους του φανταστικού και παρ’όλα αυτά να μην προδώσει το Λόγο όπως ο ίδιος ερμήνευσε» (Συλλογικό, Κριτική, Ουτοπία, Απελευθέρωση, σελ. 209). 


Δημοσίευση σχολίου